Δευτέρα, 23 Ιουνίου, 2025
    Αρχική Blog Σελίδα 67

    Υπενθύμιση: Διαχωρισμός της αξίας κτήσης του οικοπέδου από την αξία του κτίσματος, κατά τη διενέργεια των φορολογικών αποσβέσεων του άρθρου 24 του ν.4172/2013!

    Αθήνα, 21 Ιουνίου 2016
    Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1095090 ΕΞ 2016
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Β’
    Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Ε. Πλάνη
    Τηλέφωνο: 2 10 – 33.75.312
    ΦΑΞ: 210 – 33.75.001
    ΘΕΜΑ: Διαχωρισμός της αξίας κτήσης του οικοπέδου από την αξία του κτίσματος, κατά τη διενέργεια των φορολογικών αποσβέσεων του άρθρου 24 του ν.4172/2013.
    Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013 καθορίζονται οι φορολογικές αποσβέσεις επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων οι οποίες εκπίπτουν από το σύνολο των εσόδων από επιχειρηματικές συναλλαγές προκειμένου για τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα.
    Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 24 του νόμου αυτού ορίζεται, ότι εδαφικές εκτάσεις, έργα τέχνης, αντίκες, κοσμήματα και άλλα πάγια στοιχεία ενεργητικού επιχειρήσεων που δεν υπόκεινται σε φθορά και αχρήστευση λόγω παλαιότητας, δεν υπόκεινται σε φορολογική απόσβεση, ενώ με τις διατάξεις της παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου ορίζεται ότι το κόστος κτήσης ή κατασκευής, περιλαμβανομένου και του κόστους βελτίωσης, ανανέωσης και ανακατασκευής, αποκατάστασης του περιβάλλοντος αποσβένονται, σύμφωνα με τους συντελεστές που περιλαμβάνονται στον πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Ειδικά για τα κτίρια, κατασκευές, εγκαταστάσεις, βιομηχανικές και ειδικές εγκαταστάσεις, μη κτιριακές εγκαταστάσεις, αποθήκες και σταθμοί, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων τους προβλέπεται συντελεστής απόσβεσης 4%.
    2. Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση ακινήτων επί των οποίων έχουν ανεγερθεί κτήρια, οι φορολογικές αποσβέσεις διενεργούνται μόνο επί της αξίας που αναλογεί στα κτίσματα και όχι επί της αξίας που αντιστοιχεί στο οικόπεδο.
    Στην περίπτωση αυτή, ως αξία κτήσης του κτίσματος για την διενέργεια αποσβέσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013, θα λαμβάνεται το μέρος της συνολικής αξίας του ακινήτου (οικόπεδο – κτίσμα) που αναλογεί στο κτίσμα με βάση το ποσοστό συμμετοχής του όπως αυτό προκύπτει από τις αντίστοιχες αξίες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της φορολογίας κεφαλαίου.
    Για παράδειγμα, επιχείρηση κατέβαλλε το φορολογικό έτος 2015, ως συνολικό τίμημα για την αγορά ακινήτου (οικόπεδο – κτίσμα) το ποσό των 1.000.000 ευρώ. Η αξία του ακινήτου κατά το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτου για τις ανάγκες εφαρμογής της φορολογίας κεφαλαίου καθορίσθηκε στο ποσό των 700.000 ευρώ εκ της οποίας το ποσό των 400.000 ευρώ αφορούσε το οικόπεδο, ενώ το ποσό των 300.000 ευρώ το κτίσμα. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα του παραδείγματος, το ποσοστό συμμετοχής του οικοπέδου 57,14%, (400.000 ευρώ/700.000 ευρώ) και του κτιρίου 42,86% (300.000 ευρώ/700.000 ευρώ) στη συνολική αξία οικοπέδου -κτιρίου, με βάση τα οριζόμενα στη φορολογία κεφαλαίου, θα αποτελέσει τη βάση υπολογισμού με την οποία θα διαχωριστεί το πραγματικό τίμημα (1.000.000 ευρώ) σε οικόπεδο και κτίσμα για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος προκειμένου να υπολογισθούν οι φορολογικές αποσβέσεις στην αξία του κτιρίου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013.
    Τα παραπάνω εφαρμόζονται ανάλογα και σε περίπτωση οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατά την οποία το δικαίωμα της κυριότητας επί ορόφου ή διαμερίσματος κ.λπ. αποτελείται από την κυριότητα επί αυτού καθώς και την εξ’ αδιαιρέτου συγκυριότητα επί του μεριδίου που αναλογεί στους κοινόχρηστους χώρους και το οικόπεδο, με βάση το άρθρο 1117 του Αστικού Κώδικα και τον ν.3741/1929, καθώς και σε περίπτωση κάθετης ιδιοκτησίας, με την οποία συστήνεται διηρημένη ιδιοκτησία επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων ανεγειρόμενων επί ενιαίου οικοπέδου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971.
    Ακριβές Αντίγραφο
    Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης
    Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Υπενθύμιση: Τεκμαρτά έσοδα και έξοδα. Λογιστικός χειρισμός!

    Αθήνα, 23-06-2016
    Αρ. Πρωτ. 1239
    ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ
    ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)
    Πληροφορίες:Σ. Καράκου
    Τηλ.:210 32 42 648 (εσωτ. 227)
    Fax:210 32 34 141
     
    ΘΕΜΑ: «Τεκμαρτά έσοδα και έξοδα»
    ΕΡΩΤΗΜΑ
    Παρακαλούμε να μας γνωρίσετε εάν για τα τεκμαρτά έσοδα και έξοδα από ιδιόχρηση ακινήτων πρέπει προς τεκμηρίωση να διενεργείται λογιστική εγγραφή τόσο στα απλογραφικά όσο και στα διπλογραφικά βιβλία.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ
    1. Από λογιστική σκοπιά, τα τεκμαρτά έσοδα / έξοδα από ιδιόχρηση δεν επηρεάζουν τα ποσά των κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, και αυτό αφορά τόσο τα διπλογραφικά βιβλία όσο και τα απλογραφικά βιβλία (ατομικής επιχείρησης ή εταιρείας). Τα σχετικά ποσά δε λαμβάνονται υπόψη (συμψηφίζονται μεταξύ τους) και συνεπώς δεν διογκώνουν ούτε τα έξοδα ούτε τα έσοδα.
    2. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα τεκμαρτά έξοδα και έσοδα από ιδιοκατοίκηση έχουν λογιστική βάση 0 (μηδέν) και φορολογική βάση το ποσό που προκύπτει από τη φορολογική νομοθεσία (άρθρο 39, ν. 4172/2013).
    3. Βάσει της περ. (γ) του άρθρου 22 του νόμου 4172/2013, η έκπτωση δαπανών κατά τον προσδιορισμό εισοδήματος, προϋποθέτει ότι οι δαπάνες αυτές «εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά».
    4. Ο τρόπος τήρησης των λογιστικών βιβλίων, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο «εγγράφονται» οι δαπάνες στην διατύπωση του ν. 4172/2013 υπό (3) ανωτέρω, εξειδικεύεται στο ν. 4308/2014. Βάσει της παρ. 5 του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου, το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί τόσο τη λογιστική, όσο και τη φορολογική βάση των στοιχείων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Περαιτέρω, βάσει της παρ. 3.5.1 της ΠΟΛ.1003/31.12.2014, η παρακολούθηση της λογιστικής / φορολογικής βάσης (κατά περίπτωση) «δύναται να γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο και ασφαλή τρόπο, ώστε να μπορούν να εξαχθούν οι απαραίτητες πληροφορίες για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τη σύνταξη των φορολογικών δηλώσεων, και τη διασφάλιση της δυνατότητας διενέργειας ελέγχων».
    5. Βάσει του σημείου (4) ανωτέρω, εφόσον τηρούνται οι αναφερόμενες εκεί προϋποθέσεις, η επιλογή του τρόπου παρακολούθησης των τεκμαρτών εξόδων και εσόδων ιδιόχρησης ακινήτων επαφίεται σε απόφαση της οντότητας, χωρίς να απαιτείται για τη φορολογική βάση η εγγραφή σε κάποιο ημερολόγιο ή στο βιβλίο εσόδων-εξόδων. Η καταγραφή των σχετικών ποσών στα διάφορα φορολογικά έντυπα (E1, Ε3, κλπ.), τα οποία συνιστούν μέρος των λογιστικών αρχείων κατά το νόμο 4308/2014 είναι ένας κατάλληλος τρόπος παρακολούθησης δεδομένου ότι διασφαλίζει απολύτως τη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων.
    6. Εάν η οντότητα επιθυμεί να παρακολουθεί τα τεκμαρτά έξοδα και έσοδα ιδιόχρησης ακινήτων μέσω του σχεδίου λογαριασμών της, μπορεί να χρεώνεται κατάλληλος υπολογαριασμός τεκμαρτού εξόδου των ενοικίων (του κωδ. 62.04 στο σχέδιο λογαριασμών του ΕΓΛΣ ή του 64.05 στα ΕΛΠ), με πίστωση του λογαριασμού του τεκμαρτού εσόδου (υπολογαριασμός του κωδ. 75 στο σχέδιο λογαριασμών του ΕΓΛΣ ή του 71.04 στα ΕΛΠ). Οι σχετικοί λογαριασμοί ωστόσο απαλείφονται για σκοπούς σύνταξης των λογιστικών καταστάσεων, δηλαδή δεν προσαυξάνουν αντίστοιχα τα σχετικά έσοδα και έξοδα.
    ΤΑ ΜΕΛΗ
    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ
    Μια άλλη χαρακτηριστική απάντηση του ΣΛΟΤ επί του θέματος είναι και η παρακάτω:
    Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 2544 ΕΞ 18.11.2016 Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή Ε.Λ.Π. κάνει ιδιόχρηση (Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή Ε.Λ.Π. κάνει ιδιόχρηση) Κατηγορία: Ελληνικά λογιστικά πρότυπα Αθήνα, 18.11.2016 Αριθμ. Πρωτ.: 2544 ΕΞ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ) ΣΛΟΤ 2544/2016 ΘΕΜΑ: «Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή ΕΛΠ κάνει ιδιόχρηση»
    ΕΡΩΤΗΜΑ: Πρέπει λογιστικά στο Ε3 να γίνει καταχώρηση της αξίας της ιδιόχρησης ή όχι. Εάν ναί, δεν θα υπάρχει συμφωνία λογιστικά με τα αποτελέσματα Β6, δεδομένου ότι έχετε γνωματεύσει ότι στα αποτελέσματα δεν καταχωρούνται τεκμαρτά έσοδα-έξοδα. Πως αντιμετωπίζεται αυτό;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στο λογιστικό σύστημα της οντότητας (λογαριασμοί εσόδων και εξόδων), μπορούν να καταχωρούνται τεκμαρτά έσοδα/έξοδα, εφόσον έτσι κρίνεται από την οντότητα. Στην κατάσταση αποτελεσμάτων, δεν πρέπει να εμφανίζονται τέτοια έσοδα και έξοδα (ιδιαίτερα αν είναι σημαντικής αξίας), διότι τα σχετικά κονδύλια διογκώνονται ισόποσα με μη πραγματικά ποσά. Για παράδειγμα η επιχείρηση μπορεί να καταχωρήσει το ενοίκιο ιδιόχρησης ταυτόχρονα ως έσοδο και έξοδο στους αποτελεσματικούς λογαριασμούς στα λογιστικά της βιβλία και να συμψηφίσει τα δύο ποσά στην κατάσταση αποτελεσμάτων. Η κατάσταση αποτελεσμάτων δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τα έντυπα των δηλώσεων φόρου εισοδήματος. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχουν ελέγξιμες διαδικασίες για το πώς ενημερώνονται τα έντυπα των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, από το λογιστικό σύστημα της οντότητας.

    Ασφαλιστικές Εισφορές: Απαντήσεις σε ερωτήματα!

     

    Τα κληρονομικά μερίδια στο ελληνικό δίκαιο! Ένα πολύ χρήσιμο άρθρο!

    Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
    Κατά το ελληνικό δίκαιο, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη (εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή), ο κληρονομούμενος κληρονομείται από τους πλησιέστερους συγγενείς του σύμφωνα με προκαθορισμένα από το νόμο ποσοστά. Για να ισχύσουν τα κατωτέρω αναφερόμενα ποσοστά κατά τα οποία έκαστος κληρονομεί, πρέπει ο κληρονομούμενος να είχε την ελληνική ιθαγένεια. Την ελληνική ιθαγένεια την αποκτά κάποιος κυρίως με την γέννησή του, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, από έναν τουλάχιστον Έλληνα γονέα και δεν την χάνει, ακόμα κι αν αποκτήσει υπηκοότητα και άλλης χώρας, εφόσον δεν υπάρξει υπουργική απόφαση στην Ελλάδα που να του αποστερεί ειδικώς την ελληνική ιθαγένεια. Ελληνική ιθαγένεια αποκτούν και γεννημένοι εκτός Ελλάδος, εφόσον αποδεικνύουν ότι είναι τέκνα, εγγόνια ή και δισέγγονα Έλληνα πολίτη, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα και είναι εγγεγραμμένος ή εγγεγραμμένη σε δημοτολόγιο ή μητρώο αρρένων σε κάποιον Δήμο στην Ελλάδα. Εφόσον συνεπώς κατά τον χρόνο θανάτου ο κληρονομούμενος είχε την ελληνική ιθαγένεια, ανεξαρτήτως βεβαίως του φύλου του, αλλά και του φύλου των κληρονόμων, κληρονομείται ως εξής (εφόσον δεν άφησε διαθήκη): Εάν ο θανών ή η θανούσα άφησε σύζυγο και παιδιά, ο επιζών σύζυγος κληρονομεί το ένα τέταρτο (1/4 ή 25%) επί κάθε περιουσιακού στοιχείου του θανόντος συζύγου του, αλλά και επί των χρεών αυτού, ενώ τα παιδιά κληρονομούν τα τρία τέταρτα (3/4 ή 75%)) των περιουσιακών στοιχείων και των χρεών του. Ο σύζυγος κληρονομεί πάντα και το λεγόμενο νομικά στην Ελλάδα «εξαίρετο», που συνήθως είναι έπιπλα, οικογενειακά αντικείμενα κλπ. Εάν λοιπόν ο θανών άφησε σύζυγο και δύο παιδιά, κληρονομείται κατά το 1/4 ή 2/8 από τον σύζυγο και από 3/8 από το κάθε ένα από τα δύο παιδιά. Αν τα παιδιά είναι τρία, λαμβάνουν έκαστο από 1/4 της κληρονομίας, Αν είναι τέσσερα, λαμβάνουν 3/16 έκαστο κ.ο.κ. Εάν ο θανών ή η θανούσα άφησε μόνο τέκνα και όχι σύζυγο, χωρίς διαθήκη, το κάθε παιδί κληρονομεί ίσο μερίδιο. Εάν ο κληρονομούμενος άφησε σύζυγο, αλλά όχι τέκνα, κληρονομείται κατά 50% (1/2) από τον σύζυγο, ενώ κατά το άλλο 50% (1/2) κληρονομείται από αδέλφια του, ή από τέκνα προαποβιωσάντων αδελφών (ανήψια). Εάν δεν άφησε σύζυγο ούτε τέκνα, κληρονομείται ισομερώς από γονείς, αδέλφια ή τέκνα αδελφών, ισομερώς. Εάν άφησε σύζυγο και δεν υπάρχουν αδέλφια, ούτε τέκνα ή εγγόνια τους, λαμβάνει 50% ο σύζυγος και 50% παππούδες ή γιαγιάδες του θανόντος, ή τέκνα ή εγγόνια αυτών. Εάν δεν υπάρχουν αδέλφια ή παππούδες και γιαγιάδες, ούτε προπαπούδες ή προγιαγιάδες του θανόντος και δεν έχει παιδιά, αλλά μόνο σύζυγο, ο σύζυγος λαμβάνει το 100%. Αν δεν υπάρχει ούτε σύζυγος, ούτε οι ανωτέρω αναφερόμενοι συγγενείς, κληρονομεί το ελληνικό δημόσιο. Εάν ο κληρονομούμενος άφησε διαθήκη, στην οποία δεν αναφέρει σύζυγο ή τέκνα του, οι τελευταίοι δικαιούνται πάντα νομίμου μοίρας, δηλαδή το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας τους. Δηλαδή, εάν η θανούσα άφησε σύζυγο και ένα παιδί και με διαθήκη της αφήνει στο παιδί τους το 100% της περιουσίας της, ο σύζυγός της, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται καθόλου στην διαθήκη, δικαιούται, εάν το επιθυμεί, να λάβει το 1/8 της κληρονομίας, δηλ. το μισό του 1/4 που θα ελάμβανε εάν δεν υπήρχε διαθήκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν με διαθήκη ο κληρονομούμενος άφησε όλη την περιουσία του σε τρίτο, μη συγγενικό πρόσωπο, ενώ άφησε δύο παιδιά και όχι σύζυγο, το κάθε ένα από τα δύο παιδιά του δικαιούται να αξιώσει νόμιμη μοίρα που ανέρχεται σε 1/4 της κληρονομίας, διότι αυτό είναι το μισό του 1/2, που έκαστο των δύο τέκνων θα ελάμβανε εάν δεν υπήρχε διαθήκη.

    ΠΗΓΗ:http://nomika-themata.blogspot.gr

    Δικαιώματα ελέγχου στην ανώνυμη εταιρεία!

    Διαχειριστικός Έλεγχος της σκοπιμότητας και της χρηστής διοίκησης που ασκείται από το ΔΣ ως δικαίωμα των μετόχων που εκπροσωπούν το 20% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου

    Η μετοχική σύνθεση μιας ανώνυμης εταιρείας είναι μια διελκυστίνδα σύγκρουσης αντιτιθέμενων συμφερόντων. Πολλές φορές, η εταιρική μειοψηφία θεωρείται ότι θίγεται από τις πράξεις του ΔΣ μιας ΑΕ, που η πλειοψηφία έχει ορίσει. Πώς θα προστατευτεί από πράξεις του ΔΣ που θεωρούν ότι θίγουν το συμφέρον τους;
    Με τις διατάξεις των άρθρων 40 επ. κ.ν. 2190/1920 παρέχεται η δυνατότητα σε ορισμένα πρόσωπα και υπό ορισμένες προϋποθέσεις να ζητούν από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου ανώνυμης εταιρίας (έκτακτου, σε αντιδιαστολή με τον τακτικό έλεγχο των διατάξεων των άρθρων 36 επ. του ιδίου νόμου).
    Ο έλεγχος, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 40 κ.ν. 2190/1920 και χαρακτηρίζεται έκτακτος ή διαχειριστικός, είναι μορφή ιδιότυπης πραγματογνωμοσύνης (βλ. Λ. Γεωργακόπουλο, Το Δίκαιο των Εταιριών, 1974, σελ. 330).
    Ο ως άνω έκτακτος ή διαχειριστικός έλεγχος διαφέρει από τον τακτικό ως προς το χρόνο διεξαγωγής του, αφού ο τελευταίος είναι μόνιμος και περιοδικός, ενώ ο διαχειριστικός είναι έκτακτος και για τη διενέργειά του χρειάζεται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων: ως προς το πρόσωπο που ενεργεί τον έλεγχο, αφού ο μεν τακτικός ενεργείται από όργανα που διορίζει η Γ.Σ. της εταιρίας, αντιθέτως ο έκτακτος ενεργείται από πρόσωπα (ελεγκτές) που διορίζει το δικαστήριο, ως προς το αντικείμενο, αφού ο μεν τακτικός έλεγχος έχει ως αντικείμενο τη λογιστική και διαχειριστική κατάσταση της εταιρίας, αντιθέτως ο έκτακτος έλεγχος έχει ως αντικείμενο, κατά κανόνα, συγκεκριμένες πράξεις διαχειρίσεως και ως προς το σκοπό, αφού με τον έκτακτο έλεγχο επιδιώκεται, κατά κύριο λόγο, η προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και ιδιαίτερα της μειοψηφίας των μετόχων, η οποία επιτυγχάνεται ιδίως με τη συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού για τη θεμελίωση τυχόν αξιώσεως αποζημιώσεως κατά των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας ή κατ’ άλλων υπευθύνων, ή η επίκριση του Δ.Σ. και η διαφώτιση της Γ.Σ.
    Προϋπόθεση ασκήσεως του δικαιώματος ελέγχου από τη «μεγάλη» μειοψηφία (1/5 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου) δεν είναι μόνο έλεγχος νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι δεν περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικώς προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρίας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, αλλά είναι και έλεγχος σκοπιμότητας (συνέσεως), ήτοι επεκτείνεται στην εξακρίβωση του εάν οι διαχειριστικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία, δηλαδή εάν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της ή όχι (βλ. ΑΠ 289/1999 Δ 2000.319, ΑΠ 578/1979 ΝοΒ 1979.1607, ΕφΑθ 763/1999 ΕλλΔνη 1999.1154, ΕφΠειρ 1329/1997 ΔΕΕ 1998.473, Β. Αντωνόπουλο, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, β` έκδ., σελ. 344 επ, Νισυραίο, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, (2002), άρθρο 40, σελ. 399 επ, Λ.Κοκκίνη, σε Ε. Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, ΙΙ, άρθρο 40, σελ. 1537, Κ. Παμπούκη, Ο έλεγχος της Ανώνυμης Εταιρίας, σελ. 15 και 104 επ.).
    Σημειώνεται, δε, ότι η αξίωση για έκτακτο έλεγχο από τη «μεγάλη μειοψηφία» δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 40 §§ 1 και 2 κ.ν 2190/1920 (ΕφΑθ 2035/1996 ΕΕμπΔ 1996.755). Αδιάφορο είναι επίσης αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της από τους αιτούντες έγκρισης του ισολογισμού ή απαλλαγής του Δ.Σ. ή μη προβολής αντιρρήσεων σε Γ.Σ. Συνεπώς, ο έλεγχος σκοπιμότητας («συνέσεως») του άρθρου 40 § 3 κ.ν 2190/1920, περιλαμβάνει και τον έλεγχο νομιμότητας («χρηστότητα») που προβλέπεται στο άρθρο 40 § 1 και 2 κ.ν 2190/1920, παρέχοντας μείζονες ελεγκτικές δυνατότητες είτε σε σχέση με την έλλειψη χρονικών περιορισμών είτε αναφορικά με τις κατηγορίες διαχειριστικών πράξεων.
    Ειδικότερα, η εταιρική διαχείριση ασκείται αντίθετα προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, όταν ασκείται κατά παράβαση του κανόνα της επιμέλειας που επιδεικνύει ο συνετός επιχειρηματίας, όπως πλέον ορίζεται στο άρθρο 22α του κ.ν 2190/1920. Αναμφίβολη διαπίστωση αποτελεί ότι κάθε επιχειρηματικό εγχείρημα ενέχει εγγενώς το στοιχείο του κινδύνου, αλλά η διαχείριση και η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου πρέπει να πραγματοποιείται με ενέργειες που συνιστούν εύλογη επιχειρηματική κρίση. Κατά συνέπεια, ως μη χρηστές ή και μη συνετές πράξεις θεωρούνται λογιστικές παραλείψεις, αλόγιστες και άσκοπες δαπάνες και εν γένει κακοδιοίκηση που οδηγεί την εταιρία σε πτώχευση, σύμμειξη λογαριασμών περισσότερων εταιριών, μη σύγκληση Γ.Σ., μη σύνταξη ισολογισμών, μη ενημέρωση μετόχου από την εταιρική διοίκηση, αύξηση τραπεζικού δανεισμού, φορολογικές παραβάσεις, διενέργεια μη σκόπιμων αγορών και πωλήσεων, πράξεις που ωφελούν κατά κύριο λόγο τα μέλη της διοίκησης και όχι την εταιρία (βλ. Λ. Κόκκινη, ό.π, σελ. 1558).
    Τέλος, η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοίκησης, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνην (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (ΕφΑθ 145/2012 ο.π.).

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:

    Δρ. Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης

    ΠΗΓΗ:https://www.lawspot.gr

    Τι έγγραφα χρειάζονται για πώληση ακινήτου στην Ελλάδα!

    Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
    Η αγορά ακινήτου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά πεσμένη, λόγω κρίσης, επειδή το ακίνητο σε γενικές γραμμές έχασε μέρος της αξίας που είχε έως το 2011, ενώ ο νέος φόρος ΕΝΦΙΑ που επεβλήθη κατέστησε την αγορά ακινήτου λιγότερο ελκυστική. Ωστόσο, οι νέες αρκετά μειωμένες τιμές των προσφερομένων ακινήτων έχουν αρχίσει να προσελκύουν το αγοραστικό ενδιαφέρον πολλών κατοίκων εξωτερικού (ομογενών αλλά και ξένων).
    Χρήσιμο είναι συνεπώς όσοι επιθυμούν να πωλήσουν ακίνητο που έχουν στην Ελλάδα, να γνωρίζουν τι έγγραφα πρέπει να προσκομίσουν στον συμβολαιογράφο για να πωλήσουν, ή γενικώς να μεταβιβάσουν το ακίνητό τους.
    Τα έγγραφα που απαιτούνται είναι τα εξής:

    • Τοπογραφικό του οικοπέδου, (για διαμέρισμα δεν απαιτείται) με σφραγίδα μηχανικού των νόμων 651/1977 και 1337/1983, αν πρόκειται για ακίνητο εντός σχεδίου ή ορίων οικισμού. Αν μεταβιβάζεται αγροτεμάχιο, το τοπογραφικό πρέπει να είναι εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων (ΕΓΣΑ ’87).
    • Φορολογική ενημερότητα του πωλητή. Αν αυτός δεν οφείλει στο κράτος, θα του δοθεί σχετικά εύκολα. Αν όμως χρωστάει, η εφορία αρχικώς θα αρνηθεί την χορήγησή της, μπορεί όμως να δεχθεί να δώσει ενημερότητα με τον όρο να κρατήσει η εφορία (μέσω του συμβολαιογράφου) το οφειλόμενο σ’ αυτήν ποσό, από το τίμημα που θα καταβάλει ο αγοραστής. Αν ο πωλητής απασχολεί προσωπικό ασφαλισμένο στο ΙΚΑ ή είναι μέλος εταιρείας, ή έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής στο όνομά του την τελευταία 10ετία, χρειάζεται και ασφαλιστική ενημερότητα, ότι δηλ. δεν χρωστάει στο ΙΚΑ. Αν υπάρχει κτηματολόγιο στην περιοχή του ακινήτου χρειάζεται πιστοποιητικό κτηματογραφούμενου ακινήτου ή υποβολής δήλωσης και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος και κτηματολογικό φύλλο.
    • Βεβαίωση μηχανικού αν το ακίνητο έχει αυθαίρετα τμήματα ή όχι κατά το νόμο 4178/2013. Αν υπάρχουν χώροι που έχουν τακτοποιηθεί πολεοδομικώς, επισυνάπτεται στο συμβόλαιο κάτοψη από την πολεοδομία ή τον μηχανικό.
    • Πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης, που εκδίδεται από μηχανικό.
    • Πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βεβαιώνει ότι ο πωλητής δήλωσε το ακίνητο στο Ε9 της εφορίας κατά τα πέντε προηγούμενα έτη και ότι ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. έχει πληρωθεί. Αν το ακίνητο που μεταβιβάζεται περιλαμβάνει οικοδομή, τότε απαιτείται αντίγραφο της αδείας οικοδομής από την Πολεοδομία, εφόσον η άδεια έχει εκδοθεί μετά τις 14-3-1983. Επίσης, αν το ακίνητο προέρχεται από κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή, μετά το 1995, πρέπει να επισυναφθεί στο συμβόλαιο πιστοποιητικό ότι δεν οφείλεται φόρος κληρονομίας, δωρεάς ή γονικής παροχής. Εάν το ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή όπου κυρώθηκε πράξη εφαρμογής, προσκομίζεται και δήλωση ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνει δήλωση ότι δεν οφείλεται εισφορά σε γη και σε χρήμα. Αν το ακίνητο συνορεύει με δασική έκταση, προσκομίζεται πιστοποιητικό ότι δεν είναι δασική έκταση. Πέραν των ανωτέρω, υπάρχουν ειδικώτερες περιπτώσεις όπου μπορεί να απαιτούνται και άλλα έγγραφα, αναλόγως των ειδικών συνθηκών του ακινήτου που πωλείται. .
      ΠΗΓΗ:

                                                   http://nomika-themata.blogspot.gr

    Αναπροσαρμογή-Μείωση μισθώματος. Η υφιστάμενη οικονομική συγκυρία ως έκτακτη και απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών.

    Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και επί αναπροσαρμογής του μισθώματος στην εμπορική μίσθωση (άρθρο 7 § 4, του πδ 34/1995), οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον μισθωτή σε μισθωτική σύμβαση το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την μείωση της οφειλόμενης παροχής (μίσθωμα) είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως (μισθωτική σύμβαση), β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους έκτακτους και απρόβλεπτους, γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Εφόσον δεν συντρέχει εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, είναι επιτρεπτή η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού, και δη όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές.
    Κατά συνέπεια, για αίτημα αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση το άρθρο 388 του ΑΚ, πρέπει να αναφέρονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες στήριξαν οι συμβαλλόμενοι τη σύναψη της σύμβασης μισθώσεως, από λόγους απρόβλεπτους, ώστε η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών. Τέτοια δε περιστατικά είναι εκείνα τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Έτσι τυχαία γεγονότα, που όμως συμβαίνουν συνήθως, όπως είναι η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση της αξίας του ακίνητου από την υποτίμηση του νομίσματος και την παρεπόμενη αύξηση του κόστους ζωής, η αύξηση της αξίας του ακινήτου η οποία οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης για μίσθωση ανάλογων ακινήτων, ούτε έκτακτα, ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηρισθούν. Η εφαρμογή δηλαδή της ερμηνευόμενης διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά, στα οποία θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης και απέβλεψαν σε αυτά, τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της σύμβασης, στη συνέχεια όμως απαιτείται τα όσα περιστατικά θεμελίωσαν την απόφαση των συμβαλλομένων περί κατάρτισης της σύμβασης, να μεταβλήθηκαν, σε χρόνο μεταγενέστερο, τα δε γεγονότα, τα οποία προκάλεσαν τη μεταβολή, να έχουν χαρακτήρα έκτακτο και απρόβλεπτο,πράγμα που συμβαίνει όταν τα παρεμβαλλόμενα περιστατικά, που εισχώρησαν στη σύμβαση, δεν ήταν δυνατό να διαγνωσθούν υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Όχι, όμως, οποιαδήποτε μεταβολή επιδρά στην κατάληξη ή και στην αναπροσαρμογή της σύμβασης, αλλά μόνον εκείνη που έχει ως συνέπεια η παροχή του οφειλέτη να θεωρείται υπέρμετρα επαχθής.
    Αυτό συμβαίνει όταν ο οφειλέτης, συνεπεία εκτάκτων γεγονότων, βρίσκεται σε πλήρη κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε αυτός μεν εκτελώντας τη σύμβαση να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα, από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Το υπέρμετρο της επάχθειας συνιστά το αφετήριο στάδιο κρίσης εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ και το δικαστήριο θα επέμβει με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια, αναπλάθοντας το περιεχόμενο της σύμβασης και αναπροσαρμόζοντας την παροχή έναντι της αντιπαροχής.
    Το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος είναι διαπλαστικης φύσεως, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσης της μίσθωσης, μεταβαλλόμενης αυτής ως προς το ύψος του μισθώματος από την άσκηση της αγωγής.
    Ο δικαστικός καθορισμός του μισθώματος με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, δεν καταργεί τη συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος και ισχύει μόνον για το χρονικό διάστημα, για το οποίο κρίθηκε ότι υπάρχει η δυσαρμονία του μισθώματος χωρίς να επηρεάζει την ισχύ της υπάρχουσας συμφωνίας και επομένως θα εξακολουθήσει να αναπροσαρμόζεται στο μέλλον και πάλι με βάση την υπάρχουσα συμφωνία, όταν θα επέρχεται κάθε επόμενο στάδιο από τα συμβατικώς προβλεφθέντα και μάλιστα αυτόματα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης δικαστικής κρίσης, επιφυλασσομένου όμως του δικαιώματος των συμβληθέντων να ζητήσουν στο μέλλον και πάλι αναπροσαρμογή του μισθώματος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ, εάν βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
    Κι ενώ η οικονομική κρίση γενικευμένα και αόριστα δεν συνιστά ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου των  υφιστάμενων μισθωτικών συμβάσεων, από τις αρχές του έτους 2010, άρχισαν να εμφανίζονται γεγονότα έκτακτα, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, ούτε ήταν δυνατόν να διαγνωσθούν υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Ειδικότερα, από την αρχή του έτους 2010, έχει επέλθει σημαντική μείωση των αποδοχών των μισθωτών εγγίζουσα κατά περίπτωση ακόμη και το 30%, ενώ περαιτέρω προκειμένου να ανταποκριθεί η χώρα στις τρέχουσες δημοσιονομικές ανάγκες έχει καταφύγει σε στήριξη από το μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μείωση των αποδοχών, το κλείσιμο των επιχειρήσεων με την συνεπεία αυτού, απώλεια υψηλού αριθμού θέσεων εργασίας, αποτέλεσε μέγεθος το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων, ενόψει της οικονομικής αστάθειας και των συναφών οικονομικών συναλλαγών, ούτε μπορούσε να θεωρηθεί γεγονός που συνήθως συμβαίνει κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων. Ενδεικτικά κατά το έτος 2010, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα σημείωσε σημαντική υποχώρηση και διαμορφώθηκε στις 65,6 μονάδες, με τις σχετικές προβλέψεις της παραγωγής να επιδεινώνονται ενώ οι προβλέψεις των Ελλήνων καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους υποχώρησαν αισθητά με το σχετικό ισοζύγιο να διαμορφώνεται στις -66,6 μονάδες σε ιστορικά χαμηλό ρεκόρ, ενώ οι δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης διαμορφώθηκαν στις -5,8 μονάδες.
    Τα ελληνικά δικαστήρια δέχονται ότι οι προπεριγραφόμενες συνθήκες, αποτελούν, γεγονός απρόβλεπτο, ως μη δυνάμενο να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των συναλλαγών. Περαιτέρω, η εμπορική κίνηση των καταστημάτων έχει εισέλθει σε πτωτική τροχιά ως και η ζήτηση ακινήτων για επαγγελματική στέγη  μειώνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα ακόμη και καταστήματα επί των εμπορικών κέντρων των πόλεων να παραμένουν χωρίς μίσθωση (κενά). Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα  οι σημερινές συνθήκες ρευστότητας της εσωτερικής και διεθνούς οικονομίας είναι τόσο ουσιώδεις, έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε οι μισθωτές εκτελώντας τη σύμβαση να υφίστανται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, οι δε εκμισθωτές να ωφελούνται υπέρμετρα, από την περιουσία των μισθωτών, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί.
    Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, δικάσαν Δικαστήριο μείωσε το συμφωνηθέν μίσθωμα εμπορικής μίσθωσης στο κέντρο του Βόλου κατά ποσοστό 20%  για ένα χρόνο, υποχρεώνοντας τον εκμισθωτή να καταβάλει στην μισθώτρια την διαφορά που προκύπτει μεταξύ των καταβληθέντων μισθωμάτων και εκείνων που προέκυψαν από την αναπροσαρμογή  από την άσκηση της αγωγής.
    ΠΗΓΗ:
    http://www.legalaction.gr

    Ποιοι δικαιούνται Ι.Χ. με ξένες πινακίδες!

     
    Τα πρόσωπα που μπορούν να κυκλοφορούν αυτοκίνητα με αλλοδαπές πινακίδες, με καθεστώς προσωρινής εισαγωγής και χρησιμοποίησης στην Ελλάδα
    Ποια πρόσωπα δικαιούνται να κυκλοφορούν στην Ελλάδα αυτοκίνητο με αλλοδαπές πινακίδες κυκλοφορίας, δηλαδή με το καθεστώς προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης και για πόσο διάστημα ;
    Δικαιούχα πρόσωπα είναι:
    α. Πρόσωπα με συνήθη κατοικία στο εξωτερικό που επισκέπτονται προσωρινά την Ελλάδα (Τουρίστες).
    Το δικαίωμα προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης χορηγείται στην κατηγορία αυτή για μέσα μεταφοράς και είδη ατομικής χρήσης, με τους εξής ειδικότερους όρους:
    – το πρόσωπο να έχει τη συνήθη κατοικία του εκτός Ελλάδας
    – να έρχεται προσωρινά στην Ελλάδα
    – να χρησιμοποιεί το Μέσο Μεταφοράς και τα είδη ατομικής χρήσης για ιδιωτική του χρήση.
    Η διάρκεια παραμονής στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης ορίζεται στους έξι (6) μήνες, συνεχείς ή όχι, ανά δωδεκάμηνο.
    Σε έκτακτες περιστάσεις τα αρμόδια τελωνεία μπορούν κατά την κρίση τους να χορηγήσουν επί πλέον παράταση μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
    Ειδικά, τα επιβατικά οχήματα που εισάγονται-μεταφέρονται προσωρινά από πρόσωπα με συνήθη κατοικία στο εξωτερικό, που δεν ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, εφόσον δεν επανεξάγονται-επαναποστέλονται με τη λήξη της διάρκειας των (6) μηνών, πρέπει να ακινητοποιούνται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή, ύστερα από αίτηση του δικαιούχου, και να παραμένουν ακινητοποιημένα το λιγότερο (6) μήνες και το ανώτερο (24) μήνες.
    Για να μπορέσει ο δικαιούχος να κυκλοφορήσει εκ νέου το ακινητοποιημένο επιβατικό όχημα, πρέπει κατά το τελευταίο 12μηνο πριν από την αποσφράγιση του οχήματος να αποδεικνύει ότι είχε τη συνήθη κατοικία του στο εξωτερικό, δηλαδή ότι παρέμεινε ο δικαιούχος στο εξωτερικό επί (185) ημέρες τουλάχιστον μετά τη σφράγιση του οχήματος.
    Αν παρέλθουν 24 μήνες από την ακινητοποίηση, το όχημα κηρύσσεται αζήτητο.
    Αν το αποσφραγίσει πριν από τους 24 μήνες και έχει δικαίωμα κυκλοφορίας μπορεί να το κυκλοφορήσει εκ νέου για 6 μήνες με καταβολή τελών κυκλοφορίας για όλο το διάστημα αυτό.
    β. Πρόσωπα με συνήθη κατοικία στην Ελλάδα που εργάζονται στο εξωτερικό τουλάχιστον έξι μήνες το δωδεκάμηνο.
    Στην κατηγορία αυτή υπάγονται:
    – Οι Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι Ελλάδας που παραμένουν και εργάζονται στο εξωτερικό, τουλάχιστον (6) μήνες το δωδεκάμηνο.
    – Τα πρόσωπα των οποίων οι σύζυγοι έχουν μετοικήσει στην Ελλάδα, εφόσον εξακολουθούν να παραμένουν πραγματικά στο εξωτερικό μετά τη μετοίκηση των συζύγων τους.
    – Οι αλλοδαποί (αλλοδαπές) που είναι παντρεμένοι με Έλληνες (Ελληνίδες) μόνιμους κατοίκους Ελλάδας, εφόσον και μετά το γάμο τους εξακολουθούν να παραμένουν πραγματικά στο εξωτερικό.
    Το δικαίωμα προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης χορηγείται στην κατηγορία αυτή για μέσα μεταφοράς και είδη ατομικής χρήσης για διάστημα έξι (6) μηνών, συνεχών ή όχι, ανά δωδεκάμηνο, χωρίς την καταβολή τελών κυκλοφορίας, εφόσον φέρουν ισχύουσα άδεια κυκλοφορίας κανονικής σειράς.
    Το διάστημα αυτό των έξι (6) μηνών, μπορεί να παραταθεί από το αρμόδιο τελωνείο, σε έκτακτες περιστάσεις, μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
    γ. Ελληνικά πληρώματα εμπορικών πλοίων γραμμών εξωτερικού.
    Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι Έλληνες υπήκοοι, που είναι ναυτολογημένοι σε εμπορικά πλοία γραμμών εξωτερικού τουλάχιστον έξι (6) μήνες το δωδεκάμηνο.
    Το δικαίωμα προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης, χορηγείται μόνον για το ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο και για διάστημα (6) έξι μηνών, συνεχών ή όχι, ανά δωδεκάμηνο, χωρίς την καταβολή τελών κυκλοφορίας, εφόσον φέρει ισχύουσα άδεια κυκλοφορίας κανονικής σειράς.
    δ. Άλλες ειδικές κατηγορίες
    Το δικαίωμα της προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης παρέχεται και στις παρακάτω περιπτώσεις:
    – Στα πρόσωπα που έχουν συνήθη κατοικία στο εξωτερικό και έρχονται προσωρινά στην Ελλάδα, αποκλειστικά και μόνο για να σπουδάσουν σε ανώτερα ή ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη ατομικής χρήσης, και για το διάστημα των σπουδών, ανάλογα με τα έτη σπουδών.
    – Στα πρόσωπα που έχουν συνήθη κατοικία στο εξωτερικό και έρχονται προσωρινά στην Ελλάδα, αποκλειστικά και μόνον για μετεκπαίδευση ή ειδίκευση σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή σχολές επιμόρφωσης που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή πανεπιστημιακές κλινικές. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη ατομικής χρήσης και για διάστημα τεσσάρων (4) ετών από την έναρξη της μετεκπαίδευσης ή ειδίκευσης.
    – Στους αλλοδαπούς που έχουν συνήθη κατοικία στο εξωτερικό και έρχονται προσωρινά στην Ελλάδα με σκοπό να εργαστούν σε εκτέλεση σύμβασης ορισμένου χρόνου με το ελληνικό δημόσιο, οργανισμό δημοσίου δικαίου, νομικά πρόσωπα που εποπτεύονται από το δημόσιο, σε αλλοδαπά εμπορικά ή βιομηχανικά επιμελητήρια ή σε εγκαταστημένους στη χώρα μας ξένους κρατικούς οργανισμούς και ινστιτούτα και οι οποίοι προσφέρουν ιδιαίτερα εξειδικευμένη εργασία προσωρινής μορφής. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη οικοσκευής και για όσο διάστημα διαρκεί η σύμβαση εργασίας τους.
    – Στους αλλοδαπούς υπηκόους που έχουν συνήθη κατοικία στο εξωτερικό και έρχονται προσωρινά στην Ελλάδα για να εργαστούν με σύμβαση ορισμένου χρόνου ως διδακτικό προσωπικό σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας ή σε ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα με βάση διμερείς μορφωτικές συμφωνίες. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη οικοσκευής και για όσο διάστημα διαρκεί η σύμβαση εργασίας τους.
    – Στους Έλληνες διπλωματικούς, προξενικούς και λοιπούς υπαλλήλους του Yπουργείου Εξωτερικών, καθώς και στους εξομοιούμενους με αυτούς υπαλλήλους, που επιστρέφουν προσωρινά στην Ελλάδα για εκτέλεση υπηρεσίας. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη οικοσκευής και για διάστημα μέχρι πέντε (5) χρόνια από την άφιξή τους στην Ελλάδα για εκτέλεση υπηρεσίας. Η πενταετής διάρκεια παρατείνεται για ολόκληρο το διάστημα παραμονής των υπαλλήλων στην Ελλάδα για εκτέλεση υπηρεσίας, με τον όρο ότι η παραμονή τους στην Κεντρική υπηρεσία, δεν οφείλεται σε αίτημά τους, αλλά σε υπηρεσιακές ανάγκες, γεγονός που θα βεβαιώνεται από την αρμόδια Δημόσια Yπηρεσία. Παράταση πέραν της πενταετίας, θα χορηγείται τμηματικά για δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά και μέχρι τη λήξη της υπηρεσίας του υπαλλήλου στην Κεντρική Yπηρεσία.
    – Στους Έλληνες υπηκόους με συνήθη κατοικία στην Ελλάδα που σπουδάζουν στο εξωτερικό ως φοιτητές, σπουδαστές ή μετεκπαιδευόμενοι σε σχολές εξωτερικού, εφόσον παραμένουν για σπουδές εκτός Ελλάδας κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους σπουδών. Το δικαίωμα παρέχεται μόνο για επιβατικό όχημα και για διάστημα τριών( 3) μηνών συνεχών ή όχι ανά ημερολογιακό έτος.
    – Στα πρόσωπα που μετοικούν στην Ελλάδα. Το δικαίωμα παρέχεται μόνο για το επιβατικό όχημα με σκοπό τον τελωνισμό του και για διάστημα ενός (1) μήνα με τον όρο ότι το διάστημα αυτό δεν ξεπερνά την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί ο τελωνισμός του οχήματος με τις διατάξεις των μετοικούντων.
    – Στους επαναπατριζόμενους Έλληνες και ομογενείς πολιτικούς πρόσφυγες. Το δικαίωμα παρέχεται μόνο για το επιβατικό όχημα με σκοπό τον τελωνισμό του και για διάστημα έξι (6) μηνών, με τον όρο ότι το διάστημα αυτό δεν ξεπερνά την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί ο τελωνισμός του οχήματος με τις διατάξεις των μετοικούντων.
    – Στο υπαλληλικό προσωπικό της Ε.Ε., στους αλλοδαπούς ανταποκριτές ξένου τύπου, στο αλλοδαπό προσωπικό ξένων Αρχαιολογικών Σχολών, στο αλλοδαπό, προσωπικό Διεθνών Οργανισμών, κ.λπ.
    forin.gr

    Πότε υφίσταται υπέρ ιδιοκτήτη δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης στην πυλωτή!

     

    Πλείστα προβλήματα ανακύπτουν στο πλαίσιο της καθημερινής συνύπαρξης των κοινωνών του δικαίου στο χώρο της πολυκατοικίας, χώρο τριβών, όπως η ύπαρξη πάμπολλων δικαστικών αποφάσεων από δικαστήρια της ουσίας αλλά και τον ΑΠ αποκαλύπτει. Προβλήματα τα οποία ανέκυψαν κυρίως λόγω της υποχρεωτικής πρόβλεψης χώρων στάθμευσης στο χώρο της πολυκατοικίας.
    Προκειμένου να εξυπηρετηθούν στη στάθμευσή τους τα αυξανόμενα με αντίστοιχους ρυθμούς αυτοκίνητα των κατοίκων των πόλεων, με το νόμο 960/1979 “περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων”, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το ν. 1221/1981, προϋπόθεση για την έκδοση οικοδομικής αδείας καθίσταται η πρόβλεψη θέσεων στάθμευσης σε κάθε νέα οικοδομή (αρ. 3 του νόμου). ΟΙ χώροι αυτοί στάθμευσης μπορεί να βρίσκονται στην πυλωτή, στο υπόγειο, στον ακάλυπτο ή σε άλλο κτήριο.
    Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιο ειναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των θέσεων στο χώρο της πολυκατοικίας.
    1. Ως προς τους κλειστούς χώρους, έχει κριθεί και γίνεται παγίως δεκτό, ότι είτε βρίσκονται στο ισόγειο της πολυκατοικίας – πρόκειται περί των λεγόμενων περίκλειστων θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων στην πυλωτή – είτε βρίσκονται στο υπόγειο, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και άρα δεν είναι κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομή.
    2. Ως προς τις στεγασμένες απλώς θέσεις στάθμευσης, π.χ. θέσεις με διαγραμμίσεις στο υπόγειο της πολυκατοικίας, αυτές μπορούν να αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες. Οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. α` και β` του ν. 960/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/1981, προβλέπουν ότι, προκειμένου για θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων που βρίσκονται σε στεγασμένους χώρους κτιρίου, το οποίο έχει υπαχθεί στο σύστημα της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, κάθε θέση στάθμευσης μπορεί να αποτελεί διαιρεμένη ιδιοκτησία, της οποίας επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση και σε τρίτους που δεν έχουν σχέση με το κτίριο.
    3. Ερχόμαστε στο τελευταίο, και ίσως πιο ενδιαφέρον ζήτημα, των θέσεων στάθμευσης στην πυλωτή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. τελευταίο του ν. 960/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/1981, “αι τυχόν δημιουργούμεναι θέσεις σταθμεύσεως εις τον ελεύθερον ισόγειον χώρον του κτιρίου όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων (πυλωτή) κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δεν δύνανται ν` αποτελέσουν διαιρεμένας ιδιοκτησίας”. Δηλαδή από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακαλύπτου, ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες που να ανήκουν σε ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, ούτε είναι δεκτικός σύστασης εμπράγματου δικαιώματος, αλλά θα παραμείνει ως κοινόχρηστος, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως, συγκυριότητα αναγκαστική των οροφοκτητών κατ` ανάλογη μερίδα τους, και χρησιμεύει σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, στον καθορισμό και μόνον της οποίας μπορούν να προβούν.
    Συνολικά λοιπόν, τα ανοικτά τμήματα της πυλωτής και οι ανοικτές θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στην πυλωτή της οικοδομής δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας, ούτε, όπως δέχεται η νομολογία, είναι δεκτικά σύστασης οποιουδήποτε άλλου εμπράγματου δικαιώματος. Επομένως, η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα της πυλωτής και η μεταβίβαση του χώρου αυτής σε τρίτους κατά διαιρεμένες ιδιοκτησίες, είναι άκυρη. Ωστόσο, με την αρχική συμφωνία ή με τον κανονισμό, του οποίου οι όροι δεσμεύουν και τους διαδόχους (καθολικούς και ειδικούς) των συμβληθέντων, μπορεί να παραχωρηθεί σε ένα συνιδιοκτήτη το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως μίας θέσης στάθμευσης στην πυλωτή της πολυκατοικίας. Αυτός ο χώρος ανήκει αποκλειστικά στη χρήση του συνιδιοκτήτη υπέρ του οποίου έχει ταχθεί και εμποδίζει κάθε άλλον να κάνει χρήση της. Αν παρά τούτο τρίτος κάνει χρήση της, ο δικαιούχος της μπορεί να έχει δικαστική προστασία.
    Από την άλλη, οι θέσεις αυτές δεν μπορούν, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη να πωληθούν σε τρίτο. Σύμφωνα με τις παραδοχές της νομολογίας, δεν είναι δυνατή ούτε η αυτοτελής διάθεση αυτών, ούτε η παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης αυτών σε τρίτο, μη ιδιοκτήτη. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι, εφόσον ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένη ιδιοκτησία, δεν είναι δεκτικός και συστάσεως ούτε χωριστού εμπράγματου δικαιώματος υπέρ τρίτου (όπως πραγματικής δουλείας) με το οποίο θα έχανε τον κοινόκτητο χαρακτήρα του, και επομένως η σχετική δικαιοπραξία με την οποία γίνεται κάτι τέτοιο είναι επίσης άκυρη.
    Για περισσότερες λεπτομέρειες υπάρχει το άρθρο μου στο νομικό περιοδικό Εφαρμογές Αστικού Δικαίου, τεύχος Ιουνίου 2013, σ. 526
     

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Δρ. Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης

    ΠΗΓΗ:https://www.lawspot.gr

    Καταχρηστική μετάθεση και απόλυση εργαζομένου!

    Μετάθεση εργαζομένου χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν τα συμφέροντά του: συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και επομένως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όταν έγινε από τον εργοδότη εξαιτίας της άρνησης του εργαζομένου να συμμορφωθεί με απόφαση μετάθεσης, συνιστώσα μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του. Διένεξη της εργαζόμενης με την υπεύθυνη καταστήματος πώλησης ενδυμάτων, εξαιτίας των έντονων πιέσεων της τελευταίας προς την εργαζόμενη να απασχολείται πέραν του μειωμένου λόγω μητρότητας ωραρίου. Μετάθεση της εργαζόμενης με πραγματικό απώτερο σκοπό την εξουθένωσή της και την εξώθησή της σε παραίτηση, χωρίς να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της επιχείρησης και χωρίς να ληφθούν υπόψιν οι ατομικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της εργαζόμενης (μητέρας τριών ανήλικων τέκνων). Ηθική και επαγγελματική μείωση της εργαζομένης, λόγω καταχρηστικής μετάθεσης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφόσον έγινε από ταπεινά ελατήρια και λόγους εκδίκησης, διότι η εργαζόμενη διαμαρτυρήθηκε και διαφώνησε στην καταχρηστική μετάθεσή της.
    Ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης του προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της, περιοριζόμενος μόνο από το νόμο και τους όρους της σύμβασης, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, που βλάπτει τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία αυτής, για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του νόμου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της σύμβασης του δεν επιφέρει την λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει τον μισθωτό ν’ αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά παρέχει σ’ αυτόντο δικαίωμα
    -είτε ν΄αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά την μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, καταρτίζοντας έτσι με τον εργοδότη του νέα σύμβαση
    -είτε να θεωρήσει την μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και αποχωρώντας από την εργασία του ν’ αξιώσει την οφειλομένη αποζημίωση,
    -είτε ν’ αποκρούσει την μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους αξιώνοντας την τήρηση τους, οπότε, εάν ο εργοδότης αποκρούσει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται ν’ απαιτήσει μισθούς υπερημερίας,
    -είτε εκφράζοντας την αντίθεση του προς την επελθούσα εις βάρος του μεταβολή, να παράσχει την νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητών να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους.
    Μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση από τον εργοδότη των όρων εργασίας χωρίς τη συναίνεση του μισθωτού και χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα ο ίδιος από τη σύμβαση, το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Για την εφαρμογή δε της εν λόγω διατάξεως απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεσα ή έμμεσα υλική ή και ηθική μόνο ζημία. Μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων αυτών μπορεί να αποτελέσει και η μετάθεση του μισθωτού σε άλλο τόπο από εκείνο που παρέχει την εργασία του, εφόσον έχει συμφωνηθεί το αμετάθετο ή έχει ανατεθεί στον υπάλληλο εργασία κατώτερη από εκείνη που πρόσφερε κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, η οποία συνδέει το μισθωτό με τον εργοδότη του.
    Σε περίπτωση όμως που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη στο νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Τέτοια καταχρηστική άσκηση υπάρχει όταν ο εργοδότης, ο οποίος διατηρεί περισσότερα καταστήματα για τις ανάγκες της επιχείρησης του σε διάφορους τόπους και έχει το δικαίωμα από τον κανονισμό εργασίας να μεταθέσει το μισθωτό σε κατάστημα που βρίσκεται σε άλλον τόπο από εκείνον στο οποίον υπηρετεί αυτός, δεν λαμβάνει υπόψη του τα συμφέροντα του μισθωτού, και ειδικότερα την κατάσταση της υγείας του, τις ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, και την μακροχρόνια παραμονή του σε ορισμένο τόπο και τη συνεπεία αυτής δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβίωσης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα μετακίνησης άλλου υπαλλήλου που μπορεί να ασκήσει το ίδιο αντικείμενο εργασίας και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ο οποίος και πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση, αν εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, ώστε να μην επιλέγονται εργαζόμενοι, για τους οποίους η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου έχει προφανώς επαχθέστερες συνέπειες, διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια που αντίκειται εκδήλως στην καλή πίστη και συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος και επομένως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.
    Η μονομερώς επιχειρούμενη από τον εργοδότη βλαπτική μετάθεση ή μετακίνηση του μισθωτού από μία θέση σε άλλη, παρέχει στον τελευταίο το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά του στην προηγούμενη θέση, ενώ στην περίπτωση της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος η σχετική απόφαση περί μετάθεσης του μισθωτού είναι άκυρη και εντεύθεν έχει προσβληθεί η προσωπικότητα του μισθωτού, δικαιούταιδε αυτός, εκτός από το να αξιώσει την άρση της παρανομίας με την επαναφορά του στην προηγούμενη κατάσταση, και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη λόγω της ηθικής ή επαγγελματικής μείωσης του, αφού έχει λάβει χώρα παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του.
    Εξάλλου, η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία γι’ αυτό, δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από εκείνον που προβαίνει (καταγγελία). Αποτελεί όμως άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να υπέχει όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή προς αυτόν του μισθού του. Θεωρείται δε ως καταχρηστική η καταγγελία και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη ένεκα της αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή σε βάρος του βλαπτική μεταβολή των συμβατικών όρων.
    Τέλος, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται, τόσον στην τακτική με προμήνυση καταγγελία όσον και στην άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Στην τακτική όμως καταγγελία η σχέση λύεται αφότου περάσει το διάστημα της προμηνύσεως (προειδοποιήσεως) στη χρονολογία που ορίζεται, αφού στο διάστημα αυτό η σχέση λειτουργεί και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών παραμένουν ακέραια. Επομένως, αφετηρία της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για τις αξιώσεις του μισθωτού, που ως γενεσιουργό αιτία έχουν την ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας της έγκυρης σύμβασης εργασίας, είναι η επόμενη ημέρα της κοινοποιήσεως του εγγράφου της καταγγελίας και εφόσον πρόκειται για άμεση, τακτική, καταγγελία με προειδοποίηση, η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας οπότε και ολοκληρώνεται η καταγγελία.
    Στην υπό εξέταση περίπτωση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η ενάγουσα τοποθετήθηκε ως πωλήτρια σε ένα από τα καταστήματα που διατηρεί η εναγομένη για τις ανάγκες της επιχείρησης της και συγκεκριμένα στο κατάστημα του Πειραιά, ενώ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απασχολούνταν με μειωμένο ωράριο λόγω μητρότητας κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο. Σημειώνεται, ότι δυνάμει όρου της ατομικής σύμβασης εργασίας της ως τόπος παροχής της εργασίας συμφωνήθηκε ότι μπορεί να είναι όλα τα καταστήματα ή και υποκαταστήματα της εταιρίας όπου έχει θέση απασχόλησης ή έννομο συμφέρον η εταιρία. Περαιτέρω, στο κατάστημα που απασχολούνταν η ενάγουσα στον Πειραιά, εργάζονταν μαζί με την τελευταία κατά την επίδικη περίοδο άλλα δύο άτομα, ήτοι, μαζί με την ενάγουσα, συνολικά τρία άτομα. Τον Ιούνιο του έτους 2013 η εναγομένη τοποθέτησε στο ως άνω κατάστημα του Πειραιά νέα υπάλληλο στην θέση της υπεύθυνης. Οι σχέσεις της ενάγουσας με την νέα υπεύθυνη του καταστήματος δεν εξελίχθηκαν ομαλά λόγω των συνεχών πιέσεων εκ μέρους της τελευταίας να απασχολείται και πέραν του μειωμένου λόγω μητρότητας ωραρίου. Αποκορύφωμα των διαταραγμένων σχέσεων υπήρξε μία έντονη διένεξη μεταξύ της υπεύθυνης και της ενάγουσας περί τα τέλη Ιουνίου του ίδιου ως άνω έτους με αφορμή το πρόγραμμα των καλοκαιρινών αδειών του καταστήματος, μετά την οποία η υπεύθυνη του καταστήματος ενημέρωσε τη διεύθυνση της εναγομένης. Ακολούθως, την ίδια ημέρα που έλαβε χώρα η εν λόγω διένεξη η εναγομένη δια των εκπροσώπων της ανακοίνωσε προφορικά στην ενάγουσα τη μετάθεση της στο κατάστημα του Χαλανδρίου. Η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ως άνω απόφαση της εναγομένης, ενώ την 02.07.2013, μία ημέρα μετά την ως άνω ανακοίνωση, μετέβην κανονικά στο κατάστημα του Πειραιά, επιμένοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες της εκεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 03.07.2013 η ενάγουσα εμφανίστηκε στο κατάστημα του Χαλανδρίου επιλέγοντας τελικά να παράσχει τις υπηρεσίες της στο νέο τόπο εργασίας της και να προσφύγει μελλοντικά στην Επιθεώρησης Εργασίας, αλλά και δικαστικώς για την επελθούσα μεταβολή των συνθηκών εργασίας της. Ωστόσο, η εναγομένη δια των εκπροσώπων της, την ίδια ημέρα (03.07.2013), προέβη σε καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας με προειδοποίηση τριών μηνών και συγχρόνως της απεύθυνε εξώδικη – δήλωση με την οποία της γνωστοποιούσε και εγγράφως, πλέον, την μετάθεση της στο κατάστημα του Χαλανδρίου. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και ιδίως από την χρονική ακολουθία με την οποία αυτά εκτυλίχθηκαν καθίσταται σαφές ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έγινε καταχρηστικά λόγω της άρνησης της να συμμορφωθεί με την απόφαση της εναγομένης να την μεταθέσει στο υποκατάστημα της στο Χαλάνδρι, απόφαση, συνιστάμενη, ταυτόχρονα, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω απόφαση της εναγομένης να μεταθέσει την ενάγουσα από τον Πειραιά στο Χαλάνδρι δεν έγινε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της επιχείρησης, καθόσον στη θέση της μετά την απομάκρυνση της από το κατάστημα του Πειραιά τοποθετήθηκε άλλο άτομο, στο δε κατάστημα Χαλανδρίου εργάζονταν ήδη την περίοδο εκείνη δύο πωλήτριες. Άλλωστε, η εναγομένη στην εξώδικη δήλωση – γνωστοποίηση που απεύθυνε στην ενάγουσα αναφερόταν αόριστα σε μετάθεση «…. για κάλυψη των αναγκών της εταιρίας …. και μέχρι γνωστοποίηση νεωτέρας», χωρίς να προσδιορίζει τι είδους έκτακτες ανάγκες καλούνταν η ενάγουσα να καλύψει στο νέο τόπο εργασίας. Στη, δε, εξωδικαστική συζήτηση της ένδικης διαφοράς ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, η εμφανισθείσα, ενταύθα, εκπρόσωπος της εναγομένης παραδέχτηκε ότι η μετάθεση της ενάγουσας έγινε λόγω του προαναφερόμενου έντονου επεισοδίου που εκτυλίχθηκε με την υπεύθυνη του καταστήματος και της εντεύθεν ανάγκης να απομακρυνθεί η μία εκ των δύο από το κατάστημα για λόγους εκτόνωσης της ατμόσφαιρας. Εξάλλου, η μετάθεση της ενάγουσας συνιστά μονομερή βλαπτική ενέργεια της εναγομένης και για το λόγο ότι η μετάβαση της πλέον στη νέα της θέση (Χαλάνδρι) και η επιστροφή στην οικία της (Πειραιά) θα απαιτούσε πολύ χρόνο ημερησίως (δύο ώρες κατά μέσο όρο με μέσα συγκοινωνίας) και επί πλέον σημαντική οικονομική επιβάρυνση αυτής, με δεδομένο μάλιστα ότι το ωράριο απασχόλησης κάποιες ημέρες της εβδομάδας ήταν διακεκομμένο. Η δε εναγομένη ουδόλως έλαβε υπόψη τις ατομικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της ενάγουσας (μητέρα τριών ανήλικων τέκνων), ενώ με την πρακτική της αυτή δεν απέδειξε ότι προσπάθησε να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές
    ανάγκες τις επιχείρησης, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα επέλεγε την μετακίνηση ενός άλλου υπαλλήλου της για τον οποίο η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου δεν θα είχε τόσο επαχθείς συνέπειες. Τουναντίον,  αποδείχθηκε ότι η μετάθεση της ενάγουσας συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, αφού η μονομερής αυτή μεταβολή έγινε καθ’ υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος με πραγματικό απώτερο σκοπό να εξουθενώσει την ενάγουσα ψυχικά και σωματικά και να την εξωθήσει σε παραίτηση λόγω της διένεξης της με την υπεύθυνη του καταστήματος στον Πειραιά, ήτοι χαρακτηρίζεται από ταπεινά ελατήρια. Περαιτέρω, η ενάγουσα από την ως άνω χρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης υπέστη εμφανώς ηθική και επαγγελματική μείωση και πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό 1000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης υπέστη από την εν λόγω προσβολή της προσωπικότητας στις ως άνω εκφάνσεις της. Ακολούθως, και η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας έγινε κινούμενη από ταπεινά ελατήρια και από λόγους εκδίκησης, διότι η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα και αρχικά διαφώνησε στην μετακίνηση της σε άλλο κατάστημα, γεγονός που κατά τα προαναφερόμενα θα είχε για την τελευταία επαχθείς συνέπειες και ως εκ τούτου, είναι καταχρηστική, καθόσον υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό αλλά και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της εναγομένης προς καταγγελία της σύμβασης και επομένως είναι άκυρη.
    ΠΗΓΗ:
    http://www.legalaction.gr

    Κτηματολόγιο: “Άγνωστος Ιδιοκτήτης” και αναγνώριση κυριότητας με χρησικτησία!

     

    Όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσεως την έκτακτη χρησικτησία, η αγωγή απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου

    Σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν αναφορικά με την λειτουργία του κτηματολογίου, στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου, η αναγνώριση του δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής.
    Η αγωγή, αυτή μπορεί να είναι είτε αναγνωριστική είτε διεκδικητική και ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου.
    Κατ’ εξαίρεση, όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσεως την έκτακτη χρησικτησία, η αγωγή απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο θεωρείται ότι ανήκουν κατά κυριότητα τα ακίνητα που φέρουν την ένδειξη «ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ», μόλις καταστεί οριστική η πρώτη έγγραφη.
    Σε υπόθεση που εξετάστηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο της Λάρισας, επί αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ο ενάγων που ήταν κύριος διαμερίσματος, το οποίο στο κτηματολόγιο φερόταν ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά του, που προέκυψε από έκτακτη 20ετή και άνω χρησικτησία. Συγκεκριμένα, διέμενε στο ακίνητο αυτό χωρίς να έχει κανονικό συμβόλαιο, παρά μόνο προσύμφωνο πώλησης και έκτοτε ασκεί επ’ αυτού πράξεις νομής και κατοχής, με διάνοια κυρίου  επί χρονικό διάστημα μακρότερο της 20ετίας, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν.
    Ισχυρίστηκε δε ότι εκ παραδρομής, κατά την εγγραφή στο κτηματολογικό Φύλλο του σχετικού βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου Λ., το επίδικο ακίνητο εγγράφηκε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ζήτησε δε με την κρινόμενη αγωγή
    α) να αναγνωριστεί ότι είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου και
    β) να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή τον επιδίκου διαμερίσματος με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» ώστε να αναγραφεί ο ενάγων ως κύριος αυτού, με τίτλο κτήσης αυτού την έκτακτη χρησικτησία.
    Το δικάσαν δικαστήριο έλεγξε για το παραδεκτό της συζήτησης των αιτημάτων της αγωγής ότι καταχωρήθηκε η περίληψη αυτής εμπρόθεσμα στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου Λ., δεν θεώρησε όμως  απαιτούμενη την προσαγωγή πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ (ν. 4223/2013), καθόσον κατά την κρίση του, η διάταξη, που καθιερώνει το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής, αν δεν προσκομιστεί από το διάδικο πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαιώματα ιδιοκτησίας, δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας), με το σκεπτικό ότι δεν είναι δυνατόν μία καθαρά φορολογική διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, καθώς στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση της απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης.
    Το Δικαστήριο απέρριψε τη ένσταση του Δημοσίου ότι το ακίνητο έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του «ως αγνώστου ιδιοκτήτη», καθώς σύμφωνα με το άρθρου 4 εδαφ. β’ του ν. 3127/2003, σε οικισμούς, που προϋφίστανται του έτους 1923, είναι δυνατή η χρησικτησία έναντι του Δημοσίου, εφόσον μέχρι την έναρξη του νόμου αυτού, δηλαδή μέχρι το 2003, ο δικαιούχος νέμεται το ακίνητο επί 10 έτη αδιατάρακτα και έχει ο ίδιος ή οι δικαιοπάροχοί του νόμιμο τίτλο.
    Έτσι έγινε δεκτή η αγωγή και α) αναγνωρίστηκε  το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο διαμέρισμα, και β) διατάχθηκε η διόρθωση της πρώτης εγγραφής του οικείου Κτηματολογικού Φύλλου του σχετικού Βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου και ενεγράφη  ο ενάγων ως κύριος του διαμερίσματος.

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Αναστασία Μήλιου

    ΠΗΓΗ:

    https://www.lawspot.gr

    Χρέη προς το Δημόσιο και αυτόφωρο!

     

    Με το ν. 4337/2015 η μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο δεν αποτελεί διαρκές έγκλημα και δεν κινείται η διαδικασία του αυτοφώρου.

    Ο Νόμος 4337/2015 – εφαρμοστικός του τρίτου μνημονίου – κατήργησε μεταξύ άλλων το “αυτόφωρο” για τα χρέη προς το δημόσιο. Η μη καταβολή χρεών, κατά το ν. 1882/1990, δεν αποτελεί πλέον διαρκές έγκλημα ώστε να ενεργοποιείται η αυτόφωρη διαδικασία. Επίσης, αναπροσάρμοσε το αντικειμενικό όριο του αξιόποινου της πράξης, σε 100.000 €, ενώ για τα χρέη για ΦΠΑ σε 50.000 €.
    Προβλέπεται ότι:
    1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο το φόρο αυτόν.
    2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου.
    3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών:
    α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή
    β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος:
    αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή
    ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.
    4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.0) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.
    5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται:
    α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και
    β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
    Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο. Δεν είναι εικονικό το φορολογικό στοιχείο που εξέδωσε ή έλαβε η κοινωνία κληρονόμων ή ο κληρονόμος ή σύζυγος ή τέκνο αποβιώσαντος ή συνταξιοδοτηθέντος συζύγου ή γονέα, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε ή λήφθηκε από τον αποβιώσαντα ή συνταξιοδοτηθέντα επιτηδευματία, εφόσον αφορά πραγματική συναλλαγή και πριν από κάθε είδους φορολογικό έλεγχο, έχει καταχωρηθεί στα βιβλία τόσο του λαμβάνοντα όσο και του εκδώσαντα το στοιχείο, η αξία αυτού έχει συμπεριληφθεί στις οικείες δηλώσεις ΦΠΑ και φορολογίας εισοδήματος και έχει γίνει η απόδοση των φόρων που προκύπτουν από το στοιχείο αυτό.
    6. Για την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται ιδίως υπόψη το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε και η διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης. Η μεταχείριση από τον δράστη ιδιαιτέρων τεχνασμάτων συνιστά επιβαρυντική περίσταση.

    ΠΗΓΗ:

    https://www.lawspot.gr

    Τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιθεώρηση Εργασίας και ο υπολογισμός τους!

     
    Κυρώσεις, που επιβάλλονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας, σε περίπτωση «ευθέως» -δηλαδή κατά τον έλεγχο- αποδεικνυόμενης παράβασης
    Σύμφωνα με την απόφαση 27397/122/19-8-2013, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει καθορίζονται οι κυρώσεις, που επιβάλλονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας, σε περίπτωση «ευθέως» -δηλαδή κατά τον έλεγχο- αποδεικνυόμενης παράβασης.
    Πρόκειται για:
    α) Μη αναγραφή εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού
    Επιβαλλόμενο πρόστιμο: ο κατώτατος νόμιμος νομοθετημένος μισθός, μη προσαυξημένος για κάθε τριετία προϋπηρεσίας επί 18 μήνες εργασίας για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο − υπάλληλο ή το κατώτατο νόμιμο νομοθετημένο ημερομίσθιο, μη προσαυξημένο για κάθε τριετία προϋπηρεσίας επί 403 ημέρες εργασίας για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο − εργατοτεχνίτη, ανάλογα με την ηλικία του –άνω ή κάτω των 25 ετών, που θεσπίστηκε με τον Ν. 4093/2012 και όσο αυτή η διάκριση ισχύει.
    Συγκεκριμένα για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο:

    Μισθός Επί Μήνες Εργασίας ΕπιβαλλόμενοΠρόστιμο
    Για υπάλληλο ηλικίας άνω των 25 ετών       586,08               18          10.549,44 €
    Για υπάλληλο ηλικίας κάτω των 25 ετών       510,95               18            9.197,10 €
    Ημερομίσθιο Επί Ημέρες Εργασίας ΕπιβαλλόμενοΠρόστιμο
    Για εργατοτεχνίτη ηλικίας άνω των 25 ετών         26,18        403         10.550,54 €
    Για εργατοτεχνίτη ηλικίας κάτω των 25 ετών        22,83       403          9.200,49 €

    Σε περίπτωση υποτροπής της επιχείρησης, ακόμα κι αν έχει αλλάξει ο νόμιμος εκπρόσωπος, επιβάλλεται, πέραν του παραπάνω πρόστιμου, προσωρινή ή οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης στις οποίες έχει διαπραχθεί η παράβαση (Ν. 3996/2011).
    Επίσης, σύμφωνα με τον Ν. 4144/2013-άρθρο 19, προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης απασχόλησης επιδοτούμενου ανέργου και συγκεκριμένα επιβάλλεται στον εργοδότη, και πρόστιμο 3.000 € για κάθε απασχολούμενο επιδοτούμενο άνεργο ή πρόστιμο ύψους 5.000 € για κάθε απασχολούμενο επιδοτούμενο άνεργο, όταν έχει προηγηθεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον ίδιο εργοδότη.
    Κατά της πράξης επιβολής προστίμου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή.
    Να υπενθυμίσουμε ότι προβλέπονται ειδικές κυρώσεις και σε περίπτωση που εντοπιστεί απασχόληση παρανόμως διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών ή νομίμως διαμενόντων, αλλά παρανόμως απασχολούμενων.
    β) Μη επίδειξη ειδικού βιβλίου υπερωριών του άρθρου 80 του Ν.4144/2013 (ΦΕΚ Α΄ 88)». 8867/2/04.03.2015 ΥΑ.
    γ) Μη επίδειξη βιβλίου ημερησίων δελτίων απασχολουμένου προσωπικού οικοδομικών και τεχνικών έργων.
    δ) Μη επίδειξη εντύπων όρων ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού, όπου αυτά τηρούνται (έδρα ή υποκατάστημα ή παράρτημα ή χωριστές εγκαταστάσεις ή κεντρικό σύστημα διοίκησης ή διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, οικονομικές υπηρεσίες κ.λπ.).
    ε) Μη επίδειξη εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών προσωπικού για το τελευταίο τουλάχιστον τρίμηνο, όπου αυτά τηρούνται (έδρα ή υποκατάστημα ή παράρτημα ή χωριστές εγκαταστάσεις ή κεντρικό σύστημα διοίκησης ή διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού ή οικονομικές υπηρεσίες κ.λπ.).
    Επιβαλλόμενο πρόστιμο για κάθε επιμέρους παράβαση:
    α) Για επιχείρηση /εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 1 έως 10 πρόστιμο: 300,00 €.
    β) Για επιχείρηση/εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 11 έως 50 πρόστιμο: 1.000,00 €.
    γ) Για επιχείρηση/ εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 51 έως 150 πρόστιμο: 2.000,00 €.
    δ) Για επιχείρηση/ εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 151 έως 250 πρόστιμο: 3.000,00 €.
    ε) Για επιχείρηση/εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 251 και άνω πρόστιμο: 5.000,00 €.

    1. II) Παράβαση: Μη επίδειξη πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες.

    Επιβαλλόμενο πρόστιμο:
    α) Για επιχείρηση /εργοδότη χαμηλής κατηγορίας επικινδυνότητας: 7.200,00 €.
    β) Για επιχείρηση /εργοδότη μεσαίας κατηγορίας επικινδυνότητας: 10.000,00 €.
    γ) Για επιχείρηση /εργοδότη υψηλής κατηγορίας επικινδυνότητας: 15.000,00 €.
    Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης τα πλοία κατατάσσονται σε τρεις (3) κατηγορίες επικινδυνότητας:
    (Υ) Υψηλή κατηγορία επικινδυνότητας
    (Μ) Μεσαία κατηγορία επικινδυνότητας
    (Χ) Χαμηλή κατηγορία επικινδυνότητας.
    Στην Υψηλή (Υ) κατηγορία υπάγονται:
    α. Τα Δ/Ξ (πετρελαιοφόρα, υγραεριοφόρα κ.λπ.) εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται:
    − εργασίες για τις οποίες προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία η έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια διάρκειας το πολύ 36 ωρών ή
    − εργασίες σε κλειστούς χώρους, που περιείχαν καύσιμα, εύφλεκτα ή άλλα υλικά που μπορεί να αποκτήσουν επικίνδυνες φυσικοχημικές ιδιότητες από τις εκτελούμενες εργασίες ή
    − θερμές εργασίες:
    α1. σε χώρους που γειτνιάζουν με χώρους φορτίου ή
    α2. στο αντλιοστάσιο και στα δίκτυα μεταφοράς φορτίων.
    β. Όλα τα πλοία εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται εργασίες που απαιτούν την ταυτόχρονη παρουσία άνω των 150 εργαζομένων.
    Στη Μεσαία (Μ) κατηγορία υπάγονται:
    α. Τα Δ/Ξ (πετρελαιοφόρα, υγραεριοφόρα κ.λπ.) εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται εργασίες αποκλειστικά και μόνο εκτός των χώρων φορτίου και φυσικά εφόσον δεν εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις της Υψηλής κατηγορίας επικινδυνότητας.
    β. Τα πλοία κατά τη διάρκεια που λαμβάνουν χώρα εργασίες βαφής σε εσωτερικούς χώρους ή εργασίες αμμοβολής ή εργασίες υδροβολής.
    γ. Τα πλοία εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται εργασίες για τις οποίες προβλέπεται:
    − η χρήση ικριωμάτων όγκου συνολικά άνω των 500 m3 ή
    − η χρήση σιδήρου άνω των 70.000 Kgs.
    δ. Τα πλοία εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται εργασίες που απαιτούν την ταυτόχρονη εργασία 50 έως 150 εργαζομένων.
    Στη Χαμηλή (Χ) κατηγορία υπάγονται:
    Όλα τα λοιπά πλοία και για εργασίες που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις, καθώς και τα ναυπηγούμενα μετά την καθέλκυσή τους και εφόσον δεν απαιτούν την ταυτόχρονη εργασία περισσοτέρων των 49 εργαζόμενων.
    IIΙ) Παράβαση: μη επίδειξη πιστοποιητικού ελέγχου ανυψωτικών μηχανημάτων, ανά μηχάνημα έργου.
    Επιβαλλόμενο πρόστιμο ανά περίπτωση: 2.500,00 €.
    Πως επιβάλλεται και εξοφλείται το πρόστιμο
    α) Για την επιβολή των παραπάνω προστίμων συντάσσεται και επιδίδεται επί τόπου Δελτίο Ελέγχου, με το οποίο βεβαιώνεται το είδος της παράβασης. Μέσα σε 5 ημέρες συντάσσεται και επιδίδεται Πράξη Επιβολής Προστίμου, με την οποία προσδιορίζεται το ύψος του, η οποία κοινοποιείται, με απόδειξη, στον παραβάτη.
    Το πρόστιμο καταβάλλεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) και εισπράττεται μέσα σε προθεσμία 10 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της Πράξης Επιβολής Προστίμου. Αν μάλιστα καταβληθεί μέσα στην παραπάνω διορία προβλέπεται έκπτωση 30% επί του επιβληθέντος προστίμου.
    Στην περίπτωση αυτή, η εργοδότρια / επιχείρηση υποχρεούται εντός 5 εργασίμων ημερών από την επομένη της καταβολής του προστίμου στη αρμόδια Δ.O.Y. να καταθέσει στην αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ το σχετικό πρωτότυπο διπλότυπο είσπραξης.
    Αν επιβληθούν σε μία επιχείρηση περισσότερα του ενός πρόστιμα για την ίδια αιτία, κατά την ίδια ημερολογιακή ημέρα, από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε., της ΕΥΠΕΑ και του Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ., η καταβολή του προστίμου, γίνεται μια φορά και βάσει της πράξεως επιβολής προστίμου που κοινοποιήθηκε πρώτη σε αυτόν. Ο παραβάτης δε, υποχρεούται να κοινοποιήσει αντίγραφο του προαναφερόμενου διπλότυπου είσπραξης και στις συναρμόδιες Υπηρεσίες, εντός της ανωτέρω προθεσμίας» 18724/52/04.06.2014 ΥΑ.
    Κατά της Πράξης Επιβολής Προστίμου ασκείται προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου μέσα σε εξήντα ημέρες από την επίδοσή της. Μέσα στην ίδια προθεσμία η προσφυγή κοινοποιείται με μέριμνα του προσφεύγοντος στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής προστίμου.
    Πρόστιμα διοικητικών παραβάσεων εργατικής νομοθεσίας σύμφωνα με τον Ν.3996/2011
    Παράλληλα, ο Ν. 3996/2011, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.4144/2013, προβλέπει κυρώσεις και για άλλες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας.
    Συγκεκριμένα παραβίαση εργατικής νομοθεσίας θεωρείται
    – η μη καταβολή αποδοχών (ακόμα και οφειλές που προκύπτουν από παροχή εργασίας Κυριακή ή αργία, νύκτα, υπερωριακά ή εκτός έδρας, ακόμα και αναδρομικά ή επιδόματα που δικαιούται ο εργαζόμενος), επιδομάτων εορτών και αδείας
    – η μη τήρηση του βιβλίου υπερωριών και η μη υποβολή του αντίστοιχου έντυπου στο ΕΡΓΑΝΗ
    Στον εργοδότη που παραβαίνει τις παραπάνω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων:
    Α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από 300,00 € μέχρι 50.000 €
    Β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, για χρονικό διάστημα μέχρι 3 ημερών με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή με αιτιολογημένη πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις η κύρωση επιβάλλεται κατόπιν προηγούμενης πρόσκλησης του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων.
    Γ. Η επιβολή σε βάρος του εργοδότη δύο ή περισσοτέρων πράξεων επιβολής προστίμου κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφοράς στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης επιφέρει, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, τον αποκλεισμό του εργοδότη από τη σύναψη της δημόσιας σύμβασης, με απόφαση της εκάστοτε αναθέτουσας αρχής. Ειδικά στην περίπτωση των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 68 του Ν. 3863/2010.
    Αν ο εργοδότης, μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης επιβολής του προστίμου, συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του Επιθεωρητή Εργασίας και αποδείξει ότι συμμορφώθηκε και ότι έχει εξοφλήσει τον εργαζόμενο, τότε το διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε αρχικώς μειώνεται κατά 80% με αιτιολογημένη πράξη του οργάνου που το επέβαλε.
    Σημειώνουμε ότι η έκπτωση 80% αφορά μόνο την παράβαση της καθυστέρησης δεδουλευμένων αποδοχών και αφού υποβάλλει ο εργοδότης δήλωση συμμόρφωσης (αποδείξεις ότι έχει καταβάλλει τα οφειλόμενα).
    Η επανάληψη κάποιας από τις παραπάνω παραβάσεις μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών θεωρείται υποτροπή και συνεπάγεται μη χορήγηση της έκπτωσης του 80%.
    Η εξόφληση προς τον εργαζόμενο αποδεικνύεται μόνο με προσκόμιση αποδεικτικού τράπεζας, το οποίο περιλαμβάνει το όνομα του καταθέτη εργοδότη, το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού-εργαζομένου, την αιτιολογία και την ημερομηνία κατάθεσης.
    Συντακτική Ομάδα Oenet.gr

    Επαγγελματίας υπαγόμενος σε καθεστώς ΦΠΑ, πουλάει ένα παλιό μηχάνημα σε εταιρία μετάλλων σαν σκραπ για διάλυση. Τί διαδικασία προβλέπεται;

     
    Σύμφωνα με το άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ, όπως παρατίθεται αυτούσιο παρακάτω προς υπενθύμιση, σε αυτή την περίπτωση που αναλύουμε, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου, είναι ο αγοραστής των αγαθών(το αγαθό λογίζεται ως παράδοση ανακυκλώσιμου απορρίματος). Μεγαλύτερη ανάλυση μπορούμε να βρούμε και στην ΠΟΛ 1049/2007)

    1. Αρθρο 39α. Ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου από τον λήπτη αγαθών και υπηρεσιών
       
      1. Οι υποκείμενοι στο φόρο που πραγματοποιούν σε άλλους υποκείμενους παραδόσεις ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, θεωρείται ότι διενεργούν πράξεις απαλλασσόμενες με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους και κατά συνέπεια δεν επιβαρύνουν με Φ.Π.Α. το φορολογικό στοιχείο που εκδίδουν.
      Υποχρεούνται όμως να αναγράφουν στο στοιχείο αυτό την ένδειξη «Άρθρο 39α, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο αγοραστής των αγαθών».
      2. Ως παραδόσεις ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, θεωρούνται οι κατωτέρω παραδόσεις εφόσον προορίζονται για ανακύκλωση:
       α) παραδόσεις απορριμμάτων σιδηρούχων και μη σιδηρούχων μετάλλων, αποκομμάτων και άλλων χρησιμοποιημένων υλικών,
      β) παραδόσεις ημικατεργασμένων προϊόντων από σιδηρούχα και μη σιδηρούχα μέταλλα,
      γ) παραδόσεις υπολειμμάτων και λοιπών ανακυκλώσιμων υλικών αποτελούμενων από σιδηρούχα και μη σιδηρούχα μέταλλα, κράματα, σκουριές, φολίδες ή τέφρα και βιομηχανικών υπολειμμάτων που περιέχουν μέταλλα ή κράματα μετάλλων,
      δ) παραδόσεις ξεσμάτων και αποκομμάτων, απορριμμάτων και χρησιμοποιούμενων ανακυκλώσιμων υλικών αποτελούμενων από υαλοθραύσματα, γυαλί, χαρτί, χαρτόνι, ράκη, οστά, δέρμα φυσικό ή τεχνητό, διφθέρες, ακατέργαστα δέρματα και δορές, τένοντες και νεύρα, σπάγκους, σχοινιά και παλαμάρια, καλώδια, καουτσούκ και πλαστικές ύλες,
      ε) παραδόσεις αποκομμάτων και απορριμμάτων που προκύπτουν από την επεξεργασία πρώτων υλών,
      στ) παραδόσεις των υλικών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ μετά από καθαρισμό, στίλβωση, διαλογή, κοπή, τεμαχισμό και συμπίεση
      3. Αν μεταβιβαστούν σε άλλο υποκείμενο στο φόρο εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ (L 275/25.10.2003) «σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της Οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου», ο φόρος καταβάλλεται από τον λήπτη. Ο παρέχων τις υπηρεσίες αυτές έχει δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών σχετικά με τις εν λόγω πράξεις, δεν χρεώνει φόρο στα εκδιδόμενα φορολογικά στοιχεία και υποχρεούται να αναγράφει σε αυτά «Άρθρο 39α, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο λήπτης των υπηρεσιών.
       
      4. Στις περιπτώσεις εκτέλεσης εργασιών σε ακίνητα κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2β, προς αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 (Α’ 63) και 60/2007 (Α’ 64), υπό την προϋπόθεση ότι οι ως άνω αρχές είναι κύριοι των έργων και υποκείμενοι στο φόρο με δικαίωμα έκπτωσης, ο φόρος καταβάλλεται από τον λήπτη. Ο υποκείμενος που εκτελεί τις εργασίες του προηγούμενου εδαφίου έχει δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών που αντιστοιχεί στις εν λόγω πράξεις, δεν χρεώνει φόρο στα εκδιδόμενα φορολογικά στοιχεία και υποχρεούται να αναγράφει σε αυτά «Άρθρο 39α, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο λήπτης.
      Από τις ανωτέρω διατάξεις, εξαιρούνται τα μεγάλα συγχρηματοδοτούμενα έργα του άρθρου 100 του Κανονισμού (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013, καθώς και τα μεγάλα έργα του άρθρου 39 του Κανονισμού 1083/2006 του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2006. Η έναρξη ισχύος του προηγούμενου εδαφίου αρχίζει από 8.8.2014, ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρ. 10 του ν. 4281/2014. Οι υποκείμενοι που έχουν ήδη εκδώσει φορολογικά στοιχεία χωρίς ΦΠΑ κατά τα προβλεπόμενα στις παραπάνω διατάξεις του ν. 4281/2014, εκδίδουν τα συμπληρωματικά φορολογικά στοιχεία, ανακαλούν τυχόν αιτήσεις επιστροφής, υποβάλλουν τις τροποποιητικές δηλώσεις ΦΠΑ και καταβάλλουν τον οφειλόμενο φόρο έως και 31 Δεκεμβρίου 2015 χωρίς τόκους, επιβαρύνσεις ή άλλες κυρώσεις. Ειδικά στις περιπτώσεις, αυτές για την υποβολή των τροποποιητικών δηλώσεων ΦΠΑ τόσο από τους εκδότες όσο και από τους λήπτες των συμπληρωματικών τιμολογίων δεν έχει εφαρμογή η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013).

      ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

      α) Ο επαγγελματίας-ατομική επιχείρηση θα εκδώσει δικό του Τιμολόγιο Πώλησης, προς την επιχείρηση εμπορίας μετάλλων με αιτιολογία: “Μέταλλα για διάλυση(ΣΚΡΑΠ)”, με την αντίστοιχη ποσότητα και αξία. Στο σώμα του τιμολογίου θα αναφέρεται με ευκρίνεια:

      “ΦΠΑ άρθρο 39α. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου, είναι ο αγοραστής των αγαθών”. Συνεπώς η εταιρία εμπορίας μετάλλων είναι υπόχρεη να καταβάλλει τον αναλογούντα ΦΠΑ στο ελληνικό δημόσιο.

      β)Ο πωλητής-ατομική επιχείρηση στην περιοδική δήλωση ΦΠΑ που θα καταθέσει το αντίστοιχο τρίμηνο θα συμπεριλάβει το ποσό αυτό που πούλησε το παλιό του μηχάνημα στον κωδικό 349 του εντύπου ως “Λοιπές εκροές χωρίς ΦΠΑ με δικαίωμα έκπτωσης”.(ώστε να μην υπολογιστεί στο κλάσμα της PRORATA).

      γ) Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το μηχάνημα αυτό είναι πολύ παλιό και έχει αποσβεστεί πλήρως από την ατομική επιχείρηση, όλη η αξία του τιμήματός του, αποτελεί για την ατομική επιχείρηση έσοδο και θα απεικονιστεί στο Ε 3 ως “Λοιπά Έσοδα”.

      δ Το μηχάνημα αυτό θα πρέπει να σταλεί στην εμπορία μετάλλων με Δελτίο Αποστολής, ώστε να αποδεικνύεται στον έλεγχο η σχετική διακίνηση και ο σκοπός πραγματοποίησής της(ενδείκνυται αν και δεν είναι υποχρεωτικό σύμφωνα με την  ΠΟΛ.1003/2014 άρθρο 5 παρ. 8.4  ), καθώς και να διαγραφεί από το μητρώο παγίων της οντότητας.

      ε) Τέλος κρίνεται απαραίτητο για την ατομική επιχείρηση, να διαφυλάξει οποιοδήποτε αρχείο ή υποστηρικτικό έγγραφο ή βεβαίωση, που να αποδεικνύει την παραπάνω συναλλαγή, ώστε να  τα επιδείξει  σε πιθανό έλεγχο, τεκμηριώνοντας την με οποιοδήποτε αξιόπιστο μέσο, όπως ορίζουν και τα ΕΛΠ.

      ΔΟΥΚΕΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

      ΛΟΓΙΣΤΗΣ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

       
       

    Αποχή εργαζομένου από την εργασία του!

     

    Εργατικό Δίκαιο – Συνέπειες αποχής εργαζομένου από την εργασία του για σπουδαίο λόγο.

    ΜΕφΘεσ 252/2015:
    Κατά τη διάταξη του άρθρου 657 ΑΚ, ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωση του για το μισθό, αν ύστερα από 10ήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργασθεί για σπουδαίο λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του και κατά τη διάταξη του άρθρου 658 του ίδιου κώδικα, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο η αξίωση για το μισθό σε περίπτωση εμποδίου, δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, αν το εμπόδιο εμφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως και το μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση.
    Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της αποχής του μισθωτού από την εργασία του για σπουδαίο λόγο, όπως είναι η ασθένεια αυτού, ο μισθωτός διατηρεί την αξίωση του προς καταβολή των νομίμων αποδοχών του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, εάν το κώλυμα παροχής εργασίας, λόγω ασθένειας, επήλθε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως, επί μισό δε μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση (ΑΠ 791/2011 ΝοΒ 60. 112).
    Στην περίπτωση δε κατά την οποία ο μισθωτός που ασθένησε και απείχε από την εργασία για το λόγο αυτό, ο εργοδότης μπορεί να αφαιρέσει από τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρόνο της αποχής κάθε ποσό που έλαβε ο εργαζόμενος στα πλαίσια ασφαλιστικής σχέσεως και εξαιτίας της ασθενείας του, υποχρεωτικής κατά νόμο (άρθρο 657 εδαφ. β ́ ΑΚ).
    Την καταβολή τέτοιων ασφαλιστικών παροχών οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εργοδότης (ΕφΠατρ 230/2004 ΤΝΠ-Νόμος).

    Σχόλια: Η αποχή του μισθωτού από την εργασία του μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες για τον τελευταίο, αφού στην περίπτωση που δεν τηρηθούν αυστηρά οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, συχνά εκλαμβάνεται από τον εργοδότη ως μονομερής καταγγελία ή αποχώρησή του από την εργασία του, χωρίς επομένως να δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή αποζημίωσης.
     
    ΠΗΓΗ:
    http://ekapsali.gr

    Ηθική βλάβη εργαζομένου!

     

    ΑΠ 861/2015 (πολ.) :
    Βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν ο εργοδότης προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν του επιφέρει ηθική βλάβη. Βάναυση και προσβλητική της προσωπικότητας του εργαζομένου συμπεριφορά του εργοδότη.
    Από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349 351 Α.Κ., 7 Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών της. Έχει, δηλονότι, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρηση του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά για αυτή κριτήρια (Ολ. ΑΠ 25/2003).
    Δεν επιτρέπεται όμως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.
    Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής.
    Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεως του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του μισθωτού του.
    Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (Ολ. ΑΠ 13/1987 ΑΠ 1138/2010).

    Χρησικτησία: Είδη και προϋποθέσεις!

     

    Η κτήση κυριότητας επί κινητού ή ακινήτου μπορεί να υλοποιηθεί είτε με συμβολαιογραφική πράξη (αγοραπωλησίας, αποδοχής δωρεάς γονικής παροχής, αποδοχής κληρονομίας, υπό τον αυστηρό όρο της μεταγραφής αυτής στο οικείο υποθηκοφυλακείο/κτηματολογικό γραφείο), ή με χρησικτησία.
    Η χρησικτησία αποτελεί πρωτότυπο τρόπο απόκτησης κυριότητας ακινήτου (αλλά και κινητών πραγμάτων), δηλαδή η κτήση της κυριότητας είναι ανεξάρτητη από προϋπάρχον δικαίωμα άλλου δικαιούχου, αφορά κάθε είδους ακίνητο (διαμέρισμα, μονοκατοκία, οικόπεδο, αγροτεμάχιο) αλλά και ορισμένα εμπράγματα δικαιώματα (επικαρπία, δουλεία) και διακρίνεται σε τακτική και έκτακτη.
    ΤΑΚΤΙΚΗ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ (1041 Αστικού Κώδικα)
    Σύμφωνα με το άρθρο 1041 ΑΚ «Εκείνος  που  έχει  στη  νομή  του με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο, πράγμα κινητό για μια τριετία  και  ακίνητο  για  μια  δεκαετία, γίνεται κύριος του πράγματος με τακτική χρησικτησία».
    Οι προϋποθέσεις λοιπόν αυτού του είδους της χρησικτησίας πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και είναι οι εξής:
    α) Άσκηση νομής: Αξίζει να προσδιοριστεί η βασική, θεμελιώδης έννοια του θεσμού της χρησικτησίας που είναι η «νομή». Η νομή διαφέρει από την απλή κατοχή και σημαίνει τη φυσική εξουσίαση του πράγματος (το σωματικό στοιχείο της νομής: corpus) με διάνοια κυρίου, δηλαδή με την πεποίθηση ότι μου ανήκει (πνευματικό στοιχείο της νομής: animus).
    Η εξουσία αυτή εκδηλώνεται στον εξωτερικό κόσμο με εμφανείς υλικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση (αγροτικό/ αστικό) και τον προορισμό του πράγματος. Οι συνηθέστερες πράξεις νομής ακινήτου είναι ενδεικτικά: η επίβλεψη, η φύλαξη, η φύτευση, η καλλιέργεια και η σπορά του ακινήτου, η συγκομιδή των καρπών, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περίφραξη αυτού, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικού, η επιμέλεια για την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως, η αποδοχή κληρονομίας και η μεταγραφή της, η ανέγερση κτίσματος σ’ αυτό, η εκμίσθωση ή παραχώρηση σε τρίτο και η πληρωμή των φόρων. Η νομή χρησικτησίας ασκείται αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο όπως είναι ο επικαρπωτής. Απαιτείται άσκηση νομής δέκα (10) τουλάχιστον ετών για κτήση κυριότητας επί ακινήτου, ενώ για κτήση κυριότητας σε κινητό πρέπει ο νομέας να νέμεται το πράγμα για 3 έτη.
    β) Καλή πίστη: Διασαφηνίζεται στο άρθρο 1042 ΑΚ βάσει του οποίου «Ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, όταν, χωρίς  βαριά αμέλεια, έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα».
    Η καλή πίστη είναι απαραίτητο στοιχείο και αυτοτελής όρος της τακτικής χρησικτησίας. Πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του αντιπροσώπου, εκτός αν αυτός ενήργησε σύμφωνα με τις οδηγίες του αντιπροσωπευόμενου. Πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο απόκτησης της νομής (1044 ΑΚ), δηλαδή ο νομέας να έχει κατά την κτήση την πεποίθηση ότι είναι κύριος, διαφορετικά εάν γνωρίζει ή από βαριά αμέλεια αγνοεί πως ο κτητικός τίτλος του έχει ελαττώματα που εμποδίζουν την κτήση κυριότητας (βλ. ΑΠ 1154/2003), τότε ο νομέας δεν είναι καλόπιστος και δεν γίνεται κύριος με τακτική χρησικτησία. Τέτοια βαριά αμέλεια συνιστά i) η κατά την αγορά ακινήτου παράλειψη των βιβλίων μεταγραφών, ii) όταν ο νομέας στηρίζει την υποτιθέμενη καλή του πίστη στην κτήση λόγω πώλησης ή δωρεάς από τρίτο πρόσωπο, που το θεωρεί κύριο, με ιδιωτικό συμφωνητικό ή άτυπα, iii) όταν ενεργεί υλικές πράξεις στο ακίνητο ενώ γνωρίζει ότι δεν του ανήκει.
    γ) Νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος: Η καλή πίστη από μόνη της δεν αρκεί, αλλά πρέπει να συνδέεται με κάποιο νόμιμο τίτλο. Ως τέτοιος νοείται οποιοσδήποτε πρωτότυπος ή παράγωγος τρόπος κτήσης κυριότητας, ο οποίος έχει εξωτερικά όλα τα στοιχεία του έγκυρου τίτλου.
    Ο νόμιμος τίτλος, λοιπόν, είναι συνήθως συμβολαιογραφικό έγγραφο, νόμιμα μεταγεγραμμένο, το οποίο όμως, για κάποιους λόγους, είναι άκυρο και ο νομέας είναι καλόπιστος, ήτοι αγνοεί χωρίς υπαιτιότητά του την ακυρότητα της μεταβίβασης (π.χ. αγοράζω ένα διαμέρισμα με συμβόλαιο και αργότερα προκύπτει ότι ο πωλητής δεν ήταν ο πραγματικός κύριος αυτού, ωστόσο αν έχω μείνει μέσα στο διαμέρισμα για 10 τουλάχιστον χρόνια, έχει γίνει δικό μου με τακτική χρησικτησία, με την προϋπόθεση βέβαια, ότι δεν μπορούσα να γνωρίζω για την ακυρότητα της μεταβίβασης).
    Νομιζόμενος τίτλος: Κατά το άρθρο 1043 ΑΚ ορίζεται ότι «Για την χρησικτησία αρκεί  και  ο  νομιζόμενος  τίτλος,  εφόσον δικαιολογείται η καλή πίστη του νομέα. Στα  ακίνητα  δεν  υπάρχει νομιζόμενος τίτλος χωρίς μεταγραφή, στις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται». Ο νομιζόμενος τίτλος είναι ο τίτλος κτήσης κυριότητας, ο οποίος κατά την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, υπάρχει, ενώ δεν υπήρξε καθόλου. Πρόκειται, συνεπώς, για ανύπαρκτο και άκυρο τίτλο. Επιπλέον, προσαπαιτείται και η καλή πίστη που αφορά τον τίτλο για την τακτική χρησικτησία, να έχει δηλαδή την πεποίθηση ο νομέας ότι στηρίζεται σε υπαρκτό τίτλο.
    Χαρακτηριστική περίπτωση νομιζόμενου τίτλου είναι όταν ο τίτλος περιλαμβάνει και περιγράφει διαφορετικό οικόπεδο από αυτό που έχει στη νομή του ο αγοραστής. Αντίθετα, το προσύμφωνο ή το συμβολαιογραφικό έγγραφο που δεν έγινε η μεταγραφή του δεν αποτελούν νομιζόμενο τίτλο.
    δ) Χρόνος: Αρχίζει από την επομένη της κτήσης της νομής του πράγματος. Για ακίνητο δεν αρχίζει πριν από τη μεταγραφή του τίτλου. Συμπληρώνεται μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου χρόνου (ΑΚ 243 παρ.3 ΑΚ).
    ε) Πράγμα δεκτικό χρησικτησίας: Να μην είναι εκτός συναλλαγής πράγμα, (π.χ. αιγιαλός, αγροτικοί οδοί, τα ακίνητα που εξυπηρετούν κοινωφελούς σκοπούς, οι ναοί, τα ακίνητα ιερών μονών, ακίνητο που απαλλοτριώθηκε υπέρ δημόσιας επιχείρησης για την εξυπηρέτηση του σκοπού της). Επίσης, ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, είναι τα κοινόχρηστα πράγματα (ήτοι ενδεικτικά αναφέρουμε τα ύδατα που ρέουν ελεύθερα και αέναα, οδοί, πλατείες, λιμένες και όρμοι). Εξαιρούνται ομοίως από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία τα πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα, τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση, ενόσω διαρκούν αυτές οι καταστάσεις.
    ΕΚΤΑΚΤΗ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ (1045 ΑΚ)
    Περισσότερο ευρέως γνωστή είναι η έκτακτη χρησικτησία.
    Οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωσή της είναι οι ακόλουθες : α) άσκηση νομής, β) συνεχής άσκηση νομής με διάνοια κυρίου επί 20ετία, που ξεκινά από την κατάληψη του ακινήτου από το νομέα και γ) το πράγμα να είναι δεκτικό χρησικτησίας.
    Έκτακτη χρησικτησία (συνεχόμενη) έχουμε όταν κάποιος έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, οπότε και γίνεται κύριος του κινητού ή ακίνητου πράγματος.
    Εκείνος δε που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, σύμφωνα με το προβλεπόμενο στο άρθρο 1046 ΑΚ τεκμήριο νομής. Δεν εξετάζεται το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και τι συμβαίνει κατά το διάστημα αυτό. Στο είδος αυτό της χρησικτησίας δεν ενδιαφέρει η καλή πίστη ούτε ο νόμιμος τίτλος, διότι μπορεί να υπάρχει και αυθαίρετη κατάληψη του επίδικου ακινήτου. Η  χρησικτησία  διακόπτεται  με την απώλεια της νομής.  Είναι, όμως, σημαντικό ότι η διακοπή λογίζεται ότι δεν επήλθε, αν αυτός που έχασε  τη  νομή  την  ανέκτησε μέσα σε ένα έτος, ή αργότερα αλλά με άσκηση σχετικής αγωγής που ασκήθηκε μέσα στο έτος.
    Η  χρησικτησία  διακόπτεται  με  την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει (που νέμεται το πράγμα στα πλαίσια χρησικτησίας) ή αυτού που κατέχει στο  όνομα εκείνου.  Η  διακοπή  της χρησικτησίας επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος.
    Συγχρόνως, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της έκτακτης χρησικτησίας είναι ότι για τη συμπλήρωση της 20ετίας, ο νομέας μπορεί να συνυπολογίσει και το χρόνο του προκατόχου του, π.χ. ο πατέρας που καλλιεργούσε ακίνητο, χωρίς τίτλο, επί 10 έτη και μετά το θάνατό του το καλλιεργούσε ο γιος του για άλλα 10 έτη, με συνέπεια να γίνεται ο υιός κύριος του ακινήτου.
    Πρέπει να αναφερθεί ότι ειδικές διατάξεις ισχύουν για την χρησικτησία επί ακινήτων του Δημοσίου, δασικών και ορισμένων περιοχών της Ελλάδας (Επτάνησα, Δωδεκάνησα).
    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ – ΤΕΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ:
    Ο νομοθέτης θεωρεί ότι ο κύριος του πράγματος δεν έχει μόνο δικαιώματα επί του ακινήτου του όπως είναι η απόλαυση των ωφελημάτων και καρπών του και η εν γένει εκμετάλλευση και η αξιοποίησή του, αλλά είναι επιφορτισμένος και με υποχρεώσεις, σημαντική εκ των οποίων είναι η συνεχής επιμέλεια, εποπτεία και επίβλεψη της ιδιοκτησίας του, προκειμένου να την προστατεύει από επιλήψιμους και κακόπιστους εισβολείς.
    Η μακρόχρονη παραμέληση του ακινήτου εκ μέρους του κυρίου επισείει στον ίδιο μιας μορφής «ποινή», που δεν είναι άλλη από τη χρησικτησία, δηλαδή από τη δυνατότητα που δίνει ο νόμος σε έναν ξένο προς το ακίνητο πρόσωπο να νέμεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα το εν λόγω ακίνητο και στη συνέχεια να καθίσταται κύριος αυτού, με αποτέλεσμα ο αρχικός κύριος, εξαιτίας της έλλειψης επιμέλειας εκ μέρους του, να χάσει κάθε δικαίωμα στο ακίνητο του.
    ΠΗΓΗ:
    http://ekapsali.gr/xrisiktisia-eidi-kai-proypotheseis/

    Οι έννοιες της επωνυμίας, του εμπορικού σήματος και του domain name!

     

    Γιατί τα χρειάζομαι όλα;

    Μία από τις πιο συχνες ερωτήσεις που δεχόμαστε οι δικηγόροι που ασχολούμαστε με θέματα λειτουργίας επιχειρήσεων είναι το «πως μπορώ να κατοχυρώσω την επωνυμία μου».
    Υπάρχει εν γένει μια σύγχυση για τις έννοιες επωνυμία, εμπορικό σήμα, και domain name και παρακάτω ακολουθεί μια σύντομη επισκόπηση για τις διαφορές μεταξύ των εννοιών αυτών και τη λειτουργία τους μέσα σε ένα business plan. Η ανάλυση των εννοιών αυτών με εφαρμογή τους σε ένα απτό παράδειγμα κρίνεται δόκιμη.
    Ας υποθέσουμε λοιπόν οτι ο Κ. ασχολείται με την παραγωγή και εμπόριο αναψυκτικών αποκλειστικά με ελληνικά φρούτα. Μαζί με άλλους δύο συνεργάτες του, επιθυμεί να συστήσει μια εταιρεία ώστε να προωθήσει τα προιοντα του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
    Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αποφασίσει για τα παρακάτω στοιχεία:

    • Όνομα εταιρείας (Company name)

    To όνομα της εταιρείας είναι το όνομα με το οποίο καταχωρείται η εταιρεία στο εκάστοτε αρμόδιο εμπορικό επιμελητήριο. Το όνομα αυτό αναγράφεται και στο καταστατικό της εταιρείας. Σε αυτή τη περίπτωση ας υποθέσουμε οτι το όνομα θα είναι «Fresh Bubbles Ltd Εταιρεία Παραγωγής και Εμπορίου Αναψυκτικών και Ποτών».
    Το όνομα κάθε εταιρείας δεν προστατεύεται ως δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Σε κάθε περίπτωση πριν εγγραφεί μια νέα εταιρεία στο Επιμελητήριο γίνεται προέλεγχος επωνυμίας ώστε να μην υπάρχουν δύο εταιρείες με ίδιο company name.

    • Εμπορική επωνυμία (Business name)

    Είναι το όνομα με το οποίο εμφανίζεται η εταιρεία στην αγορά . Ας υποθέσουμε λοιπόν οτι το business name της περίπτωσής μας είναι το «Fresh Bubbles». Η εμπορική επωνυμία δεν ειναι απαραίτητο να κατοχυρωθεί. Η εταιρεία αποκτά δικαιώματα με την χρήση της στο εμπόριο.
    Προαιρετική δημοσιότητα είναι η καταχώρηση της εμπορικής επωνυμίας στο κατά τόπον αρμόδιο Επιμελητήριο, η οποία όμως δεν κατοχυρώνει, απλά καταχωρεί στο μητρώο.
    Πιθανή σύγκρουση με άλλη εταιρεία σε αυτό το τομεά, ενδεχομένως να επιλύεται με εφαρμογή των κανόνων Αθέμιτου Ανταγωνισμού
    Εμπορικό Σήμα (trademark)
    Η κατοχύρωση του εμπορικού σήματος της επιχείρησης, δηλαδή του διακριτικού γνωρίσματος που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει για να παρουσιαστεί στο καταναλωτικό κοινό και να διακρίνει τα προϊόντα της ή τις υπηρεσίες της, αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση από τις δύο ανωτέρω.
    Στο δικό μας παράδειγμα το εμπορικό σήμα της Fresh Bubbles LTD μπορεί να είναι μια εικόνα με πολύχρωμες φυσσαλίδες και από κάτω τις λέξεις Fresh Bubbles. Είναι δηλαδή η εικόνα που θα βλέπει ο καταναλωτής πάνω στα μπουκάλια προφανώς με το προιον και σε οποιαδήποτε διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας.
    Υπάρχει περίπτωση το σήμα να μην έχει καμία σχέση με το όνομα της εταιρείας, για παράδειγμα να είναι απλά μια πρωτότυπη εικόνα με αρχικά γράμματα, ιδιαίτερη γραφιστική κ.τ.λ. Και στη περίπτωση αυτή όμως θα χρησιμεύει ώστε να καταλαβαίνουν οι καταναλωτές για ποιο προιον προκειται και να το προτιμούν από άλλα του ίδιου κλάδου.
    Ο Κ και οι συνεργάτες του μπορούν να κατοχυρώσουν το σήμα είτε ως φυσικά πρόσωπα είτε στο όνομα της εταιρείας. Η κατοχύρωση μπορεί να γίνει στην Ελλάδα και διεθνώς.
    Domain name (Ονομα Χώρου)
    Eίναι ένα όνομα-διεύθυνση που μας παραπέμπει σε κάποιον δικτυακό τόπο (Web site). Το domain name μπορεί να θεωρηθεί ως η διεύθυνσή στο Internet, σαν μια ταυτότητα για το διαδίκτυο. Ουδεμία σχέση έχει το domain name με το εμπορικό σήμα μιας εταιρείας παρόλο που λεκτικά ενδεχομένως να ταυτίζονται
    Ένα όνομα χώρου είναι ένα μοναδικό όνομα για έναν δικτυακό τόπο (Web site). Για παράδειγμα, η εταιρεία του παραδείγματός μας θα έχει domain name www.freshbubbles.com(link is external).
    To όνομα χώρου αγοράζεται, κατοχυρώνεται στον δικαιούχο του όταν   καταγράφεται σ’ έναν μεγάλο κατάλογο ονομάτων (domain name register). Η εγγραφή αυτή υπόκειται στην ανανέωση συνδρομής.
    Στη περίπτωση των domain names ισχύει η αρχή της χρονικής προτεραιότητας. Αυτό σημαίνει οτι το όνομα fresh bubbles μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εμπορικό σήμα και από άλλους για διαφορετικούς κλάδους προιοντων (πχ για τηλεοπτική εκπομπή) χωρίς αυτό να θίγει την εταιρεία που παράγει αναψυκτικά (εδώ όμως ενδεχομένως να υπάρχουν εξαιρέσεις που άπτονται και στο δίκαιο του ανταγωνισμού)
    Το domain name αντιθέτως το «προλαβαίνει» και δικαιούται να το χρησιμοποιεί όποια εταιρεία το αγοράσει πρώτη και καμία άλλη εταιρεία δε μπορεί να χρησιμποιήσει το ίδιο.
    Επομένως, όταν μια εταιρεία βρίσκεται στα «σκαριά», είναι χρήσιμο όχι μόνο να γίνονται απόλυτα κατανοητές οι παραπάνω έννοιες αλλά και να παρέχονται οι κατάλληλες συμβουλές ώστε η κάθε περίπτωση να αντιμετωπίζεται στο νομικό πλαίσιο που αρμόζει αλλά και να προστατεύεται με βάση τις οικείες νομοθετικές διατάξεις.
    ΠΗΓΗ:
    https://www.lawspot.gr

    Πληρωμή εργαζομένων με… κουπόνια…

     
    Πληρωμή εργαζομένων με....κουπόνιαΤις τελευταίες ημέρες έχουν γίνει πολλές καταγγελίες στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας είτε επώνυμες είτε ανώνυμες που αφορούν την πληρωμή εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα με κουπόνια, τα οποία μπορούν να εξαργυρώσουν στα συνεργαζόμενα με τον εργοδότη τους καταστήματα (συνήθως σούπερ μάρκετ και σπανιότερα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών ή ρουχισμού).
    Εκείνο που πρέπει να διευκρινιστεί από την αρχή, είναι ότι η παροχή μισθού σε είδος δεν απαγορεύεται, εφόσον δίδεται προς αντάλλαγμα παρεχόμενης εργασίας και όχι για διάφορο λόγο όπως επί παραδείγματι για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 266/2014). Ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, μέρος δε αυτού (είτε κατά πρόβλεψη της αρχικής σύμβασης, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία) είναι δυνατόν να συνιστούν και παροχές σε είδος. Το ζήτημα τίθεται όταν η παροχή σε είδος δεν είναι παρεπόμενη του νόμιμου ή του συμφωνημένου μισθού, όπως στις περιπτώσεις των bonus επιβράβευσης από τους εργοδότες σε στελέχη της επιχείρησής τους ή στις περιπτώσεις που η παροχή σε είδος αποτελεί κίνητρο υψηλότερης αποδοτικότητας που επιτρεπτά χορηγείται οικιοθελώς, αλλά όταν αποτελεί μέρος των ως άνω νομίμων ή συμφωνημένων αποδοχών.
    Τα περί προστασίας ημερομισθίων ρυθμίζονται από την υπ΄ αριθμ. 95 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας την οποία κύρωσε η Ελλάδα με τον ν. 3248/55. Στο άρθρο 3 παρ. 1 του εν λόγω νόμου προβλέπεται ότι οι αποδοχές των εργαζομένων πρέπει να καταβάλλονται αποκλειστικά σε νόμισμα που κυκλοφορεί νόμιμα, ενώ η καταβολή σε είδος κατ’ αρχάς απαγορεύεται. Εξαίρεση αποτελεί το άρθρο 4 του προμνησθέντος νόμου κατά το οποίο η νομοθεσία, οι συλλογικές συμβάσεις ή οι διαιτητικές αποφάσεις, δύναται να επιτρέπουν την μερική καταβολή αποδοχών σε είδος με τις προϋποθέσεις:
    α) οι παροχές σε είδος να είναι κατάλληλες για την ατομική χρήση του εργαζόμενου και της οικογένειάς του, β) να είναι οπωσδήποτε προς το συμφέρον του εργαζόμενου και γ) η αποτίμηση της αξίας των παροχών σε είδος να είναι δίκαια και λογική. Τα παραπάνω τηρούν πάντα σε συνάρτηση με την σύμφωνη γνώμη και ρητή συγκατάθεση του μισθωτού, αφού απαγορεύεται στην εργοδότη να περιορίζει την ελευθερία του εργαζομένου να διαθέτει το μισθό που λαμβάνει ως αντάλλαγμα παρασχεθείσης εργασίας κατά την βούληση του (άρθρο 6 ν. 3248/55).
    Δεδομένων των ανωτέρω, ο εργοδότης μπορεί να προτείνει στον μισθωτό την παροχή μόνο μέρος του μισθού του σε είδος, και πάντως ποτέ ολόκληρο το μισθό, τηρουμένων των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος και πάντα με την συναίνεση του εργαζομένου. Στην πράξη, το δίλλημα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι «είναι πληρωμή με κουπόνια ή απόλυση», καθώς ο εργοδότης δεν αφήνει περιθώρια επιλογής. Η συμπεριφορά αυτή του εργοδότη όταν τους προτείνει την πληρωμή με κουπόνια συνιστά τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας η οποία απορρέει από το διευθυντικό του δικαίωμα. Στις περιπτώσεις αυτές όμως, η προτεινόμενη μεταβολή, διότι αυτή εξετάζεται δικαστικά στην περίπτωση της τροποποιητικής καταγγελίας, ξεπερνά κατά την γνώμη μου την καλή πίστη και καθιστά την θέση του εργαζομένου περισσότερο δυσμενέστερη από όσο χρειάζεται για την ικανοποίηση των εργοδοτικών συμφερόντων. Στις περιπτώσεις δε που ο εργοδότης δεν προτείνει, αλλά επιβάλλει μονομερώς αυτόν τον τρόπο αμοιβής, τότε έχουμε μονομερή βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας και ο εργαζόμενος μπορεί να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του διαζευκτικά, είτε δηλαδή να θεωρήσει την μεταβολή ως  καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να ζητήσει την νόμιμη αποζημίωσή του είτε να την αποδεχθεί με την επιφύλαξη του δικαστικού της ελέγχου.
    Άμεσα, ο εργαζόμενος αμυνόμενος στην ως άνω πρακτική, μπορεί να την καταγγείλει επώνυμα  ή ανώνυμα στη γραμμή καταγγελιών του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (15512), η οποία θα ερευνήσει την καταγγελία και θα επιβάλλει τα προβλεπόμενα πρόστιμα.
    Αθήνα, 6 Φεβρουαρίου 2017
    Μαργαρίτα Γιαννοπούλου
    Ασκούμενη Δικηγόρος
    Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια
    Εργατικού Δικαίου Ε.Κ.Π.Α.

    http://www.lawnet.gr

    Αδήλωτη εργασία: Ακύρωση του υπέρογκου προστίμου με προσφυγή!

    Αν εντός της προθεσμίας των 60 ημερών o εργοδότης δεν ασκήσει την προσφυγή, χάνει κάθε ευκαιρία για να δικαιωθεί και θα πρέπει να καταβάλει άμεσα το πρόστιμο

    Τα τελευταία χρόνια, η αντιμετώπιση της ανασφάλιστης εργασίας, με επιβολή προστίμου εις βάρος του εργοδότη, έχει μετατραπεί σε εισπρακτικό μέτρο από τα όργανα του ΙΚΑ. Η χωρίς καμία εξαίρεση επιβολή του υπέρογκου και δυσβάστακτου προστίμου των 10.000 ευρώ περίπου για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, έχουν γίνει ο εφιάλτης του κάθε εργοδότη που παλεύει να διατηρήσει την μικροεπιχείρησή του.
    Τις περισσότερες φορές, τα όργανα του ΙΚΑ κυριολεκτικά «μπουκάρουν» στα καταστήματα και τις επιχειρήσεις και χωρίς να προηγηθεί κανένας διάλογος, καμία διερεύνηση για το αν ο αδήλωτος εργαζόμενος είναι πράγματι αδήλωτος ή εργαζόμενος, αρνούμενοι να ακούσουν εξηγήσεις, επιβάλουν πρόστιμα, που δεν είναι δυνατόν εκ των πραγμάτων να καταβληθούν, αλλά και που σε κάποιες περιπτώσεις θα οδηγήσουν την επιχείρηση ή το μαγαζί σε κλείσιμο.
    Ειδικά το καλοκαίρι που πέρασε στις μικρές επιχειρήσεις των τουριστικών περιοχών της χώρας, που για να κρατηθεί ένα μαγαζί ανοικτό, με τα λειτουργικά έξοδα που έχει, όλοι, συγγενείς και φίλοι βοηθούσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν, βρισκόμενοι εντός του μαγαζιού, αλλά όχι παρέχοντας εργασία με την στενή έννοια του νόμου.
    Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα όργανα του ΙΚΑ με την εξουσία επιβολής προστίμου που τους έχει δοθεί, ανάγοντας τους εαυτούς τους σε «μικρούς θεούς», εισέβαλαν και έκοβαν πρόστιμα ανεξαιρέτως σε μαγαζιά, καφέ, ταβέρνες, καφενεία, που προσπαθούν να επιβιώσουν και όχι να ξεγελάσουν ή να κοροϊδέψουν την πολιτεία και να εκμεταλλευτούν τον εργαζόμενο…
    Σε αυτές τις μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις, που δουλεύουν για δύο μήνες και κυρίως τα σαββατοκύριακα, επιβλήθηκαν τα πρόστιμα των 10.000 ευρώ, επειδή στην κουζίνα, έπλενε τα πιάτα η νύφη ή μια οικογενειακή φίλη, ήταν στην ταμιακή ο κολλητός που είναι άνεργος και δεν έχει πως να περάσει την ώρα του ή απλά βρέθηκε και κάθισε μέσα να κάνει παρέα σε αυτούς που πράγματι εργάζονταν.
    Από την στιγμή, που οποιοσδήποτε βρίσκεται μέσα σε ένα κατάστημα χωρίς να είναι τ’όνομα του δηλωμένο στον πίνακα προσωπικού, μπορεί να θεωρηθεί αδήλωτος εργαζόμενος και τα όργανα του ΙΚΑ με την ανεξέλεγκτη εξουσία που τους δίνει ο νόμος να επιβάλουν το πρόστιμο των 10.000 ευρώ.
    Την πράξη επιβολής προστίμου, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να προσβάλει με διοικητική προσφυγή εντός 60 ημερών από την ημέρα που του κοινοποιήθηκε. Ταυτόχρονα μπορεί να ασκήσει και αίτηση αναστολής, ώστε μέχρι να δικασθεί και να εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής του, να μην βεβαιωθεί το πρόστιμο στην εφορία.
    Αν εντός της προθεσμίας των 60 ημερών δεν ασκήσει την προσφυγή, χάνει κάθε ευκαιρία για να δικαιωθεί και θα πρέπει να καταβάλει άμεσα το πρόστιμο και μάλιστα εντός 10 ημερών ώστε τουλάχιστον να εκμεταλλευθεί την έκπτωση του 30% που του παρέχει ο νόμος με εφάπαξ καταβολή.
    Οι λόγοι που μπορεί να επικαλεσθεί ο εργοδότης ποικίλουν ανάλογα με την περίπτωση. Πρακτικά θα πρέπει να αποδείξει αν συνέτρεχαν ή όχι οι προϋποθέσεις της εργασιακής σχέσης που δικαιολογούν το πρόστιμο. Είναι προφανές ότι οι ανωτέρω διατάξεις πληρούνται και συεπώς δικαιολογούν και την επιβολή της κύρωσης του προστίμου, εφόσον βεβαίως διαπιστωθεί η ύπαρξη εργαζόμενου και εν προκειμένω υπαλλήλου, δηλ. η ύπαρξη σύμβασης ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας όπως φυσικά τούτη έχει διαπλαστεί στην θεωρία και νομολογία με νομικούς όρους.
    Επιπλέον λόγος μιας τέτοιας προσφυγής, είναι το υπέρογκο και δυσανάλογο πρόστιμο που επιβάλλεται χωρίς να γίνεται διάκριση σε όλους ανεξαιρέτως τους παραβάτες. Το γεγονός ότι το πρόστιμο είναι για όλους το ίδιο, προσκρούει στην θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και την διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον επιδιωκόμενο από το νόμο σκοπό. Ένα μέτρο που προβλέπεται από διάταξη νόμου ως κύρωση για παράβαση διατάξεως, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου, τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό.
    Άλλες δύο βασικές αρχές που παραβιάζονται συνήθως με τον τρόπο επιβολής του προστίμου, είναι αρχή της προηγούμενης ακροάσεως του διοικούμενου και η αρχή της πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που πρέπει να υπάρχει σε όλες τις διοικητικές πράξεις.
    Το συνταγματικώς κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως του διοικουμένου παρέχεται, κατ’ αρχάς, σε κάθε περίπτωση που επίκειται έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξεως εις βάρος διοικούμενου, έστω κι αν κατά της εκδοθησομένης πράξεως προβλέπεται ειδικώς η άσκηση διοικητικής προσφυγής (ειδικής, ενδικοφανούς ή ουσίας), στάδιο που δεν αρκεί πλέον για την κάλυψη της ως άνω συνταγματικής επιταγής.
    Το πρόστιμο ακυρώνεται επίσης όταν επιβάλλεται κατά παράβαση του νόμου και κατά πλημμελή και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα και κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, που κρατεί στο Διοικητικό Δίκαιο, με βάση την οποία αναμένεται δικαιολογημένα και εμπιστεύεται ο πολίτης ότι η διοίκηση θα ενεργεί σύννομα κατά την διαδικασία ελέγχου και επιβολής κυρώσεων και ότι δεν θα αυθαιρετεί εις βάρος του διοικούμενου.
    https://www.lawspot.gr

    t.gr