Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
    Αρχική Blog Σελίδα 66

    ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ: Φορολογική αντιμετώπιση των παροχών, επιδοτήσεων και λοιπών ποσών που χορηγούνται από τον ΟΑΕΔ!

     

    Μια πολύ σημαντική απάντηση σε ερώτημα/έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, παρουσιάζεται παρακάτω αυτούσια και ξεδιαλύνει σε μεγάλο βαθμό τη φορολογική αντιμετώπιση και απεικόνιση στο έντυπ Ε1, των παροχών, επιδοτήσεων και λοιπών ποσών που χορηγούνται από τον ΟΑΕΔ.

     

    Αθήνα, 10 Ιουνίου 2015

    Αρ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1079650 EΞ 2015
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝ. ΓΡΑΜ. ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ: Α’
    Πληροφορίες: Β.Γιοβά, Θ. Σαφαρής
    Ταχ. Δ/νση ; Καρ. Σερβίας 10
    Τ.Κ. : 101 84
    Τηλέφωνο : 210 3375317-8
    FAX : 210 3375001

    ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ

    ΘΕΜΑ: Φορολογική αντιμετώπιση των παροχών, επιδοτήσεων και λοιπών παρεμφερών ποσών που χορηγούνται από τον ΟΑΕΔ.
    Οδηγίες για την ορθή αναγραφή τους στην δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1).

    Μετά από πληθώρα ερωτημάτων που έχουν τεθεί στην υπηρεσία μας και λαμβάνοντας υπόψη τις διευκρινίσεις του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού για το παραπάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα εξής:

    Α. Τα επιδόματα ανεργίας που καταβάλλονται στους δικαιούχους, εφόσον το άθροισμα των λοιπών εισοδημάτων του άνεργου δεν υπερβαίνει ετησίως τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, είναι εισόδημα που απαλλάσσεται από το φόρο και δηλώνεται στους κωδικούς 661-662, για τον υπόχρεο και την σύζυγο αντίστοιχα, του έντυπου της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1).

    Επιδόματα – βοηθήματα ανεργίας είναι τα εξής:

    1. Επίδομα τακτικής ανεργίας
    2. Επίδομα μακροχρόνια ανέργων
    3. Ειδικό εποχικό βοήθημα
    4. Ειδικό βοήθημα μετά τη λήξη επιδόματος ανεργίας
    5. Ειδικό βοήθημα μετά από τρίμηνη παραμονή στο μητρώο του ΟΑΕΔ, που λαμβάνουν οι επί τρεις μήνες άνεργοι, όταν δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις τακτικής επιδότησης.
    6. Ειδικό βοήθημα αποφυλακισμένων, το οποίο λαμβάνουν όσοι εξέτισαν ποινή στερητική της ελευθερίας τους,
    7. Επιδότηση νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας – ΕΣΠΑ.
    8. Βοήθημα αυτοτελώς και ανεξαρτήτως απασχολουμένων, το οποίο λαμβάνουν οι αυτοαπασχολούμενοι που αποδεδειγμένα διέκοψαν το επάγγελμά τους.

    Β. Τα ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους λόγω απώλειας του εισοδήματός τους και αντί του μισθού που θα κατέβαλαν οι εργοδότες τους ή τους δίδονται ως αμοιβή για παροχή εργασίας, χαρακτηρίζονται ως κανονικές αποδοχές και θα εμφανίζονται προσυμπληρωμένα στους κωδικούς 301-302 για υπόχρεο-σύζυγο αντίστοιχα, αν ο φορέας έχει αποστείλει ηλεκτρονικό αρχείο βάσει της Απόφασης ΓΓΔΕ – ΠΟΛ.1051/19.2.2015, ή θα συμπληρώνεται από τους υπόχρεους στους κωδικούς 343-344 αν δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση. Τέτοια ποσά είναι:

    1. Παροχές λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, που είναι η πληρωμή μέρους ανεξόφλητων αποδοχών, όταν οι εργοδότες περιέλθουν σε κατάσταση παύσεως εργασιών ή αναστολής πληρωμών, ή έχουν κηρυχτεί σε πτώχευση, ή έχουν τεθεί σε εκκαθάριση.

    2. Επίδομα διαθεσιμότητας, το οποίο είναι το 10% του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, όταν ο εργοδότης θέσει τους εργαζόμενους σε διαθεσιμότητα.

    3. Αποδοχές ωφελούμενων Προγραμμάτων Κοινωφελούς εργασίας, οι οποίες δίδονται έναντι παρασχεθείσας εργασίας.

    Γ. 1. Η Ειδική Παροχή Προστασίας της Μητρότητας, η οποία καταβάλλεται από τον ΟΑΕΔ κατά το διάστημα που οι ασφαλισμένες στο ΙΚΑ μητέρες έχουν λάβει 6 μήνες άδεια μετά από συμφωνία με τον εργοδότη τους βάσει της γνωμοδότησης ΝΣΚ 278/2012, αποτελεί εισόδημα απαλλασσόμενο από το φόρο. Τα καταβληθέντα ποσά είτε εμφανίζονται προσυμπληρωμένα στους κωδικούς 619-620 για την υπόχρεη ή την σύζυγο αν ο φορέας έχει αποστείλει ηλεκτρονικό αρχείο βάσει της Απόφασης ΓΓΔΕ- ΠΟΛ.1051/19.2.2015, είτε θα συμπληρώνονται από την υπόχρεη ή την σύζυγο στους κωδικούς 659-660 αν δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση.

    2. Η Συμπληρωματική Παροχή Μητρότητας, καταβάλλεται από τον ΟΑΕΔ σε ασφαλισμένες του ΙΚΑ αντί της μαιευτικής περίθαλψης, ως συμπληρωματική παροχή αυτής που χορηγείται από το ΙΚΑ ως επίδομα κυοφορίας και λοχείας. Με βάση την γνωμοδότηση του ΝΣΚ 375/2009 το επίδομα που δίδεται από το ΙΚΑ δυνάμει του άρθρου 39 του ν. 1846/1951, χορηγείται για κάλυψη δαπανών και δεν είναι εισόδημα. Κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η παροχή που καταβάλλεται από τον ΟΑΕΔ ως συμπλήρωμα της περίπτωσης αυτής, δεν αποτελεί εισόδημα, δεν καλύπτει αντικειμενικές δαπάνες και συνεπώς δεν συμπληρώνεται στη δήλωση, επειδή καταβάλλεται εφάπαξ και η πηγή προέλευσής της εξαντλείται με τον τοκετό.
    Επομένης, δεν συμπεριλαμβάνονται στις αμοιβές για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση υποβολής αρχείου βεβαιώσεων με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου (ΠΟΛ.1051/19.2.2015).

    Δ. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την περίπτωση Θδ’ του άρθρου 138 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ 41 Α’/ 01-03-2012), οι άνεργοι του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ και του ΓΕΝΕ εξομοιώνονται φορολογικά με τους άνεργους του ΟΑΕΔ.

    Υπενθύμιση:«Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από εκμίσθωση του δικαιώματος εκμετάλλευσης περιπτέρου»!

    Μια σημαντική αλλαγή από τις πολλές που προέκυψαν μετά την εφαρμογή του νέου φορολογικού νόμου 4172/2013 είναι και η φορολογική αντιμετώπιση του εισοδήματος από δικαίωμα εκμετάλλευσης περιπτέρου.
    Η φορολογική διοίκηση εξέδωσε αρκετά καθυστερημένα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εδώ δύο εγκυκλίους τις οποίες και αναφέρουμε παρακάτω:

    Υπενθύμιση: Επίδομα ωρίμανσης ΕΓΣΣΕ!

     

    Υπενθύμιση: Η αξία των χορηγηθέντων δώρων σε πελάτες εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα, εφόσον τεκμηριωθεί ότι η δαπάνη γίνεται προς το συμφέρον της επιχείρησης!

    Υπενθύμιση: Χρόνος απόκτησης εισοδήματος επιχορηγήσεων που εισπράττουν νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες από φορείς Γενικής Κυβέρνησης!

     

    Υπενθύμιση: Διευκρινίσεις σχετικά με την έκπτωση των διατακτικών σίτισης που χορηγεί επιχείρηση σε εργαζομένους της!

     

    Υπενθύμιση: Φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013).

     
    Αθήνα, 2 Μαρτίου 2015
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
    ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α’ – ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑΤΑ: Β’ – Α’
    Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
    Πληροφορίες: Φ. Φανάρα, Β. Γιοβά
    Τηλέφωνο : 210 – 3375311, 317
    ΦΑΞ : 210 – 3375001
    ΠΟΛ 1056/2015
    ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013).

    Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 26 του Κεφαλαίου Γ’ του Μέρους Δεύτερου του ν.4172/2013, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:
    1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι τα ποσά των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων και οι διαγραφές αυτών, με την επιφύλαξη των οριζομένων στις παραγράφους 5 έως 7 του ίδιου άρθρου, εκπίπτουν για φορολογικούς σκοπούς, ως εξής:
    α) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις μέχρι το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της εν λόγω απαίτησης, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης,
    β) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις άνω του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

    Χρόνος υπερημερίας (σε μήνες) Προβλέψεις (σε ποσοστό %)
    >12 50
    >18 75
    >24 100

    Τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, για προβλέψεις που σχηματίζονται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.
    2. Με τις νέες διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται για όλα τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, ανεξάρτητα αν τηρούν διπλογραφικά ή απλογραφικά βιβλία, καθώς και για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, καθόσον πλέον, δεν σχηματίζονται προβλέψεις ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν ή όχι επισφαλείς απαιτήσεις, όπως συνέβαινε με τις διατάξεις της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (παλαιός Κ.Φ.Ε.), αλλά αντίθετα, σε κάθε περίπτωση, ικανή και αναγκαία συνθήκη για το σχηματισμό πρόβλεψης ή τη διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων είναι να έχουν αναληφθεί προ του σχηματισμού ή της διαγραφής οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης. Ο υπολογισμός των προβλέψεων γίνεται με βάση το χρόνο κατά τον οποίο παραμένουν ανείσπρακτες οι υπόψη απαιτήσεις και ανάλογα με το ποσό της ληξιπρόθεσμης απαίτησης (οφειλόμενο υπόλοιπο απαίτησης).
    Δεδομένου ότι τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και τα οποία επίσης τηρούν απλογραφικά βιβλία δεν τηρούν στα λογιστικά βιβλία τους υπόλοιπα λογαριασμών πελατών, θα παρακολουθούν τις επισφαλείς απαιτήσεις τους εξωλογιστικά, τηρώντας καταστάσεις ανά πελάτη ή χρεώστη και ανά συναλλαγή. Οι καταστάσεις αυτές θα ενημερώνονται κάθε φορά που λαμβάνει χώρα μεταβολή στο υπόλοιπο του επισφαλούς πελάτη και θα είναι διαθέσιμες στη Φορολογική Διοίκηση, όταν αυτές ζητηθούν, συνοδευόμενες από όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν τη λήψη των κατάλληλων ενεργειών και τον τρόπο υπολογισμού των προβλέψεων.
    Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις των υπόχρεων με απλογραφικά βιβλία υπολογίζονται με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που εφαρμόζονται και στους υπόχρεους που τηρούν διπλογραφικά βιβλία.
    Επίσης, με βάση τις νέες ρυθμίσεις, για τον υπολογισμό των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων λαμβάνονται υπόψη και οι απαιτήσεις από λιανικές πωλήσεις ή παροχή υπηρεσιών προς ιδιώτες, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Επιπλέον, τονίζεται ότι με τις νεότερες αυτές διατάξεις δεν περιορίζεται η απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων σε εκείνες που έχουν προέλθει μόνο από πελάτες αλλά καταλαμβάνει κάθε απαίτηση που δεν εισπράχθηκε ή δεν συμψηφίσθηκε. Για παράδειγμα, επιχείρηση, προκειμένου να κατασκευάσει αποθήκες, έχει συνάψει σύμβαση με κατασκευαστική εταιρεία, στην οποία κατέβαλε προκαταβολή 10.000 ευρώ. Η κατασκευαστική εταιρεία όμως περιήλθε σε παύση πληρωμών και δεν κατασκεύασε τις αποθήκες. Η επιχείρηση αυτή μπορεί να σχηματίσει πρόβλεψη για το ποσό της προκαταβολής.
    Στην αξία της απαίτησης, προκειμένου για τον υπολογισμό πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων, δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ με τον οποίο επιβαρύνονται οι πωλήσεις ή υπηρεσίες, καθόσον δεν αποτελεί ακαθάριστο έσοδο της επιχείρησης. Αντίθετα, λαμβάνονται υπόψη τυχόν επιστροφές ή εκπτώσεις επί των διενεργηθεισών πωλήσεων ή παρασχεθεισών υπηρεσιών. Επίσης, λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις έναντι πελατών τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού.
    3. Για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και ειδικότερα για την εξεύρεση του ποσού της ληξιπρόθεσμης απαίτησης, αυτό που λαμβάνεται υπόψη δεν είναι το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο του εκάστοτε πελάτη ή άλλου χρεώστη αλλά το ανεξόφλητο ποσό της κάθε μίας συναλλαγής με τον πελάτη αυτόν. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση πελατών επιχείρησης των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και με τους οποίους υφίστανται πέραν της μίας συναλλαγές, οι προβλέψεις θα σχηματίζονται με διαφορετικά ποσοστά επί των οφειλομένων ποσών ανά συναλλαγή και επί τη βάσει του χρόνου που αυτά παραμένουν ανείσπρακτα. Σημειώνεται ότι για το σχηματισμό προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων λαμβάνονται και εκείνες οι επισφαλείς απαιτήσεις που προέκυψαν πριν την 1.1.2014 και δεν έχουν διαγραφεί μέχρι τις 31. 12.2013.
    Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα:
    Έστω ότι η επιχείρηση «ΑΛΦΑ ΑΕ», με φορολογικό έτος 1.1.2014 – 31.12.2014, εμφανίζει στο τέλος του φορολογικού της έτους ανεξόφλητο υπόλοιπο απαίτησης του πελάτη της «ΒΗΤΑ ΑΕ», με τον οποίο έχει παραπάνω της μίας συναλλαγές, συνολικού ύψους 15.000 ευρώ. Το ανεξόφλητο αυτό υπόλοιπο αντιστοιχεί σε τρία (3) τιμολόγια το πρώτο εκ των οποίων φέρει ημερομηνία έκδοσης 01.02.2013, είναι αξίας 10.000 ευρώ και για το οποίο παραμένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 4.000 ευρώ. Το δεύτερο τιμολόγιο φέρει ημερομηνία 15.07.2013, είναι αξίας 12.000 ευρώ και για το οποίο παραμένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 7.000 ευρώ. Το τρίτο τιμολόγιο φέρει ημερομηνία 30.06.2014, είναι αξίας 4.000 ευρώ και είναι ανεξόφλητο στο σύνολό του. Η επιχείρηση αυτή έχει προβεί σε όλες τις κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης των εν λόγω απαιτήσεων.
    Για να υπολογίσει τις εκπιπτόμενες προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων στις 31.12.2014, η επιχείρηση θα πρέπει να ελέγξει το χρόνο που παραμένουν ανείσπρακτα τα τιμολόγια. Για το τρίτο τιμολόγιο η επιχείρηση δεν μπορεί την ως άνω ημερομηνία να σχηματίσει πρόβλεψη, καθώς δεν έχει παρέλθει το απαιτούμενο 12μηνο. Για το δεύτερο τιμολόγιο η επιχείρηση μπορεί να σχηματίσει επί του οφειλόμενου υπολοίπου 7.000 ευρώ ποσοστό ίσο με 50%, άρα πρόβλεψη ίση με 3.500 ευρώ, καθόσον παρήλθε το 12μηνο αλλά όχι το 18μηνο. Τέλος, για το πρώτο τιμολόγιο η επιχείρηση μπορεί να σχηματίσει επί του οφειλόμενου υπολοίπου 4.000 ευρώ ποσοστό ίσο με 75%, άρα πρόβλεψη ίση με 3.000 ευρώ, καθόσον παρήλθε το 18μηνο αλλά όχι το 24μηνο. Κατά συνέπεια, για τον πελάτη «ΒΗΤΑ ΑΕ» η επιχείρηση δικαιούται να σχηματίσει προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων, αναγνωριζόμενες φορολογικά, συνολικού ύψους 6.500 ευρώ.
    Στις 31.12.2015 υφίστανται τα ίδια ως άνω ανείσπρακτα υπόλοιπα, με αυτά της 31.12.2014. Η επιχείρηση θα σχηματίσει πρόβλεψη για το τρίτο τιμολόγιο ίση με το 50% του ανεξόφλητου υπολοίπου του, ήτοι 50% x 4.000 = 2.000 ευρώ, για το δεύτερο τιμολόγιο 100% επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του, αφαιρουμένου του ποσού πρόβλεψης που σχηματίστηκε στις 31.12.2014, ήτοι 100% x 7.000 – 3.500 = 3.500 ευρώ και για το πρώτο τιμολόγιο θα σχηματίσει πρόβλεψη ίση με το ανεξόφλητο υπόλοιπό του επί το συντελεστή 100%, αφαιρουμένου του ποσού πρόβλεψης που σχηματίστηκε στις 31.12.2014, ήτοι 100% x 4.000 – 3.000 = 1.000 ευρώ.
    4. Στην έννοια της ληξιπρόθεσμης απαίτησης περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις των απαιτήσεων εκείνων που η ημερομηνία εξόφλησής τους έχει παρέλθει και ειδικότερα:
    α) σε περίπτωση που βάσει συμφωνητικού ή άλλου διακανονισμού παρέχεται στον πελάτη χρόνος πίστωσης για την αποπληρωμή της οφειλής, κρίσιμος χρόνος για την αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπερημερίας για την απαίτηση αυτή, είναι η παρέλευση του χρόνου πίστωσης,
    β) σε περίπτωση που πέραν του τιμολογίου δεν υπάρχει σχετικό συμφωνητικό ή άλλος διακανονισμός, αφετηρία υπολογισμού του χρόνου είναι η ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού,
    γ) σε περίπτωση εξόφλησης απαιτήσεων με γραμμάτια, η ημερομηνία λήξης τους και με επιταγή, η ημερομηνία της επιταγής.
    Από τα ανωτέρω και με βάση την αιτιολογική έκθεση του ν.4172/2013 προκύπτει ότι η προϋπόθεση της ανάληψης κατάλληλων ενεργειών για τη διασφάλιση δικαιώματος είσπραξης θέτει ένα ελάχιστο όριο για τη διεκδίκηση είσπραξης της απαίτησης, χωρίς να προσδιορίζει το μέσο για τη διεκδίκηση και κατά τούτο μπορεί να αναληφθεί οποιαδήποτε ενέργεια για την είσπραξη, αρκεί να είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης. Σε κάθε περίπτωση ο κατάλληλος ή μη χαρακτήρας, ως θέμα πραγματικό, κρίνεται ad hoc με βάση το ύψος της απαίτησης, το φερέγγυο ή μη του καθ’ ου η απαίτηση, καθώς και από άλλους παράγοντες και εναπόκειται στην κρίση της ελεγκτικής αρχής. Ωστόσο οι όποιες ενέργειες, που εξαρτώνται από το ύψος της απαίτησης και την φερεγγυότητα του πελάτη, θα πρέπει να διασφαλίζουν το δικαίωμα της επιχείρησης να εισπράξει τις απαιτήσεις της. Πέραν της άσκησης ένδικου βοηθήματος και της αίτησης για λήψη ασφαλιστικών ή αναγκαστικών μέτρων, κατάλληλες ενέργειες είναι η σφράγιση μίας επιταγής από την εκδότρια τράπεζα, η κατάθεση όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κ.λπ.
    Διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα της επιχείρησης να εισπράξει τις απαιτήσεις της δεν διασφαλίζεται από ενέργειες όπως η ανάθεση διεκδίκησης της απαίτησης σε τρίτους (εισπρακτικές εταιρείες) ή η φραγή/διακοπή της παροχής υπηρεσιών στην περίπτωση εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, κ.λπ.
    Οι όποιες ενέργειες έχουν ήδη ληφθεί πριν την 01.01.2014 για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης και χαρακτηρίζονται ως κατάλληλες με βάση την παρούσα λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού και οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν απαιτείται να επαναληφθούν.
    Στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν προέβησαν σε κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης, οι προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων δεν θα αναγνωρίζονται φορολογικά και η επιχείρηση θα πρέπει να προβαίνει στη σχετική φορολογική αναμόρφωση των λογιστικών αποτελεσμάτων.
    5. Με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επιχείρησης, εφόσον η απαίτηση: α) καταστεί εισπράξιμη ή β) διαγραφεί. Η απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.
    Με τις ως άνω διατάξεις προβλέπονται οι περιπτώσεις ανάκτησης της πρόβλεψης με μεταφορά της στα κέρδη της επιχείρησης και ορίζονται σωρευτικά και περιοριστικά οι προϋποθέσεις για τη διαγραφή της απαίτησης.
    Προκειμένου για τη διαγραφή απαιτήσεων απαιτείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η σωρευτική πλήρωση των τριών (3) προϋποθέσεων που ορίζονται στις υπόψη διατάξεις. Ειδικότερα, όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση με την οποία απαιτείται να έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης, διευκρινίζεται ότι με αυτές πρέπει να αποδεικνύεται ότι η σχετική απαίτηση είναι ανεπίδεκτη είσπραξης, δηλαδή ότι ο οφειλέτης είναι πράγματι αφερέγγυος. Η αφερεγγυότητά του μπορεί να αποδεικνύεται ενδεικτικά από τα ακόλουθα:
    α) τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου με την οποία να υποχρεώνεται ο οφειλέτης σε εξόφληση,
    β) πιστοποιητικό υποθηκοφυλακείου από το οποίο να προκύπτει, κατά περίπτωση, η μη ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή τα υπάρχοντα τοιαύτα με τα τυχόν βάρη τους,
    γ) σε περίπτωση διενέργειας πλειστηριασμού σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, είτε κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης είτε συνεπεία μη επιτεύξεως πτωχευτικού συμβιβασμού, αντίγραφο του πίνακα κατάταξης ή διανομής από συμβολαιογράφο που ορίστηκε για τον πλειστηριασμό της περιουσίας του οφειλέτη, από τον οποίο να προκύπτει η μη ικανοποίηση του δανειστή από το εκπλειστηρίασμα,
    δ) τη συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το έκτο Κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007), με την οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρησης (προπτωχευτική διαδικασία),
    ε) σε περίπτωση επιχείρησης που κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης και από τους επίσημους ισολογισμούς της προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή δεν έχει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, πάγια, χρεόγραφα κλπ.) για να ικανοποιήσει τους οφειλέτες της. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης. Επομένως, η κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης λόγω παύσης πληρωμών δεν επιφέρει από μόνη της απόσβεση της απαίτησης.
    στ) σε περίπτωση διακοπής εργασιών κεφαλαιουχικών εταιρειών. Τα ανωτέρω είναι ενδεικτικά ούτως ώστε να μην αποκλεισθούν και άλλα τα οποία, είτε από μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν είναι δυνατή η είσπραξη της απαίτησης. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιχείρηση, η οποία φέρει και το βάρος της απόδειξης για την απώλεια συγκεκριμένης απαίτησης, οφείλει όταν της ζητηθεί να προσκομίσει τα δικαιολογητικά εκείνα που διαθέτει στην αρμόδια για τον έλεγχό της φορολογική αρχή η οποία και θα κρίνει τελικά ως θέμα πραγματικό την επισφάλεια και το ανεπίδεκτο της είσπραξης.
    Βεβαιώσεις ή επιστολές δικηγόρων για την αδυναμία είσπραξης της απαίτησης δεν αποτελούν απόδειξη της αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Ομοίως, η έκδοση ακάλυπτης επιταγής και η σχετική καταδίκη για την έκδοση αυτή δεν δημιουργούν μόνες τους ούτε αποδεικνύουν εξ αντικειμένου την αφερεγγυότητα του οφειλέτη.
    Όταν η απαίτηση απορρέει από την πώληση κινητών πραγμάτων με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας από τον πωλητή μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, δεν μπορεί να γίνει διαγραφή αυτής πριν από την περαίωση της διαδικασίας διεκδίκησης και επιστροφής στην πωλήτρια επιχείρηση του πωληθέντος και μη εξοφληθέντος από τον αγοραστή πράγματος ή πριν την περαίωση της διαδικασίας δικαστικής επιδίωξης για την αποπληρωμή του τιμήματος.
    6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι ανεξάρτητα από την παράγραφο 1, ο σχηματισμός προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων δεν επιτρέπεται στις περιπτώσεις επισφαλών απαιτήσεων «κατά» των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δέκα τοις εκατό (10%) και των θυγατρικών εταιρειών της επιχείρησης με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δέκα τοις εκατό (10%), εκτός αν για την αξίωση που αφορά αυτές τις οφειλές υπάρχει εκκρεμοδικία ενώπιον δικαστηρίου ή διαιτητικού δικαστηρίου, ή εάν ο οφειλέτης έχει υποβάλει αίτημα κήρυξης σε πτώχευση ή υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης ή σε βάρος του έχει εκκινήσει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης, δεν επιτρέπεται ο σχηματισμός προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις που καλύπτονται από ασφάλιση ή οποιαδήποτε εγγυοδοσία ή άλλη ενοχική ή εμπράγματη ασφάλεια ή για οφειλές του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή για εκείνες που έχουν δοθεί με την εγγύηση αυτών των φορέων.
    Επισημαίνεται ότι η έννοια του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α. λαμβάνεται όπως ορίζεται στις περιπτώσεις στ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, αντίστοιχα. Συνεπώς στις ανωτέρω εξαιρέσεις από το σχηματισμό προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων δεν περιλαμβάνονται και άρα είναι δυνατός ο σχηματισμός προβλέψεων για απαιτήσεις έναντι Ν.Π.Δ.Δ., δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, κ.λπ.
    7. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι οι τράπεζες μπορούν να εκπίπτουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί του ποσού του ετήσιου μέσου όρου των πραγματικών χορηγήσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις μηνιαίες λογιστικές καταστάσεις τους. Τέτοιες χορηγήσεις συνιστούν οι απαιτήσεις κεφαλαίου και οι απαιτήσεις των εγγεγραμμένων τόκων, όχι όμως και επισφαλών ή μη εισπράξιμων τόκων των επισφαλών απαιτήσεων ή απαιτήσεων μη παραγωγικών, τους οποίους οι τράπεζες δικαιούνται να μην εμφανίζουν ή εγγράφουν στα βιβλία τους, υποχρεούμενες να αποδεικνύουν ότι πρόκειται για τέτοιους τόκους, καθώς και η κάλυψη στο σύνολο του ή εν μέρει ομολογιακού δανείου ιδιωτικών επιχειρήσεων ή η απόκτηση μετοχών κατά τη σύσταση ανώνυμης εταιρείας ή αύξηση του κεφαλαίου της, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι τίτλοι των ομολογιών ή μετοχών παραμένουν στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας. Στις χορηγήσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια γενικά προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα δάνεια γενικά για τα οποία δόθηκε εγγύηση του Δημοσίου και οι καταθέσεις σε άλλες τράπεζες. Πέρα από το ποσοστό έκπτωσης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο οι τράπεζες μπορούν να εκπίπτουν από το εισόδημα τους, για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της χρήσης πρόσθετες ειδικές κατά περίπτωση προβλέψεις για την απόσβεση απαιτήσεων κατά πελατών τους, για τις οποίες έχει διακοπεί ο λογισμός τόκων.
    8. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται ανάλογα και στις συνεταιριστικές τράπεζες, καθόσον οι διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 4 του ν.2753/1999 και της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν.3470/2006 με βάση τις οποίες αυτές μπορούν να σχηματίζουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων παρέπεμπαν στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 105 του ν. 2238/1994, αντίστοιχα, οι οποίες πλέον ρυθμίζονται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 4172/2013.
    9. Αναφορικά με το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης («ΕΤΕΑΝ ΑΕ»), το οποίο αποτελεί καθολικό διάδοχο της «ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ», με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 9 του ν.3297/2004 οριζόταν ότι οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 105 του ν. 2238/1994 εφαρμόζονται ανάλογα και σε αυτό με εφαρμογή ποσοστού 1% επί του ετήσιου μέσου όρου των εν ενεργεία εγγυήσεων.
    Δεδομένου ότι το ζήτημα πλέον ρυθμίζεται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 4172/2013, συνάγεται ότι η «ΕΤΕΑΝ ΑΕ» εξακολουθεί να μπορεί να εκπίπτει προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων ποσοστού 1% επί του ετήσιου μέσου όρου των εν ενεργεία εγγυήσεων.
    10. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να εκπίπτουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό μέχρι δύο τοις εκατό (2%) επί του συνολικού ύψους μισθωμάτων, τα οποία προκύπτουν από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, που έχουν συναφθεί μέσα στη διάρκεια του φορολογικού έτους. Το ποσό αυτό της πρόβλεψης για κάθε φορολογικό έτος, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης, η οποία διενεργήθηκε σε προγενέστερα φορολογικά έτη και εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.
    11. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) μπορούν να εκπίπτουν μέχρι ενάμιση τοις εκατό (1,5%) επί του μέσου ετήσιου ύψους των ποσών που ο φορέας έχει προεξοφλήσει έναντι απαιτήσεων που έχει αναλάβει να εισπράξει από εξαγωγική δραστηριότητα χωρίς δικαίωμα αναγωγής, καθώς και μέχρι ένα τοις εκατό (1%) επί του μέσου ετήσιου ύψους των ποσών των προεξοφλήσεων έναντι απαιτήσεων με δικαίωμα αναγωγής.
    12. Περαιτέρω, με την παράγραφο 8 του άρθρου 26 του ν.4223/2013 με την οποία προστέθηκε παράγραφος στο άρθρο 72 του ν.4172/2013 ορίζεται, ότι από την έναρξη ισχύος του ν.4172/2013 καταργείται η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του ν.1905/1990. Κατόπιν των ανωτέρω, οι σχετικές με το σχηματισμό προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων διατάξεις για τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) ενσωματώνονται στο νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
    13. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων που έχουν σχηματισθεί στα φορολογικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013 θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (παλαιός Κ.Φ.Ε.). Με τις προγενέστερες αυτές διατάξεις οριζόταν ότι το ποσό της πρόβλεψης που εμφανίζεται στο λογαριασμό 44.11 «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος εάν στο τέλος κάθε πενταετίας αρχής γενομένης από τη διαχειριστική περίοδο 2005 υφίσταται στον ως άνω λογαριασμό υπόλοιπο λόγω μη επαληθεύσεως των προβλέψεων με επισφαλείς απαιτήσεις. Το υπόλοιπο αυτό ποσό μεταφέρεται στα ακαθάριστα έσοδα του επόμενου φορολογικού έτους, υποκείμενο σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» που σχηματίσθηκε με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις του ν. 2238/1994, όπως εμφανίζεται στις 31.12.2014 πρέπει να μεταφερθεί στα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους 2015, καθόσον τότε συμπληρώνεται η πενταετία με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις. Κατά συνέπεια, το πιο πάνω υπόλοιπο θα μεταφερθεί αυτούσιο στα φορολογητέα έσοδα του φορολογικού έτους 2015 συναθροιζόμενο με τα λοιπά φορολογούμενα έσοδα του έτους αυτού μειωμένο κατά τις τυχόν διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων που αφορούν χρήσεις πριν την 31.12.2013 και έλαβαν χώρα εντός του φορολογικού έτους 2014.
    Είναι προφανές ότι οι υπερβάλλουσες του 1% ή 0,5% προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων που είχαν σχηματισθεί με βάση τις προγενέστερες διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994) κατά τα προηγούμενα έτη (2013 και πριν) και οι οποίες δεν είχαν εκπέσει κατά το χρόνο σχηματισμού τους, δεν θα πρέπει να φορολογηθούν εκ νέου.
    Ακριβές Αντίγραφο
    Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης
    Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
    ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ
    Μια άλλη πολύ χρήσιμη απάντηση επί του θέματος από το υπουργείο Οικονομικών είναι και:

    Υπενθύμιση: Διαχωρισμός της αξίας κτήσης του οικοπέδου από την αξία του κτίσματος, κατά τη διενέργεια των φορολογικών αποσβέσεων του άρθρου 24 του ν.4172/2013!

    Αθήνα, 21 Ιουνίου 2016
    Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1095090 ΕΞ 2016
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Β’
    Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Ε. Πλάνη
    Τηλέφωνο: 2 10 – 33.75.312
    ΦΑΞ: 210 – 33.75.001
    ΘΕΜΑ: Διαχωρισμός της αξίας κτήσης του οικοπέδου από την αξία του κτίσματος, κατά τη διενέργεια των φορολογικών αποσβέσεων του άρθρου 24 του ν.4172/2013.
    Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013 καθορίζονται οι φορολογικές αποσβέσεις επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων οι οποίες εκπίπτουν από το σύνολο των εσόδων από επιχειρηματικές συναλλαγές προκειμένου για τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα.
    Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 24 του νόμου αυτού ορίζεται, ότι εδαφικές εκτάσεις, έργα τέχνης, αντίκες, κοσμήματα και άλλα πάγια στοιχεία ενεργητικού επιχειρήσεων που δεν υπόκεινται σε φθορά και αχρήστευση λόγω παλαιότητας, δεν υπόκεινται σε φορολογική απόσβεση, ενώ με τις διατάξεις της παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου ορίζεται ότι το κόστος κτήσης ή κατασκευής, περιλαμβανομένου και του κόστους βελτίωσης, ανανέωσης και ανακατασκευής, αποκατάστασης του περιβάλλοντος αποσβένονται, σύμφωνα με τους συντελεστές που περιλαμβάνονται στον πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Ειδικά για τα κτίρια, κατασκευές, εγκαταστάσεις, βιομηχανικές και ειδικές εγκαταστάσεις, μη κτιριακές εγκαταστάσεις, αποθήκες και σταθμοί, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων τους προβλέπεται συντελεστής απόσβεσης 4%.
    2. Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση ακινήτων επί των οποίων έχουν ανεγερθεί κτήρια, οι φορολογικές αποσβέσεις διενεργούνται μόνο επί της αξίας που αναλογεί στα κτίσματα και όχι επί της αξίας που αντιστοιχεί στο οικόπεδο.
    Στην περίπτωση αυτή, ως αξία κτήσης του κτίσματος για την διενέργεια αποσβέσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013, θα λαμβάνεται το μέρος της συνολικής αξίας του ακινήτου (οικόπεδο – κτίσμα) που αναλογεί στο κτίσμα με βάση το ποσοστό συμμετοχής του όπως αυτό προκύπτει από τις αντίστοιχες αξίες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της φορολογίας κεφαλαίου.
    Για παράδειγμα, επιχείρηση κατέβαλλε το φορολογικό έτος 2015, ως συνολικό τίμημα για την αγορά ακινήτου (οικόπεδο – κτίσμα) το ποσό των 1.000.000 ευρώ. Η αξία του ακινήτου κατά το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτου για τις ανάγκες εφαρμογής της φορολογίας κεφαλαίου καθορίσθηκε στο ποσό των 700.000 ευρώ εκ της οποίας το ποσό των 400.000 ευρώ αφορούσε το οικόπεδο, ενώ το ποσό των 300.000 ευρώ το κτίσμα. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα του παραδείγματος, το ποσοστό συμμετοχής του οικοπέδου 57,14%, (400.000 ευρώ/700.000 ευρώ) και του κτιρίου 42,86% (300.000 ευρώ/700.000 ευρώ) στη συνολική αξία οικοπέδου -κτιρίου, με βάση τα οριζόμενα στη φορολογία κεφαλαίου, θα αποτελέσει τη βάση υπολογισμού με την οποία θα διαχωριστεί το πραγματικό τίμημα (1.000.000 ευρώ) σε οικόπεδο και κτίσμα για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος προκειμένου να υπολογισθούν οι φορολογικές αποσβέσεις στην αξία του κτιρίου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013.
    Τα παραπάνω εφαρμόζονται ανάλογα και σε περίπτωση οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατά την οποία το δικαίωμα της κυριότητας επί ορόφου ή διαμερίσματος κ.λπ. αποτελείται από την κυριότητα επί αυτού καθώς και την εξ’ αδιαιρέτου συγκυριότητα επί του μεριδίου που αναλογεί στους κοινόχρηστους χώρους και το οικόπεδο, με βάση το άρθρο 1117 του Αστικού Κώδικα και τον ν.3741/1929, καθώς και σε περίπτωση κάθετης ιδιοκτησίας, με την οποία συστήνεται διηρημένη ιδιοκτησία επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων ανεγειρόμενων επί ενιαίου οικοπέδου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971.
    Ακριβές Αντίγραφο
    Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης
    Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Υπενθύμιση: Τεκμαρτά έσοδα και έξοδα. Λογιστικός χειρισμός!

    Αθήνα, 23-06-2016
    Αρ. Πρωτ. 1239
    ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ
    ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)
    Πληροφορίες:Σ. Καράκου
    Τηλ.:210 32 42 648 (εσωτ. 227)
    Fax:210 32 34 141
     
    ΘΕΜΑ: «Τεκμαρτά έσοδα και έξοδα»
    ΕΡΩΤΗΜΑ
    Παρακαλούμε να μας γνωρίσετε εάν για τα τεκμαρτά έσοδα και έξοδα από ιδιόχρηση ακινήτων πρέπει προς τεκμηρίωση να διενεργείται λογιστική εγγραφή τόσο στα απλογραφικά όσο και στα διπλογραφικά βιβλία.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ
    1. Από λογιστική σκοπιά, τα τεκμαρτά έσοδα / έξοδα από ιδιόχρηση δεν επηρεάζουν τα ποσά των κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, και αυτό αφορά τόσο τα διπλογραφικά βιβλία όσο και τα απλογραφικά βιβλία (ατομικής επιχείρησης ή εταιρείας). Τα σχετικά ποσά δε λαμβάνονται υπόψη (συμψηφίζονται μεταξύ τους) και συνεπώς δεν διογκώνουν ούτε τα έξοδα ούτε τα έσοδα.
    2. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα τεκμαρτά έξοδα και έσοδα από ιδιοκατοίκηση έχουν λογιστική βάση 0 (μηδέν) και φορολογική βάση το ποσό που προκύπτει από τη φορολογική νομοθεσία (άρθρο 39, ν. 4172/2013).
    3. Βάσει της περ. (γ) του άρθρου 22 του νόμου 4172/2013, η έκπτωση δαπανών κατά τον προσδιορισμό εισοδήματος, προϋποθέτει ότι οι δαπάνες αυτές «εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά».
    4. Ο τρόπος τήρησης των λογιστικών βιβλίων, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο «εγγράφονται» οι δαπάνες στην διατύπωση του ν. 4172/2013 υπό (3) ανωτέρω, εξειδικεύεται στο ν. 4308/2014. Βάσει της παρ. 5 του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου, το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί τόσο τη λογιστική, όσο και τη φορολογική βάση των στοιχείων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Περαιτέρω, βάσει της παρ. 3.5.1 της ΠΟΛ.1003/31.12.2014, η παρακολούθηση της λογιστικής / φορολογικής βάσης (κατά περίπτωση) «δύναται να γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο και ασφαλή τρόπο, ώστε να μπορούν να εξαχθούν οι απαραίτητες πληροφορίες για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τη σύνταξη των φορολογικών δηλώσεων, και τη διασφάλιση της δυνατότητας διενέργειας ελέγχων».
    5. Βάσει του σημείου (4) ανωτέρω, εφόσον τηρούνται οι αναφερόμενες εκεί προϋποθέσεις, η επιλογή του τρόπου παρακολούθησης των τεκμαρτών εξόδων και εσόδων ιδιόχρησης ακινήτων επαφίεται σε απόφαση της οντότητας, χωρίς να απαιτείται για τη φορολογική βάση η εγγραφή σε κάποιο ημερολόγιο ή στο βιβλίο εσόδων-εξόδων. Η καταγραφή των σχετικών ποσών στα διάφορα φορολογικά έντυπα (E1, Ε3, κλπ.), τα οποία συνιστούν μέρος των λογιστικών αρχείων κατά το νόμο 4308/2014 είναι ένας κατάλληλος τρόπος παρακολούθησης δεδομένου ότι διασφαλίζει απολύτως τη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων.
    6. Εάν η οντότητα επιθυμεί να παρακολουθεί τα τεκμαρτά έξοδα και έσοδα ιδιόχρησης ακινήτων μέσω του σχεδίου λογαριασμών της, μπορεί να χρεώνεται κατάλληλος υπολογαριασμός τεκμαρτού εξόδου των ενοικίων (του κωδ. 62.04 στο σχέδιο λογαριασμών του ΕΓΛΣ ή του 64.05 στα ΕΛΠ), με πίστωση του λογαριασμού του τεκμαρτού εσόδου (υπολογαριασμός του κωδ. 75 στο σχέδιο λογαριασμών του ΕΓΛΣ ή του 71.04 στα ΕΛΠ). Οι σχετικοί λογαριασμοί ωστόσο απαλείφονται για σκοπούς σύνταξης των λογιστικών καταστάσεων, δηλαδή δεν προσαυξάνουν αντίστοιχα τα σχετικά έσοδα και έξοδα.
    ΤΑ ΜΕΛΗ
    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ
    Μια άλλη χαρακτηριστική απάντηση του ΣΛΟΤ επί του θέματος είναι και η παρακάτω:
    Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 2544 ΕΞ 18.11.2016 Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή Ε.Λ.Π. κάνει ιδιόχρηση (Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή Ε.Λ.Π. κάνει ιδιόχρηση) Κατηγορία: Ελληνικά λογιστικά πρότυπα Αθήνα, 18.11.2016 Αριθμ. Πρωτ.: 2544 ΕΞ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ) ΣΛΟΤ 2544/2016 ΘΕΜΑ: «Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή ΕΛΠ κάνει ιδιόχρηση»
    ΕΡΩΤΗΜΑ: Πρέπει λογιστικά στο Ε3 να γίνει καταχώρηση της αξίας της ιδιόχρησης ή όχι. Εάν ναί, δεν θα υπάρχει συμφωνία λογιστικά με τα αποτελέσματα Β6, δεδομένου ότι έχετε γνωματεύσει ότι στα αποτελέσματα δεν καταχωρούνται τεκμαρτά έσοδα-έξοδα. Πως αντιμετωπίζεται αυτό;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στο λογιστικό σύστημα της οντότητας (λογαριασμοί εσόδων και εξόδων), μπορούν να καταχωρούνται τεκμαρτά έσοδα/έξοδα, εφόσον έτσι κρίνεται από την οντότητα. Στην κατάσταση αποτελεσμάτων, δεν πρέπει να εμφανίζονται τέτοια έσοδα και έξοδα (ιδιαίτερα αν είναι σημαντικής αξίας), διότι τα σχετικά κονδύλια διογκώνονται ισόποσα με μη πραγματικά ποσά. Για παράδειγμα η επιχείρηση μπορεί να καταχωρήσει το ενοίκιο ιδιόχρησης ταυτόχρονα ως έσοδο και έξοδο στους αποτελεσματικούς λογαριασμούς στα λογιστικά της βιβλία και να συμψηφίσει τα δύο ποσά στην κατάσταση αποτελεσμάτων. Η κατάσταση αποτελεσμάτων δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τα έντυπα των δηλώσεων φόρου εισοδήματος. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχουν ελέγξιμες διαδικασίες για το πώς ενημερώνονται τα έντυπα των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, από το λογιστικό σύστημα της οντότητας.

    Ασφαλιστικές Εισφορές: Απαντήσεις σε ερωτήματα!

     

    Τα κληρονομικά μερίδια στο ελληνικό δίκαιο! Ένα πολύ χρήσιμο άρθρο!

    Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
    Κατά το ελληνικό δίκαιο, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη (εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή), ο κληρονομούμενος κληρονομείται από τους πλησιέστερους συγγενείς του σύμφωνα με προκαθορισμένα από το νόμο ποσοστά. Για να ισχύσουν τα κατωτέρω αναφερόμενα ποσοστά κατά τα οποία έκαστος κληρονομεί, πρέπει ο κληρονομούμενος να είχε την ελληνική ιθαγένεια. Την ελληνική ιθαγένεια την αποκτά κάποιος κυρίως με την γέννησή του, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, από έναν τουλάχιστον Έλληνα γονέα και δεν την χάνει, ακόμα κι αν αποκτήσει υπηκοότητα και άλλης χώρας, εφόσον δεν υπάρξει υπουργική απόφαση στην Ελλάδα που να του αποστερεί ειδικώς την ελληνική ιθαγένεια. Ελληνική ιθαγένεια αποκτούν και γεννημένοι εκτός Ελλάδος, εφόσον αποδεικνύουν ότι είναι τέκνα, εγγόνια ή και δισέγγονα Έλληνα πολίτη, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα και είναι εγγεγραμμένος ή εγγεγραμμένη σε δημοτολόγιο ή μητρώο αρρένων σε κάποιον Δήμο στην Ελλάδα. Εφόσον συνεπώς κατά τον χρόνο θανάτου ο κληρονομούμενος είχε την ελληνική ιθαγένεια, ανεξαρτήτως βεβαίως του φύλου του, αλλά και του φύλου των κληρονόμων, κληρονομείται ως εξής (εφόσον δεν άφησε διαθήκη): Εάν ο θανών ή η θανούσα άφησε σύζυγο και παιδιά, ο επιζών σύζυγος κληρονομεί το ένα τέταρτο (1/4 ή 25%) επί κάθε περιουσιακού στοιχείου του θανόντος συζύγου του, αλλά και επί των χρεών αυτού, ενώ τα παιδιά κληρονομούν τα τρία τέταρτα (3/4 ή 75%)) των περιουσιακών στοιχείων και των χρεών του. Ο σύζυγος κληρονομεί πάντα και το λεγόμενο νομικά στην Ελλάδα «εξαίρετο», που συνήθως είναι έπιπλα, οικογενειακά αντικείμενα κλπ. Εάν λοιπόν ο θανών άφησε σύζυγο και δύο παιδιά, κληρονομείται κατά το 1/4 ή 2/8 από τον σύζυγο και από 3/8 από το κάθε ένα από τα δύο παιδιά. Αν τα παιδιά είναι τρία, λαμβάνουν έκαστο από 1/4 της κληρονομίας, Αν είναι τέσσερα, λαμβάνουν 3/16 έκαστο κ.ο.κ. Εάν ο θανών ή η θανούσα άφησε μόνο τέκνα και όχι σύζυγο, χωρίς διαθήκη, το κάθε παιδί κληρονομεί ίσο μερίδιο. Εάν ο κληρονομούμενος άφησε σύζυγο, αλλά όχι τέκνα, κληρονομείται κατά 50% (1/2) από τον σύζυγο, ενώ κατά το άλλο 50% (1/2) κληρονομείται από αδέλφια του, ή από τέκνα προαποβιωσάντων αδελφών (ανήψια). Εάν δεν άφησε σύζυγο ούτε τέκνα, κληρονομείται ισομερώς από γονείς, αδέλφια ή τέκνα αδελφών, ισομερώς. Εάν άφησε σύζυγο και δεν υπάρχουν αδέλφια, ούτε τέκνα ή εγγόνια τους, λαμβάνει 50% ο σύζυγος και 50% παππούδες ή γιαγιάδες του θανόντος, ή τέκνα ή εγγόνια αυτών. Εάν δεν υπάρχουν αδέλφια ή παππούδες και γιαγιάδες, ούτε προπαπούδες ή προγιαγιάδες του θανόντος και δεν έχει παιδιά, αλλά μόνο σύζυγο, ο σύζυγος λαμβάνει το 100%. Αν δεν υπάρχει ούτε σύζυγος, ούτε οι ανωτέρω αναφερόμενοι συγγενείς, κληρονομεί το ελληνικό δημόσιο. Εάν ο κληρονομούμενος άφησε διαθήκη, στην οποία δεν αναφέρει σύζυγο ή τέκνα του, οι τελευταίοι δικαιούνται πάντα νομίμου μοίρας, δηλαδή το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας τους. Δηλαδή, εάν η θανούσα άφησε σύζυγο και ένα παιδί και με διαθήκη της αφήνει στο παιδί τους το 100% της περιουσίας της, ο σύζυγός της, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται καθόλου στην διαθήκη, δικαιούται, εάν το επιθυμεί, να λάβει το 1/8 της κληρονομίας, δηλ. το μισό του 1/4 που θα ελάμβανε εάν δεν υπήρχε διαθήκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν με διαθήκη ο κληρονομούμενος άφησε όλη την περιουσία του σε τρίτο, μη συγγενικό πρόσωπο, ενώ άφησε δύο παιδιά και όχι σύζυγο, το κάθε ένα από τα δύο παιδιά του δικαιούται να αξιώσει νόμιμη μοίρα που ανέρχεται σε 1/4 της κληρονομίας, διότι αυτό είναι το μισό του 1/2, που έκαστο των δύο τέκνων θα ελάμβανε εάν δεν υπήρχε διαθήκη.

    ΠΗΓΗ:http://nomika-themata.blogspot.gr

    Δικαιώματα ελέγχου στην ανώνυμη εταιρεία!

    Διαχειριστικός Έλεγχος της σκοπιμότητας και της χρηστής διοίκησης που ασκείται από το ΔΣ ως δικαίωμα των μετόχων που εκπροσωπούν το 20% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου

    Η μετοχική σύνθεση μιας ανώνυμης εταιρείας είναι μια διελκυστίνδα σύγκρουσης αντιτιθέμενων συμφερόντων. Πολλές φορές, η εταιρική μειοψηφία θεωρείται ότι θίγεται από τις πράξεις του ΔΣ μιας ΑΕ, που η πλειοψηφία έχει ορίσει. Πώς θα προστατευτεί από πράξεις του ΔΣ που θεωρούν ότι θίγουν το συμφέρον τους;
    Με τις διατάξεις των άρθρων 40 επ. κ.ν. 2190/1920 παρέχεται η δυνατότητα σε ορισμένα πρόσωπα και υπό ορισμένες προϋποθέσεις να ζητούν από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου ανώνυμης εταιρίας (έκτακτου, σε αντιδιαστολή με τον τακτικό έλεγχο των διατάξεων των άρθρων 36 επ. του ιδίου νόμου).
    Ο έλεγχος, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 40 κ.ν. 2190/1920 και χαρακτηρίζεται έκτακτος ή διαχειριστικός, είναι μορφή ιδιότυπης πραγματογνωμοσύνης (βλ. Λ. Γεωργακόπουλο, Το Δίκαιο των Εταιριών, 1974, σελ. 330).
    Ο ως άνω έκτακτος ή διαχειριστικός έλεγχος διαφέρει από τον τακτικό ως προς το χρόνο διεξαγωγής του, αφού ο τελευταίος είναι μόνιμος και περιοδικός, ενώ ο διαχειριστικός είναι έκτακτος και για τη διενέργειά του χρειάζεται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων: ως προς το πρόσωπο που ενεργεί τον έλεγχο, αφού ο μεν τακτικός ενεργείται από όργανα που διορίζει η Γ.Σ. της εταιρίας, αντιθέτως ο έκτακτος ενεργείται από πρόσωπα (ελεγκτές) που διορίζει το δικαστήριο, ως προς το αντικείμενο, αφού ο μεν τακτικός έλεγχος έχει ως αντικείμενο τη λογιστική και διαχειριστική κατάσταση της εταιρίας, αντιθέτως ο έκτακτος έλεγχος έχει ως αντικείμενο, κατά κανόνα, συγκεκριμένες πράξεις διαχειρίσεως και ως προς το σκοπό, αφού με τον έκτακτο έλεγχο επιδιώκεται, κατά κύριο λόγο, η προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και ιδιαίτερα της μειοψηφίας των μετόχων, η οποία επιτυγχάνεται ιδίως με τη συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού για τη θεμελίωση τυχόν αξιώσεως αποζημιώσεως κατά των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας ή κατ’ άλλων υπευθύνων, ή η επίκριση του Δ.Σ. και η διαφώτιση της Γ.Σ.
    Προϋπόθεση ασκήσεως του δικαιώματος ελέγχου από τη «μεγάλη» μειοψηφία (1/5 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου) δεν είναι μόνο έλεγχος νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι δεν περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικώς προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρίας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, αλλά είναι και έλεγχος σκοπιμότητας (συνέσεως), ήτοι επεκτείνεται στην εξακρίβωση του εάν οι διαχειριστικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία, δηλαδή εάν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της ή όχι (βλ. ΑΠ 289/1999 Δ 2000.319, ΑΠ 578/1979 ΝοΒ 1979.1607, ΕφΑθ 763/1999 ΕλλΔνη 1999.1154, ΕφΠειρ 1329/1997 ΔΕΕ 1998.473, Β. Αντωνόπουλο, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, β` έκδ., σελ. 344 επ, Νισυραίο, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, (2002), άρθρο 40, σελ. 399 επ, Λ.Κοκκίνη, σε Ε. Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, ΙΙ, άρθρο 40, σελ. 1537, Κ. Παμπούκη, Ο έλεγχος της Ανώνυμης Εταιρίας, σελ. 15 και 104 επ.).
    Σημειώνεται, δε, ότι η αξίωση για έκτακτο έλεγχο από τη «μεγάλη μειοψηφία» δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 40 §§ 1 και 2 κ.ν 2190/1920 (ΕφΑθ 2035/1996 ΕΕμπΔ 1996.755). Αδιάφορο είναι επίσης αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της από τους αιτούντες έγκρισης του ισολογισμού ή απαλλαγής του Δ.Σ. ή μη προβολής αντιρρήσεων σε Γ.Σ. Συνεπώς, ο έλεγχος σκοπιμότητας («συνέσεως») του άρθρου 40 § 3 κ.ν 2190/1920, περιλαμβάνει και τον έλεγχο νομιμότητας («χρηστότητα») που προβλέπεται στο άρθρο 40 § 1 και 2 κ.ν 2190/1920, παρέχοντας μείζονες ελεγκτικές δυνατότητες είτε σε σχέση με την έλλειψη χρονικών περιορισμών είτε αναφορικά με τις κατηγορίες διαχειριστικών πράξεων.
    Ειδικότερα, η εταιρική διαχείριση ασκείται αντίθετα προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, όταν ασκείται κατά παράβαση του κανόνα της επιμέλειας που επιδεικνύει ο συνετός επιχειρηματίας, όπως πλέον ορίζεται στο άρθρο 22α του κ.ν 2190/1920. Αναμφίβολη διαπίστωση αποτελεί ότι κάθε επιχειρηματικό εγχείρημα ενέχει εγγενώς το στοιχείο του κινδύνου, αλλά η διαχείριση και η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου πρέπει να πραγματοποιείται με ενέργειες που συνιστούν εύλογη επιχειρηματική κρίση. Κατά συνέπεια, ως μη χρηστές ή και μη συνετές πράξεις θεωρούνται λογιστικές παραλείψεις, αλόγιστες και άσκοπες δαπάνες και εν γένει κακοδιοίκηση που οδηγεί την εταιρία σε πτώχευση, σύμμειξη λογαριασμών περισσότερων εταιριών, μη σύγκληση Γ.Σ., μη σύνταξη ισολογισμών, μη ενημέρωση μετόχου από την εταιρική διοίκηση, αύξηση τραπεζικού δανεισμού, φορολογικές παραβάσεις, διενέργεια μη σκόπιμων αγορών και πωλήσεων, πράξεις που ωφελούν κατά κύριο λόγο τα μέλη της διοίκησης και όχι την εταιρία (βλ. Λ. Κόκκινη, ό.π, σελ. 1558).
    Τέλος, η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοίκησης, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνην (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (ΕφΑθ 145/2012 ο.π.).

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:

    Δρ. Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης

    ΠΗΓΗ:https://www.lawspot.gr

    Τι έγγραφα χρειάζονται για πώληση ακινήτου στην Ελλάδα!

    Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
    Η αγορά ακινήτου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά πεσμένη, λόγω κρίσης, επειδή το ακίνητο σε γενικές γραμμές έχασε μέρος της αξίας που είχε έως το 2011, ενώ ο νέος φόρος ΕΝΦΙΑ που επεβλήθη κατέστησε την αγορά ακινήτου λιγότερο ελκυστική. Ωστόσο, οι νέες αρκετά μειωμένες τιμές των προσφερομένων ακινήτων έχουν αρχίσει να προσελκύουν το αγοραστικό ενδιαφέρον πολλών κατοίκων εξωτερικού (ομογενών αλλά και ξένων).
    Χρήσιμο είναι συνεπώς όσοι επιθυμούν να πωλήσουν ακίνητο που έχουν στην Ελλάδα, να γνωρίζουν τι έγγραφα πρέπει να προσκομίσουν στον συμβολαιογράφο για να πωλήσουν, ή γενικώς να μεταβιβάσουν το ακίνητό τους.
    Τα έγγραφα που απαιτούνται είναι τα εξής:

    • Τοπογραφικό του οικοπέδου, (για διαμέρισμα δεν απαιτείται) με σφραγίδα μηχανικού των νόμων 651/1977 και 1337/1983, αν πρόκειται για ακίνητο εντός σχεδίου ή ορίων οικισμού. Αν μεταβιβάζεται αγροτεμάχιο, το τοπογραφικό πρέπει να είναι εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων (ΕΓΣΑ ’87).
    • Φορολογική ενημερότητα του πωλητή. Αν αυτός δεν οφείλει στο κράτος, θα του δοθεί σχετικά εύκολα. Αν όμως χρωστάει, η εφορία αρχικώς θα αρνηθεί την χορήγησή της, μπορεί όμως να δεχθεί να δώσει ενημερότητα με τον όρο να κρατήσει η εφορία (μέσω του συμβολαιογράφου) το οφειλόμενο σ’ αυτήν ποσό, από το τίμημα που θα καταβάλει ο αγοραστής. Αν ο πωλητής απασχολεί προσωπικό ασφαλισμένο στο ΙΚΑ ή είναι μέλος εταιρείας, ή έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής στο όνομά του την τελευταία 10ετία, χρειάζεται και ασφαλιστική ενημερότητα, ότι δηλ. δεν χρωστάει στο ΙΚΑ. Αν υπάρχει κτηματολόγιο στην περιοχή του ακινήτου χρειάζεται πιστοποιητικό κτηματογραφούμενου ακινήτου ή υποβολής δήλωσης και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος και κτηματολογικό φύλλο.
    • Βεβαίωση μηχανικού αν το ακίνητο έχει αυθαίρετα τμήματα ή όχι κατά το νόμο 4178/2013. Αν υπάρχουν χώροι που έχουν τακτοποιηθεί πολεοδομικώς, επισυνάπτεται στο συμβόλαιο κάτοψη από την πολεοδομία ή τον μηχανικό.
    • Πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης, που εκδίδεται από μηχανικό.
    • Πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βεβαιώνει ότι ο πωλητής δήλωσε το ακίνητο στο Ε9 της εφορίας κατά τα πέντε προηγούμενα έτη και ότι ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. έχει πληρωθεί. Αν το ακίνητο που μεταβιβάζεται περιλαμβάνει οικοδομή, τότε απαιτείται αντίγραφο της αδείας οικοδομής από την Πολεοδομία, εφόσον η άδεια έχει εκδοθεί μετά τις 14-3-1983. Επίσης, αν το ακίνητο προέρχεται από κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή, μετά το 1995, πρέπει να επισυναφθεί στο συμβόλαιο πιστοποιητικό ότι δεν οφείλεται φόρος κληρονομίας, δωρεάς ή γονικής παροχής. Εάν το ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή όπου κυρώθηκε πράξη εφαρμογής, προσκομίζεται και δήλωση ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνει δήλωση ότι δεν οφείλεται εισφορά σε γη και σε χρήμα. Αν το ακίνητο συνορεύει με δασική έκταση, προσκομίζεται πιστοποιητικό ότι δεν είναι δασική έκταση. Πέραν των ανωτέρω, υπάρχουν ειδικώτερες περιπτώσεις όπου μπορεί να απαιτούνται και άλλα έγγραφα, αναλόγως των ειδικών συνθηκών του ακινήτου που πωλείται. .
      ΠΗΓΗ:

                                                   http://nomika-themata.blogspot.gr

    Αναπροσαρμογή-Μείωση μισθώματος. Η υφιστάμενη οικονομική συγκυρία ως έκτακτη και απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών.

    Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και επί αναπροσαρμογής του μισθώματος στην εμπορική μίσθωση (άρθρο 7 § 4, του πδ 34/1995), οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον μισθωτή σε μισθωτική σύμβαση το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την μείωση της οφειλόμενης παροχής (μίσθωμα) είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως (μισθωτική σύμβαση), β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους έκτακτους και απρόβλεπτους, γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Εφόσον δεν συντρέχει εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, είναι επιτρεπτή η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού, και δη όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές.
    Κατά συνέπεια, για αίτημα αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση το άρθρο 388 του ΑΚ, πρέπει να αναφέρονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες στήριξαν οι συμβαλλόμενοι τη σύναψη της σύμβασης μισθώσεως, από λόγους απρόβλεπτους, ώστε η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών. Τέτοια δε περιστατικά είναι εκείνα τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Έτσι τυχαία γεγονότα, που όμως συμβαίνουν συνήθως, όπως είναι η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση της αξίας του ακίνητου από την υποτίμηση του νομίσματος και την παρεπόμενη αύξηση του κόστους ζωής, η αύξηση της αξίας του ακινήτου η οποία οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης για μίσθωση ανάλογων ακινήτων, ούτε έκτακτα, ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηρισθούν. Η εφαρμογή δηλαδή της ερμηνευόμενης διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά, στα οποία θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης και απέβλεψαν σε αυτά, τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της σύμβασης, στη συνέχεια όμως απαιτείται τα όσα περιστατικά θεμελίωσαν την απόφαση των συμβαλλομένων περί κατάρτισης της σύμβασης, να μεταβλήθηκαν, σε χρόνο μεταγενέστερο, τα δε γεγονότα, τα οποία προκάλεσαν τη μεταβολή, να έχουν χαρακτήρα έκτακτο και απρόβλεπτο,πράγμα που συμβαίνει όταν τα παρεμβαλλόμενα περιστατικά, που εισχώρησαν στη σύμβαση, δεν ήταν δυνατό να διαγνωσθούν υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Όχι, όμως, οποιαδήποτε μεταβολή επιδρά στην κατάληξη ή και στην αναπροσαρμογή της σύμβασης, αλλά μόνον εκείνη που έχει ως συνέπεια η παροχή του οφειλέτη να θεωρείται υπέρμετρα επαχθής.
    Αυτό συμβαίνει όταν ο οφειλέτης, συνεπεία εκτάκτων γεγονότων, βρίσκεται σε πλήρη κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε αυτός μεν εκτελώντας τη σύμβαση να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα, από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Το υπέρμετρο της επάχθειας συνιστά το αφετήριο στάδιο κρίσης εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ και το δικαστήριο θα επέμβει με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια, αναπλάθοντας το περιεχόμενο της σύμβασης και αναπροσαρμόζοντας την παροχή έναντι της αντιπαροχής.
    Το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος είναι διαπλαστικης φύσεως, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσης της μίσθωσης, μεταβαλλόμενης αυτής ως προς το ύψος του μισθώματος από την άσκηση της αγωγής.
    Ο δικαστικός καθορισμός του μισθώματος με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, δεν καταργεί τη συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος και ισχύει μόνον για το χρονικό διάστημα, για το οποίο κρίθηκε ότι υπάρχει η δυσαρμονία του μισθώματος χωρίς να επηρεάζει την ισχύ της υπάρχουσας συμφωνίας και επομένως θα εξακολουθήσει να αναπροσαρμόζεται στο μέλλον και πάλι με βάση την υπάρχουσα συμφωνία, όταν θα επέρχεται κάθε επόμενο στάδιο από τα συμβατικώς προβλεφθέντα και μάλιστα αυτόματα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης δικαστικής κρίσης, επιφυλασσομένου όμως του δικαιώματος των συμβληθέντων να ζητήσουν στο μέλλον και πάλι αναπροσαρμογή του μισθώματος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388 του ΑΚ, εάν βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
    Κι ενώ η οικονομική κρίση γενικευμένα και αόριστα δεν συνιστά ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου των  υφιστάμενων μισθωτικών συμβάσεων, από τις αρχές του έτους 2010, άρχισαν να εμφανίζονται γεγονότα έκτακτα, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, ούτε ήταν δυνατόν να διαγνωσθούν υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Ειδικότερα, από την αρχή του έτους 2010, έχει επέλθει σημαντική μείωση των αποδοχών των μισθωτών εγγίζουσα κατά περίπτωση ακόμη και το 30%, ενώ περαιτέρω προκειμένου να ανταποκριθεί η χώρα στις τρέχουσες δημοσιονομικές ανάγκες έχει καταφύγει σε στήριξη από το μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μείωση των αποδοχών, το κλείσιμο των επιχειρήσεων με την συνεπεία αυτού, απώλεια υψηλού αριθμού θέσεων εργασίας, αποτέλεσε μέγεθος το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων, ενόψει της οικονομικής αστάθειας και των συναφών οικονομικών συναλλαγών, ούτε μπορούσε να θεωρηθεί γεγονός που συνήθως συμβαίνει κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων. Ενδεικτικά κατά το έτος 2010, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα σημείωσε σημαντική υποχώρηση και διαμορφώθηκε στις 65,6 μονάδες, με τις σχετικές προβλέψεις της παραγωγής να επιδεινώνονται ενώ οι προβλέψεις των Ελλήνων καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους υποχώρησαν αισθητά με το σχετικό ισοζύγιο να διαμορφώνεται στις -66,6 μονάδες σε ιστορικά χαμηλό ρεκόρ, ενώ οι δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης διαμορφώθηκαν στις -5,8 μονάδες.
    Τα ελληνικά δικαστήρια δέχονται ότι οι προπεριγραφόμενες συνθήκες, αποτελούν, γεγονός απρόβλεπτο, ως μη δυνάμενο να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των συναλλαγών. Περαιτέρω, η εμπορική κίνηση των καταστημάτων έχει εισέλθει σε πτωτική τροχιά ως και η ζήτηση ακινήτων για επαγγελματική στέγη  μειώνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα ακόμη και καταστήματα επί των εμπορικών κέντρων των πόλεων να παραμένουν χωρίς μίσθωση (κενά). Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα  οι σημερινές συνθήκες ρευστότητας της εσωτερικής και διεθνούς οικονομίας είναι τόσο ουσιώδεις, έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε οι μισθωτές εκτελώντας τη σύμβαση να υφίστανται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, οι δε εκμισθωτές να ωφελούνται υπέρμετρα, από την περιουσία των μισθωτών, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί.
    Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, δικάσαν Δικαστήριο μείωσε το συμφωνηθέν μίσθωμα εμπορικής μίσθωσης στο κέντρο του Βόλου κατά ποσοστό 20%  για ένα χρόνο, υποχρεώνοντας τον εκμισθωτή να καταβάλει στην μισθώτρια την διαφορά που προκύπτει μεταξύ των καταβληθέντων μισθωμάτων και εκείνων που προέκυψαν από την αναπροσαρμογή  από την άσκηση της αγωγής.
    ΠΗΓΗ:
    http://www.legalaction.gr

    Ποιοι δικαιούνται Ι.Χ. με ξένες πινακίδες!

     
    Τα πρόσωπα που μπορούν να κυκλοφορούν αυτοκίνητα με αλλοδαπές πινακίδες, με καθεστώς προσωρινής εισαγωγής και χρησιμοποίησης στην Ελλάδα
    Ποια πρόσωπα δικαιούνται να κυκλοφορούν στην Ελλάδα αυτοκίνητο με αλλοδαπές πινακίδες κυκλοφορίας, δηλαδή με το καθεστώς προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης και για πόσο διάστημα ;
    Δικαιούχα πρόσωπα είναι:
    α. Πρόσωπα με συνήθη κατοικία στο εξωτερικό που επισκέπτονται προσωρινά την Ελλάδα (Τουρίστες).
    Το δικαίωμα προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης χορηγείται στην κατηγορία αυτή για μέσα μεταφοράς και είδη ατομικής χρήσης, με τους εξής ειδικότερους όρους:
    – το πρόσωπο να έχει τη συνήθη κατοικία του εκτός Ελλάδας
    – να έρχεται προσωρινά στην Ελλάδα
    – να χρησιμοποιεί το Μέσο Μεταφοράς και τα είδη ατομικής χρήσης για ιδιωτική του χρήση.
    Η διάρκεια παραμονής στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης ορίζεται στους έξι (6) μήνες, συνεχείς ή όχι, ανά δωδεκάμηνο.
    Σε έκτακτες περιστάσεις τα αρμόδια τελωνεία μπορούν κατά την κρίση τους να χορηγήσουν επί πλέον παράταση μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
    Ειδικά, τα επιβατικά οχήματα που εισάγονται-μεταφέρονται προσωρινά από πρόσωπα με συνήθη κατοικία στο εξωτερικό, που δεν ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, εφόσον δεν επανεξάγονται-επαναποστέλονται με τη λήξη της διάρκειας των (6) μηνών, πρέπει να ακινητοποιούνται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή, ύστερα από αίτηση του δικαιούχου, και να παραμένουν ακινητοποιημένα το λιγότερο (6) μήνες και το ανώτερο (24) μήνες.
    Για να μπορέσει ο δικαιούχος να κυκλοφορήσει εκ νέου το ακινητοποιημένο επιβατικό όχημα, πρέπει κατά το τελευταίο 12μηνο πριν από την αποσφράγιση του οχήματος να αποδεικνύει ότι είχε τη συνήθη κατοικία του στο εξωτερικό, δηλαδή ότι παρέμεινε ο δικαιούχος στο εξωτερικό επί (185) ημέρες τουλάχιστον μετά τη σφράγιση του οχήματος.
    Αν παρέλθουν 24 μήνες από την ακινητοποίηση, το όχημα κηρύσσεται αζήτητο.
    Αν το αποσφραγίσει πριν από τους 24 μήνες και έχει δικαίωμα κυκλοφορίας μπορεί να το κυκλοφορήσει εκ νέου για 6 μήνες με καταβολή τελών κυκλοφορίας για όλο το διάστημα αυτό.
    β. Πρόσωπα με συνήθη κατοικία στην Ελλάδα που εργάζονται στο εξωτερικό τουλάχιστον έξι μήνες το δωδεκάμηνο.
    Στην κατηγορία αυτή υπάγονται:
    – Οι Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι Ελλάδας που παραμένουν και εργάζονται στο εξωτερικό, τουλάχιστον (6) μήνες το δωδεκάμηνο.
    – Τα πρόσωπα των οποίων οι σύζυγοι έχουν μετοικήσει στην Ελλάδα, εφόσον εξακολουθούν να παραμένουν πραγματικά στο εξωτερικό μετά τη μετοίκηση των συζύγων τους.
    – Οι αλλοδαποί (αλλοδαπές) που είναι παντρεμένοι με Έλληνες (Ελληνίδες) μόνιμους κατοίκους Ελλάδας, εφόσον και μετά το γάμο τους εξακολουθούν να παραμένουν πραγματικά στο εξωτερικό.
    Το δικαίωμα προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης χορηγείται στην κατηγορία αυτή για μέσα μεταφοράς και είδη ατομικής χρήσης για διάστημα έξι (6) μηνών, συνεχών ή όχι, ανά δωδεκάμηνο, χωρίς την καταβολή τελών κυκλοφορίας, εφόσον φέρουν ισχύουσα άδεια κυκλοφορίας κανονικής σειράς.
    Το διάστημα αυτό των έξι (6) μηνών, μπορεί να παραταθεί από το αρμόδιο τελωνείο, σε έκτακτες περιστάσεις, μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
    γ. Ελληνικά πληρώματα εμπορικών πλοίων γραμμών εξωτερικού.
    Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι Έλληνες υπήκοοι, που είναι ναυτολογημένοι σε εμπορικά πλοία γραμμών εξωτερικού τουλάχιστον έξι (6) μήνες το δωδεκάμηνο.
    Το δικαίωμα προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης, χορηγείται μόνον για το ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο και για διάστημα (6) έξι μηνών, συνεχών ή όχι, ανά δωδεκάμηνο, χωρίς την καταβολή τελών κυκλοφορίας, εφόσον φέρει ισχύουσα άδεια κυκλοφορίας κανονικής σειράς.
    δ. Άλλες ειδικές κατηγορίες
    Το δικαίωμα της προσωρινής εισαγωγής-χρησιμοποίησης παρέχεται και στις παρακάτω περιπτώσεις:
    – Στα πρόσωπα που έχουν συνήθη κατοικία στο εξωτερικό και έρχονται προσωρινά στην Ελλάδα, αποκλειστικά και μόνο για να σπουδάσουν σε ανώτερα ή ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη ατομικής χρήσης, και για το διάστημα των σπουδών, ανάλογα με τα έτη σπουδών.
    – Στα πρόσωπα που έχουν συνήθη κατοικία στο εξωτερικό και έρχονται προσωρινά στην Ελλάδα, αποκλειστικά και μόνον για μετεκπαίδευση ή ειδίκευση σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή σχολές επιμόρφωσης που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή πανεπιστημιακές κλινικές. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη ατομικής χρήσης και για διάστημα τεσσάρων (4) ετών από την έναρξη της μετεκπαίδευσης ή ειδίκευσης.
    – Στους αλλοδαπούς που έχουν συνήθη κατοικία στο εξωτερικό και έρχονται προσωρινά στην Ελλάδα με σκοπό να εργαστούν σε εκτέλεση σύμβασης ορισμένου χρόνου με το ελληνικό δημόσιο, οργανισμό δημοσίου δικαίου, νομικά πρόσωπα που εποπτεύονται από το δημόσιο, σε αλλοδαπά εμπορικά ή βιομηχανικά επιμελητήρια ή σε εγκαταστημένους στη χώρα μας ξένους κρατικούς οργανισμούς και ινστιτούτα και οι οποίοι προσφέρουν ιδιαίτερα εξειδικευμένη εργασία προσωρινής μορφής. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη οικοσκευής και για όσο διάστημα διαρκεί η σύμβαση εργασίας τους.
    – Στους αλλοδαπούς υπηκόους που έχουν συνήθη κατοικία στο εξωτερικό και έρχονται προσωρινά στην Ελλάδα για να εργαστούν με σύμβαση ορισμένου χρόνου ως διδακτικό προσωπικό σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας ή σε ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα με βάση διμερείς μορφωτικές συμφωνίες. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη οικοσκευής και για όσο διάστημα διαρκεί η σύμβαση εργασίας τους.
    – Στους Έλληνες διπλωματικούς, προξενικούς και λοιπούς υπαλλήλους του Yπουργείου Εξωτερικών, καθώς και στους εξομοιούμενους με αυτούς υπαλλήλους, που επιστρέφουν προσωρινά στην Ελλάδα για εκτέλεση υπηρεσίας. Το δικαίωμα παρέχεται για ένα επιβατικό όχημα και είδη οικοσκευής και για διάστημα μέχρι πέντε (5) χρόνια από την άφιξή τους στην Ελλάδα για εκτέλεση υπηρεσίας. Η πενταετής διάρκεια παρατείνεται για ολόκληρο το διάστημα παραμονής των υπαλλήλων στην Ελλάδα για εκτέλεση υπηρεσίας, με τον όρο ότι η παραμονή τους στην Κεντρική υπηρεσία, δεν οφείλεται σε αίτημά τους, αλλά σε υπηρεσιακές ανάγκες, γεγονός που θα βεβαιώνεται από την αρμόδια Δημόσια Yπηρεσία. Παράταση πέραν της πενταετίας, θα χορηγείται τμηματικά για δώδεκα (12) μήνες κάθε φορά και μέχρι τη λήξη της υπηρεσίας του υπαλλήλου στην Κεντρική Yπηρεσία.
    – Στους Έλληνες υπηκόους με συνήθη κατοικία στην Ελλάδα που σπουδάζουν στο εξωτερικό ως φοιτητές, σπουδαστές ή μετεκπαιδευόμενοι σε σχολές εξωτερικού, εφόσον παραμένουν για σπουδές εκτός Ελλάδας κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους σπουδών. Το δικαίωμα παρέχεται μόνο για επιβατικό όχημα και για διάστημα τριών( 3) μηνών συνεχών ή όχι ανά ημερολογιακό έτος.
    – Στα πρόσωπα που μετοικούν στην Ελλάδα. Το δικαίωμα παρέχεται μόνο για το επιβατικό όχημα με σκοπό τον τελωνισμό του και για διάστημα ενός (1) μήνα με τον όρο ότι το διάστημα αυτό δεν ξεπερνά την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί ο τελωνισμός του οχήματος με τις διατάξεις των μετοικούντων.
    – Στους επαναπατριζόμενους Έλληνες και ομογενείς πολιτικούς πρόσφυγες. Το δικαίωμα παρέχεται μόνο για το επιβατικό όχημα με σκοπό τον τελωνισμό του και για διάστημα έξι (6) μηνών, με τον όρο ότι το διάστημα αυτό δεν ξεπερνά την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί ο τελωνισμός του οχήματος με τις διατάξεις των μετοικούντων.
    – Στο υπαλληλικό προσωπικό της Ε.Ε., στους αλλοδαπούς ανταποκριτές ξένου τύπου, στο αλλοδαπό προσωπικό ξένων Αρχαιολογικών Σχολών, στο αλλοδαπό, προσωπικό Διεθνών Οργανισμών, κ.λπ.
    forin.gr

    Πότε υφίσταται υπέρ ιδιοκτήτη δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης στην πυλωτή!

     

    Πλείστα προβλήματα ανακύπτουν στο πλαίσιο της καθημερινής συνύπαρξης των κοινωνών του δικαίου στο χώρο της πολυκατοικίας, χώρο τριβών, όπως η ύπαρξη πάμπολλων δικαστικών αποφάσεων από δικαστήρια της ουσίας αλλά και τον ΑΠ αποκαλύπτει. Προβλήματα τα οποία ανέκυψαν κυρίως λόγω της υποχρεωτικής πρόβλεψης χώρων στάθμευσης στο χώρο της πολυκατοικίας.
    Προκειμένου να εξυπηρετηθούν στη στάθμευσή τους τα αυξανόμενα με αντίστοιχους ρυθμούς αυτοκίνητα των κατοίκων των πόλεων, με το νόμο 960/1979 “περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων”, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το ν. 1221/1981, προϋπόθεση για την έκδοση οικοδομικής αδείας καθίσταται η πρόβλεψη θέσεων στάθμευσης σε κάθε νέα οικοδομή (αρ. 3 του νόμου). ΟΙ χώροι αυτοί στάθμευσης μπορεί να βρίσκονται στην πυλωτή, στο υπόγειο, στον ακάλυπτο ή σε άλλο κτήριο.
    Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιο ειναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των θέσεων στο χώρο της πολυκατοικίας.
    1. Ως προς τους κλειστούς χώρους, έχει κριθεί και γίνεται παγίως δεκτό, ότι είτε βρίσκονται στο ισόγειο της πολυκατοικίας – πρόκειται περί των λεγόμενων περίκλειστων θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων στην πυλωτή – είτε βρίσκονται στο υπόγειο, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και άρα δεν είναι κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομή.
    2. Ως προς τις στεγασμένες απλώς θέσεις στάθμευσης, π.χ. θέσεις με διαγραμμίσεις στο υπόγειο της πολυκατοικίας, αυτές μπορούν να αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες. Οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. α` και β` του ν. 960/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/1981, προβλέπουν ότι, προκειμένου για θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων που βρίσκονται σε στεγασμένους χώρους κτιρίου, το οποίο έχει υπαχθεί στο σύστημα της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, κάθε θέση στάθμευσης μπορεί να αποτελεί διαιρεμένη ιδιοκτησία, της οποίας επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση και σε τρίτους που δεν έχουν σχέση με το κτίριο.
    3. Ερχόμαστε στο τελευταίο, και ίσως πιο ενδιαφέρον ζήτημα, των θέσεων στάθμευσης στην πυλωτή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. τελευταίο του ν. 960/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1221/1981, “αι τυχόν δημιουργούμεναι θέσεις σταθμεύσεως εις τον ελεύθερον ισόγειον χώρον του κτιρίου όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων (πυλωτή) κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δεν δύνανται ν` αποτελέσουν διαιρεμένας ιδιοκτησίας”. Δηλαδή από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακαλύπτου, ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες που να ανήκουν σε ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, ούτε είναι δεκτικός σύστασης εμπράγματου δικαιώματος, αλλά θα παραμείνει ως κοινόχρηστος, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως, συγκυριότητα αναγκαστική των οροφοκτητών κατ` ανάλογη μερίδα τους, και χρησιμεύει σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, στον καθορισμό και μόνον της οποίας μπορούν να προβούν.
    Συνολικά λοιπόν, τα ανοικτά τμήματα της πυλωτής και οι ανοικτές θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στην πυλωτή της οικοδομής δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας, ούτε, όπως δέχεται η νομολογία, είναι δεκτικά σύστασης οποιουδήποτε άλλου εμπράγματου δικαιώματος. Επομένως, η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα της πυλωτής και η μεταβίβαση του χώρου αυτής σε τρίτους κατά διαιρεμένες ιδιοκτησίες, είναι άκυρη. Ωστόσο, με την αρχική συμφωνία ή με τον κανονισμό, του οποίου οι όροι δεσμεύουν και τους διαδόχους (καθολικούς και ειδικούς) των συμβληθέντων, μπορεί να παραχωρηθεί σε ένα συνιδιοκτήτη το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως μίας θέσης στάθμευσης στην πυλωτή της πολυκατοικίας. Αυτός ο χώρος ανήκει αποκλειστικά στη χρήση του συνιδιοκτήτη υπέρ του οποίου έχει ταχθεί και εμποδίζει κάθε άλλον να κάνει χρήση της. Αν παρά τούτο τρίτος κάνει χρήση της, ο δικαιούχος της μπορεί να έχει δικαστική προστασία.
    Από την άλλη, οι θέσεις αυτές δεν μπορούν, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη να πωληθούν σε τρίτο. Σύμφωνα με τις παραδοχές της νομολογίας, δεν είναι δυνατή ούτε η αυτοτελής διάθεση αυτών, ούτε η παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης αυτών σε τρίτο, μη ιδιοκτήτη. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι, εφόσον ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένη ιδιοκτησία, δεν είναι δεκτικός και συστάσεως ούτε χωριστού εμπράγματου δικαιώματος υπέρ τρίτου (όπως πραγματικής δουλείας) με το οποίο θα έχανε τον κοινόκτητο χαρακτήρα του, και επομένως η σχετική δικαιοπραξία με την οποία γίνεται κάτι τέτοιο είναι επίσης άκυρη.
    Για περισσότερες λεπτομέρειες υπάρχει το άρθρο μου στο νομικό περιοδικό Εφαρμογές Αστικού Δικαίου, τεύχος Ιουνίου 2013, σ. 526
     

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Δρ. Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης

    ΠΗΓΗ:https://www.lawspot.gr

    Καταχρηστική μετάθεση και απόλυση εργαζομένου!

    Μετάθεση εργαζομένου χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν τα συμφέροντά του: συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και επομένως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όταν έγινε από τον εργοδότη εξαιτίας της άρνησης του εργαζομένου να συμμορφωθεί με απόφαση μετάθεσης, συνιστώσα μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του. Διένεξη της εργαζόμενης με την υπεύθυνη καταστήματος πώλησης ενδυμάτων, εξαιτίας των έντονων πιέσεων της τελευταίας προς την εργαζόμενη να απασχολείται πέραν του μειωμένου λόγω μητρότητας ωραρίου. Μετάθεση της εργαζόμενης με πραγματικό απώτερο σκοπό την εξουθένωσή της και την εξώθησή της σε παραίτηση, χωρίς να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της επιχείρησης και χωρίς να ληφθούν υπόψιν οι ατομικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της εργαζόμενης (μητέρας τριών ανήλικων τέκνων). Ηθική και επαγγελματική μείωση της εργαζομένης, λόγω καταχρηστικής μετάθεσης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφόσον έγινε από ταπεινά ελατήρια και λόγους εκδίκησης, διότι η εργαζόμενη διαμαρτυρήθηκε και διαφώνησε στην καταχρηστική μετάθεσή της.
    Ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης του προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της, περιοριζόμενος μόνο από το νόμο και τους όρους της σύμβασης, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, που βλάπτει τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία αυτής, για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του νόμου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της σύμβασης του δεν επιφέρει την λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει τον μισθωτό ν’ αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά παρέχει σ’ αυτόντο δικαίωμα
    -είτε ν΄αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά την μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, καταρτίζοντας έτσι με τον εργοδότη του νέα σύμβαση
    -είτε να θεωρήσει την μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και αποχωρώντας από την εργασία του ν’ αξιώσει την οφειλομένη αποζημίωση,
    -είτε ν’ αποκρούσει την μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους αξιώνοντας την τήρηση τους, οπότε, εάν ο εργοδότης αποκρούσει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται ν’ απαιτήσει μισθούς υπερημερίας,
    -είτε εκφράζοντας την αντίθεση του προς την επελθούσα εις βάρος του μεταβολή, να παράσχει την νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητών να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους.
    Μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση από τον εργοδότη των όρων εργασίας χωρίς τη συναίνεση του μισθωτού και χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα ο ίδιος από τη σύμβαση, το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Για την εφαρμογή δε της εν λόγω διατάξεως απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεσα ή έμμεσα υλική ή και ηθική μόνο ζημία. Μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων αυτών μπορεί να αποτελέσει και η μετάθεση του μισθωτού σε άλλο τόπο από εκείνο που παρέχει την εργασία του, εφόσον έχει συμφωνηθεί το αμετάθετο ή έχει ανατεθεί στον υπάλληλο εργασία κατώτερη από εκείνη που πρόσφερε κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, η οποία συνδέει το μισθωτό με τον εργοδότη του.
    Σε περίπτωση όμως που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη στο νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Τέτοια καταχρηστική άσκηση υπάρχει όταν ο εργοδότης, ο οποίος διατηρεί περισσότερα καταστήματα για τις ανάγκες της επιχείρησης του σε διάφορους τόπους και έχει το δικαίωμα από τον κανονισμό εργασίας να μεταθέσει το μισθωτό σε κατάστημα που βρίσκεται σε άλλον τόπο από εκείνον στο οποίον υπηρετεί αυτός, δεν λαμβάνει υπόψη του τα συμφέροντα του μισθωτού, και ειδικότερα την κατάσταση της υγείας του, τις ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, και την μακροχρόνια παραμονή του σε ορισμένο τόπο και τη συνεπεία αυτής δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβίωσης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα μετακίνησης άλλου υπαλλήλου που μπορεί να ασκήσει το ίδιο αντικείμενο εργασίας και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ο οποίος και πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση, αν εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, ώστε να μην επιλέγονται εργαζόμενοι, για τους οποίους η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου έχει προφανώς επαχθέστερες συνέπειες, διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια που αντίκειται εκδήλως στην καλή πίστη και συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος και επομένως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.
    Η μονομερώς επιχειρούμενη από τον εργοδότη βλαπτική μετάθεση ή μετακίνηση του μισθωτού από μία θέση σε άλλη, παρέχει στον τελευταίο το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά του στην προηγούμενη θέση, ενώ στην περίπτωση της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος η σχετική απόφαση περί μετάθεσης του μισθωτού είναι άκυρη και εντεύθεν έχει προσβληθεί η προσωπικότητα του μισθωτού, δικαιούταιδε αυτός, εκτός από το να αξιώσει την άρση της παρανομίας με την επαναφορά του στην προηγούμενη κατάσταση, και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη λόγω της ηθικής ή επαγγελματικής μείωσης του, αφού έχει λάβει χώρα παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του.
    Εξάλλου, η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία γι’ αυτό, δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από εκείνον που προβαίνει (καταγγελία). Αποτελεί όμως άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να υπέχει όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή προς αυτόν του μισθού του. Θεωρείται δε ως καταχρηστική η καταγγελία και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη ένεκα της αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή σε βάρος του βλαπτική μεταβολή των συμβατικών όρων.
    Τέλος, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται, τόσον στην τακτική με προμήνυση καταγγελία όσον και στην άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Στην τακτική όμως καταγγελία η σχέση λύεται αφότου περάσει το διάστημα της προμηνύσεως (προειδοποιήσεως) στη χρονολογία που ορίζεται, αφού στο διάστημα αυτό η σχέση λειτουργεί και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών παραμένουν ακέραια. Επομένως, αφετηρία της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για τις αξιώσεις του μισθωτού, που ως γενεσιουργό αιτία έχουν την ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας της έγκυρης σύμβασης εργασίας, είναι η επόμενη ημέρα της κοινοποιήσεως του εγγράφου της καταγγελίας και εφόσον πρόκειται για άμεση, τακτική, καταγγελία με προειδοποίηση, η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας οπότε και ολοκληρώνεται η καταγγελία.
    Στην υπό εξέταση περίπτωση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η ενάγουσα τοποθετήθηκε ως πωλήτρια σε ένα από τα καταστήματα που διατηρεί η εναγομένη για τις ανάγκες της επιχείρησης της και συγκεκριμένα στο κατάστημα του Πειραιά, ενώ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απασχολούνταν με μειωμένο ωράριο λόγω μητρότητας κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο. Σημειώνεται, ότι δυνάμει όρου της ατομικής σύμβασης εργασίας της ως τόπος παροχής της εργασίας συμφωνήθηκε ότι μπορεί να είναι όλα τα καταστήματα ή και υποκαταστήματα της εταιρίας όπου έχει θέση απασχόλησης ή έννομο συμφέρον η εταιρία. Περαιτέρω, στο κατάστημα που απασχολούνταν η ενάγουσα στον Πειραιά, εργάζονταν μαζί με την τελευταία κατά την επίδικη περίοδο άλλα δύο άτομα, ήτοι, μαζί με την ενάγουσα, συνολικά τρία άτομα. Τον Ιούνιο του έτους 2013 η εναγομένη τοποθέτησε στο ως άνω κατάστημα του Πειραιά νέα υπάλληλο στην θέση της υπεύθυνης. Οι σχέσεις της ενάγουσας με την νέα υπεύθυνη του καταστήματος δεν εξελίχθηκαν ομαλά λόγω των συνεχών πιέσεων εκ μέρους της τελευταίας να απασχολείται και πέραν του μειωμένου λόγω μητρότητας ωραρίου. Αποκορύφωμα των διαταραγμένων σχέσεων υπήρξε μία έντονη διένεξη μεταξύ της υπεύθυνης και της ενάγουσας περί τα τέλη Ιουνίου του ίδιου ως άνω έτους με αφορμή το πρόγραμμα των καλοκαιρινών αδειών του καταστήματος, μετά την οποία η υπεύθυνη του καταστήματος ενημέρωσε τη διεύθυνση της εναγομένης. Ακολούθως, την ίδια ημέρα που έλαβε χώρα η εν λόγω διένεξη η εναγομένη δια των εκπροσώπων της ανακοίνωσε προφορικά στην ενάγουσα τη μετάθεση της στο κατάστημα του Χαλανδρίου. Η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ως άνω απόφαση της εναγομένης, ενώ την 02.07.2013, μία ημέρα μετά την ως άνω ανακοίνωση, μετέβην κανονικά στο κατάστημα του Πειραιά, επιμένοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες της εκεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 03.07.2013 η ενάγουσα εμφανίστηκε στο κατάστημα του Χαλανδρίου επιλέγοντας τελικά να παράσχει τις υπηρεσίες της στο νέο τόπο εργασίας της και να προσφύγει μελλοντικά στην Επιθεώρησης Εργασίας, αλλά και δικαστικώς για την επελθούσα μεταβολή των συνθηκών εργασίας της. Ωστόσο, η εναγομένη δια των εκπροσώπων της, την ίδια ημέρα (03.07.2013), προέβη σε καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας με προειδοποίηση τριών μηνών και συγχρόνως της απεύθυνε εξώδικη – δήλωση με την οποία της γνωστοποιούσε και εγγράφως, πλέον, την μετάθεση της στο κατάστημα του Χαλανδρίου. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και ιδίως από την χρονική ακολουθία με την οποία αυτά εκτυλίχθηκαν καθίσταται σαφές ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έγινε καταχρηστικά λόγω της άρνησης της να συμμορφωθεί με την απόφαση της εναγομένης να την μεταθέσει στο υποκατάστημα της στο Χαλάνδρι, απόφαση, συνιστάμενη, ταυτόχρονα, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω απόφαση της εναγομένης να μεταθέσει την ενάγουσα από τον Πειραιά στο Χαλάνδρι δεν έγινε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της επιχείρησης, καθόσον στη θέση της μετά την απομάκρυνση της από το κατάστημα του Πειραιά τοποθετήθηκε άλλο άτομο, στο δε κατάστημα Χαλανδρίου εργάζονταν ήδη την περίοδο εκείνη δύο πωλήτριες. Άλλωστε, η εναγομένη στην εξώδικη δήλωση – γνωστοποίηση που απεύθυνε στην ενάγουσα αναφερόταν αόριστα σε μετάθεση «…. για κάλυψη των αναγκών της εταιρίας …. και μέχρι γνωστοποίηση νεωτέρας», χωρίς να προσδιορίζει τι είδους έκτακτες ανάγκες καλούνταν η ενάγουσα να καλύψει στο νέο τόπο εργασίας. Στη, δε, εξωδικαστική συζήτηση της ένδικης διαφοράς ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, η εμφανισθείσα, ενταύθα, εκπρόσωπος της εναγομένης παραδέχτηκε ότι η μετάθεση της ενάγουσας έγινε λόγω του προαναφερόμενου έντονου επεισοδίου που εκτυλίχθηκε με την υπεύθυνη του καταστήματος και της εντεύθεν ανάγκης να απομακρυνθεί η μία εκ των δύο από το κατάστημα για λόγους εκτόνωσης της ατμόσφαιρας. Εξάλλου, η μετάθεση της ενάγουσας συνιστά μονομερή βλαπτική ενέργεια της εναγομένης και για το λόγο ότι η μετάβαση της πλέον στη νέα της θέση (Χαλάνδρι) και η επιστροφή στην οικία της (Πειραιά) θα απαιτούσε πολύ χρόνο ημερησίως (δύο ώρες κατά μέσο όρο με μέσα συγκοινωνίας) και επί πλέον σημαντική οικονομική επιβάρυνση αυτής, με δεδομένο μάλιστα ότι το ωράριο απασχόλησης κάποιες ημέρες της εβδομάδας ήταν διακεκομμένο. Η δε εναγομένη ουδόλως έλαβε υπόψη τις ατομικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της ενάγουσας (μητέρα τριών ανήλικων τέκνων), ενώ με την πρακτική της αυτή δεν απέδειξε ότι προσπάθησε να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές
    ανάγκες τις επιχείρησης, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα επέλεγε την μετακίνηση ενός άλλου υπαλλήλου της για τον οποίο η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου δεν θα είχε τόσο επαχθείς συνέπειες. Τουναντίον,  αποδείχθηκε ότι η μετάθεση της ενάγουσας συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, αφού η μονομερής αυτή μεταβολή έγινε καθ’ υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος με πραγματικό απώτερο σκοπό να εξουθενώσει την ενάγουσα ψυχικά και σωματικά και να την εξωθήσει σε παραίτηση λόγω της διένεξης της με την υπεύθυνη του καταστήματος στον Πειραιά, ήτοι χαρακτηρίζεται από ταπεινά ελατήρια. Περαιτέρω, η ενάγουσα από την ως άνω χρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης υπέστη εμφανώς ηθική και επαγγελματική μείωση και πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό 1000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης υπέστη από την εν λόγω προσβολή της προσωπικότητας στις ως άνω εκφάνσεις της. Ακολούθως, και η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας έγινε κινούμενη από ταπεινά ελατήρια και από λόγους εκδίκησης, διότι η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα και αρχικά διαφώνησε στην μετακίνηση της σε άλλο κατάστημα, γεγονός που κατά τα προαναφερόμενα θα είχε για την τελευταία επαχθείς συνέπειες και ως εκ τούτου, είναι καταχρηστική, καθόσον υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό αλλά και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της εναγομένης προς καταγγελία της σύμβασης και επομένως είναι άκυρη.
    ΠΗΓΗ:
    http://www.legalaction.gr

    Κτηματολόγιο: “Άγνωστος Ιδιοκτήτης” και αναγνώριση κυριότητας με χρησικτησία!

     

    Όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσεως την έκτακτη χρησικτησία, η αγωγή απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου

    Σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν αναφορικά με την λειτουργία του κτηματολογίου, στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου, η αναγνώριση του δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής.
    Η αγωγή, αυτή μπορεί να είναι είτε αναγνωριστική είτε διεκδικητική και ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου.
    Κατ’ εξαίρεση, όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσεως την έκτακτη χρησικτησία, η αγωγή απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο θεωρείται ότι ανήκουν κατά κυριότητα τα ακίνητα που φέρουν την ένδειξη «ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ», μόλις καταστεί οριστική η πρώτη έγγραφη.
    Σε υπόθεση που εξετάστηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο της Λάρισας, επί αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ο ενάγων που ήταν κύριος διαμερίσματος, το οποίο στο κτηματολόγιο φερόταν ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά του, που προέκυψε από έκτακτη 20ετή και άνω χρησικτησία. Συγκεκριμένα, διέμενε στο ακίνητο αυτό χωρίς να έχει κανονικό συμβόλαιο, παρά μόνο προσύμφωνο πώλησης και έκτοτε ασκεί επ’ αυτού πράξεις νομής και κατοχής, με διάνοια κυρίου  επί χρονικό διάστημα μακρότερο της 20ετίας, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν.
    Ισχυρίστηκε δε ότι εκ παραδρομής, κατά την εγγραφή στο κτηματολογικό Φύλλο του σχετικού βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου Λ., το επίδικο ακίνητο εγγράφηκε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ζήτησε δε με την κρινόμενη αγωγή
    α) να αναγνωριστεί ότι είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου και
    β) να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή τον επιδίκου διαμερίσματος με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» ώστε να αναγραφεί ο ενάγων ως κύριος αυτού, με τίτλο κτήσης αυτού την έκτακτη χρησικτησία.
    Το δικάσαν δικαστήριο έλεγξε για το παραδεκτό της συζήτησης των αιτημάτων της αγωγής ότι καταχωρήθηκε η περίληψη αυτής εμπρόθεσμα στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου Λ., δεν θεώρησε όμως  απαιτούμενη την προσαγωγή πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ (ν. 4223/2013), καθόσον κατά την κρίση του, η διάταξη, που καθιερώνει το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής, αν δεν προσκομιστεί από το διάδικο πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαιώματα ιδιοκτησίας, δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας), με το σκεπτικό ότι δεν είναι δυνατόν μία καθαρά φορολογική διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, καθώς στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση της απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης.
    Το Δικαστήριο απέρριψε τη ένσταση του Δημοσίου ότι το ακίνητο έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του «ως αγνώστου ιδιοκτήτη», καθώς σύμφωνα με το άρθρου 4 εδαφ. β’ του ν. 3127/2003, σε οικισμούς, που προϋφίστανται του έτους 1923, είναι δυνατή η χρησικτησία έναντι του Δημοσίου, εφόσον μέχρι την έναρξη του νόμου αυτού, δηλαδή μέχρι το 2003, ο δικαιούχος νέμεται το ακίνητο επί 10 έτη αδιατάρακτα και έχει ο ίδιος ή οι δικαιοπάροχοί του νόμιμο τίτλο.
    Έτσι έγινε δεκτή η αγωγή και α) αναγνωρίστηκε  το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο διαμέρισμα, και β) διατάχθηκε η διόρθωση της πρώτης εγγραφής του οικείου Κτηματολογικού Φύλλου του σχετικού Βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου και ενεγράφη  ο ενάγων ως κύριος του διαμερίσματος.

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Αναστασία Μήλιου

    ΠΗΓΗ:

    https://www.lawspot.gr

    Χρέη προς το Δημόσιο και αυτόφωρο!

     

    Με το ν. 4337/2015 η μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο δεν αποτελεί διαρκές έγκλημα και δεν κινείται η διαδικασία του αυτοφώρου.

    Ο Νόμος 4337/2015 – εφαρμοστικός του τρίτου μνημονίου – κατήργησε μεταξύ άλλων το “αυτόφωρο” για τα χρέη προς το δημόσιο. Η μη καταβολή χρεών, κατά το ν. 1882/1990, δεν αποτελεί πλέον διαρκές έγκλημα ώστε να ενεργοποιείται η αυτόφωρη διαδικασία. Επίσης, αναπροσάρμοσε το αντικειμενικό όριο του αξιόποινου της πράξης, σε 100.000 €, ενώ για τα χρέη για ΦΠΑ σε 50.000 €.
    Προβλέπεται ότι:
    1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο το φόρο αυτόν.
    2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου.
    3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών:
    α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή
    β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος:
    αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή
    ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.
    4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.0) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.
    5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται:
    α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και
    β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
    Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο. Δεν είναι εικονικό το φορολογικό στοιχείο που εξέδωσε ή έλαβε η κοινωνία κληρονόμων ή ο κληρονόμος ή σύζυγος ή τέκνο αποβιώσαντος ή συνταξιοδοτηθέντος συζύγου ή γονέα, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε ή λήφθηκε από τον αποβιώσαντα ή συνταξιοδοτηθέντα επιτηδευματία, εφόσον αφορά πραγματική συναλλαγή και πριν από κάθε είδους φορολογικό έλεγχο, έχει καταχωρηθεί στα βιβλία τόσο του λαμβάνοντα όσο και του εκδώσαντα το στοιχείο, η αξία αυτού έχει συμπεριληφθεί στις οικείες δηλώσεις ΦΠΑ και φορολογίας εισοδήματος και έχει γίνει η απόδοση των φόρων που προκύπτουν από το στοιχείο αυτό.
    6. Για την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται ιδίως υπόψη το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε και η διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης. Η μεταχείριση από τον δράστη ιδιαιτέρων τεχνασμάτων συνιστά επιβαρυντική περίσταση.

    ΠΗΓΗ:

    https://www.lawspot.gr

    Τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιθεώρηση Εργασίας και ο υπολογισμός τους!

     
    Κυρώσεις, που επιβάλλονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας, σε περίπτωση «ευθέως» -δηλαδή κατά τον έλεγχο- αποδεικνυόμενης παράβασης
    Σύμφωνα με την απόφαση 27397/122/19-8-2013, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει καθορίζονται οι κυρώσεις, που επιβάλλονται από τους Επιθεωρητές Εργασίας, σε περίπτωση «ευθέως» -δηλαδή κατά τον έλεγχο- αποδεικνυόμενης παράβασης.
    Πρόκειται για:
    α) Μη αναγραφή εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού
    Επιβαλλόμενο πρόστιμο: ο κατώτατος νόμιμος νομοθετημένος μισθός, μη προσαυξημένος για κάθε τριετία προϋπηρεσίας επί 18 μήνες εργασίας για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο − υπάλληλο ή το κατώτατο νόμιμο νομοθετημένο ημερομίσθιο, μη προσαυξημένο για κάθε τριετία προϋπηρεσίας επί 403 ημέρες εργασίας για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο − εργατοτεχνίτη, ανάλογα με την ηλικία του –άνω ή κάτω των 25 ετών, που θεσπίστηκε με τον Ν. 4093/2012 και όσο αυτή η διάκριση ισχύει.
    Συγκεκριμένα για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο:

    Μισθός Επί Μήνες Εργασίας ΕπιβαλλόμενοΠρόστιμο
    Για υπάλληλο ηλικίας άνω των 25 ετών       586,08               18          10.549,44 €
    Για υπάλληλο ηλικίας κάτω των 25 ετών       510,95               18            9.197,10 €
    Ημερομίσθιο Επί Ημέρες Εργασίας ΕπιβαλλόμενοΠρόστιμο
    Για εργατοτεχνίτη ηλικίας άνω των 25 ετών         26,18        403         10.550,54 €
    Για εργατοτεχνίτη ηλικίας κάτω των 25 ετών        22,83       403          9.200,49 €

    Σε περίπτωση υποτροπής της επιχείρησης, ακόμα κι αν έχει αλλάξει ο νόμιμος εκπρόσωπος, επιβάλλεται, πέραν του παραπάνω πρόστιμου, προσωρινή ή οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης στις οποίες έχει διαπραχθεί η παράβαση (Ν. 3996/2011).
    Επίσης, σύμφωνα με τον Ν. 4144/2013-άρθρο 19, προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης απασχόλησης επιδοτούμενου ανέργου και συγκεκριμένα επιβάλλεται στον εργοδότη, και πρόστιμο 3.000 € για κάθε απασχολούμενο επιδοτούμενο άνεργο ή πρόστιμο ύψους 5.000 € για κάθε απασχολούμενο επιδοτούμενο άνεργο, όταν έχει προηγηθεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον ίδιο εργοδότη.
    Κατά της πράξης επιβολής προστίμου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή.
    Να υπενθυμίσουμε ότι προβλέπονται ειδικές κυρώσεις και σε περίπτωση που εντοπιστεί απασχόληση παρανόμως διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών ή νομίμως διαμενόντων, αλλά παρανόμως απασχολούμενων.
    β) Μη επίδειξη ειδικού βιβλίου υπερωριών του άρθρου 80 του Ν.4144/2013 (ΦΕΚ Α΄ 88)». 8867/2/04.03.2015 ΥΑ.
    γ) Μη επίδειξη βιβλίου ημερησίων δελτίων απασχολουμένου προσωπικού οικοδομικών και τεχνικών έργων.
    δ) Μη επίδειξη εντύπων όρων ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού, όπου αυτά τηρούνται (έδρα ή υποκατάστημα ή παράρτημα ή χωριστές εγκαταστάσεις ή κεντρικό σύστημα διοίκησης ή διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, οικονομικές υπηρεσίες κ.λπ.).
    ε) Μη επίδειξη εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών προσωπικού για το τελευταίο τουλάχιστον τρίμηνο, όπου αυτά τηρούνται (έδρα ή υποκατάστημα ή παράρτημα ή χωριστές εγκαταστάσεις ή κεντρικό σύστημα διοίκησης ή διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού ή οικονομικές υπηρεσίες κ.λπ.).
    Επιβαλλόμενο πρόστιμο για κάθε επιμέρους παράβαση:
    α) Για επιχείρηση /εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 1 έως 10 πρόστιμο: 300,00 €.
    β) Για επιχείρηση/εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 11 έως 50 πρόστιμο: 1.000,00 €.
    γ) Για επιχείρηση/ εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 51 έως 150 πρόστιμο: 2.000,00 €.
    δ) Για επιχείρηση/ εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 151 έως 250 πρόστιμο: 3.000,00 €.
    ε) Για επιχείρηση/εργοδότη με αριθμό εργαζομένων από 251 και άνω πρόστιμο: 5.000,00 €.

    1. II) Παράβαση: Μη επίδειξη πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες.

    Επιβαλλόμενο πρόστιμο:
    α) Για επιχείρηση /εργοδότη χαμηλής κατηγορίας επικινδυνότητας: 7.200,00 €.
    β) Για επιχείρηση /εργοδότη μεσαίας κατηγορίας επικινδυνότητας: 10.000,00 €.
    γ) Για επιχείρηση /εργοδότη υψηλής κατηγορίας επικινδυνότητας: 15.000,00 €.
    Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης τα πλοία κατατάσσονται σε τρεις (3) κατηγορίες επικινδυνότητας:
    (Υ) Υψηλή κατηγορία επικινδυνότητας
    (Μ) Μεσαία κατηγορία επικινδυνότητας
    (Χ) Χαμηλή κατηγορία επικινδυνότητας.
    Στην Υψηλή (Υ) κατηγορία υπάγονται:
    α. Τα Δ/Ξ (πετρελαιοφόρα, υγραεριοφόρα κ.λπ.) εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται:
    − εργασίες για τις οποίες προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία η έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια διάρκειας το πολύ 36 ωρών ή
    − εργασίες σε κλειστούς χώρους, που περιείχαν καύσιμα, εύφλεκτα ή άλλα υλικά που μπορεί να αποκτήσουν επικίνδυνες φυσικοχημικές ιδιότητες από τις εκτελούμενες εργασίες ή
    − θερμές εργασίες:
    α1. σε χώρους που γειτνιάζουν με χώρους φορτίου ή
    α2. στο αντλιοστάσιο και στα δίκτυα μεταφοράς φορτίων.
    β. Όλα τα πλοία εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται εργασίες που απαιτούν την ταυτόχρονη παρουσία άνω των 150 εργαζομένων.
    Στη Μεσαία (Μ) κατηγορία υπάγονται:
    α. Τα Δ/Ξ (πετρελαιοφόρα, υγραεριοφόρα κ.λπ.) εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται εργασίες αποκλειστικά και μόνο εκτός των χώρων φορτίου και φυσικά εφόσον δεν εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις της Υψηλής κατηγορίας επικινδυνότητας.
    β. Τα πλοία κατά τη διάρκεια που λαμβάνουν χώρα εργασίες βαφής σε εσωτερικούς χώρους ή εργασίες αμμοβολής ή εργασίες υδροβολής.
    γ. Τα πλοία εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται εργασίες για τις οποίες προβλέπεται:
    − η χρήση ικριωμάτων όγκου συνολικά άνω των 500 m3 ή
    − η χρήση σιδήρου άνω των 70.000 Kgs.
    δ. Τα πλοία εφόσον σ’ αυτά εκτελούνται εργασίες που απαιτούν την ταυτόχρονη εργασία 50 έως 150 εργαζομένων.
    Στη Χαμηλή (Χ) κατηγορία υπάγονται:
    Όλα τα λοιπά πλοία και για εργασίες που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις, καθώς και τα ναυπηγούμενα μετά την καθέλκυσή τους και εφόσον δεν απαιτούν την ταυτόχρονη εργασία περισσοτέρων των 49 εργαζόμενων.
    IIΙ) Παράβαση: μη επίδειξη πιστοποιητικού ελέγχου ανυψωτικών μηχανημάτων, ανά μηχάνημα έργου.
    Επιβαλλόμενο πρόστιμο ανά περίπτωση: 2.500,00 €.
    Πως επιβάλλεται και εξοφλείται το πρόστιμο
    α) Για την επιβολή των παραπάνω προστίμων συντάσσεται και επιδίδεται επί τόπου Δελτίο Ελέγχου, με το οποίο βεβαιώνεται το είδος της παράβασης. Μέσα σε 5 ημέρες συντάσσεται και επιδίδεται Πράξη Επιβολής Προστίμου, με την οποία προσδιορίζεται το ύψος του, η οποία κοινοποιείται, με απόδειξη, στον παραβάτη.
    Το πρόστιμο καταβάλλεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) και εισπράττεται μέσα σε προθεσμία 10 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της Πράξης Επιβολής Προστίμου. Αν μάλιστα καταβληθεί μέσα στην παραπάνω διορία προβλέπεται έκπτωση 30% επί του επιβληθέντος προστίμου.
    Στην περίπτωση αυτή, η εργοδότρια / επιχείρηση υποχρεούται εντός 5 εργασίμων ημερών από την επομένη της καταβολής του προστίμου στη αρμόδια Δ.O.Y. να καταθέσει στην αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ το σχετικό πρωτότυπο διπλότυπο είσπραξης.
    Αν επιβληθούν σε μία επιχείρηση περισσότερα του ενός πρόστιμα για την ίδια αιτία, κατά την ίδια ημερολογιακή ημέρα, από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε., της ΕΥΠΕΑ και του Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ., η καταβολή του προστίμου, γίνεται μια φορά και βάσει της πράξεως επιβολής προστίμου που κοινοποιήθηκε πρώτη σε αυτόν. Ο παραβάτης δε, υποχρεούται να κοινοποιήσει αντίγραφο του προαναφερόμενου διπλότυπου είσπραξης και στις συναρμόδιες Υπηρεσίες, εντός της ανωτέρω προθεσμίας» 18724/52/04.06.2014 ΥΑ.
    Κατά της Πράξης Επιβολής Προστίμου ασκείται προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου μέσα σε εξήντα ημέρες από την επίδοσή της. Μέσα στην ίδια προθεσμία η προσφυγή κοινοποιείται με μέριμνα του προσφεύγοντος στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης επιβολής προστίμου.
    Πρόστιμα διοικητικών παραβάσεων εργατικής νομοθεσίας σύμφωνα με τον Ν.3996/2011
    Παράλληλα, ο Ν. 3996/2011, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.4144/2013, προβλέπει κυρώσεις και για άλλες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας.
    Συγκεκριμένα παραβίαση εργατικής νομοθεσίας θεωρείται
    – η μη καταβολή αποδοχών (ακόμα και οφειλές που προκύπτουν από παροχή εργασίας Κυριακή ή αργία, νύκτα, υπερωριακά ή εκτός έδρας, ακόμα και αναδρομικά ή επιδόματα που δικαιούται ο εργαζόμενος), επιδομάτων εορτών και αδείας
    – η μη τήρηση του βιβλίου υπερωριών και η μη υποβολή του αντίστοιχου έντυπου στο ΕΡΓΑΝΗ
    Στον εργοδότη που παραβαίνει τις παραπάνω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων:
    Α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από 300,00 € μέχρι 50.000 €
    Β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, για χρονικό διάστημα μέχρι 3 ημερών με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή με αιτιολογημένη πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις η κύρωση επιβάλλεται κατόπιν προηγούμενης πρόσκλησης του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων.
    Γ. Η επιβολή σε βάρος του εργοδότη δύο ή περισσοτέρων πράξεων επιβολής προστίμου κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφοράς στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης επιφέρει, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, τον αποκλεισμό του εργοδότη από τη σύναψη της δημόσιας σύμβασης, με απόφαση της εκάστοτε αναθέτουσας αρχής. Ειδικά στην περίπτωση των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 68 του Ν. 3863/2010.
    Αν ο εργοδότης, μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης επιβολής του προστίμου, συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του Επιθεωρητή Εργασίας και αποδείξει ότι συμμορφώθηκε και ότι έχει εξοφλήσει τον εργαζόμενο, τότε το διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε αρχικώς μειώνεται κατά 80% με αιτιολογημένη πράξη του οργάνου που το επέβαλε.
    Σημειώνουμε ότι η έκπτωση 80% αφορά μόνο την παράβαση της καθυστέρησης δεδουλευμένων αποδοχών και αφού υποβάλλει ο εργοδότης δήλωση συμμόρφωσης (αποδείξεις ότι έχει καταβάλλει τα οφειλόμενα).
    Η επανάληψη κάποιας από τις παραπάνω παραβάσεις μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών θεωρείται υποτροπή και συνεπάγεται μη χορήγηση της έκπτωσης του 80%.
    Η εξόφληση προς τον εργαζόμενο αποδεικνύεται μόνο με προσκόμιση αποδεικτικού τράπεζας, το οποίο περιλαμβάνει το όνομα του καταθέτη εργοδότη, το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού-εργαζομένου, την αιτιολογία και την ημερομηνία κατάθεσης.
    Συντακτική Ομάδα Oenet.gr