Πέμπτη, 6 Μαρτίου, 2025
    Αρχική Blog Σελίδα 66

    Ποιες οι ευθύνες μελών Δ.Σ. Ανώνυμων Εταιριών αν αυτές φοροδιαφεύγουν Τι αναφέρει το έγγραφο των οδηγιών που απέστειλε η εισαγγελία προς τις εφορίες!

     
    Εκατοντάδες μέλη διοικητικών συμβουλίων ανωνύμων εταιριών βρίσκονται κατηγορούμενα από την Εφορία για πράξεις φοροδιαφυγής, χωρίς να φέρουν ποινική ευθύνη, αφού αυτή επιμερίζεται από το νόμο στους προέδρους των διοικήσεων και τους διευθύνοντες συμβούλους των υπόλογων εταιριών. Αυτό διαπιστώνεται από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Λάμπρο Τσόγκα, που με σχετικό έγγραφο προς την επίκουρη οικονομική εισαγγελέα Βασιλική Μπούρα, ζητεί να επιστήσει την προσοχή στους προϊσταμένους των Οικονομικών Υπηρεσιών της Θεσσαλονίκης.
    Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, ύστερα από ελέγχους που προηγήθηκαν στις υποβληθείσες μηνύσεις, ο διευθύνων την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης αντιλήφθηκε ότι οι προϊστάμενοι Οικονομικών Υπηρεσιών καταμηνύουν συλλήβδην για πράξεις φοροδιαφυγής πρόσωπα που συμμετέχουν σε συλλογικά όργανα διοίκησης ανωνύμων εταιριών.
    Με βάση, όμως, το νόμο 4174/13 (όπως τροποποιήθηκε με το ν.4337/2015) μπορούν να καταμηνυθούν μόνο εάν ασκούν καθήκοντα διοίκησης εκπροσώπησης του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου ή του διευθύνοντος συμβούλου σε αναπλήρωσή τους, όταν αυτοί δεν ασκούν τη διοίκηση του νομικού προσώπου.

    Υπό αυτές τις συνθήκες και προκειμένου να μην κατηγορούνται άδικα άνθρωποι ή να διώκονται χωρίς λόγο, ο κ. Τσόγκας ζητεί από την επίκουρη οικονομική εισαγγελέα:

    1. Να γίνει σαφές στους προϊσταμένους των Εφοριών ότι εάν καταμηνύσουν απλά μέλη δ.σ. εταιριών υποχρεούνται να συμπεριλάβουν στη μηνυτήρια αναφορά τους συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά, δηλαδή ότι για συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένες πράξεις αναπλήρωσαν τους προέδρους ή τους διευθύνοντες συμβούλους των εταιριών τους κι ότι έτσι βαρύνονται με τις πράξεις φοροδιαφυγής.
    2. Να καταστεί σαφές ότι στην κείμενη νομοθεσία περιγράφονται περιοριστικά τα πρόσωπα που είναι φυσικά υποκείμενα για πράξεις φοροδιαφυγής και δεν νοείται η διεύρυνση του πλαισίου με καταμήνυση προσώπων, τα οποία ο νόμος δεν θεωρεί υπόλογα.
    3. Όταν υπάρχουν περιστατικά από τα οποία προκύπτει ευθύνη προσώπου που εν τοις πράγμασι ασκεί τη διοίκηση της εταιρίας, θα πρέπει να καταμηνύεται οπωσδήποτε και να ερευνάται η συμμετοχή του στις περιπτώσεις φοροδιαφυγής κατά τα άρθρα 46, 47 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή ως ηθικοί αυτουργοί και άμεσοι ή απλοί συνεργοί.
    Στο εισαγγελικό έγγραφο επισημαίνονται ακόμη δυο σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου (81/2016 και 90/2015), για τις οποίες θα πρέπει να ενημερωθούν οι έφοροι και οι προϊστάμενοι των ΔΟΥ πριν συντάξουν άλλες δικογραφίες για φοροδιαφυγή.
    Με πληροφορίες από ΑΠΕ

    ΠΗΓΗ:http://www.news.gr

    Επισημάνσεις: Ενεργειακό πιστοποιητικό και υποχρέωση αναγραφής του στο TaxisNet !

     

    Επισήμανση: Μείωση φόρου, μείωση προκαταβολής, λοιπές απαλλαγές και κίνητρα επιχειρηματικότητας που ισχύουν σήμερα!

    Υπενθύμιση: Πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που εκδίδουν οι Δ.Ο.Υ!

    Αθήνα, 21 Δεκεμβρίου 2016
    Αρ. Πρωτ: Δ. ΟΡΓ. Δ 1186555 ΕΞ 2016
    (ΦΕΚ Β’ 4447/30-12-2016)
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    Α. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ – ΤΜΗΜΑ Δ’
    Β. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ:
    1. ΕΛΕΓΧΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’, Β’, Ε’
    2. ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’, Β’ και Γ’
    3. ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’ και Β’
    4. ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’, Β’ και Γ’
    5. ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’ – Ε’ Γ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

    ΘΕΜΑ: «Πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που εκδίδουν οι Δ.Ο.Υ.»

    ΑΠΟΦΑΣΗ
    Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    Έχοντας υπόψη:
    1. Τις διατάξεις:
    α) της παραγράφου 10 του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 (Α’ 81) «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις»,
    β) του Κεφαλαίου Α’ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α’ 94) και ειδικότερα της παραγράφου 9, της υποπαραγράφου β’ της παρ. 2 και των παραγράφων γ’ και δ’ της παρ.3 του άρθρου 41,
    γ) του ν. 4174/2013 (Α’ 170) «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει,
    δ) της υποπαραγράφου Ε.2 της παραγράφου Ε’ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει,
    ε) της αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β’ 865, 1079 και 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει,
    στ) του Π.Δ. 111/2014 (Α’178/2014 και 25/2015) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
    ζ) του π.δ. 16/1989 (Α’ 6) «Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ. και των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών», όπως ισχύει και
    η) του άρθρου 90 του Κώδικα που κυρώθηκε με το «άρθρο πρώτο» του π.δ. 63/2005 (Α’ 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα».
    2. Την αριθ. Δ6Γ 1091609 ΕΞ 2013/5.6.2013 (Β’ 1368, ΑΔΑ: ΒΕΖΧΗ-Μ94) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που εκδίδουν οι Δ.Ο.Υ.».
    3. Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».
    4. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β’ 130 και Β’ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
    5. Την ανάγκη επικαιροποίησης των πιστοποιητικών και των βεβαιώσεων που εκδίδουν οι Δ.Ο.Υ., λόγω μεταβολών της νομοθεσίας ή της ηλεκτρονικοποίησης των συναλλαγών και των διαδικασιών ή της κατάργησης ή καθιέρωσης νέων πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, με μεταγενέστερες διατάξεις,
    6. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
    αποφασίζουμε:
    Α. Ορίζουμε ότι οι Δ.Ο.Υ. εκδίδουν τα κατωτέρω πιστοποιητικά και βεβαιώσεις:

    Α/Α ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ
    1. Πιστοποιητικό για τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών που είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας και εργάζονται σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε.
    (εγκύκλιος αριθ. 1077836/670/0006Β/ΠΟΛ.1206/21.7.1997 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικο­νομικών).
    2. Βεβαίωση στην οποία θα αναγράφεται το ποσό του εισοδήματος και το μέρος του φόρου που καταβλή­θηκε επ’ ονόματι του νομικού προσώπου και αντιστοιχεί στο εισόδημα αυτό (παρ. 6 του άρθρου 41 του ν. 2065/1992 – Α’ 113 «Αναμόρφωση της άμεσης φορολογίας και άλλες διατάξεις»).
    3. Βεβαίωση περί χαρακτηρισμού ενός προσώπου ως νομικής οντότητας κατά την έννοια της περ. δ’ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013 (Α’ 167)
    (εγκύκλιος αριθ. ΠΟΛ.1120/25.4.2014 – ΑΔΑ: ΒΙ0ΩΗ-ΟΥ0 του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
    4. Βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ο φόρος εισοδήματος που καταβλήθηκε στην ημεδαπή από νομικά πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα ή παρακρατήθηκε στο εισόδημα των προσώπων αυτών για τον συμψηφισμό του με τον φόρο εισοδήματος στο κράτος που έχουν τη φορο­λογική κατοικία τους, με βάση τη νομοθεσία του κράτους αυτού.
    5. Βεβαίωση του Τμήματος Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., από την οποία να προκύπτει το είδος της ασκούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας της επιχείρησης και η εγκατάσταση της, από 25 Νοεμβρίου 2011 και μετά στις περιοχές Γεράνι και Μεταξουργείο του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας, με βάση τις διατάξεις της παρ. Β2 του άρθρου 43 και της παρ. Β2 του άρθρου 44 του ν. 4030/2011 (Α’ 249)
    (αριθ. ΠΟΛ.1096/3.4.2012 – Β’ 1162 κοινή απόφαση των Αναπληρωτών Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλ­λοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και
    αριθ. ΠΟΛ.1049/20.4.2016 – Β’ 1238 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
     
    6. Βεβαίωση του αρμόδιου Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. για την μεταβίβαση ή υποθήκευση του πλοίου (άρθρο 19 του ν. 27/1975 – Α’ 77 «Περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξη της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων»).
    7. Βεβαίωση βάσει της 13ης Οδηγίας Ε.Ε. (επιστροφή Φ.Π.Α. που καταβλήθηκε σε τρίτες χώρες).
    (άρθρο 34 του ν. 2859/2000 – Α’248 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» και άρθρο 5 της αριθ. 1390/
    31-12-2001, Β’ 21 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, όπως ισχύουν).
    8. Βεβαίωση συνδρομής προϋποθέσεων αγοράς ή εισαγωγής καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξο­πλισμού, καθώς και λήψης υπηρεσιών χωρίς καταβολή Φ.Π.Α. από Α.Ε.Ι, Ι.Τ.Ε κ.λπ. που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων που τους έχουν ανατεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (άρθρο 34 του ν. 2859/2000– Α’ 248 «Κύρωση Κώδικα Προστιθέμενης Αξίας»,
    αριθ.1040588/1700/528/0014 ΠΟΛ.1128/8.4.1997, Β’335 και αριθ.1004368/5270/0014Α ΠΟΛ.1015/14.1.2000-Β’ 92 Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών).
    9. Βεβαίωση απαλλαγής από Φ.Π.Α. (εκδίδεται για αγορά σκαφών)
    (άρθρο 27 του ν. 2859/2000– Α’ 248 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» και άρθρο 6 της αριθ. Π.8271/4879/ΠΟΛ.366/18.12.1987 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών- Β’ 3/1988, όπως ισχύει).
    10. Βεβαίωση απαλλαγής από Φ.Π.Α. (εκδίδεται για αγορά αεροσκαφών και υλικών και αντικειμένων χωρίς Φ.Π.Α.) (άρθρο 27 του ν. 2859/2000– Α’ 248 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης αξίας» και ΠΟΛ.1225/19.10.1990 – Β’ 724 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών).
    11. Βεβαίωση συνδρομής προϋποθέσεων για αγορά επενδυτικών αγαθών με καταβολή του Φ.Π.Α. από τον ίδιο τον αγοραστή ορισμένων βιομηχανικών, μεταλλευτικών κ.λπ. επιχειρήσεων.
    (άρθρο 34 του ν. 2859/2000 – Α’ 248 « Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης αξίας» και άρθρο 3 της αριθ. Π.2869/2389/4.5.1987 – Β’ 236 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύουν).
    12. Βεβαίωση για άρση απαλλαγής α’ κατοικίας (λόγω μεταβίβασης εντός πενταετίας), (παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 – Α’ 238 «Περί απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων της αγοράς πρώτης κατοικίας, καταργήσεως και τροποποιήσεως διατάξεων προσδιορισμού εισοδήματος βάσει τεκμηρίων, καταργήσεως φορολογίας ακινήτου περιουσίας και άλλων τινών φορολογικών διατάξεων»).
    13. Πιστοποιητικό καταβολής φόρου λόγω άρσης απαλλαγής α’ κατοικίας ή θεωρημένο αντίγραφο δήλωσης φόρου μεταβίβασης ακινήτων, στην οποία θα πιστοποιείται η καταβολή του φόρου της πρώτης απαλλαγής (λόγω χορήγησης νέας απαλλαγής).
    (παρ. 5 και 11 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 – Α’ 238 «Περί απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων της αγοράς πρώτης κατοικίας, καταργήσεως και τροποποιήσεως διατάξεων προσδιορισμού εισοδήματος βάσει τεκμηρίων, καταργήσεως φορολογίας ακινήτου περιουσίας και άλλων τινών φορολογικών διατάξεων», ΠΟΛ.1101/24.6.2010 – Β’ 1021 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών).
    14. Βεβαίωση Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. για προσδιορισμό αξίας ακινήτου για μεταγραφή συμβολαίου μετά από την παρέλευση έτους από τη σύνταξη του.
    (άρθρο 15 του ν. 325/1976 -Α’ 125 «Περί καθορισμού των εισπραττομένων εν τοις αμίσθοις και εμμίσθοις Υποθηκοφυλακείοις δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου και των Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων, τροποποιήσεως του ν.δ. 811/1971 και του ν. 294/1976 και άλλων τινών διατάξεων»).
    15. Πιστοποιητικό φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών.
    (άρθρο 105 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 -Α’ 266,
    αριθ. 1011294/70/Α0013/ΠΟΛ.1015/6.2.2004 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών – Β’ 263)
    16. Βεβαίωση σε δίκες επί μισθωτικών διαφορών για το ύψος αντικειμενικής αξίας μισθίων ακινήτων, όπου δε
    δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα, συγκριτικά στοιχεία της αγοραίας αξίας.
    (παρ. 21 του άρθρου 2 του ν. 2235/1994 – Α’ 145 «Τροποποίηση του ν. 1703/1987 και του ν. 813/1978»)
    17. Έκθεση εκτίμησης της αγοραίας αξίας δημοσίων κτημάτων σε περίπτωση εκποίησης τους (αριθ. 1113551/7944/Α0010/ΠΟΛ.1293/6.11.1997 εγκύκλιος του Γενικού Διευθυντή Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών)
    18. Προσδιορισμός ελάχιστου τιμήματος προσφοράς σε περίπτωση εκποίησης ακινήτων κοινωφελών περιου­σιών με δημοπρασία
    (αριθ. 1047297/1532/Α0011/ΠΟΛ.1113/12.5.1999 εγκύκλιος του Γενικού Διευθυντή Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών)
    19. Πιστοποιητικό Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ακίνητο έχει δηλωθεί στις δηλώσεις ΦΑΠ και ΕΝΦΙΑ και έχει εξοφληθεί ο φόρος που αναλογεί στην αξία του, τα πέντε προηγού­μενα της μεταβίβασης έτη.
    (άρθρο 54Α’ του ν. 4174/2013 – Α’ 170 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις»).
    20. Βεβαίωση Απόδοσης Α.Φ.Μ.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστη­ριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    21. Βεβαίωση μεταβολής ατομικών στοιχείων φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    22. Βεβαίωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    23. Βεβαίωση έναρξης εργασιών μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1081/8.4.2011 εγκύκλιο (ΑΔΑ: 4ΑΓΗΗ-5), για τις κεφαλαιουχικές και προσωπικές εταιρείες που συστήνονται και ολοκληρώνουν την έναρξη τους στις Υπηρεσίες Μίας Στάσης, δε χορηγείται βεβαίωση έναρξης εργασιών από τη Δ.Ο.Υ.
    24. Βεβαίωση έναρξης υπό ίδρυση φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β 1940).
    25. Βεβαίωση μεταβολής υπό ίδρυση φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    26. Βεβαίωση διακοπής υπό ίδρυση φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015– Β’ 1940 όμοια απόφαση).
    27. Βεβαίωση έναρξης υπό ίδρυση μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    28. Βεβαίωση μεταβολής υπό ίδρυση μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    29. Βεβαίωση διακοπής υπό ίδρυση μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 – Β’ 1940 όμοια απόφαση). Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1081/8.4.2011 (ΑΔΑ: 4ΑΓΗΗ-5) εγκύκλιο του Υφυπουργού Οικονομικών, η εν λόγω βεβαίωση δε χορηγείται από τη Δ.Ο.Υ. στην περίπτωση διακοπής εργασιών υπό ίδρυση εταιρειών που συστήνονται στις Υπηρεσίες Μίας Στάσης (Υ.Μ.Σ.), καθώς η διακοπή γίνεται από το οικείο πληροφοριακό σύστημα, με κεντρικές διαδικασίες, με αιτία διακοπής «ολοκλήρωση ίδρυσης» και χωρίς την υποβολή δήλωσης διακοπής εργασιών στη Δ.Ο.Υ.
    30. Βεβαίωση μεταβολής εργασιών φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    31. Βεβαίωση μεταβολής εργασιών μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    32. Βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    33. Βεβαίωση διακοπής εργασιών μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    34. 34. Βεβαίωση απενεργοποίησης Α.Φ.Μ.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    35. Βεβαίωση καταβολής τελών κυκλοφορίας για αποσυρόμενο επιβατικό αυτοκίνητο. (παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010 – Α’ 212 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας», άρθρο 4 της αριθ. ΔΕΦΚ 5006718 ΕΞ2011/11.2.2011 κοινής υπουργικής απόφασης – Β 246, περίπτωση α της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4110/2013 – Α’ 17 «Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατάξεις»).
    36. Βεβαίωση καταβολής τελών κυκλοφορίας για αποσυρόμενο φορτηγό ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο. (παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010 -Α’ 212 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας»,
    παρ. 5 του άρθρου 30 του ν. 3943/2011 – Α’ 66 «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτι­κών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών»,
    ΠΟΛ.1074/8.4.2011, ΑΔΑ: 4ΑΓ1Η-ΞΧ, εγκύκλιος του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και περίπτωση α της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4110/2013 – Α’ 17 «Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατάξεις»).
    37. Βεβαίωση καταστροφής πινακίδων.
    (αριθ. 1021752/182/Τ. και Ε.Φ./4-3-2003 εγκύκλιος του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών).
    38. Βεβαίωση χρεών προς το Δημόσιο.
    [α) παρ. 2 του άρθρου 100 του ν. 3588/2007 – Α’ 153 «Πτωχευτικός Κώδικας», όπως ισχύει μετά από την αντικατάσταση του με τον ν. 4013/2011 – Α’ 204,
    β) ΠΟΛ.1068/3.4.2013 – ΑΔΑ: ΒΕΑ1Η-ΓΒΓ εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων].
    39. Βεβαίωση καταβολής ποσού υπέρ τρίτων, (άρθρο 109 του π.δ. 16/1989 -Α’ 6)
    40. Αποδεικτικό ενημερότητας.
    (άρθρο 12 ν. 4174/2013 – Α’ 170 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», αριθ. ΠΟΛ.1274/27.12.2013 – Β’ 3398 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, όπως ισχύει.).
    Επισημαίνεται ότι το Αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται από τις Δ.Ο.Υ. και από τα Ελεγκτικά Κέντρα.
    41. Βεβαίωση οφειλής.
    (παρ. 6 και 7 του άρθρου 12 του ν.4174/2013 – Α’ 170 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», αριθ. ΠΟΛ.1275/27.12.2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε. – Β’ 3398, όπως ισχύει). Επισημαίνεται ότι η Βεβαίωση οφειλής εκδίδεται από τις Δ.Ο.Υ., τα Ελεγκτικά Κέντρα, την Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης και τα Τελωνεία.
    42. Αναλυτική Κατάσταση Βεβαιωμένων Οφειλών.
    (παρ. 4α του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 – Α’ 130 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4336/2015 – Α’ 94 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης»,
    αριθ. ΠΟΛ.1036/2016, ΑΔΑ: 7ΝΟΜΗ-0Λ6 εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε.).
    43. Πίνακας χρεών.
    (άρθρο 61 του ν. 4307/2014 – Α’ 246 «Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο α) της απόφασης- Πλαίσιο 2008/909/ ΔΕΥ…. β) της απόφασης-Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ…. γ) της απόφασης- Πλαίσιο 2009/829/ΔΕΥ και άλλες δια­τάξεις»,
    (αριθ. 4837/16.1.2015 – Β’ 66 Κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας).
    44. Πιστοποιητικό περί μη ύπαρξης φορολογικών εκκρεμοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της ύπαρξης ληξι­πρόθεσμων χρεών, για εμποροβιομηχανικές εταιρείες του α.ν. 89/1967– Α’ 132, που λειτούργησαν στην Ελλάδα. Αριθ. ΙΕ/10493/2083/22.3.2006 – Β’ 379 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
    45. Πιστοποιητικό περί μη ύπαρξης φορολογικών εκκρεμοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της είσπραξης ληξιπρόθεσμων χρεών, για τις ναυτιλιακές εταιρείες του ν. 27/1975 – Α’ 77, μετά την ανάκληση της άδειας εγκατάστασης. (άρθρο 23 του ν. 1360/1983 – Α’ 65)
    46. Βεβαίωση για την έκδοση πιστοποιητικού φορολογικής κατοικίας (Π.Φ.Κ.).
    (1053828/753/ΔΟΣ/ΠΟΛ.1130/1.6.1999 εγκύκλιος του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων)
    47. Βεβαίωση για την έκδοση πιστοποιητικού φορολογικής κατοικίας φυσικών προσώπων για τόκους καταθέ­σεων (Π.Φ.Κ.).
    (ΠΟΛ.1078/17.6.2016 -ΑΔΑ: 6ΨΟΝΗ-ΥΑΑ εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε. και αριθ. 1049315/1668/ΔΟΣ/ΠΟΛ.1082/24.5.2006 εγκύκλιος του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών).

    Β. 1. Η Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου (άρθρο 32 του ν. 4174/2013 – Α’ 170) είναι διοικητικό έγγραφο και γίνεται αποδεκτό, χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις ή διαδικασία επικύρωσης, από τις υπηρεσίες και τους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 (Α’ 45).
    2. Η εκτυπωμένη, μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (Ο.Π.Σ.) Περιουσιολογίου από τη διαδικτυακή εφαρμογή www.gsis.gr, δήλωση-πράξη προσδιορισμού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του ν. 4223/2013 (Α’ 287) είναι έγκυρη πράξη και γίνεται αποδεκτή από τις υπηρεσίες και τους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 (Α’ 45), χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις ή διαδικασία επικύρωσης, εφόσον φέρει μηχανική αποτύπωση της σφραγίδας και της υπογραφής του αρμόδιου οργάνου της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.).
    Στην περίπτωση, κατά την οποία η δήλωση-πράξη προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. δεν φέρει μηχανική αποτύπωση της σφραγίδας και της υπογραφής του αρμόδιου οργάνου της Γ.Γ.Δ.Ε., γίνεται αποδεκτή, εφόσον προηγουμένως υπογραφεί από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και τεθεί επί αυτής η στρογγυλή υπηρεσιακή σφραγίδα της Δ.Ο.Υ.
    3. Οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (έντυπα Ε1, Ν) και τα συνυποβαλλόμενα με αυτές έντυπα (Ε2, Ε3), η δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9), οι περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. (Έντυπο Φ2 TAXIS και Έντυπο Φ3 TAXIS) και η Εκκαθαριστική Δήλωση (Έντυπο Φ1 TAXIS), που υποβάλλονται ηλεκτρονικά, μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής www.gsis.gr, γίνονται αποδεκτές από τις υπηρεσίες και τους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999, εφόσον εκτυπωθούν από την ως άνω διαδικτυακή εφαρμογή, χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις ή διαδικασία επικύρωσης. Κατά τον ίδιο τρόπο, θα γίνεται αποδεκτό και κάθε άλλο έντυπο που αποστέλλεται ηλεκτρονικά και δεν περιλαμβάνεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Ειδικά, για την δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9), οι υπηρεσίες και οι φορείς, που απαιτούν την υποβολή αντιγράφου αυτής ως δικαιολογητικού, δύνανται να ζητούν από τους φορολογουμένους να επιβεβαιώνουν την ακρίβεια των δηλούμενων σε αυτή στοιχείων, με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α’ 75).
    4. Αντίγραφα δηλώσεων (ιδιωτικά έγγραφα), που έχουν υποβληθεί χειρόγραφα σε Δ.Ο.Υ., έχουν παραληφθεί από τον αρμόδιο υπάλληλο αυτής και τηρούνται στο αρχείο της Δ.Ο.Υ, γίνονται αποδεκτά, από τις υπηρεσίες και τους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β’ της ως άνω παραγράφου. Ειδικά, για την δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9), που έχει υποβληθεί χειρόγραφα σε Δ.Ο.Υ. και τηρείται στο αρχείο αυτής, οι υπηρεσίες και οι φορείς, που απαιτούν την υποβολή αντιγράφου της ως άνω δήλωσης ως δικαιολογητικού, δύνανται να ζητούν από τους φορολογουμένους να επιβεβαιώνουν την ακρίβεια των δηλούμενων σε αυτή στοιχείων, με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986. Στις περιπτώσεις στις οποίες ζητείται η προσκόμιση πιστοποιητικού φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής, όταν δεν απαιτείται η εξόφληση του φόρου ή όταν έχει εξοφληθεί ο φόρος, αντί του πιστοποιητικού δύναται να προσκομίζεται αντίγραφο της υποβληθείσας δήλωσης, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 ότι τα στοιχεία που προκύπτουν από την προσκομιζόμενη δήλωση δεν έχουν μεταβληθεί και, κατά περίπτωση, ότι ή δεν απαιτείται η εξόφληση του φόρου ή έχει εξοφληθεί ολόκληρος ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή δεν προέκυψε φόρος για καταβολή.
    5. Για την απόδειξη του ύψους των ακαθάριστων εσόδων επιχείρησης, αρκεί η υποβολή των εκτυπωμένων από την διαδικτυακή εφαρμογή: www.gsis.gr υποβληθέντων εντύπων δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. ή της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α.
    Επίσης, για την απόδειξη της ύπαρξης εισοδημάτων από γεωργικό επάγγελμα ή για τον προσδιορισμό αυτών σε ποσοστό άνω του 50% των συνολικών εισοδημάτων, υποβάλλεται το εκτυπωμένο από την προαναφερθείσα διαδικτυακή εφαρμογή υποβληθέν έντυπο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
    6. Για τις περιπτώσεις των εντύπων, που υποβάλλονται ηλεκτρονικά από τους ενδιαφερομένους, μέσω του συστήματος TAXISNET, καθώς και των εγγράφων που χορηγούνται ηλεκτρονικά σε αυτούς, μέσω του ίδιου συστήματος, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να προσκομίσουν σε κράτη του εξωτερικού, ισχύουν οι οδηγίες, που έχουν δοθεί με το αριθ. Δ6Δ 1034536 ΕΞ2014/21.2.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γε-νικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης και το αριθ. Δ.ΟΡΓ.Δ. 1014662 ΕΞ2015/4.2.2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης, αντίστοιχα. Τα προαναφερθέντα έγγραφα είναι αναρτημένα στην Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη της Γ.Γ.Δ.Ε., στην διαδρομή: συλλογές/Αρμοδιότητα Αποκεντρωμένων Διοικήσεων για χορήγηση apostille.
    7. Για την τεκμηρίωση της πλήρωσης των προϋποθέσεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των Οδηγιών 2011/96/ ΕΕ (Μητρικών – θυγατρικών) και 2003/49/ΕΚ (Τόκων- Δικαιωμάτων Συνδεδεμένων Εταιρειών), στην περίπτωση που ημεδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα εισπράττει μερίσματα, τόκους ή δικαιώματα από συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., αρμόδια είναι η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), στην οποία υπάγεται το ημεδαπό νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα. Τα σχετικά έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία πιστοποιείται η πλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων, πρέπει να υποβληθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., επίσημα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα. Σχετικά για το θέμα αυτό είναι η εγκύκλιος αριθ. ΠΟΛ.1166/23.7.2015 – ΑΔΑ: 7Ξ60Η-9ΒΝ της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων και το αριθ. 770/ΑΣ3333/11.6.2009 έγγραφο της Ε3 Διεύθυνσης Διοικητικών και Δικαστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, που εστάλη σε όλες τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, με περαιτέρω οδηγίες για την ορθή εφαρμογή αυτού, με το αριθ. 1063343/701/0006Δ/1.7.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου.
    8. Στις περιπτώσεις που οι ενδιαφερόμενοι υποβάλουν στις υπηρεσίες και στους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 όπως ισχύει, ευκρινή φωτοαντίγραφα των βεβαιώσεων έναρξης, μεταβολής και διακοπής εργασιών πρέπει, επίσης, να προσκομίζουν και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.
    Επισημαίνεται ότι:
    α) στην περίπτωση που κατατίθεται:
    αα) ευκρινές φωτοαντίγραφο βεβαίωσης έναρξης ή μεταβολής εργασιών, θα δηλώνεται στην ως άνω υπεύθυνη δήλωση ότι η επιχείρηση συνεχίζει τη λειτουργία της και δεν έχει υποβάλλει δήλωση διακοπής εργασιών στη Δ.Ο.Υ. και
    ββ) ευκρινές φωτοαντίγραφο της βεβαίωσης διακοπής εργασιών, θα δηλώνεται ότι η επιχείρηση δεν έχει υποβάλλει νέα δήλωση έναρξης εργασιών σε οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ.
    β) Επίσης, οι ως άνω υπηρεσίες και οι φορείς:
    αα) Για την απόδειξη του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) μπορούν να αποδέχονται εκτός από την βεβαίωση απόδοσης Α.Φ.Μ. και οποιοδήποτε έγγραφο υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., στο οποίο εμφανίζεται προεκτυπωμένος, όπως, ενδεικτικά, η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, το αντίγραφο δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας και
    ββ) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν μπορούν να εκτυπωθούν βεβαιώσεις έναρξης, μεταβολής ή διακοπής εργασιών, γιατί έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την υποβολή των αντίστοιχων δηλώσεων και κυρίως αν έχουν υποβληθεί πριν από την εφαρμογή του TAXIS στις Δ.Ο.Υ., κάνουν αποδεκτές υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι δηλώνουν τα απαιτούμενα στοιχεία και την ακρίβεια αυτών.
    9. Οι Δ.Ο.Υ. δεν εκδίδουν βεβαιώσεις για τις τιμές ζώνης (Τ.Ζ.) και τους συντελεστές που αναγράφονται στους Πίνακες τιμών των Αντικειμενικών Αξιών του Υπουργείου Οικονομικών, δεδομένου ότι οι τιμές για τον προσδιορισμό των Αντικειμενικών Αξιών καθορίζονται με Υπουργικές Αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α’ 43) και αναρτώνται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.gsis.gr. Επίσης, τα βιβλία τιμών των Αντικειμενικών Αξιών, με τα απαραίτητα πολεοδομικά και εμπορικά στοιχεία και οι οικείοι χάρτες δημοσιεύονται σε Φ.Ε.Κ., τα οποία μπορεί να αναζητήσει κάθε ενδιαφερόμενος στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (ηλεκτρονική διεύθυνση: www.et.gr).
    10. Τα στοιχεία που τηρούνται στα αρχεία των Δ.Ο.Υ., ηλεκτρονικά ή χειρόγραφα και προβλέπεται η χορήγηση τους από ειδικές φορολογικές διατάξεις, όπως, ενδεικτικά, στις περιπτώσεις του άρθρου 17 του ν. 4174/2013, ισχύουν και δεν επαναλαμβάνονται στην παρούσα απόφαση. Για την εκπροσώπηση των πολιτών στις διοικητικές Αρχές, συνεπώς και στις Υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), ισχύουν οι οδηγίες, που έχουν δοθεί με τα αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/ΟΙΚ. 11853/6.5.2009 και ΔΙΣΚΠΟ/Φ. 18/ 16766/25.9.2009 έγγραφα της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, τα οποία κοινοποιήθηκαν σε όλες τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών με τα αριθ. 1049342/534/0006Δ/15.5.2009 και. 1097289/0006Δ/19.10.2009 έγγραφα της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Τα προαναφερθέντα έγγραφα είναι αναρτημένα στην Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη της Γ.Γ.Δ.Ε., στην διαδρομή: συλλογές/Εκπροσώπηση των πολιτών από Δικηγόρους.
    11. Δεν απαιτείται περαιτέρω χορήγηση βεβαίωσης ή πιστοποιητικού για την απόδειξη είσπραξης, όταν έχουν εκδοθεί αποδεικτικά είσπραξης τύπου Α’ και Β’ από τις Δ.Ο.Υ. ή αντίστοιχα, παραστατικά από Τραπεζικά Ιδρύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4270/2014 (Α’ 143) και του π.δ. 16/1989 (Α’ 6).
    12. Οι υπεύθυνες δηλώσεις, των οποίων ζητείται η προσκόμιση από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τους φορείς, δεν θεωρούνται από τις Δ.Ο.Υ., αλλά υποβάλλονται απευθείας στις παραπάνω υπηρεσίες, οι οποίες υποχρεούνται να προβούν σε δειγματοληπτικό έλεγχο αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α’ 75) και της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3230/2004 (Α’ 44), με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών φορολογικών διατάξεων, όπως ενδεικτικά η περίπτωση της υποβολής υπεύθυνης δήλωσης από τον υπόχρεο, με την οποία δηλώνει ότι έχει συμπεριλάβει στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. τιμολόγια για προηγούμενες πιστοποιήσεις προσωρινών λογαριασμών του ιδίου έργου. Η υπεύθυνη δήλωση, είτε υποβάλλεται από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο, είτε από νόμιμα εξουσιοδοτημένο τρίτο πρόσωπο, πρέπει να φέρει τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του δηλούντος, από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή Κ.Ε.Π., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 2690/1999, για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
    13. Για τον δειγματοληπτικό έλεγχο των ευκρινών φωτοαντιγράφων εγγράφων, που υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι στις Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις του πέμπτου και έκτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της προαναφερθείσας παραγράφου. Η παρούσα απόφαση ισχύει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε παύει να ισχύει η αριθ. Δ6Γ 1091609 ΕΞ 2013/5.6.2013 (Β’ 1368, ΑΔΑ: ΒΕΖ- ΧΗ-Μ94) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Διευκολύνσεις εργαζομένων γονέων!

    • Άδεια λόγω σοβαρών νοσημάτων των παιδιών, 10 ημερών,
      μέχρι το 18ο έτος του παιδιού, με αποδοχές.
      (Άρθρο 51, παρ. 1 του ν. 4075/2012)
    •  Άδεια, λόγω νοσηλείας των παιδιών μέχρι 30 ημέρες, μέχρι το
      18ο έτος του παιδιού, χωρίς αποδοχές.
      (Άρθρο 51, παρ. 2 του Ν.4075/2012)
    •  Άδεια για την παρακολούθηση της σχολικής επίδοσης των
      παιδιών, διάρκειας μέχρι 4 ημερών για κάθε παιδί ηλικίας
      έως 16 ετών, με αποδοχές.
      (Άρθρο 9 του N.1483/84, άρθρο 4 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. ετών 2008-2009 και άρθρο 20, παρ. 5 του Ν.3896/2010).
    • Άδεια μονογονεϊκών οικογενειών διάρκειας 6 ημερών μέχρι 2 παιδιά
      και 8 με τρία και πάνω, μέχρι το 12ο έτος του παιδιού με αποδοχές
      (για χήρους και ανύπαντρους γονείς). (Άρθρο 7 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2002-2003).
    •  Οι γονείς και των δύο φύλων, δικαιούνται να λαμβάνουν άδεια χωρίς
      αποδοχές, σε περίπτωση ασθένειας του παιδιού ή άλλου εξαρτημένου
      μέλους της οικογένειάς τους. Η διάρκειά της φθάνει τις έξι (6) ημέρες
      κάθε ημερολογιακό έτος εφόσον προστατεύουν ένα παιδί, τις οκτώ
      (8) ημέρες για δύο παιδιά και τις δεκατέσσερις (14) ημέρες για
      περισσότερα από δύο παιδιά (άρθρο 7 Ν. 1483/84).

     

    ΠΗΓΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

    Υπενθύμιση: Ημερομηνίες υποβολής Ε9!

    Από την 1η Ιανουαρίου 2015, όσοι έχουν μεταβολές στην ακίνητη περιουσία τους, υποχρεούνται να τις δηλώνουν ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εντός 30 ημερών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής.
    Συγκεκριμένα:

    •  Αν αποκτηθεί ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου από αγοραπωλησία, δωρεά, γονική παροχή, αυτό θα πρέπει δηλωθεί ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου.
    •  Αν μεταβληθεί το ακίνητο ή το εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου (π.χ. ημιτελές ακίνητο, το οποίο αποπερατώνεται, επικαρπία η οποία συνενώνεται με την ψιλή κυριότητα λόγω θανάτου του επικαρπωτή), η μεταβολή θα πρέπει δηλωθεί ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων εντός, τριάντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε.
    •  Αν μεταβιβασθεί με επαχθή ή χαριστική αιτία ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, αυτό θα πρέπει δηλωθεί ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου.Παράδειγμα
      Ο Α. έχει την ψιλή κυριότητα μιας κατοικίας. Την επικαρπία την έχουν από 50% οι Γ. και Δ. Στις 1 Δεκεμβρίου 2016 πεθαίνει ο επικαρπωτής Γ. Ο Α. μπορεί να μεταβάλει το 50% του ακινήτου του (από ψιλή σε πλήρη κυριότητα) στη δήλωση στοιχείων ακινήτων εμπρόθεσμα μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2016.

     Αν ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου αποκτηθεί από κληρονομιά, η απόκτηση πρέπει δηλωθεί ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εντός τριάντα ημερών από την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομιάς.
    Συγκεκριμένα:

    • Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία που πληροφορήθηκε την επαγωγή και το λόγο της, δηλαδή – κατά κανόνα – από την ημερομηνία θανάτου, προκειμένου για τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, και από την ημερομηνία δημοσίευσης της διαθήκης, προκειμένου για τους εκ διαθήκης κληρονόμους. Εφόσον δεν έγινε αποποίηση της κληρονομιάς εντός 4 μηνών από την ημερομηνία θανάτου (και εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει αποδεχθεί την κληρονομιαία περιουσία μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα), ο κληρονόμος οφείλει να δηλώσει την κληρονομιαία περιουσία, εντός τριάντα ημερών από την παρέλευση του τετραμήνου.
    •  Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας ορίζεται σε ένα (1) έτος από την ημερομηνία θανάτου. Δηλαδή, εφόσον δεν έγινε αποποίηση της κληρονομιάς εντός 12 μηνών από την ημερομηνία θανάτου (και εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει αποδεχθεί την κληρονομιαία περιουσία μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα), ο κληρονόμος οφείλει να δηλώσει την κληρονομιαία περιουσία, εντός τριάντα ημερών από την παρέλευση του δωδεκαμήνου.
    •  Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομιάς, ο συνεπεία αυτής καθιστάμενος κληρονόμος, έχει ανάλογη προθεσμία για αποποίηση.
      Ο φορολογούμενος υποχρεούται να αναγράψει στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, την οποία θα υποβάλει προς τούτο, την ημερομηνία θανάτου του κληρονομουμένου και, στις περιπτώσεις που πρόκειται για εκ διαθήκης κληρονόμο, την ημερομηνία δημοσίευσης της διαθήκης.

    Παράδειγμα:
    Θάνατος 29 Φεβρουαρίου 2016. Οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κάτοικοι εξωτερικού, δεν αποποιούνται την κληρονομιά εντός του δωδεκαμήνου ούτε την αποδέχονται μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Στις 31 Μαΐου 2016 δημοσιεύεται διαθήκη. Η εισαγωγή των κληρονομιαίων ακινήτων στη δήλωση στοιχείων ακινήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί εμπρόθεσμα μέχρι και 30 Ιουνίου 2017, εφόσον μέχρι τότε δεν έχει γίνει αποδοχή της κληρονομιάς.
    ΠΡΟΣΟΧΗ: Αν πριν την παρέλευση της ημερομηνίας αποποίησης γίνει η αποδοχή κληρονομιάς, τότε ο υπόχρεος υποχρεούται να δηλώσει εντός ενός μηνός από την αποδοχή, την κληρονομιαία περιουσία στη δήλωση στοιχείων ακινήτων.
    Παράδειγμα:
    Θάνατος 15 Δεκεμβρίου 2016. Οι κληρονόμοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά στις 30 Ιανουαρίου 2017. Η εισαγωγή των κληρονομιαίων ακινήτων στη δήλωση στοιχείων ακινήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί εμπρόθεσμα μέχρι και την 1η Μαρτίου 2017 και όχι τον Ιούνιο.
    ΠΡΟΣΟΧΗ: Σε περίπτωση κατά την οποία, εντός της προθεσμίας υποβολής δήλωσης, αποκτάται και μεταβιβάζεται το ίδιο ακίνητο ή μεταβάλλονται στοιχεία αυτού, απαιτείται η υποβολή ξεχωριστών δηλώσεων.
    Παράδειγμα:
    Ε.Π.Ε. αποκτά στις 2 Νοεμβρίου 2016 μία κατοικία. Την ίδια ημερομηνία τη μεταβιβάζει. Η Ε.Π.Ε. υποβάλει εμπρόθεσμα μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 2016 δύο δηλώσεις Ε9. Μία για να εισαγάγει το ακίνητο και μία για να το διαγράψει.

    ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ/ΑΔΑΜ ΑΝΝΑ ΚΟΛΛΙΑ.

    Υπενθύμιση: Εκ περιτροπής απασχόληση – Μονομερής επιβολή!

    Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί,
    αντί καταγγελίας της σύμβασης, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής
    απασχόλησης στην επιχείρησή του μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό
    έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με
    τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων και σε περίπτωση που δεν
    υπάρχουν με το σύνολο των εργαζομένων.
    Οι αποφάσεις ή συμφωνίες θα πρέπει να κατατεθούν εντός οκτώ ημερών στην
    οικεία επιθεώρηση εργασίας.
    1)Προϋποθέσεις επιβολής:
    • Περιορισμός της οικονομικής
    δραστηριότητας.
    • Ενημέρωση και διαβούλευση
    με τους νόμιμους εκπροσώπους
    των εργαζομένων.
    • Αν δεν υπάρχουν
    συνδικαλιστικές οργανώσεις ή
    συμβούλιο εργαζομένων η
    ενημέρωση και διαβούλευση με
    το σύνολο των εργαζομένων.
    2)Επιβολή αντί καταγγελίας:
    • Δεν επιτρέπεται καταγγελία
    σύμβασης κατά τη διάρκεια της
    μονομερώς επιβληθείσας εκ
    περιτροπής.
    • Σε περίπτωση τακτικής
    καταγγελίας δεν επιτρέπεται
    επιβολή εκ περιτροπής κατά το
    χρόνο της προμήνυσης.
    (Μον Πρωτ. Αθ.1091/2016)
    3)Σχετική νομολογία:
    • Ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας δε δικαιολογεί
    την επιβολή εκ περιτροπής αν είναι ασήμαντος. (Μον. Πρωτ. Κεφ
    34/2013)
    • Ανεπίτρεπτη η επιβολή εκ περιτροπής επιλεκτικά σε
    συγκεκριμένους μισθωτούς όταν άλλοι συνεχίζουν να εργάζονται
    κατά πλήρες ωράριο (Α.Π.1252/2014, Μον. Πρωτ. Αθ .2042/2012)
    • Καταχρηστική η επιβολή εκ περιτροπής 1-2 ημέρες την εβδομάδα-
    αποδοχές λιγότερες από επίδομα ανεργίας – θεωρήθηκε ότι
    επιλέχθηκε η προσφυγή σ’ αυτή τη λύση για να αποφευχθεί η
    καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. (Μον. Πρωτ. Αθ. 12426/2012)
    ΠΗΓΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ(ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ)

    Υπενθύμιση: Αναγραφή ακινήτου στο Ε9 με βάση την πραγματική του κατάσταση!

    ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ.

    Η πραγματική κατάσταση του ακινήτου προκύπτει από την οριστική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο.

    Αν δεν υπάρχει οριστική εγγραφή, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του ακινήτου, όπως προκύπτουν από τον τίτλο κτήσης.

    Αν δεν υπάρχει τίτλος κτήσης, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της πραγματικής κατάστασης του ακινήτου.

    Αν η πραγματική επιφάνεια του ακινήτου (κτίσματος ή οικοπέδου ή γηπέδου) υπερβαίνει αυτής που αναγράφεται στην οριστική
    εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο ή στον τίτλο κτήσης ή στην άδεια οικοδομής, λαμβάνεται υπόψη η υπερβάλλουσα επιφάνεια του ακινήτου.

    Η αναγραφή της υπερβάλλουσας επιφάνειας για το οικόπεδο ή για το γήπεδο, ισχύει από το έτος 2014 και επόμενα έτη, ενώ για το κτίσμα ισχύει από το έτος 2005.

    ΠΡΟΣΟΧΗ: Αν η πραγματική επιφάνεια του ακινήτου (κτίσματος ή οικοπέδου ή γηπέδου) υπολείπεται αυτής που αναγράφεται στην οριστική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο ή στον τίτλο κτήσης, τότε λαμβάνεται υπόψη η επιφάνεια του ακινήτου της οριστικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο ή του τίτλου κτήσης.
     

    ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ Η ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ.

    Κτίσματα, τα οποία ήταν πλήρως αυθαίρετα ή είχαν πολεοδομικές παραβάσεις, οι οποίες τακτοποιήθηκαν ή νομιμοποιήθηκαν, αναγράφονται στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων με την επιφάνεια ή τη χρήση τους, όπως αυτή τακτοποιήθηκε ή νομιμοποιήθηκε ανάλογα με το πολεοδομικό νόμο στον οποίο εντάσσονται, ως εξής:

    1. Νόμος 3775/2009.
    Το κτίσμα αναγράφεται με την υπερβάλλουσα επιφάνεια στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η υπέρβαση

    2. Νόμος 3843/2010
    α. Τακτοποίηση ημιυπαίθριων χώρων.

    Γενικά, δεν απαιτείται η αναγραφή των τακτοποιούμενων κλειστών ημιυπαιθρίων χώρων με την προσθήκη της επιφανείας τους στους κύριους χώρους του κτίσματος μέχρι και το έτος 2013. Επίσης, δεν απαιτείται η προσθήκη του τακτοποιούμενου κλειστού ημιυπαίθριου χώρου στους κύριους χώρους του κτίσματος, εφόσον αυτός έχει αναγραφεί στους βοηθητικούς χώρους, μέχρι και το έτος 2013.

    Όμως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, μετά την τακτοποίηση του, υπάρχει υποχρέωση αναγραφής στη δήλωση στοιχείων ακινήτων ακινήτου (έντυπο Ε9), το οποίο περιλαμβάνει τακτοποιούμενο κλειστό ημιυπαίθριο χώρο για άλλη αιτία, τότε κατά την αναγραφή του ακινήτου συμπεριλαμβάνονται στους κύριους χώρους του ακινήτου και τα τετραγωνικά μέτρα του κλειστού ημιυπαίθριου χώρου.

    Μεταβολές, για τις οποίες απαιτείται η αναγραφή στους κύριους χώρους και των τακτοποιημένων ημιυπαίθριων χώρων είναι π.χ. αγορά ποσοστού του ακινήτου, μεταβολή του είδους εμπράγματου δικαιώματός του, μεταβολή των ποσοστών ιδιοκτησίας, διαχωρισμός επικαρπίας – ψιλής κυριότητας κ.λπ..

    Από το έτος 2014, ο κλειστός ημιυπαίθριος προστίθεται στους κύριους χώρους του κτίσματος. Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες έχει αναγραφεί ο τακτοποιημένος ημιυπαίθριος χώρος, έστω και αν δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων και πριν το έτος 2014, αυτός δεν μπορεί να διαγραφεί.

    β. Αλλαγή χρήσης – τακτοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων.

    Εφόσον το τακτοποιούμενο κτίσμα έχει δηλωθεί έστω και ως βοηθητικός χώρος, δεν απαιτείται η αναγραφή του στους χώρους κύριας χρήσης μέχρι και το έτος 2013, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, μετά την τακτοποίηση του, υπάρχει υποχρέωση αναγραφής στη
    δήλωση στοιχείων ακινήτων ακινήτου (έντυπο Ε9) για άλλη αιτία, οπότε αναγράφεται σύμφωνα με την πραγματική του κατάσταση.

    Μεταβολές, για τις οποίες απαιτείται η αναγραφή στους κύριους χώρους είναι π.χ. αγορά ποσοστού του ακινήτου, μεταβολή του είδους εμπράγματου δικαιώματος του, μεταβολή των ποσοστών ιδιοκτησίας, διαχωρισμός επικαρπίας – ψιλής κυριότητας κ.λπ..

    Από το έτος 2014, το κτίσμα αναγράφεται σύμφωνα με την τακτοποίηση. Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες έχει αναγραφεί το τακτοποιημένο κτίσμα, έστω και αν δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων και πριν το έτος 2014, αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί.

    Εφόσον το τακτοποιούμενο κτίσμα δεν έχει δηλωθεί στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9), τότε αναγράφεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων του επομένου έτους από την τακτοποίησή του. Ως χρόνος τακτοποίησης θεωρείται η ημερομηνία που τίθεται η σφραγίδα για τη βεβαίωση της πληρότητας του φακέλου, στο αντίγραφο της υποβληθείσας αίτησης τακτοποίησης, από την πολεοδομία.

    3. Νόμος 4014/2011

    Αυθαίρετα κτίσματα και οι αυθαίρετες αλλαγές χρήσεις, οι οποίες τακτοποιήθηκαν με το ν. 4014/2011, αναγράφονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9) μέχρι και το έτος 2013 στην κατάσταση και χρήση τους, όπως αυτή προκύπτει από την αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 24 του ν. 4014/2011, σύμφωνα με τις οδηγίες του τρόπου αναγραφής των ακινήτων, από το επόμενο έτος της τακτοποίησής τους.

    Για την αναγραφή του τακτοποιημένου κτίσματος με το νόμο 4014/2011 στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων, ως χρόνος τακτοποίησης
    θεωρείται η ημερομηνία αίτησης υπαγωγής τους στη ρύθμιση των διατάξεων αυτών.

    Εφόσον όμως ο φορολογούμενος αιτείται και την υπαγωγή του ακινήτου με τις πολεοδομικές παραβάσεις και στις διατάξεις του ν. 4178/2013, τότε αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο αυτό.

    Από το έτος 2014, το κτίσμα αναγράφεται σύμφωνα με την τακτοποίηση. Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες έχει αναγραφεί το τακτοποιημένο κτίσμα, έστω και αν δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων και πριν το έτος 2014, αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί.

    4. Νόμος 4178/2013

    Ο φορολογούμενος, δεν υποχρεούται να αναγράψει στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων του για τα έτη 2013 και προηγούμενα έτη, τα αυθαίρετα κτίσματα και τις αυθαίρετες αλλαγές χρήσεις, οι οποίες νομιμοποιηθήκαν με το ν. 4178/2013. Τα αυθαίρετα κτίσματα και οι αυθαίρετες αλλαγές χρήσεις, αναγράφονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9) από το έτος 2014, ανεξάρτητα από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής τους στη ρύθμιση των διατάξεων αυτών.

    Για παράδειγμα, νομιμοποίηση αυθαίρετου κτίσματος με την υπαγωγή στο νόμο 4178/2013, τον Ιούνιο του 2016. Το κτίσμα θα δηλωθεί με την υπερβάλλουσα επιφάνεια από το έτος 2014, γιατί σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο, η υπέρβαση της δόμησης είχε πραγματοποιηθεί μέχρι το έτος 2011.

    Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες έχει αναγραφεί το νομιμοποιημένο κτίσμα, έστω και αν δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων και πριν το έτος 2014, αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί.

    ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΝΑΣ ΑΔΑΜ ΚΟΛΛΙΑΣ/ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ.

    ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ: Φορολογική αντιμετώπιση των παροχών, επιδοτήσεων και λοιπών ποσών που χορηγούνται από τον ΟΑΕΔ!

     

    Μια πολύ σημαντική απάντηση σε ερώτημα/έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, παρουσιάζεται παρακάτω αυτούσια και ξεδιαλύνει σε μεγάλο βαθμό τη φορολογική αντιμετώπιση και απεικόνιση στο έντυπ Ε1, των παροχών, επιδοτήσεων και λοιπών ποσών που χορηγούνται από τον ΟΑΕΔ.

     

    Αθήνα, 10 Ιουνίου 2015

    Αρ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1079650 EΞ 2015
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝ. ΓΡΑΜ. ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ: Α’
    Πληροφορίες: Β.Γιοβά, Θ. Σαφαρής
    Ταχ. Δ/νση ; Καρ. Σερβίας 10
    Τ.Κ. : 101 84
    Τηλέφωνο : 210 3375317-8
    FAX : 210 3375001

    ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ

    ΘΕΜΑ: Φορολογική αντιμετώπιση των παροχών, επιδοτήσεων και λοιπών παρεμφερών ποσών που χορηγούνται από τον ΟΑΕΔ.
    Οδηγίες για την ορθή αναγραφή τους στην δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1).

    Μετά από πληθώρα ερωτημάτων που έχουν τεθεί στην υπηρεσία μας και λαμβάνοντας υπόψη τις διευκρινίσεις του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού για το παραπάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα εξής:

    Α. Τα επιδόματα ανεργίας που καταβάλλονται στους δικαιούχους, εφόσον το άθροισμα των λοιπών εισοδημάτων του άνεργου δεν υπερβαίνει ετησίως τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, είναι εισόδημα που απαλλάσσεται από το φόρο και δηλώνεται στους κωδικούς 661-662, για τον υπόχρεο και την σύζυγο αντίστοιχα, του έντυπου της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1).

    Επιδόματα – βοηθήματα ανεργίας είναι τα εξής:

    1. Επίδομα τακτικής ανεργίας
    2. Επίδομα μακροχρόνια ανέργων
    3. Ειδικό εποχικό βοήθημα
    4. Ειδικό βοήθημα μετά τη λήξη επιδόματος ανεργίας
    5. Ειδικό βοήθημα μετά από τρίμηνη παραμονή στο μητρώο του ΟΑΕΔ, που λαμβάνουν οι επί τρεις μήνες άνεργοι, όταν δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις τακτικής επιδότησης.
    6. Ειδικό βοήθημα αποφυλακισμένων, το οποίο λαμβάνουν όσοι εξέτισαν ποινή στερητική της ελευθερίας τους,
    7. Επιδότηση νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας – ΕΣΠΑ.
    8. Βοήθημα αυτοτελώς και ανεξαρτήτως απασχολουμένων, το οποίο λαμβάνουν οι αυτοαπασχολούμενοι που αποδεδειγμένα διέκοψαν το επάγγελμά τους.

    Β. Τα ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους λόγω απώλειας του εισοδήματός τους και αντί του μισθού που θα κατέβαλαν οι εργοδότες τους ή τους δίδονται ως αμοιβή για παροχή εργασίας, χαρακτηρίζονται ως κανονικές αποδοχές και θα εμφανίζονται προσυμπληρωμένα στους κωδικούς 301-302 για υπόχρεο-σύζυγο αντίστοιχα, αν ο φορέας έχει αποστείλει ηλεκτρονικό αρχείο βάσει της Απόφασης ΓΓΔΕ – ΠΟΛ.1051/19.2.2015, ή θα συμπληρώνεται από τους υπόχρεους στους κωδικούς 343-344 αν δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση. Τέτοια ποσά είναι:

    1. Παροχές λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, που είναι η πληρωμή μέρους ανεξόφλητων αποδοχών, όταν οι εργοδότες περιέλθουν σε κατάσταση παύσεως εργασιών ή αναστολής πληρωμών, ή έχουν κηρυχτεί σε πτώχευση, ή έχουν τεθεί σε εκκαθάριση.

    2. Επίδομα διαθεσιμότητας, το οποίο είναι το 10% του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, όταν ο εργοδότης θέσει τους εργαζόμενους σε διαθεσιμότητα.

    3. Αποδοχές ωφελούμενων Προγραμμάτων Κοινωφελούς εργασίας, οι οποίες δίδονται έναντι παρασχεθείσας εργασίας.

    Γ. 1. Η Ειδική Παροχή Προστασίας της Μητρότητας, η οποία καταβάλλεται από τον ΟΑΕΔ κατά το διάστημα που οι ασφαλισμένες στο ΙΚΑ μητέρες έχουν λάβει 6 μήνες άδεια μετά από συμφωνία με τον εργοδότη τους βάσει της γνωμοδότησης ΝΣΚ 278/2012, αποτελεί εισόδημα απαλλασσόμενο από το φόρο. Τα καταβληθέντα ποσά είτε εμφανίζονται προσυμπληρωμένα στους κωδικούς 619-620 για την υπόχρεη ή την σύζυγο αν ο φορέας έχει αποστείλει ηλεκτρονικό αρχείο βάσει της Απόφασης ΓΓΔΕ- ΠΟΛ.1051/19.2.2015, είτε θα συμπληρώνονται από την υπόχρεη ή την σύζυγο στους κωδικούς 659-660 αν δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση.

    2. Η Συμπληρωματική Παροχή Μητρότητας, καταβάλλεται από τον ΟΑΕΔ σε ασφαλισμένες του ΙΚΑ αντί της μαιευτικής περίθαλψης, ως συμπληρωματική παροχή αυτής που χορηγείται από το ΙΚΑ ως επίδομα κυοφορίας και λοχείας. Με βάση την γνωμοδότηση του ΝΣΚ 375/2009 το επίδομα που δίδεται από το ΙΚΑ δυνάμει του άρθρου 39 του ν. 1846/1951, χορηγείται για κάλυψη δαπανών και δεν είναι εισόδημα. Κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η παροχή που καταβάλλεται από τον ΟΑΕΔ ως συμπλήρωμα της περίπτωσης αυτής, δεν αποτελεί εισόδημα, δεν καλύπτει αντικειμενικές δαπάνες και συνεπώς δεν συμπληρώνεται στη δήλωση, επειδή καταβάλλεται εφάπαξ και η πηγή προέλευσής της εξαντλείται με τον τοκετό.
    Επομένης, δεν συμπεριλαμβάνονται στις αμοιβές για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση υποβολής αρχείου βεβαιώσεων με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου (ΠΟΛ.1051/19.2.2015).

    Δ. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την περίπτωση Θδ’ του άρθρου 138 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ 41 Α’/ 01-03-2012), οι άνεργοι του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ και του ΓΕΝΕ εξομοιώνονται φορολογικά με τους άνεργους του ΟΑΕΔ.

    Υπενθύμιση:«Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από εκμίσθωση του δικαιώματος εκμετάλλευσης περιπτέρου»!

    Μια σημαντική αλλαγή από τις πολλές που προέκυψαν μετά την εφαρμογή του νέου φορολογικού νόμου 4172/2013 είναι και η φορολογική αντιμετώπιση του εισοδήματος από δικαίωμα εκμετάλλευσης περιπτέρου.
    Η φορολογική διοίκηση εξέδωσε αρκετά καθυστερημένα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εδώ δύο εγκυκλίους τις οποίες και αναφέρουμε παρακάτω:

    Υπενθύμιση: Επίδομα ωρίμανσης ΕΓΣΣΕ!

     

    Υπενθύμιση: Η αξία των χορηγηθέντων δώρων σε πελάτες εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα, εφόσον τεκμηριωθεί ότι η δαπάνη γίνεται προς το συμφέρον της επιχείρησης!

    Υπενθύμιση: Χρόνος απόκτησης εισοδήματος επιχορηγήσεων που εισπράττουν νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες από φορείς Γενικής Κυβέρνησης!

     

    Υπενθύμιση: Διευκρινίσεις σχετικά με την έκπτωση των διατακτικών σίτισης που χορηγεί επιχείρηση σε εργαζομένους της!

     

    Υπενθύμιση: Φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013).

     
    Αθήνα, 2 Μαρτίου 2015
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
    ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α’ – ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑΤΑ: Β’ – Α’
    Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
    Πληροφορίες: Φ. Φανάρα, Β. Γιοβά
    Τηλέφωνο : 210 – 3375311, 317
    ΦΑΞ : 210 – 3375001
    ΠΟΛ 1056/2015
    ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013).

    Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 26 του Κεφαλαίου Γ’ του Μέρους Δεύτερου του ν.4172/2013, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:
    1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι τα ποσά των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων και οι διαγραφές αυτών, με την επιφύλαξη των οριζομένων στις παραγράφους 5 έως 7 του ίδιου άρθρου, εκπίπτουν για φορολογικούς σκοπούς, ως εξής:
    α) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις μέχρι το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της εν λόγω απαίτησης, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης,
    β) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις άνω του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

    Χρόνος υπερημερίας (σε μήνες) Προβλέψεις (σε ποσοστό %)
    >12 50
    >18 75
    >24 100

    Τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, για προβλέψεις που σχηματίζονται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.
    2. Με τις νέες διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται για όλα τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, ανεξάρτητα αν τηρούν διπλογραφικά ή απλογραφικά βιβλία, καθώς και για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, καθόσον πλέον, δεν σχηματίζονται προβλέψεις ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν ή όχι επισφαλείς απαιτήσεις, όπως συνέβαινε με τις διατάξεις της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (παλαιός Κ.Φ.Ε.), αλλά αντίθετα, σε κάθε περίπτωση, ικανή και αναγκαία συνθήκη για το σχηματισμό πρόβλεψης ή τη διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων είναι να έχουν αναληφθεί προ του σχηματισμού ή της διαγραφής οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης. Ο υπολογισμός των προβλέψεων γίνεται με βάση το χρόνο κατά τον οποίο παραμένουν ανείσπρακτες οι υπόψη απαιτήσεις και ανάλογα με το ποσό της ληξιπρόθεσμης απαίτησης (οφειλόμενο υπόλοιπο απαίτησης).
    Δεδομένου ότι τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και τα οποία επίσης τηρούν απλογραφικά βιβλία δεν τηρούν στα λογιστικά βιβλία τους υπόλοιπα λογαριασμών πελατών, θα παρακολουθούν τις επισφαλείς απαιτήσεις τους εξωλογιστικά, τηρώντας καταστάσεις ανά πελάτη ή χρεώστη και ανά συναλλαγή. Οι καταστάσεις αυτές θα ενημερώνονται κάθε φορά που λαμβάνει χώρα μεταβολή στο υπόλοιπο του επισφαλούς πελάτη και θα είναι διαθέσιμες στη Φορολογική Διοίκηση, όταν αυτές ζητηθούν, συνοδευόμενες από όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν τη λήψη των κατάλληλων ενεργειών και τον τρόπο υπολογισμού των προβλέψεων.
    Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις των υπόχρεων με απλογραφικά βιβλία υπολογίζονται με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που εφαρμόζονται και στους υπόχρεους που τηρούν διπλογραφικά βιβλία.
    Επίσης, με βάση τις νέες ρυθμίσεις, για τον υπολογισμό των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων λαμβάνονται υπόψη και οι απαιτήσεις από λιανικές πωλήσεις ή παροχή υπηρεσιών προς ιδιώτες, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Επιπλέον, τονίζεται ότι με τις νεότερες αυτές διατάξεις δεν περιορίζεται η απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων σε εκείνες που έχουν προέλθει μόνο από πελάτες αλλά καταλαμβάνει κάθε απαίτηση που δεν εισπράχθηκε ή δεν συμψηφίσθηκε. Για παράδειγμα, επιχείρηση, προκειμένου να κατασκευάσει αποθήκες, έχει συνάψει σύμβαση με κατασκευαστική εταιρεία, στην οποία κατέβαλε προκαταβολή 10.000 ευρώ. Η κατασκευαστική εταιρεία όμως περιήλθε σε παύση πληρωμών και δεν κατασκεύασε τις αποθήκες. Η επιχείρηση αυτή μπορεί να σχηματίσει πρόβλεψη για το ποσό της προκαταβολής.
    Στην αξία της απαίτησης, προκειμένου για τον υπολογισμό πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων, δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ με τον οποίο επιβαρύνονται οι πωλήσεις ή υπηρεσίες, καθόσον δεν αποτελεί ακαθάριστο έσοδο της επιχείρησης. Αντίθετα, λαμβάνονται υπόψη τυχόν επιστροφές ή εκπτώσεις επί των διενεργηθεισών πωλήσεων ή παρασχεθεισών υπηρεσιών. Επίσης, λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις έναντι πελατών τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού.
    3. Για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και ειδικότερα για την εξεύρεση του ποσού της ληξιπρόθεσμης απαίτησης, αυτό που λαμβάνεται υπόψη δεν είναι το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο του εκάστοτε πελάτη ή άλλου χρεώστη αλλά το ανεξόφλητο ποσό της κάθε μίας συναλλαγής με τον πελάτη αυτόν. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση πελατών επιχείρησης των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και με τους οποίους υφίστανται πέραν της μίας συναλλαγές, οι προβλέψεις θα σχηματίζονται με διαφορετικά ποσοστά επί των οφειλομένων ποσών ανά συναλλαγή και επί τη βάσει του χρόνου που αυτά παραμένουν ανείσπρακτα. Σημειώνεται ότι για το σχηματισμό προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων λαμβάνονται και εκείνες οι επισφαλείς απαιτήσεις που προέκυψαν πριν την 1.1.2014 και δεν έχουν διαγραφεί μέχρι τις 31. 12.2013.
    Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα:
    Έστω ότι η επιχείρηση «ΑΛΦΑ ΑΕ», με φορολογικό έτος 1.1.2014 – 31.12.2014, εμφανίζει στο τέλος του φορολογικού της έτους ανεξόφλητο υπόλοιπο απαίτησης του πελάτη της «ΒΗΤΑ ΑΕ», με τον οποίο έχει παραπάνω της μίας συναλλαγές, συνολικού ύψους 15.000 ευρώ. Το ανεξόφλητο αυτό υπόλοιπο αντιστοιχεί σε τρία (3) τιμολόγια το πρώτο εκ των οποίων φέρει ημερομηνία έκδοσης 01.02.2013, είναι αξίας 10.000 ευρώ και για το οποίο παραμένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 4.000 ευρώ. Το δεύτερο τιμολόγιο φέρει ημερομηνία 15.07.2013, είναι αξίας 12.000 ευρώ και για το οποίο παραμένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 7.000 ευρώ. Το τρίτο τιμολόγιο φέρει ημερομηνία 30.06.2014, είναι αξίας 4.000 ευρώ και είναι ανεξόφλητο στο σύνολό του. Η επιχείρηση αυτή έχει προβεί σε όλες τις κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης των εν λόγω απαιτήσεων.
    Για να υπολογίσει τις εκπιπτόμενες προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων στις 31.12.2014, η επιχείρηση θα πρέπει να ελέγξει το χρόνο που παραμένουν ανείσπρακτα τα τιμολόγια. Για το τρίτο τιμολόγιο η επιχείρηση δεν μπορεί την ως άνω ημερομηνία να σχηματίσει πρόβλεψη, καθώς δεν έχει παρέλθει το απαιτούμενο 12μηνο. Για το δεύτερο τιμολόγιο η επιχείρηση μπορεί να σχηματίσει επί του οφειλόμενου υπολοίπου 7.000 ευρώ ποσοστό ίσο με 50%, άρα πρόβλεψη ίση με 3.500 ευρώ, καθόσον παρήλθε το 12μηνο αλλά όχι το 18μηνο. Τέλος, για το πρώτο τιμολόγιο η επιχείρηση μπορεί να σχηματίσει επί του οφειλόμενου υπολοίπου 4.000 ευρώ ποσοστό ίσο με 75%, άρα πρόβλεψη ίση με 3.000 ευρώ, καθόσον παρήλθε το 18μηνο αλλά όχι το 24μηνο. Κατά συνέπεια, για τον πελάτη «ΒΗΤΑ ΑΕ» η επιχείρηση δικαιούται να σχηματίσει προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων, αναγνωριζόμενες φορολογικά, συνολικού ύψους 6.500 ευρώ.
    Στις 31.12.2015 υφίστανται τα ίδια ως άνω ανείσπρακτα υπόλοιπα, με αυτά της 31.12.2014. Η επιχείρηση θα σχηματίσει πρόβλεψη για το τρίτο τιμολόγιο ίση με το 50% του ανεξόφλητου υπολοίπου του, ήτοι 50% x 4.000 = 2.000 ευρώ, για το δεύτερο τιμολόγιο 100% επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του, αφαιρουμένου του ποσού πρόβλεψης που σχηματίστηκε στις 31.12.2014, ήτοι 100% x 7.000 – 3.500 = 3.500 ευρώ και για το πρώτο τιμολόγιο θα σχηματίσει πρόβλεψη ίση με το ανεξόφλητο υπόλοιπό του επί το συντελεστή 100%, αφαιρουμένου του ποσού πρόβλεψης που σχηματίστηκε στις 31.12.2014, ήτοι 100% x 4.000 – 3.000 = 1.000 ευρώ.
    4. Στην έννοια της ληξιπρόθεσμης απαίτησης περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις των απαιτήσεων εκείνων που η ημερομηνία εξόφλησής τους έχει παρέλθει και ειδικότερα:
    α) σε περίπτωση που βάσει συμφωνητικού ή άλλου διακανονισμού παρέχεται στον πελάτη χρόνος πίστωσης για την αποπληρωμή της οφειλής, κρίσιμος χρόνος για την αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπερημερίας για την απαίτηση αυτή, είναι η παρέλευση του χρόνου πίστωσης,
    β) σε περίπτωση που πέραν του τιμολογίου δεν υπάρχει σχετικό συμφωνητικό ή άλλος διακανονισμός, αφετηρία υπολογισμού του χρόνου είναι η ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού,
    γ) σε περίπτωση εξόφλησης απαιτήσεων με γραμμάτια, η ημερομηνία λήξης τους και με επιταγή, η ημερομηνία της επιταγής.
    Από τα ανωτέρω και με βάση την αιτιολογική έκθεση του ν.4172/2013 προκύπτει ότι η προϋπόθεση της ανάληψης κατάλληλων ενεργειών για τη διασφάλιση δικαιώματος είσπραξης θέτει ένα ελάχιστο όριο για τη διεκδίκηση είσπραξης της απαίτησης, χωρίς να προσδιορίζει το μέσο για τη διεκδίκηση και κατά τούτο μπορεί να αναληφθεί οποιαδήποτε ενέργεια για την είσπραξη, αρκεί να είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης. Σε κάθε περίπτωση ο κατάλληλος ή μη χαρακτήρας, ως θέμα πραγματικό, κρίνεται ad hoc με βάση το ύψος της απαίτησης, το φερέγγυο ή μη του καθ’ ου η απαίτηση, καθώς και από άλλους παράγοντες και εναπόκειται στην κρίση της ελεγκτικής αρχής. Ωστόσο οι όποιες ενέργειες, που εξαρτώνται από το ύψος της απαίτησης και την φερεγγυότητα του πελάτη, θα πρέπει να διασφαλίζουν το δικαίωμα της επιχείρησης να εισπράξει τις απαιτήσεις της. Πέραν της άσκησης ένδικου βοηθήματος και της αίτησης για λήψη ασφαλιστικών ή αναγκαστικών μέτρων, κατάλληλες ενέργειες είναι η σφράγιση μίας επιταγής από την εκδότρια τράπεζα, η κατάθεση όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κ.λπ.
    Διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα της επιχείρησης να εισπράξει τις απαιτήσεις της δεν διασφαλίζεται από ενέργειες όπως η ανάθεση διεκδίκησης της απαίτησης σε τρίτους (εισπρακτικές εταιρείες) ή η φραγή/διακοπή της παροχής υπηρεσιών στην περίπτωση εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, κ.λπ.
    Οι όποιες ενέργειες έχουν ήδη ληφθεί πριν την 01.01.2014 για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης και χαρακτηρίζονται ως κατάλληλες με βάση την παρούσα λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού και οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν απαιτείται να επαναληφθούν.
    Στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν προέβησαν σε κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης, οι προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων δεν θα αναγνωρίζονται φορολογικά και η επιχείρηση θα πρέπει να προβαίνει στη σχετική φορολογική αναμόρφωση των λογιστικών αποτελεσμάτων.
    5. Με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επιχείρησης, εφόσον η απαίτηση: α) καταστεί εισπράξιμη ή β) διαγραφεί. Η απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.
    Με τις ως άνω διατάξεις προβλέπονται οι περιπτώσεις ανάκτησης της πρόβλεψης με μεταφορά της στα κέρδη της επιχείρησης και ορίζονται σωρευτικά και περιοριστικά οι προϋποθέσεις για τη διαγραφή της απαίτησης.
    Προκειμένου για τη διαγραφή απαιτήσεων απαιτείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η σωρευτική πλήρωση των τριών (3) προϋποθέσεων που ορίζονται στις υπόψη διατάξεις. Ειδικότερα, όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση με την οποία απαιτείται να έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης, διευκρινίζεται ότι με αυτές πρέπει να αποδεικνύεται ότι η σχετική απαίτηση είναι ανεπίδεκτη είσπραξης, δηλαδή ότι ο οφειλέτης είναι πράγματι αφερέγγυος. Η αφερεγγυότητά του μπορεί να αποδεικνύεται ενδεικτικά από τα ακόλουθα:
    α) τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου με την οποία να υποχρεώνεται ο οφειλέτης σε εξόφληση,
    β) πιστοποιητικό υποθηκοφυλακείου από το οποίο να προκύπτει, κατά περίπτωση, η μη ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή τα υπάρχοντα τοιαύτα με τα τυχόν βάρη τους,
    γ) σε περίπτωση διενέργειας πλειστηριασμού σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, είτε κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης είτε συνεπεία μη επιτεύξεως πτωχευτικού συμβιβασμού, αντίγραφο του πίνακα κατάταξης ή διανομής από συμβολαιογράφο που ορίστηκε για τον πλειστηριασμό της περιουσίας του οφειλέτη, από τον οποίο να προκύπτει η μη ικανοποίηση του δανειστή από το εκπλειστηρίασμα,
    δ) τη συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το έκτο Κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007), με την οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρησης (προπτωχευτική διαδικασία),
    ε) σε περίπτωση επιχείρησης που κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης και από τους επίσημους ισολογισμούς της προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή δεν έχει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, πάγια, χρεόγραφα κλπ.) για να ικανοποιήσει τους οφειλέτες της. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης. Επομένως, η κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης λόγω παύσης πληρωμών δεν επιφέρει από μόνη της απόσβεση της απαίτησης.
    στ) σε περίπτωση διακοπής εργασιών κεφαλαιουχικών εταιρειών. Τα ανωτέρω είναι ενδεικτικά ούτως ώστε να μην αποκλεισθούν και άλλα τα οποία, είτε από μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν είναι δυνατή η είσπραξη της απαίτησης. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιχείρηση, η οποία φέρει και το βάρος της απόδειξης για την απώλεια συγκεκριμένης απαίτησης, οφείλει όταν της ζητηθεί να προσκομίσει τα δικαιολογητικά εκείνα που διαθέτει στην αρμόδια για τον έλεγχό της φορολογική αρχή η οποία και θα κρίνει τελικά ως θέμα πραγματικό την επισφάλεια και το ανεπίδεκτο της είσπραξης.
    Βεβαιώσεις ή επιστολές δικηγόρων για την αδυναμία είσπραξης της απαίτησης δεν αποτελούν απόδειξη της αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Ομοίως, η έκδοση ακάλυπτης επιταγής και η σχετική καταδίκη για την έκδοση αυτή δεν δημιουργούν μόνες τους ούτε αποδεικνύουν εξ αντικειμένου την αφερεγγυότητα του οφειλέτη.
    Όταν η απαίτηση απορρέει από την πώληση κινητών πραγμάτων με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας από τον πωλητή μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, δεν μπορεί να γίνει διαγραφή αυτής πριν από την περαίωση της διαδικασίας διεκδίκησης και επιστροφής στην πωλήτρια επιχείρηση του πωληθέντος και μη εξοφληθέντος από τον αγοραστή πράγματος ή πριν την περαίωση της διαδικασίας δικαστικής επιδίωξης για την αποπληρωμή του τιμήματος.
    6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι ανεξάρτητα από την παράγραφο 1, ο σχηματισμός προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων δεν επιτρέπεται στις περιπτώσεις επισφαλών απαιτήσεων «κατά» των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δέκα τοις εκατό (10%) και των θυγατρικών εταιρειών της επιχείρησης με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δέκα τοις εκατό (10%), εκτός αν για την αξίωση που αφορά αυτές τις οφειλές υπάρχει εκκρεμοδικία ενώπιον δικαστηρίου ή διαιτητικού δικαστηρίου, ή εάν ο οφειλέτης έχει υποβάλει αίτημα κήρυξης σε πτώχευση ή υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης ή σε βάρος του έχει εκκινήσει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης, δεν επιτρέπεται ο σχηματισμός προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις που καλύπτονται από ασφάλιση ή οποιαδήποτε εγγυοδοσία ή άλλη ενοχική ή εμπράγματη ασφάλεια ή για οφειλές του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή για εκείνες που έχουν δοθεί με την εγγύηση αυτών των φορέων.
    Επισημαίνεται ότι η έννοια του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α. λαμβάνεται όπως ορίζεται στις περιπτώσεις στ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, αντίστοιχα. Συνεπώς στις ανωτέρω εξαιρέσεις από το σχηματισμό προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων δεν περιλαμβάνονται και άρα είναι δυνατός ο σχηματισμός προβλέψεων για απαιτήσεις έναντι Ν.Π.Δ.Δ., δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, κ.λπ.
    7. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι οι τράπεζες μπορούν να εκπίπτουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί του ποσού του ετήσιου μέσου όρου των πραγματικών χορηγήσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις μηνιαίες λογιστικές καταστάσεις τους. Τέτοιες χορηγήσεις συνιστούν οι απαιτήσεις κεφαλαίου και οι απαιτήσεις των εγγεγραμμένων τόκων, όχι όμως και επισφαλών ή μη εισπράξιμων τόκων των επισφαλών απαιτήσεων ή απαιτήσεων μη παραγωγικών, τους οποίους οι τράπεζες δικαιούνται να μην εμφανίζουν ή εγγράφουν στα βιβλία τους, υποχρεούμενες να αποδεικνύουν ότι πρόκειται για τέτοιους τόκους, καθώς και η κάλυψη στο σύνολο του ή εν μέρει ομολογιακού δανείου ιδιωτικών επιχειρήσεων ή η απόκτηση μετοχών κατά τη σύσταση ανώνυμης εταιρείας ή αύξηση του κεφαλαίου της, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι τίτλοι των ομολογιών ή μετοχών παραμένουν στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας. Στις χορηγήσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια γενικά προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα δάνεια γενικά για τα οποία δόθηκε εγγύηση του Δημοσίου και οι καταθέσεις σε άλλες τράπεζες. Πέρα από το ποσοστό έκπτωσης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο οι τράπεζες μπορούν να εκπίπτουν από το εισόδημα τους, για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της χρήσης πρόσθετες ειδικές κατά περίπτωση προβλέψεις για την απόσβεση απαιτήσεων κατά πελατών τους, για τις οποίες έχει διακοπεί ο λογισμός τόκων.
    8. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται ανάλογα και στις συνεταιριστικές τράπεζες, καθόσον οι διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 4 του ν.2753/1999 και της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν.3470/2006 με βάση τις οποίες αυτές μπορούν να σχηματίζουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων παρέπεμπαν στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 105 του ν. 2238/1994, αντίστοιχα, οι οποίες πλέον ρυθμίζονται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 4172/2013.
    9. Αναφορικά με το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης («ΕΤΕΑΝ ΑΕ»), το οποίο αποτελεί καθολικό διάδοχο της «ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ», με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 9 του ν.3297/2004 οριζόταν ότι οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 105 του ν. 2238/1994 εφαρμόζονται ανάλογα και σε αυτό με εφαρμογή ποσοστού 1% επί του ετήσιου μέσου όρου των εν ενεργεία εγγυήσεων.
    Δεδομένου ότι το ζήτημα πλέον ρυθμίζεται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 4172/2013, συνάγεται ότι η «ΕΤΕΑΝ ΑΕ» εξακολουθεί να μπορεί να εκπίπτει προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων ποσοστού 1% επί του ετήσιου μέσου όρου των εν ενεργεία εγγυήσεων.
    10. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να εκπίπτουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό μέχρι δύο τοις εκατό (2%) επί του συνολικού ύψους μισθωμάτων, τα οποία προκύπτουν από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, που έχουν συναφθεί μέσα στη διάρκεια του φορολογικού έτους. Το ποσό αυτό της πρόβλεψης για κάθε φορολογικό έτος, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης, η οποία διενεργήθηκε σε προγενέστερα φορολογικά έτη και εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.
    11. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) μπορούν να εκπίπτουν μέχρι ενάμιση τοις εκατό (1,5%) επί του μέσου ετήσιου ύψους των ποσών που ο φορέας έχει προεξοφλήσει έναντι απαιτήσεων που έχει αναλάβει να εισπράξει από εξαγωγική δραστηριότητα χωρίς δικαίωμα αναγωγής, καθώς και μέχρι ένα τοις εκατό (1%) επί του μέσου ετήσιου ύψους των ποσών των προεξοφλήσεων έναντι απαιτήσεων με δικαίωμα αναγωγής.
    12. Περαιτέρω, με την παράγραφο 8 του άρθρου 26 του ν.4223/2013 με την οποία προστέθηκε παράγραφος στο άρθρο 72 του ν.4172/2013 ορίζεται, ότι από την έναρξη ισχύος του ν.4172/2013 καταργείται η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του ν.1905/1990. Κατόπιν των ανωτέρω, οι σχετικές με το σχηματισμό προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων διατάξεις για τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) ενσωματώνονται στο νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
    13. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων που έχουν σχηματισθεί στα φορολογικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013 θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (παλαιός Κ.Φ.Ε.). Με τις προγενέστερες αυτές διατάξεις οριζόταν ότι το ποσό της πρόβλεψης που εμφανίζεται στο λογαριασμό 44.11 «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος εάν στο τέλος κάθε πενταετίας αρχής γενομένης από τη διαχειριστική περίοδο 2005 υφίσταται στον ως άνω λογαριασμό υπόλοιπο λόγω μη επαληθεύσεως των προβλέψεων με επισφαλείς απαιτήσεις. Το υπόλοιπο αυτό ποσό μεταφέρεται στα ακαθάριστα έσοδα του επόμενου φορολογικού έτους, υποκείμενο σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» που σχηματίσθηκε με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις του ν. 2238/1994, όπως εμφανίζεται στις 31.12.2014 πρέπει να μεταφερθεί στα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους 2015, καθόσον τότε συμπληρώνεται η πενταετία με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις. Κατά συνέπεια, το πιο πάνω υπόλοιπο θα μεταφερθεί αυτούσιο στα φορολογητέα έσοδα του φορολογικού έτους 2015 συναθροιζόμενο με τα λοιπά φορολογούμενα έσοδα του έτους αυτού μειωμένο κατά τις τυχόν διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων που αφορούν χρήσεις πριν την 31.12.2013 και έλαβαν χώρα εντός του φορολογικού έτους 2014.
    Είναι προφανές ότι οι υπερβάλλουσες του 1% ή 0,5% προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων που είχαν σχηματισθεί με βάση τις προγενέστερες διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994) κατά τα προηγούμενα έτη (2013 και πριν) και οι οποίες δεν είχαν εκπέσει κατά το χρόνο σχηματισμού τους, δεν θα πρέπει να φορολογηθούν εκ νέου.
    Ακριβές Αντίγραφο
    Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης
    Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
    ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ
    Μια άλλη πολύ χρήσιμη απάντηση επί του θέματος από το υπουργείο Οικονομικών είναι και:

    Υπενθύμιση: Διαχωρισμός της αξίας κτήσης του οικοπέδου από την αξία του κτίσματος, κατά τη διενέργεια των φορολογικών αποσβέσεων του άρθρου 24 του ν.4172/2013!

    Αθήνα, 21 Ιουνίου 2016
    Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1095090 ΕΞ 2016
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Β’
    Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Ε. Πλάνη
    Τηλέφωνο: 2 10 – 33.75.312
    ΦΑΞ: 210 – 33.75.001
    ΘΕΜΑ: Διαχωρισμός της αξίας κτήσης του οικοπέδου από την αξία του κτίσματος, κατά τη διενέργεια των φορολογικών αποσβέσεων του άρθρου 24 του ν.4172/2013.
    Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013 καθορίζονται οι φορολογικές αποσβέσεις επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων οι οποίες εκπίπτουν από το σύνολο των εσόδων από επιχειρηματικές συναλλαγές προκειμένου για τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα.
    Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 24 του νόμου αυτού ορίζεται, ότι εδαφικές εκτάσεις, έργα τέχνης, αντίκες, κοσμήματα και άλλα πάγια στοιχεία ενεργητικού επιχειρήσεων που δεν υπόκεινται σε φθορά και αχρήστευση λόγω παλαιότητας, δεν υπόκεινται σε φορολογική απόσβεση, ενώ με τις διατάξεις της παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου ορίζεται ότι το κόστος κτήσης ή κατασκευής, περιλαμβανομένου και του κόστους βελτίωσης, ανανέωσης και ανακατασκευής, αποκατάστασης του περιβάλλοντος αποσβένονται, σύμφωνα με τους συντελεστές που περιλαμβάνονται στον πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Ειδικά για τα κτίρια, κατασκευές, εγκαταστάσεις, βιομηχανικές και ειδικές εγκαταστάσεις, μη κτιριακές εγκαταστάσεις, αποθήκες και σταθμοί, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων τους προβλέπεται συντελεστής απόσβεσης 4%.
    2. Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση ακινήτων επί των οποίων έχουν ανεγερθεί κτήρια, οι φορολογικές αποσβέσεις διενεργούνται μόνο επί της αξίας που αναλογεί στα κτίσματα και όχι επί της αξίας που αντιστοιχεί στο οικόπεδο.
    Στην περίπτωση αυτή, ως αξία κτήσης του κτίσματος για την διενέργεια αποσβέσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013, θα λαμβάνεται το μέρος της συνολικής αξίας του ακινήτου (οικόπεδο – κτίσμα) που αναλογεί στο κτίσμα με βάση το ποσοστό συμμετοχής του όπως αυτό προκύπτει από τις αντίστοιχες αξίες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της φορολογίας κεφαλαίου.
    Για παράδειγμα, επιχείρηση κατέβαλλε το φορολογικό έτος 2015, ως συνολικό τίμημα για την αγορά ακινήτου (οικόπεδο – κτίσμα) το ποσό των 1.000.000 ευρώ. Η αξία του ακινήτου κατά το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτου για τις ανάγκες εφαρμογής της φορολογίας κεφαλαίου καθορίσθηκε στο ποσό των 700.000 ευρώ εκ της οποίας το ποσό των 400.000 ευρώ αφορούσε το οικόπεδο, ενώ το ποσό των 300.000 ευρώ το κτίσμα. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα του παραδείγματος, το ποσοστό συμμετοχής του οικοπέδου 57,14%, (400.000 ευρώ/700.000 ευρώ) και του κτιρίου 42,86% (300.000 ευρώ/700.000 ευρώ) στη συνολική αξία οικοπέδου -κτιρίου, με βάση τα οριζόμενα στη φορολογία κεφαλαίου, θα αποτελέσει τη βάση υπολογισμού με την οποία θα διαχωριστεί το πραγματικό τίμημα (1.000.000 ευρώ) σε οικόπεδο και κτίσμα για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος προκειμένου να υπολογισθούν οι φορολογικές αποσβέσεις στην αξία του κτιρίου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013.
    Τα παραπάνω εφαρμόζονται ανάλογα και σε περίπτωση οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατά την οποία το δικαίωμα της κυριότητας επί ορόφου ή διαμερίσματος κ.λπ. αποτελείται από την κυριότητα επί αυτού καθώς και την εξ’ αδιαιρέτου συγκυριότητα επί του μεριδίου που αναλογεί στους κοινόχρηστους χώρους και το οικόπεδο, με βάση το άρθρο 1117 του Αστικού Κώδικα και τον ν.3741/1929, καθώς και σε περίπτωση κάθετης ιδιοκτησίας, με την οποία συστήνεται διηρημένη ιδιοκτησία επί πλειόνων αυτοτελών οικοδομημάτων ανεγειρόμενων επί ενιαίου οικοπέδου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971.
    Ακριβές Αντίγραφο
    Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης
    Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Υπενθύμιση: Τεκμαρτά έσοδα και έξοδα. Λογιστικός χειρισμός!

    Αθήνα, 23-06-2016
    Αρ. Πρωτ. 1239
    ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ
    ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)
    Πληροφορίες:Σ. Καράκου
    Τηλ.:210 32 42 648 (εσωτ. 227)
    Fax:210 32 34 141
     
    ΘΕΜΑ: «Τεκμαρτά έσοδα και έξοδα»
    ΕΡΩΤΗΜΑ
    Παρακαλούμε να μας γνωρίσετε εάν για τα τεκμαρτά έσοδα και έξοδα από ιδιόχρηση ακινήτων πρέπει προς τεκμηρίωση να διενεργείται λογιστική εγγραφή τόσο στα απλογραφικά όσο και στα διπλογραφικά βιβλία.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ
    1. Από λογιστική σκοπιά, τα τεκμαρτά έσοδα / έξοδα από ιδιόχρηση δεν επηρεάζουν τα ποσά των κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, και αυτό αφορά τόσο τα διπλογραφικά βιβλία όσο και τα απλογραφικά βιβλία (ατομικής επιχείρησης ή εταιρείας). Τα σχετικά ποσά δε λαμβάνονται υπόψη (συμψηφίζονται μεταξύ τους) και συνεπώς δεν διογκώνουν ούτε τα έξοδα ούτε τα έσοδα.
    2. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα τεκμαρτά έξοδα και έσοδα από ιδιοκατοίκηση έχουν λογιστική βάση 0 (μηδέν) και φορολογική βάση το ποσό που προκύπτει από τη φορολογική νομοθεσία (άρθρο 39, ν. 4172/2013).
    3. Βάσει της περ. (γ) του άρθρου 22 του νόμου 4172/2013, η έκπτωση δαπανών κατά τον προσδιορισμό εισοδήματος, προϋποθέτει ότι οι δαπάνες αυτές «εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά».
    4. Ο τρόπος τήρησης των λογιστικών βιβλίων, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο «εγγράφονται» οι δαπάνες στην διατύπωση του ν. 4172/2013 υπό (3) ανωτέρω, εξειδικεύεται στο ν. 4308/2014. Βάσει της παρ. 5 του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου, το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί τόσο τη λογιστική, όσο και τη φορολογική βάση των στοιχείων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Περαιτέρω, βάσει της παρ. 3.5.1 της ΠΟΛ.1003/31.12.2014, η παρακολούθηση της λογιστικής / φορολογικής βάσης (κατά περίπτωση) «δύναται να γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο και ασφαλή τρόπο, ώστε να μπορούν να εξαχθούν οι απαραίτητες πληροφορίες για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τη σύνταξη των φορολογικών δηλώσεων, και τη διασφάλιση της δυνατότητας διενέργειας ελέγχων».
    5. Βάσει του σημείου (4) ανωτέρω, εφόσον τηρούνται οι αναφερόμενες εκεί προϋποθέσεις, η επιλογή του τρόπου παρακολούθησης των τεκμαρτών εξόδων και εσόδων ιδιόχρησης ακινήτων επαφίεται σε απόφαση της οντότητας, χωρίς να απαιτείται για τη φορολογική βάση η εγγραφή σε κάποιο ημερολόγιο ή στο βιβλίο εσόδων-εξόδων. Η καταγραφή των σχετικών ποσών στα διάφορα φορολογικά έντυπα (E1, Ε3, κλπ.), τα οποία συνιστούν μέρος των λογιστικών αρχείων κατά το νόμο 4308/2014 είναι ένας κατάλληλος τρόπος παρακολούθησης δεδομένου ότι διασφαλίζει απολύτως τη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων.
    6. Εάν η οντότητα επιθυμεί να παρακολουθεί τα τεκμαρτά έξοδα και έσοδα ιδιόχρησης ακινήτων μέσω του σχεδίου λογαριασμών της, μπορεί να χρεώνεται κατάλληλος υπολογαριασμός τεκμαρτού εξόδου των ενοικίων (του κωδ. 62.04 στο σχέδιο λογαριασμών του ΕΓΛΣ ή του 64.05 στα ΕΛΠ), με πίστωση του λογαριασμού του τεκμαρτού εσόδου (υπολογαριασμός του κωδ. 75 στο σχέδιο λογαριασμών του ΕΓΛΣ ή του 71.04 στα ΕΛΠ). Οι σχετικοί λογαριασμοί ωστόσο απαλείφονται για σκοπούς σύνταξης των λογιστικών καταστάσεων, δηλαδή δεν προσαυξάνουν αντίστοιχα τα σχετικά έσοδα και έξοδα.
    ΤΑ ΜΕΛΗ
    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΛΟΤ
    Μια άλλη χαρακτηριστική απάντηση του ΣΛΟΤ επί του θέματος είναι και η παρακάτω:
    Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 2544 ΕΞ 18.11.2016 Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή Ε.Λ.Π. κάνει ιδιόχρηση (Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή Ε.Λ.Π. κάνει ιδιόχρηση) Κατηγορία: Ελληνικά λογιστικά πρότυπα Αθήνα, 18.11.2016 Αριθμ. Πρωτ.: 2544 ΕΞ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ) ΣΛΟΤ 2544/2016 ΘΕΜΑ: «Ατομική, ελεύθερος επαγγελματίας με απλογραφικά βιβλία και εφαρμογή ΕΛΠ κάνει ιδιόχρηση»
    ΕΡΩΤΗΜΑ: Πρέπει λογιστικά στο Ε3 να γίνει καταχώρηση της αξίας της ιδιόχρησης ή όχι. Εάν ναί, δεν θα υπάρχει συμφωνία λογιστικά με τα αποτελέσματα Β6, δεδομένου ότι έχετε γνωματεύσει ότι στα αποτελέσματα δεν καταχωρούνται τεκμαρτά έσοδα-έξοδα. Πως αντιμετωπίζεται αυτό;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στο λογιστικό σύστημα της οντότητας (λογαριασμοί εσόδων και εξόδων), μπορούν να καταχωρούνται τεκμαρτά έσοδα/έξοδα, εφόσον έτσι κρίνεται από την οντότητα. Στην κατάσταση αποτελεσμάτων, δεν πρέπει να εμφανίζονται τέτοια έσοδα και έξοδα (ιδιαίτερα αν είναι σημαντικής αξίας), διότι τα σχετικά κονδύλια διογκώνονται ισόποσα με μη πραγματικά ποσά. Για παράδειγμα η επιχείρηση μπορεί να καταχωρήσει το ενοίκιο ιδιόχρησης ταυτόχρονα ως έσοδο και έξοδο στους αποτελεσματικούς λογαριασμούς στα λογιστικά της βιβλία και να συμψηφίσει τα δύο ποσά στην κατάσταση αποτελεσμάτων. Η κατάσταση αποτελεσμάτων δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τα έντυπα των δηλώσεων φόρου εισοδήματος. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχουν ελέγξιμες διαδικασίες για το πώς ενημερώνονται τα έντυπα των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, από το λογιστικό σύστημα της οντότητας.

    Ασφαλιστικές Εισφορές: Απαντήσεις σε ερωτήματα!

     

    Τα κληρονομικά μερίδια στο ελληνικό δίκαιο! Ένα πολύ χρήσιμο άρθρο!

    Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
    Κατά το ελληνικό δίκαιο, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη (εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή), ο κληρονομούμενος κληρονομείται από τους πλησιέστερους συγγενείς του σύμφωνα με προκαθορισμένα από το νόμο ποσοστά. Για να ισχύσουν τα κατωτέρω αναφερόμενα ποσοστά κατά τα οποία έκαστος κληρονομεί, πρέπει ο κληρονομούμενος να είχε την ελληνική ιθαγένεια. Την ελληνική ιθαγένεια την αποκτά κάποιος κυρίως με την γέννησή του, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, από έναν τουλάχιστον Έλληνα γονέα και δεν την χάνει, ακόμα κι αν αποκτήσει υπηκοότητα και άλλης χώρας, εφόσον δεν υπάρξει υπουργική απόφαση στην Ελλάδα που να του αποστερεί ειδικώς την ελληνική ιθαγένεια. Ελληνική ιθαγένεια αποκτούν και γεννημένοι εκτός Ελλάδος, εφόσον αποδεικνύουν ότι είναι τέκνα, εγγόνια ή και δισέγγονα Έλληνα πολίτη, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα και είναι εγγεγραμμένος ή εγγεγραμμένη σε δημοτολόγιο ή μητρώο αρρένων σε κάποιον Δήμο στην Ελλάδα. Εφόσον συνεπώς κατά τον χρόνο θανάτου ο κληρονομούμενος είχε την ελληνική ιθαγένεια, ανεξαρτήτως βεβαίως του φύλου του, αλλά και του φύλου των κληρονόμων, κληρονομείται ως εξής (εφόσον δεν άφησε διαθήκη): Εάν ο θανών ή η θανούσα άφησε σύζυγο και παιδιά, ο επιζών σύζυγος κληρονομεί το ένα τέταρτο (1/4 ή 25%) επί κάθε περιουσιακού στοιχείου του θανόντος συζύγου του, αλλά και επί των χρεών αυτού, ενώ τα παιδιά κληρονομούν τα τρία τέταρτα (3/4 ή 75%)) των περιουσιακών στοιχείων και των χρεών του. Ο σύζυγος κληρονομεί πάντα και το λεγόμενο νομικά στην Ελλάδα «εξαίρετο», που συνήθως είναι έπιπλα, οικογενειακά αντικείμενα κλπ. Εάν λοιπόν ο θανών άφησε σύζυγο και δύο παιδιά, κληρονομείται κατά το 1/4 ή 2/8 από τον σύζυγο και από 3/8 από το κάθε ένα από τα δύο παιδιά. Αν τα παιδιά είναι τρία, λαμβάνουν έκαστο από 1/4 της κληρονομίας, Αν είναι τέσσερα, λαμβάνουν 3/16 έκαστο κ.ο.κ. Εάν ο θανών ή η θανούσα άφησε μόνο τέκνα και όχι σύζυγο, χωρίς διαθήκη, το κάθε παιδί κληρονομεί ίσο μερίδιο. Εάν ο κληρονομούμενος άφησε σύζυγο, αλλά όχι τέκνα, κληρονομείται κατά 50% (1/2) από τον σύζυγο, ενώ κατά το άλλο 50% (1/2) κληρονομείται από αδέλφια του, ή από τέκνα προαποβιωσάντων αδελφών (ανήψια). Εάν δεν άφησε σύζυγο ούτε τέκνα, κληρονομείται ισομερώς από γονείς, αδέλφια ή τέκνα αδελφών, ισομερώς. Εάν άφησε σύζυγο και δεν υπάρχουν αδέλφια, ούτε τέκνα ή εγγόνια τους, λαμβάνει 50% ο σύζυγος και 50% παππούδες ή γιαγιάδες του θανόντος, ή τέκνα ή εγγόνια αυτών. Εάν δεν υπάρχουν αδέλφια ή παππούδες και γιαγιάδες, ούτε προπαπούδες ή προγιαγιάδες του θανόντος και δεν έχει παιδιά, αλλά μόνο σύζυγο, ο σύζυγος λαμβάνει το 100%. Αν δεν υπάρχει ούτε σύζυγος, ούτε οι ανωτέρω αναφερόμενοι συγγενείς, κληρονομεί το ελληνικό δημόσιο. Εάν ο κληρονομούμενος άφησε διαθήκη, στην οποία δεν αναφέρει σύζυγο ή τέκνα του, οι τελευταίοι δικαιούνται πάντα νομίμου μοίρας, δηλαδή το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας τους. Δηλαδή, εάν η θανούσα άφησε σύζυγο και ένα παιδί και με διαθήκη της αφήνει στο παιδί τους το 100% της περιουσίας της, ο σύζυγός της, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται καθόλου στην διαθήκη, δικαιούται, εάν το επιθυμεί, να λάβει το 1/8 της κληρονομίας, δηλ. το μισό του 1/4 που θα ελάμβανε εάν δεν υπήρχε διαθήκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν με διαθήκη ο κληρονομούμενος άφησε όλη την περιουσία του σε τρίτο, μη συγγενικό πρόσωπο, ενώ άφησε δύο παιδιά και όχι σύζυγο, το κάθε ένα από τα δύο παιδιά του δικαιούται να αξιώσει νόμιμη μοίρα που ανέρχεται σε 1/4 της κληρονομίας, διότι αυτό είναι το μισό του 1/2, που έκαστο των δύο τέκνων θα ελάμβανε εάν δεν υπήρχε διαθήκη.

    ΠΗΓΗ:http://nomika-themata.blogspot.gr

    Δικαιώματα ελέγχου στην ανώνυμη εταιρεία!

    Διαχειριστικός Έλεγχος της σκοπιμότητας και της χρηστής διοίκησης που ασκείται από το ΔΣ ως δικαίωμα των μετόχων που εκπροσωπούν το 20% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου

    Η μετοχική σύνθεση μιας ανώνυμης εταιρείας είναι μια διελκυστίνδα σύγκρουσης αντιτιθέμενων συμφερόντων. Πολλές φορές, η εταιρική μειοψηφία θεωρείται ότι θίγεται από τις πράξεις του ΔΣ μιας ΑΕ, που η πλειοψηφία έχει ορίσει. Πώς θα προστατευτεί από πράξεις του ΔΣ που θεωρούν ότι θίγουν το συμφέρον τους;
    Με τις διατάξεις των άρθρων 40 επ. κ.ν. 2190/1920 παρέχεται η δυνατότητα σε ορισμένα πρόσωπα και υπό ορισμένες προϋποθέσεις να ζητούν από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας τη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου ανώνυμης εταιρίας (έκτακτου, σε αντιδιαστολή με τον τακτικό έλεγχο των διατάξεων των άρθρων 36 επ. του ιδίου νόμου).
    Ο έλεγχος, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 40 κ.ν. 2190/1920 και χαρακτηρίζεται έκτακτος ή διαχειριστικός, είναι μορφή ιδιότυπης πραγματογνωμοσύνης (βλ. Λ. Γεωργακόπουλο, Το Δίκαιο των Εταιριών, 1974, σελ. 330).
    Ο ως άνω έκτακτος ή διαχειριστικός έλεγχος διαφέρει από τον τακτικό ως προς το χρόνο διεξαγωγής του, αφού ο τελευταίος είναι μόνιμος και περιοδικός, ενώ ο διαχειριστικός είναι έκτακτος και για τη διενέργειά του χρειάζεται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων: ως προς το πρόσωπο που ενεργεί τον έλεγχο, αφού ο μεν τακτικός ενεργείται από όργανα που διορίζει η Γ.Σ. της εταιρίας, αντιθέτως ο έκτακτος ενεργείται από πρόσωπα (ελεγκτές) που διορίζει το δικαστήριο, ως προς το αντικείμενο, αφού ο μεν τακτικός έλεγχος έχει ως αντικείμενο τη λογιστική και διαχειριστική κατάσταση της εταιρίας, αντιθέτως ο έκτακτος έλεγχος έχει ως αντικείμενο, κατά κανόνα, συγκεκριμένες πράξεις διαχειρίσεως και ως προς το σκοπό, αφού με τον έκτακτο έλεγχο επιδιώκεται, κατά κύριο λόγο, η προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και ιδιαίτερα της μειοψηφίας των μετόχων, η οποία επιτυγχάνεται ιδίως με τη συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού για τη θεμελίωση τυχόν αξιώσεως αποζημιώσεως κατά των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας ή κατ’ άλλων υπευθύνων, ή η επίκριση του Δ.Σ. και η διαφώτιση της Γ.Σ.
    Προϋπόθεση ασκήσεως του δικαιώματος ελέγχου από τη «μεγάλη» μειοψηφία (1/5 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου) δεν είναι μόνο έλεγχος νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι δεν περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικώς προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρίας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, αλλά είναι και έλεγχος σκοπιμότητας (συνέσεως), ήτοι επεκτείνεται στην εξακρίβωση του εάν οι διαχειριστικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία, δηλαδή εάν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της ή όχι (βλ. ΑΠ 289/1999 Δ 2000.319, ΑΠ 578/1979 ΝοΒ 1979.1607, ΕφΑθ 763/1999 ΕλλΔνη 1999.1154, ΕφΠειρ 1329/1997 ΔΕΕ 1998.473, Β. Αντωνόπουλο, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, β` έκδ., σελ. 344 επ, Νισυραίο, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, (2002), άρθρο 40, σελ. 399 επ, Λ.Κοκκίνη, σε Ε. Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, ΙΙ, άρθρο 40, σελ. 1537, Κ. Παμπούκη, Ο έλεγχος της Ανώνυμης Εταιρίας, σελ. 15 και 104 επ.).
    Σημειώνεται, δε, ότι η αξίωση για έκτακτο έλεγχο από τη «μεγάλη μειοψηφία» δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 40 §§ 1 και 2 κ.ν 2190/1920 (ΕφΑθ 2035/1996 ΕΕμπΔ 1996.755). Αδιάφορο είναι επίσης αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της από τους αιτούντες έγκρισης του ισολογισμού ή απαλλαγής του Δ.Σ. ή μη προβολής αντιρρήσεων σε Γ.Σ. Συνεπώς, ο έλεγχος σκοπιμότητας («συνέσεως») του άρθρου 40 § 3 κ.ν 2190/1920, περιλαμβάνει και τον έλεγχο νομιμότητας («χρηστότητα») που προβλέπεται στο άρθρο 40 § 1 και 2 κ.ν 2190/1920, παρέχοντας μείζονες ελεγκτικές δυνατότητες είτε σε σχέση με την έλλειψη χρονικών περιορισμών είτε αναφορικά με τις κατηγορίες διαχειριστικών πράξεων.
    Ειδικότερα, η εταιρική διαχείριση ασκείται αντίθετα προς τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, όταν ασκείται κατά παράβαση του κανόνα της επιμέλειας που επιδεικνύει ο συνετός επιχειρηματίας, όπως πλέον ορίζεται στο άρθρο 22α του κ.ν 2190/1920. Αναμφίβολη διαπίστωση αποτελεί ότι κάθε επιχειρηματικό εγχείρημα ενέχει εγγενώς το στοιχείο του κινδύνου, αλλά η διαχείριση και η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου πρέπει να πραγματοποιείται με ενέργειες που συνιστούν εύλογη επιχειρηματική κρίση. Κατά συνέπεια, ως μη χρηστές ή και μη συνετές πράξεις θεωρούνται λογιστικές παραλείψεις, αλόγιστες και άσκοπες δαπάνες και εν γένει κακοδιοίκηση που οδηγεί την εταιρία σε πτώχευση, σύμμειξη λογαριασμών περισσότερων εταιριών, μη σύγκληση Γ.Σ., μη σύνταξη ισολογισμών, μη ενημέρωση μετόχου από την εταιρική διοίκηση, αύξηση τραπεζικού δανεισμού, φορολογικές παραβάσεις, διενέργεια μη σκόπιμων αγορών και πωλήσεων, πράξεις που ωφελούν κατά κύριο λόγο τα μέλη της διοίκησης και όχι την εταιρία (βλ. Λ. Κόκκινη, ό.π, σελ. 1558).
    Τέλος, η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοίκησης, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνην (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (ΕφΑθ 145/2012 ο.π.).

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:

    Δρ. Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης

    ΠΗΓΗ:https://www.lawspot.gr