Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
    Αρχική Blog Σελίδα 65

    Επισήμανση: Ακάλυπτη επιταγή!

    Ολοένα και συχνότερα κάνει την εμφάνιση του το φαινόμενο μια επιταγή να είναι ακάλυπτη. Αυτό σημαίνει ότι το χρηματικό ποσό που αναγράφεται στην επιταγή δεν μπορεί να εισπραχθεί από τον δικαιούχο, λόγω άρνησης της τράπεζας που προκύπτει από την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων από μέρους του εκδότη. Σύμφωνα με την τραπεζική ορολογία, η επιταγή δεν έχει «αντίκρισμα».
    Η τράπεζα δε φέρει καμία ευθύνη αν ο λογαριασμός του εκδότη δεν έχει διαθέσιμο το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό που αναφέρεται στην επιταγή και σφραγίζει την επιταγή μετά την παρέλευση της προθεσμίας των οκτώ ημερών. Την ευθύνη σε αυτή την περίπτωση της ακάλυπτης επιταγής φέρει ο εκδότης της και εναντίον του μπορεί να κινηθεί νομικά ο κομιστής της επιταγής και σε περίπτωση κατά την οποία αυτός ικανοποιηθεί από τον τελευταίο οπισθογράφο, αυτός με τη σειρά του, αναγωγικά και κατόπιν εγκλήσεως εντός τριών μηνών από την εμφάνισή της στην τράπεζα μπορεί να αξιώσει την καταβολή του ποσού από τον εκδότη της επιταγής.
    Ενδεικτικά μπορεί να εκδοθεί εναντίον του διαταγή πληρωμής, ενώ στην Ελλάδα υπάρχει πλέον και το σύστημα του Τειρεσία γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Η έκδοση ακάλυπτης επιταγής αποτελεί ποινικό αδίκημα που διώκεται ύστερα από έγκληση του δικαιούχου και για το οποίο μπορεί να αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, δηλαδή η γνώση του εκδότη σχετικά με την έλλειψη του απαιτούμενου κεφαλαίου κατά τη στιγμή της έκδοσης της επιταγής, αλλά η πιθανολόγηση εκ μέρους του ότι κατά την εμφάνισή της στην τράπεζα το απαιτούμενο κεφάλαιο θα είναι διαθέσιμο.
    Με γνώμονα την προστασία των συναλλαγών και την τόνωσή τους, ο νόμος παρέχει την εξάλειψη του αξιόποινου της ακάλυπτης επιταγής στην περίπτωση κατά την οποία ο υπαίτιος αποζημιώσει εν τέλει πλήρως τον κομιστή της επιταγής μετά την εμφάνισή και τη μη πληρωμή της.

    ΠΗΓΗ:https://www.lawspot.gr

     

    Θέμα: Παρέχονται πληροφορίες αναφορικά με την έκδοση ή μη τιμολογίου για την είσπραξη επιδοτήσεων, με βάση τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. (ν.4308/2014), από 1.1.2015!

     
    Αθήνα, 12 Οκτωβρίου 2015
    Αρ. πρωτ.: ΔΕΛ Ζ ΚΦΑΣ 1132344 ΕΞ 2015
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
    ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ Κ.Φ.Α.Σ.
    Θέμα: Παρέχονται πληροφορίες αναφορικά με την έκδοση ή μη τιμολογίου για την είσπραξη επιδοτήσεων, με βάση τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. (ν.4308/2014), από 1.1.2015.
    Απαντώντας στην από 9.1.2015 σχετική αίτησή σας αναφορικά με το αντικείμενο του θέματος, θέτουμε υπόψη σας τα ακόλουθα:
    1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Α.Σ. (ν. 4093/2012), που ίσχυε μέχρι και την 31.12.2014, ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών υποχρεούνταν στην έκδοση τιμολογίου, μεταξύ άλλων και για την είσπραξη επιδοτήσεων, οικονομικών ενισχύσεων κ λπ. ανόργανων εσόδων.
    2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 8 των Ε.Λ.Π. (ν. 4308/2014), που ισχύουν από 1.1.2015 και εξής και όπως διευκρινίζεται με την παράγραφο 8.2.1 της εγκυκλίου ΠΟΛ.1003/31.12.2014, για την τιμολόγηση στις συναλλαγές μεταξύ οντοτήτων και του Δημοσίου: Για την είσπραξη αποζημιώσεων, επιδοτήσεων, οικονομικών ενισχύσεων, επιστροφών τόκων, εισφορών και λοιπών συναφών εσόδων, δεν προβλέπεται ή έκδοση τιμολογίου από την Οδηγία 2006/112/ΕΕ. Η συναλλαγή δύναται να τεκμηριώνεται από παραστατικό που εκδίδει ο χορηγών το σχετικό ποσό ή η τράπεζα που το καταβάλλει.
    3. Συνεπώς, με βάση τις διατάξεις που προαναφέρονται, από 1.1.2015 και εξής για τα ποσά που εισπράττει ο ΕΦΕΠΑΕ από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ως διαχειριστής προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, τα οποία στη συνέχεια αποδίδει στους δικαιούχους των υπόψη προγραμμάτων, δεν υφίσταται υποχρέωση έκδοσης τιμολογίων εκατέρωθεν (ήτοι από τον ΕΦΕΠΑΕ προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας για τα ποσά που εισπράττει ως διαχειριστής και στη συνέχεια από τον εκάστοτε δικαιούχο του προγράμματος για το ποσό που εισέπραξε από τον ΕΦΕΠΑΕ προς αυτόν). Οι υπόψη συναλλαγές μπορεί να τεκμηριώνονται, από μη φορολογικά παραστατικά, που εκδίδει ο χορηγών το σχετικό ποσό ή η τράπεζα που μεσολαβεί για την καταβολή του.
    Τέλος, για τα υπόψη ποσά της επιδότησης, τα οποία απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α., και κατά την είσπραξη αυτών από τον εκάστοτε δικαιούχο (ΕΦΕΠΑΕ, δικαιούχοι προγραμμάτων ΕΣΠΑ), δεν υπάρχει υποχρέωση έκδοσης φορολογικών παραστατικών και περαιτέρω δεν υφίσταται υποχρέωση υποβολής καταστάσεων πελατών και προμηθευτών, κατ’ εφαρμογή της απόφασης του Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1022/7.1.2014 (ΦΕΚ Β’ 179), όπως ισχύει.
    Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ
    ΛΕΒΑΚΟΥ ΤΑΤΙΑΝΑ
    Ακριβές Αντίγραφο
    Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης

    Υπενθύμιση: Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων!

     
    Αθήνα, 12 -10- 2016
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
    ΤΜΗΜΑΤΑ Β’, Ε’
    Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 20
    Ταχ. Κωδ. : 106 72 Αθήνα
    Πληροφορίες : Φ. Μαρκουλάκη, Δ. Κούλου
    Τηλέφωνο : 210 3635044, 3613274
    FAX: 210 3635077
    ΠΟΛ 1154/2016
    ΘΕΜΑ:Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων.
    Με την παρούσα εγκύκλιο επιχειρείται η συγκεντρωτική καταγραφή και συστηματική παρουσίαση των διατάξεων που διέπουν την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου, εστιάζοντας κυρίως στις διατάξεις που θεσπίζουν λόγους αναστολής και διακοπής της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων.
    Επιπροσθέτως, παρατίθενται ενδεικτικά βασικές διατάξεις αναφορικά με τον χρόνο παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και καταγράφονται οι διατάξεις με τις οποίες παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών εντός του χρονικού διαστήματος των ετών 1992 έως και 2013.
    Σκοπός της εγκυκλίου είναι να αποτελέσει για τη Φορολογική Διοίκηση χρήσιμο εργαλείο για την ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής κατά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ληξιπρόθεσμων οφειλών.
    A. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
    Ι. Παραγραφή
    Παραγραφή απαίτησης είναι το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση του οποίου ο δανειστής δεν δύναται να επιδιώξει την είσπραξη αυτής και ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Ο,τι καταβλήθηκε όμως χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται (βλ. άρθρο 272 του Αστικού Κώδικα, εφεξής ΑΚ).
    Εάν παρέλθει άπρακτος ο χρόνος παραγραφής, παραλύει το εναγώγιμο της αξίωσης, παραμένει όμως φυσική ή ατελής ενοχή.
    ΙΙ. Αναστολή παραγραφής
    Αναστολή παραγραφής είναι ο μη υπολογισμός στον χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διαρκεί ο λόγος της αναστολής. Η παραγραφή συνεχίζεται μετά την παύση της αναστολής (βλ. Α.Κ. 257)
    III. Διακοπή παραγραφής
    Διακοπή παραγραφής είναι η ματαίωση του χρόνου της παραγραφής που διανύθηκε πριν λάβει χώρα ο λόγος της διακοπής. Από την περάτωση της διακοπής αρχίζει νέος χρόνος παραγραφής (βλ. Α.Κ. 270).
    B. ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (διαχρονικό δίκαιο)
    Την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου διέπουν οι ακόλουθες βασικές διατάξεις, ως εξής:
    I. των άρθρων 87-90 του Ν.Δ.321/1969 (Α’205/18-10-1969) «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995, ήτοι μέχρι και την 31/12/1995.
    Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν από την ως άνω ημερομηνία με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 113 του Ν. 2362/1995.
    Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων, που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995 (1/1/1996), εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρων 87 και 88, αντίστοιχα), εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή τη διακοπή γεγονότα έχουν συντελεστεί μετά την ανωτέρω ημερομηνία, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 107 του Ν. 2362/1995.
    II. των άρθρων 65 παρ. 6, 86 – 89 και 103 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α247/27-11- 1995) «Δημόσιο Λογιστικό/Έλεγχος δαπανών και λοιπές διατάξεις», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ήτοι από 1/1/1996, μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014, ήτοι μέχρι και την 31/12/2014, και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013.
    Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 1, περ. (α) του Ν. 4270/2014.
    Σημειώνεται ότι, επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, έχουν εφαρμογή οι περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής διατάξεις του Ν. 4270/2014 (βλ. κατωτέρω υπ’ αριθ. III).
    III. των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 – 139 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α’143/28-6-2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη από 1/1/2015 και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 – 139 του Ν.4270/2014 είναι σχεδόν ομοίου περιεχομένου με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 103, 65, παρ. 6 και 86 – 89 του Ν. 2362/1995, με εξαίρεση τις νέες περί παραγραφής διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 και των περ. α’και η’ της παρ.1 του άρθρου 138 του Ν.4270/2014, οι οποίες όμως, όπως προαναφέρθηκε στην ανωτέρω περίπτωση II, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013 (βλ. τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2, περ. γ (αα) του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    IV. του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α170/26-7-2013) «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρους και λοιπά έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από την 1/1/2014 και εφεξής (βλ. μεταβατική διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013),
    V. οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής, στις οποίες ρητά παραπέμπουν τα άρθρα 88 και 89 του Ν.Δ. 321/1969, 87 και 88 του Ν.2362/1995 και 137 και 138 του Ν. 4270/2014, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά με τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές. Οι διατάξεις αυτές είναι ιδίως:
    α. του άρθρου ΑΚ 255 του Αστικού Κώδικα (σε συνδυασμό με το άρθρο 257 του Αστικού Κώδικα) περί αναστολής παραγραφής λόγω παρεμπόδισης άσκησης αξίωσης κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής,
    β. του άρθρου 259 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται σε βάρος κληρονομίας,
    γ. του άρθρου 258 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής κατά προσώπων ανικάνων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία,
    δ. του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο,
    ε. του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω άσκησης αγωγής,
    στ. του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα περί του χρόνου έναρξης νέας παραγραφής σε περίπτωση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγγελίας σε πτώχευση,
    ζ. των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα,
    η. του άρθρου 103, παρ. 1 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση προληπτικών μέτρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ισχύουν,
    θ. του άρθρου 106β, παρ. 2 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015 βλ. τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 23 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015/ΦΕΚ 94 Α’ και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016),
    ι. του άρθρου 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α’) σχετικά με την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε συμφωνία συνδιαλλαγής, η οποία επικυρώθηκε δικαστικά,
    ια. του άρθρου 4, παρ. 6 του Ν. 3869/2010 («Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις»), όπως ισχύει, σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία του ανωτέρω νόμου (βλ. και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016).
    VI. της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 (ΦΕΚ Α43/23-3-1990) «Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους» περί αναστολής παραγραφής λόγω υποβολής αίτησης ποινικής δίωξης, όπως τέθηκε σε ισχύ από 11/9/1997 με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ Α’ 179/11-9-1997) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.3220/2004 (ΦΕΚ Α’15 / 28-1-2004),
    VII. οι ειδικές διατάξεις περί αναστολής του χρόνου παραγραφής χρεών που περιλαμβάνονται στους νόμους που διέπουν τις εκάστοτε χορηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις βεβαιωμένων οφειλών, τη χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής οφειλών καθώς και ρυθμίσεις χρεών οφειλετών ειδικών κατηγοριών όπως:
    α. της παρ.2 του άρθρου 20 του Ν. 2648/1998,
    β. της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 3259/2004,
    γ. της παρ.3 του άρθρου 25 του Ν. 3697/2008,
    δ. της παρ. 3 του άρθρου 84 του Ν.3746/2009,
    ε. της παρ.6 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010,
    στ. της παρ.8 του άρθρου 3 του Ν.4038/2012,
    ζ. των υποπ. α1, περ.13 και υποπ.α2, περ. 13 του άρθρου πρώτου του Ν.4152/2013,
    η. της παρ.17 του άρθρου 51 του Ν.4305/2014,
    θ. του άρθρου 14 του Ν. 4321/2015,
    ι. της παρ. 6 του άρθρου 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε. (ρύθμιση χρεών πτωχών και υπό εξυγίανση ή συνδιαλλαγή οφειλετών του Δημοσίου).
    ια. της παρ. 6 του άρθρου 55 του Ν. 4262/2014 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 66 του Ν. 4331/2015), σε περίπτωση ρύθμισης οφειλών προνοιακών φορέων με σύμφωνο εξυγίανσης κατά τις ανωτέρω διατάξεις.
    VIII. της παρ. 3 του άρθρου 58 του Κ.Ε.Δ.Ε. (όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33, παρ. 3 του Ν. 4141/2013-ΦΕΚ 81 Α’) περί αναστολής παραγραφής σε περίπτωση αποβολής εισπραχθείσας απαίτησης του Δημοσίου από πίνακα κατάταξης ή διανομής (βλ. και εγκύκλιο ΠΟΛ.1115/23.5.2013),
    IX. της παρ. 3 του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. περί αναστολής παραγραφής σε περίπτωση χαρακτηρισμού ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης,
    X. οι διατάξεις που προβλέπουν παράταση του χρόνου παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. οφειλών (βλ. αναλυτικά κατωτέρω κεφάλαιο ΣΤ), ήτοι:
    α. του άρθρου 14 του Ν. 2074/1992,
    β. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2187/1994,
    γ. της παρ. 13 του άρθρου εβδόμου του Ν. 2275/1994,
    δ. της παρ. 34 του άρθρου 6 του Ν.2386/1996,
    ε. της παρ.23 του άρθρου 20 του Ν. 2459/1997,
    στ. της παρ. 12 του άρθρου 22 του Ν.2523/1997,
    ζ. της παρ. 8 του άρθρου17 του Ν. 2753/1999,
    η. της παρ. 5 του άρθρου 11 του Ν. 2954/2001,
    θ. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 3808/2009,
    ι. της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν. 3888/2010 και
    ια. της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν. 4098/2012.
    Γ. ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΕΝΑΡΞΗ – ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ)
    Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής καθώς και η προθεσμία της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου προσδιορίζονται από τις κατά τα ανωτέρω παρατεθείσες λεπτομερειακού χαρακτήρα βασικές διατάξεις (βλ. ανωτέρω υπ’ αριθ. I – IV και VI διατάξεις), που ισχύουν επί αυτών σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω (βλ. Κεφάλαιο Β), καθώς και από άλλες ειδικότερες κατά περίπτωση διατάξεις.
    Ειδικότερα:
    Ι. Χρόνος έναρξης της παραγραφής
    α) Ο χρόνος παραγραφής των χρεών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των Ν. 321/1969, Ν.2362/1995 και Ν. 4270/2014 αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα.
    β) Ο χρόνος παραγραφής των φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013, των οποίων ο εκτελεστός τίτλος αποκτήθηκε από 1-1-2014, αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης.
    ΙΙ. Προθεσμία παραγραφής
    α. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν.Δ.321/1969
    Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ.321/1969, ήτοι των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μέχρι και 31-12-1995, ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 87 αυτού, ως εξής :

    1. Σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται:

    i. Κάθε χρέος προς το Δημόσιο, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το ανωτέρω Ν.Δ., που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε στο Δημόσιο Ταμείο με τη στενή έννοια. Εάν η βεβαίωση έγινε πριν το χρέος καταστεί ληξιπρόθεσμο, μερικά ή ολικά, η παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και για το ποσό αυτό (παρ. 1)
    ii. Χρέη προς το Δημόσιο προερχόμενα από απαιτήσεις που περιήλθαν σ’ αυτό από οποιονδήποτε λόγο, οι οποίες δεν έχουν παραγραφεί στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου μέχρι τη μεταβίβασή των στο Δημόσιο (παρ. 4)
    iii. Χρέη από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη (παρ. 2)

    2. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται :

    i. Χρέη προς το Δημόσιο από παρακρατηθέντες ή για λογαριασμό του Δημοσίου εισπραχθέντες φόρους, τέλη και δικαιώματα (παρ.3),
    ii. Χρέη προς το Δημόσιο από εισαγωγικούς δασμούς και τέλη εν γένει εισπραττόμενα στα Τελωνεία, η οποία αρχίζει από την λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η προς είσπραξη αυτών απαίτηση του Δημοσίου. Ως χρόνος γένεσης της αξίωσης προς είσπραξη εισαγωγικών δασμών και λοιπών τελών εμπορευμάτων υπό αποταμίευση, λογίζεται για την παραγραφή, η επομένη της λήξης της σύμφωνα με τους τελωνειακούς νόμους οριζόμενης προθεσμίας αποταμίευσης, σε περίπτωση δε διενέργειας ως προς αυτήν ελέγχου των αποθηκών, η ημέρα της σύνταξης έκθεσης περί διαπίστωσης ελλείμματος (παρ. 5).
    3. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται χρέη προς το Δημόσιο που προέρχονται από:
    i. τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, πλην χρεών από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη,
    ii. άπιστη διαχείριση,
    iii. συμβάσεις και διατάξεις τελευταίας βουλήσεως, περιλαμβανόμενων και των περιοδικών παροχών και
    iv. καταλογισμούς που επιβλήθηκαν από οποιαδήποτε κατά νόμο αρμόδια Αρχή. (παρ.2).
    β. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με τους Ν. 2362/1995 και Ν. 4270/2014
    Η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Ν. 2362/1995 και Ν. 4270/2014, ήτοι των απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996, πλην όσων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013, ορίζεται στις ήδη καταργηθείσες διατάξεις του άρθρου 86 του Ν. 2362/1995 και στις ισχύουσες ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014, στις οποίες αναφέρονται τα εξής:
    Στην παρ. 1 ορίζεται ότι καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Φορολογική Αρχή ή Τελωνείο (βεβαίωση με τη στενή έννοια), με την επιφύλαξη των διατάξεων περί επιβολής φόρων και λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν.4174/2013.
    1. Σε τριετή παραγραφή υπόκεινται:
    Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που εισπράττονται από τα Τελωνεία, εφ’ όσον δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακά ή βεβαιώθηκαν ελλιπώς, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή η οφειλή (πρώτο εδάφιο παραγράφου 5, άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
    Σημείωση: Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014 εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (βλ. μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    2. Σε πενταετή παραγραφή υπόκειται:
    Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μαζί με τα πρόστιμα, τους τόκους και τις προσαυξήσεις που έχουν βεβαιωθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον ίδιο νόμο ή σε άλλη ειδική διάταξη που ρυθμίζει προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε με την στενή έννοια η απαίτηση και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη (παρ. 2 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).

    3. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται:

    i. Απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που βεβαιώθηκαν στα τελωνεία, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν κατά τις ειδικότερες διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας (δεύτερο εδάφιο παραγράφου 5 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
    Ως χρόνος γένεσης αξίωσης για είσπραξη δασμών ,φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων επί εμπορευμάτων που βρίσκονται υπό τελωνειακή παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων αυτών ή η υπαγωγή τους σε τελωνειακό καθεστώς, το οποίο συνεπάγεται τελωνειακή παρακολούθηση, θεωρείται για την παραγραφή το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η διαφυγή του εμπορεύματος από την τελωνειακή παρακολούθηση και όπου αυτό δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, το χρονικό σημείο διαπίστωσης της διαφυγής (τρίτο εδάφιο παραγράφου 5 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
    Σημείωση: Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014 εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (βλ. μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    ii. Απαιτήσεις του Δημοσίου ως εγγυητή που υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώματα του δανειστή ή πιστωτή κατά του οφειλέτη, κατά του εγγυητή και κατά των λοιπών συνυπόχρεων, οι οποίες βεβαιώνονται με τη στενή έννοια από 1/1/1996 (έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995) στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο μετά την εν στενή εννοία βεβαίωσή τους κατέστησαν ληξιπρόθεσμες.
    Επισήμανση: Οι απαιτήσεις από την ίδια ως άνω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από την 31 η/12/1995 (άρθρο 65 παρ. 5 του Ν. 2362/1995). Αντίστοιχα, απαιτήσεις από την ανωτέρω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του νόμου αυτού, δηλαδή από την 31 η/12/2014 (άρθρο 126 παρ. 6 του Ν. 4270/2014).
    4. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται απαιτήσεις του Δημοσίου που:
    i. απορρέουν από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, στην οποία περιλαμβάνεται και η σύμβαση που βασίζεται σε πρακτικό του Ν.Σ.Κ. με το οποίο καταρτίζεται εξωπτωχευτική ρύθμιση του τρόπου καταβολής πτωχευτικών χρεών, οφειλομένων στο Δημόσιο, η οποία εξομοιώνεται πλήρως με μεταπτωχευτική έννομη σχέση,
    ii. απορρέουν από τελεσίδικη απόφαση είτε αναγνωριστική είτε καταψηφιστική οποιουδήποτε δικαστηρίου,
    iii. γεννήθηκαν συνεπεία άπιστης διαχείρισης,
    iv. απορρέουν από διάταξη τελευταίας βούλησης,
    v. αφορούν σε περιοδικές παροχές,
    vi. γεννήθηκαν από καταλογισμό που έγινε από οποιαδήποτε αρμόδια δημόσια αρχή,
    vii. γεννήθηκαν από αυτοτελή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από διοικητικές αρχές,
    viii. αφορούν σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασμό αυτού εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων και
    ix. απορρέουν από κατάπτωση εγγυήσεων τρίτων.(παρ. 3 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014)
    5. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, που περιήλθε σε αυτό με οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε αιτία, υπόκειται στην προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις παραγραφή, που δεν δύναται όμως σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθεί στο πρόσωπο του Δημοσίου προ της παρόδου πέντε ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η βεβαίωση αυτή με τη στενή έννοια (παρ.4 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
    γ. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με τον Ν. 4174/2013
    Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4174/2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 αυτού, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014 και εφεξής, ορίζεται πενταετής (5 έτη), που αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης (άρθρο 51 σε συνδυασμό με την παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013).
    Δ. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.
    Ι. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 88 του Ν.321/1969
    Οι λόγοι αναστολής της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν στις διατάξεις του άρθρου 88 του Ν. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού» ίσχυσαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, ήτοι μέχρι και 31-12¬1995. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις η παραγραφή των χρεών προς το Δημόσιο αναστέλλεται :
    α) για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (πρώτο εδάφιο άρθρου 88),
    β) για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο, κατά το τελευταίο έτος της παραγραφής, το χρέος τελούσε σε αναστολή ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία χορηγήθηκε με νόμο ή δικαστική απόφαση ή με απόφαση αρμόδιας κατά νόμο Αρχής, μετά από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα από τη συμμόρφωση ή μη του υπόχρεου, εν όλω ή εν μέρει (περίπτωση α άρθρου 88),
    γ) για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο το Δημόσιο εμποδίστηκε να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέσα λόγω αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με διάταξη νόμου (περίπτωση β άρθρου 88).
    Στις ανωτέρω περιπτώσεις (β και γ) η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής είσπραξης, της τμηματικής καταβολής ή της αναστολής εκτέλεσης, σε καμία δε περίπτωση δεν συμπληρώνεται αυτή πριν από την παρέλευση έξι μηνών από τη λήξη της αναστολής πληρωμής, της αναστολής εκτέλεσης ή της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
    δ) Εάν αμφισβητήθηκε δικαστικά η νομιμότητα του τίτλου είσπραξης ή των ληφθέντων μέτρων εκτέλεσης από τον οφειλέτη ή τρίτο μέχρι τελεσίδικης περαίωσης της δίκης (περίπτωση γ άρθρου 88).
    ΙΙ. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με τα άρθρα 87 του Ν. 2362/1995 και 137 του Ν.4270/2014
    Οι λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργηση αυτού στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, έχουν εφαρμογή, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β), επί απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996 καθώς και επί προγενέστερων απαιτήσεων, εφ’ όσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή κατά την ως άνω ημερομηνία (χρόνος έναρξης ισχύος του νόμου Ν. 2362/1995), πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 51 Ν. 4174/2013), για τις οποίες αποκτήθηκε εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014.
    Ειδικότερα:
    Η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου αναστέλλεται :
    α) Για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (παρ. 1 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).
    β) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο για τον οποίο είχε χορηγηθεί στον υπόχρεο ή σε συνυπόχρεο κατά την τελευταία διετία της παραγραφής αναστολή πληρωμής του χρέους του ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής είτε με νόμο είτε με δικαστική απόφαση είτε με πράξη της αρμόδιας Αρχής, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα αν ο υπόχρεος έχει συμμορφωθεί ή όχι, εν όλω ή εν μέρει (παρ. 2, περ. α, άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
    γ) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο είχε εμποδιστεί το Δημόσιο να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέτρα, λόγω αναστολής εκτέλεσης που έχει χορηγηθεί με διάταξη νόμου. (παρ. 2, περ. β, άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
    Στις παραπάνω υπό στοιχεία (β) και (γ) περιπτώσεις η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής της και σε καμία περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη είτε της αναστολής πληρωμής είτε της παραβίασης της υποχρέωσης τμηματικής καταβολής είτε της αναστολής λήψης των αναγκαστικών μέτρων αντίστοιχα.
    Σημείωση: Κατ’ εφαρμογή της διάταξης της ανωτέρω περίπτωσης (γ), η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου ανεστάλη για όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της αναστολής διενέργειας πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ίσχυσε από 28-6-2015 έως 31-10-2015, λόγω της τραπεζικής αργίας και της επιβολής περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών και στην κίνηση κεφαλαίων και η οποία δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από την λήξη της αναστολής εκτέλεσης. (βλ. σχετικά έγγραφα υπ’ αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΙΣΠΡ.Β 1101866 ΕΞ 2015/27-7-2015, Δ.ΕΙΣΠΡ.Β.1115433 ΕΞ 2015/3-9-2015 και Δ.ΕΙΣΠΡ.Β 1126480 ΕΞ 2015/30-9-2015).
    δ) Κατά τη διάρκεια ανηλικότητας του οφειλέτη ή και δύο έτη μετά την ενηλικίωση αυτού, αν η κληρονομιά στερείται ενεργητικού, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη κηδεμόνα ή επιτρόπου του ανηλίκου (παρ. 2 περ. γ άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
    ε) Στην περίπτωση που ο οφειλέτης κατά την τελευταία διετία της παραγραφής διέμενε στο εξωτερικό για χρόνο μεγαλύτερο του μηνός συνεχόμενα ή μη, ο χρόνος παραγραφής κάθε απαίτησης του Δημοσίου παρατείνεται για δύο έτη (παρ. 3 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
    στ) Σε περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης από οποιονδήποτε είτε του νόμιμου τίτλου γενικά της απαίτησης του Δημοσίου είτε της νομιμότητας της βεβαίωσης εν στενή εννοία είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξης της αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης προς είσπραξη απαίτησης του Δημοσίου, η προβλεπόμενη παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου προς βεβαίωση (εν ευρεία εννοία) ή προς είσπραξη της βεβαιωμένης απαίτησής του αναστέλλεται μέχρι την έκδοση επί της δικαστικής αυτής διένεξης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και δεν συμπληρώνεται αυτή σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από την κοινοποίηση, με επιμέλεια των αντιδίκων του Δημοσίου και με δικαστικό επιμελητή, της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου και στον Υπουργό των Οικονομικών.
    Σε περίπτωση ακύρωσης της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης εντός της ανωτέρω προθεσμίας του ενός έτους, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή άλλου προσώπου κατά νόμο ευθυνόμενου, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης που επήλθε με την ακυρωθείσα πράξη, λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα (παρ. 4 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).
    Σημειώσεις:
    1. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, όπως τίθενται αμέσως ανωτέρω, εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014.
    2. Επισημαίνεται ότι το αποτέλεσμα της περίπτωσης υπό στοιχείο στ’ επαγόταν κατά τις διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και η αίτηση του Δημοσίου προς το Δικαστήριο όπως επιτρέψει την προσωπική κράτηση του οφειλέτη του. Με την διάταξη της παρ.6 του άρθρου 67 του Ν.3842/2010 καταργήθηκε το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κράτησης για είσπραξη δημοσίων εσόδων. Η αναστολή της παραγραφής που άρχισε με την υποβολή αίτησης προσωπικής κράτησης έληξε με την δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ήτοι στις 23-4-2010. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή των χρεών αυτών δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο τουλάχιστον έτους από τη λήξη της αναστολής.
    ΙΙΙ. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4174/2013
    Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, για τα οποία αποκτάται εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014 και εφεξής, αναστέλλεται για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, ήτοι:
    α) για όσο χρονικό διάστημα είχε χορηγηθεί ρύθμιση τμηματικής καταβολής,
    β) για όσο χρονικό διάστημα η Φορολογική Διοίκηση δεν μπορούσε να εισπράξει το χρέος λόγω αναστολής εκτέλεσης από οποιαδήποτε αιτία (κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής βλ. σχετική σημείωση στο Κεφάλαιο II, περ. γ)
    Στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις (υπό στοιχεία α και β) η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έτους από τη λήξη της αναστολής.
    γ) Κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του φορολογούμενου.
    δ) Κατά τη διάρκεια δικαστικής αμφισβήτησης του εκτελεστού τίτλου της απαίτησης ή της νομιμότητας της είσπραξης ή του κύρους της πράξης εκτέλεσης και μέχρι τη συμπλήρωση ενός έτους από την επίδοση στη Φορολογική Διοίκηση με δικαστικό επιμελητή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
    Σημείωση:
    Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου αυτού 137 του ν. 4270/2014, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 αυτού εφαρμόζεται και για οφειλές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013. Συγκεκριμένα: «Σε περίπτωση ακύρωσης κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και, εντός της προβλεπόμενης από το ίδιο άρθρο προθεσμίας, επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, του ιδίου ή άλλου προσώπου ευθυνομένου, η με την ακυρωθείσα πράξη επελθούσα διακοπή της παραγραφής της απαίτησης λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα ενώ οι συνέπειες της ακυρωθείσας πράξης αναβιώνουν αναδρομικά (π.χ. απαγόρευση διάθεσης συνεπεία επιβολής της αρχικής κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και του ΚΠολΔ). Η ρύθμιση αυτή, λόγω της γενικότητάς της και της απουσίας αντίστοιχης διάταξης στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, καταλαμβάνει αυτονοήτως το σύνολο των οφειλών του Δημοσίου, ήτοι ακόμη και αυτές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κώδικα».
    IV. Λοιποί ειδικοί λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου
    α) Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης λόγω μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατά τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.2523/1997 και ισχύει από 11 -9-1997, αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Μετά την αντικατάσταση της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.3220/2004, η οποία ισχύει από 1-1-2004, η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.
    Σημειωτέον ότι στις περιπτώσεις που με τις εκάστοτε διατάξεις λόγω αύξησης του ορίου αξιοποίνου της μη καταβολής χρεών αποποινικοποιείτο η μη καταβολή χρεών για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης και δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, η αναστολή έληξε με τη δημοσίευση του οικείου νόμου και δεν συμπληρώνεται σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής (βλ. παρ. 4 άρθρου 34 Ν.3220/2004-ΦΕΚ 15′ Α’/28-1-2004, με την οποία αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 5.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ, άρθρο 20 του Ν.4321/2015-ΦΕΚ 32Α’/21-3- 2015, με την οποία αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 5.000 ευρώ σε 50.000 ευρώ και άρθρο 8 του Ν. 4337/2015-ΦΕΚ 129 Α’/17-10-2015 με το οποίο αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 50.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ).
    β) Η υπαγωγή οφειλών σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή η υποβολή σχετικής αίτησης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις περί αναστολής του χρόνου παραγραφής χρεών που περιλαμβάνονται στους νόμους που διέπουν τις εκάστοτε χορηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις βεβαιωμένων οφειλών, τη χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής οφειλών καθώς και ρυθμίσεις χρεών οφειλετών ειδικών κατηγοριών (βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β, περ. VII)
    γ) Η καταχώρηση ληξιπρόθεσμης οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, κατόπιν χαρακτηρισμού αυτής ως ανεπίδεκτης είσπραξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. (Απόφαση ΠΟΛ.1259/5.12.2013, όπως τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ.1089/22.6.2016). Η αναστολή παραγραφής ισχύει για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώρηση στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
    δ) Η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία αποβάλλεται από πίνακα κατάταξης ή διανομής καταταγείσα απαίτηση του Δημοσίου, η οποία είχε εισπραχθεί, έχει ως συνέπεια να μην προσμετράται στην προθεσμία παραγραφής ο χρόνος μεταξύ της είσπραξης και της επαναβεβαίωσης της αποβληθείσας απαίτησης του Δημοσίου (άρθρο 58, παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33, παρ. 3 του Ν. 4141/2013-ΦΕΚ 81 Α’, βλ. και εγκύκλιο ΠΟΛ.1115/23.5.2013).
    V. Λόγοι αναστολής που προβλέπονται από γενικής ισχύος διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας
    α. Λόγοι αναστολής που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα
    1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255 και 257 του Α.Κ. περί αναστολής παραγραφής «Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανωτέρας βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Αναστέλλεται επίσης η παραγραφή για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση. Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες».
    2. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του Α.Κ. περί παραγραφής κατά ανικάνων: «Η παραγραφή τρέχει και σε βάρος προσώπων που είναι ανίκανα ή έχουν περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία. Αν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη, η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες αφότου έγιναν απεριορίστως ικανά ή απέκτησαν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, εφόσον ο ανίκανος ή ο περιορισμένα ικανός έχει την ικανότητα να παραστεί στο Δικαστήριο».
    3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 259 του Α.Κ. «Η παραγραφή αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται κατά κληρονομίας, δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου αφότου ο κληρονόμος απέκτησε την κληρονομία ή αφότου η αξίωση μπορεί να ασκηθεί από κηδεμόνα κληρονομίας ή κατά κηδεμόνα κληρονομίας».
    β. Άλλοι λόγοι αναστολής
    1. Η χορήγηση από το δικαστήριο προληπτικών μέτρων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα-ΠτΚ) κατ’ άρθρο 103, παρ. 1 του ΠτΚ, με τα οποία αναστέλλονται εν όλω ή εν μέρει τα μέτρα ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη. Κατά τη διάρκεια της αναστολής μέτρων, κατά τα ανωτέρω, αναστέλλεται η παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες διατάχθηκαν τα προληπτικά μέτρα (δηλαδή των οφειλών που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης, εκτός αν το δικαστήριο ρητά επεκτείνει την ισχύ των προληπτικών μέτρων/της αναστολής και σε νεότερες απαιτήσεις) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 255 του Αστικού Κώδικα (βλ. ανωτέρω υπό α1 ).
    2. Η κατάθεση αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ή 106στ ΠτΚ (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015) έχει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 106β του ΠτΚ ως συνέπεια την αναστολή παραγραφής: i. σε περίπτωση αίτησης για άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την κατάθεση προς επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης και ii. σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης μετά από προηγούμενο άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, των απαιτήσεων που υφίστανται κατά την ημέρα του ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης (ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης στο ακροατήριο του δικαστηρίου). Η αναστολή παραγραφής ισχύει για το χρονικό διάστημα που αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης και λήγει με την έκδοση της δικαστικής απόφασης για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά νόμο τους τέσσερις (4) μήνες (βλ. σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016).
    3. Η δικαστική επικύρωση συμφωνίας συνδιαλλαγής κατ’ άρθρο 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α’) είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την αναστολή, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, της παραγραφής των απαιτήσεων των συμβαλλόμενων πιστωτών και των δικαιωμάτων των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον.
    Σημείωση: Η ανωτέρω ειδική διάταξη περί αναστολής παραγραφής εφαρμόζεται επί απαιτήσεων του Δημοσίου, αν αυτό ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε συμφωνία συνδιαλλαγής (θεσμός προϊσχύων της συμφωνίας εξυγίανσης, που εισήχθη με τον ν. 4013/2011). Κατ’ εφαρμογή όμως της προαναφερθείσας διάταξης της παραγράφου 2, περίπτωση (β) του άρθρου 87 του Ν. 2362/1995 (βλ. ανωτέρω υπό II γ), η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου σε βάρος του οφειλέτη (και των τυχόν εγγυητών ή συνυπόχρεων εις ολόκληρον προσώπων), κατά τη διάρκεια ισχύος συμφωνίας συνδιαλλαγής, αναστέλλεται και στις περιπτώσεις όπου το Δημόσιο δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία (όπως κατά κανόνα συνέβαινε στην πράξη), λόγω της αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των προσώπων αυτών, που προβλεπόταν στο άρθρο 104 παρ. 1, περ. (β) του ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011. Η αναστολή παραγραφής καταλαμβάνει απαιτήσεις του Δημοσίου που γεννήθηκαν πριν από τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής (βλ. σχετικές εγκυκλίους ΠΟΛ.1087/11.6.2010 και ΠΟΛ.1115/15.7.2010).
    4. Η ολοκλήρωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία ρύθμισης χρεών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων του ν. 3869/2010
    έχει ως συνέπεια την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση (συγκεκριμένα, στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών που περιέχεται στην αίτηση). Η αναστολή παραγραφής διαρκεί έως την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης επί της αιτήσεως (βλ. σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016).
    E. ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
    I. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με το άρθρο 89 του Ν.321/1969
    Οι λόγοι διακοπής της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 89 του Ν. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού» ίσχυσαν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, ήτοι μέχρι 31-12-1995.
    Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, η παραγραφή διακόπτεται:
    α) για τους λόγους οι οποίοι προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία πλην του λόγου της με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώρισης της αξίωσης από τον υπόχρεο,
    β) με την επιβολή κατάσχεσης επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή του εγγυητή αυτού, είτε αυτά βρίσκονται στα χέρια αυτών είτε στα χέρια τρίτων,
    γ) με κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης από την έναρξη αυτής μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, η οποία (παραγραφή) αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη εκτέλεσης.
    Σε περίπτωση απαγγελίας ακυρότητας της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης, η παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου δεν συμπληρώνεται, εάν εντός τριών μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης με την οποία απαγγέλθηκε η ακυρότητα επαναληφθεί η πράξη εκτέλεσης που ακυρώθηκε ή επιβληθεί νέα κατάσχεση επί του ίδιου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου.
    Η άρση της κατάσχεσης από τη διοικητική Αρχή μετά από αίτηση του οφειλέτη δεν αναιρεί τη διακοπή της παραγραφής
    Επί περισσότερων οφειλετών εις ολόκληρον η διακοπή της παραγραφής ως προς ένα από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών. Η διακοπή της παραγραφής ως προς τον πρωτοφειλέτη ενεργεί και κατά του εγγυητή και αντιστρόφως.
    II. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με τα άρθρα 88 του Ν.2362/1995 και 138 του Ν.4270/2014
    Την παραγραφή χρηματικής απαίτησης του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), διακόπτουν οι λόγοι που αναφέρονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 88 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργησή τους στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 138 του Ν. 4270/2014, στο οποίο συμπληρώθηκε η περίπτωση α της παραγράφου 1 και προστέθηκε επί πλέον νέος λόγος διακοπής της παραγραφής υπό στοιχείο (η)’, ήτοι:
    α) Η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή τρίτου εγγυητή αυτών και ανεξάρτητα αν αυτή ενεργείται στα χέρια των ή στα χέρια τρίτου ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ’ ού η κατάσχεση (περίπτωση α παραγράφου 1 άρθρου 138 του Ν. 4270/2014)
    Σημείωση: Στην ανωτέρω περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 συμπληρώθηκε η αντίστοιχη διάταξη της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του Ν. 2362/1995 με την προσθήκη στο τέλος αυτής των λέξεων « ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ’ ού η κατάσχεση». Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (παρ. γ’ περίπτωση αα του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    β) Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή μη στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το πρόγραμμα (περίπτωση β παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    γ) Η αναγγελία προς επαλήθευση στην πτώχευση είτε του οφειλέτη είτε φυσικού ή νομικού προσώπου μετ’ αυτού συνυπόχρεου ή για χρέη του οποίου ευθύνεται το πρόσωπο αυτό. Η διακοπή επέρχεται με την κοινοποίηση της αναγγελίας είτε στο γραμματέα του Πτωχευτικού Δικαστηρίου είτε στον σύνδικο της πτώχευσης.
    Ειδικά επί μη προνομιακών απαιτήσεων του Δημοσίου, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείου της τελεσίδικης απόφασης περί επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού, με επιμέλεια του οφειλέτη.
    Η ένωση των πιστωτών ή η αποκατάσταση του πτωχού καθώς και η ανάκληση της δικαστικής απόφασης με την οποία κηρύχθηκε η πτώχευση ή η ακύρωση ή η διάρρηξη του πτωχευτικού συμβιβασμού δεν επάγονται έναρξη εκ νέου της διακοπείσας με την αναγγελία παραγραφής (περίπτωση γ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
    Σημείωση: Σε περίπτωση περάτωσης της πτώχευσης για άλλο λόγο, εφαρμόζεται η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
    δ) Η αναγγελία προς κατάταξη σε πλειστηριασμό περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή των λοιπών αναφερομένων στην περίπτωση γ’ προσώπων (περίπτωση δ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    ε) Η αναγγελία στον εκκαθαριστή κληρονομίας ή στον εκκαθαριστή διαλυθέντος νομικού προσώπου. Εάν επί διάλυσης νομικού προσώπου δεν υπάρχει αμέσως γνωστός εκκαθαριστής βάσει του καταστατικού αυτού ή δικαστικής απόφασης, η παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου αναστέλλεται μέχρι τον ορισμό εκκαθαριστή και έξι μήνες μετά τον ορισμό αυτού (περίπτωση ε παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    Σημείωση: Σε περίπτωση που η αναγγελία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο εκκαθάρισης, στην οποία απαγορεύεται βάσει νόμου η λήψη μέτρων αναγκαστικής/διοικητικής εκτέλεσης, η νέα παραγραφή αρχίζει μετά το πέρας της διαδικασίας εκκαθάρισης, λόγω της αναστολής παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 87, παρ. 2, περ. β του Ν. 2362/1995 ή 137, παρ. 2 περ. β του Ν. 4270/2014, κατά περίπτωση (ομοίου περιεχομένου διατάξεις). Τέτοιες περιπτώσεις εκκαθάρισης είναι π.χ. η ειδική εκκαθάριση κατ’ άρθρο 106ια του Πτωχευτικού Κώδικα (βλ. την παρ. 6 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4336/2015), η ειδική εκκαθάριση κατ’ άρθρα 46 και 46α του ν. 1892/1990 (βλ. την παρ. 4 του άρθρου 46 αυτού), η δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας (βλ. άρθρα 1913 επ. του Αστικού Κώδικα), η εκκαθάριση αγροτικών συνεταιρισμών, όπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας (βλ. άρθρο 27, παρ. 15 ν. 4384/2016) κ.λπ.
    στ) Η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου του οφειλέτη ή οποιουδήποτε των λοιπών αναφερομένων στην περίπτωση γ’ προσώπων. Η εξάλειψη αυτών εντός του χρόνου της νέας παραγραφής, χωρίς την γραπτή συναίνεση του Δημοσίου, δεν αναιρεί τη διακοπή για ένα έτος μετά τη γραπτή γνωστοποίηση από τον οφειλέτη προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. της γενομένης εξάλειψης (περίπτωση στ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    ζ) Κάθε πράξη της κατά Κ.Ε.Δ.Ε. διοικητικής (αναγκαστικής) εκτέλεσης και κάθε διαδικαστική ως προς τον πίνακα κατάταξης πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου που λαμβάνει χώρα από την έναρξη της εκτέλεσης, μέχρι να καταστεί αμετάκλητος ο πίνακας κατάταξης δανειστών. Η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την κοινοποίηση στο Δημόσιο, με δικαστικό επιμελητή και με επιμέλεια των αντιδίκων, της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί του πίνακα κατάταξης δανειστών (περίπτωση ζ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    Η άρση της κατάσχεσης ή η εξάλειψη της υποθήκης ή η ανάκληση άλλης πράξης διοικητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης από τις ανωτέρω, από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή από άλλη αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή δεν εξαλείφει αναδρομικά τη διακοπή της παραγραφής, η οποία αρχίζει εκ νέου από την ημερομηνία της άρσης ή της εξάλειψης ή της ανάκλησης αντίστοιχα (παράγραφος 2 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    η) Η κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή εγγυητή (περίπτωση η παραγράφου 1 άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    Σημείωση: Η ανωτέρω διάταξη της περίπτωσης η’ του άρθρου 138 του Ν. 4270/2014, με την οποία προστέθηκε νέος λόγος διακοπής της παραγραφής, εφαρμόζεται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (βλ. παρ. γ’ περίπτωση αα’ του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    Επί περισσοτέρων συνοφειλετών, διαιρετώς ή εις ολόκληρον ευθυνομένων, περιλαμβανομένου και του εγγυητή, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης του Δημοσίου ως προς ένα από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών (παράγραφος 3 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
    Με την επιφύλαξη των ανωτέρω διατάξεων οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δημοσίου (παράγραφος 4 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
    III. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με το άρθρο 51 του Ν. 4174/2013

    Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν.4174/2013), για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014, διακόπτεται για τους παρακάτω λόγους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 51 αυτού:
    α) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη της ατομικής ειδοποίησης
    β) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη οποιασδήποτε πράξης αναγκαστικής
    εκτέλεσης,
    γ) με την αναγγελία:
    > προς επαλήθευση στην πτώχευση,
    > προς κατάταξη στον υπάλληλο του πλειστηριασμού,
    > στον εκκαθαριστή κληρονομιάς ή διαλυθέντος νομικού προσώπου και
    > στον ειδικό εκκαθαριστή επιχείρησης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
    δ) με την εγγραφή προσημείωσης ή υποθήκης επί οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του φορολογούμενου
    Σημείωση: Σε περίπτωση πτώχευσης εφαρμόζεται η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
    Επί αλληλεγγύως ευθυνομένων, η διακοπή της παραγραφής ως προς έναν από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών.
    IV. Λόγοι διακοπής της παραγραφής που προβλέπονται από τον Α.Κ.
    α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η αναγνώριση της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο.
    Σημείωση: Υπό την ισχύ του Ν.Δ. 321/1969, στην παρ. 1 του άρθρου 89 αυτού ορίζεται ότι η παραγραφή διακόπτεται για τους λόγους που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία «πλην του λόγου της καθ οιονδήποτε τρόπο αναγνωρίσεως της αξιώσεως υπό του Δημοσίου» .
    β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής.
    γ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει (μεταξύ άλλων) η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση (περ. 2). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 266 αυτού, η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
    δ) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα.
    Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονταν συμπληρωματικά μόνο με τις διατάξεις του άρθρου 89 του Ν Δ. 321/1969, δεδομένου ότι στα άρθρα 88 του Ν. 2362/1995 (παρ. 1, περ. στ) και 138 του Ν. 4270/2014 (παρ. 1, περ. στ) έχουν ενσωματωθεί αντίστοιχες ειδικές διατάξεις.
    ΣΤ. ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
    Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου έχει παραταθεί με τις ακόλουθες διατάξεις:
    I. του άρθρου 14 του Ν.2074/1992, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1993 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1992»,
    II. της παρ.5 του άρθρου 4 του ν.2187/1994, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1994 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1993»,
    III. της παρ. 13 του άρθρου έβδομου του Ν.2275/1994, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 30-6-1995 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονταν εντός του έτους 1994»,
    IV. της παρ. 34 του άρθρου 6 του Ν. 2386/1996, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1996 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1995 και 1996 πλήν των υπαγομένων στην διάταξη της παρ.13 του άρθρου εβδόμου του Ν. 2275/1994,
    V. της παρ. 23 του άρθρου 20 του Ν.2459/1997, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1997 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός των ετών 1996 και 1997. Η ισχύς της παραγράφου αρχίζει την 17-12-1996»,
    VI. της παρ. 12 του άρθρου 22 του Ν.2523/1997, βάσει της οποίας « παρατείνεται μέχρι 31-12-1998 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 1997 και 1998. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
    VII. της παρ.8 του άρθρου 17 του Ν.2753/1999, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2001 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των 30.000 δρχ. κατά βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται εντός των ετών 1999,2000 και 2001. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
    VIII. της παρ.5 του άρθρου 11 του Ν.2954/2001, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2003 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δρχ, (54.520 δρχ.) ή το ισόποσο των εκατόν εξήντα (160) ευρώ κατά την βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται την 31-12-2001 και εντός των ετών 2002, 2003. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
    IX. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν.3808/2009, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2011 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία του Κράτους, χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 2009, 2010»,
    X. της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν.3888/32010, βάσει της οποίας «από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι 31-12-2012 παρατείνεται η παραγραφή των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία χρεών» και
    XI. της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν.4098/2012, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2013 η προθεσμία παραγραφής των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία χρεών που παραγράφονται εντός των ετών 2012 και 2013».
    V. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
    Απαίτηση του Δημοσίου η οποία έχει υποπέσει σε παραγραφή αντιτάσσεται σε συμψηφισμό για τρία (3) έτη από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής (βλ. άρθρο 83, παρ. 3 του Ν.Δ. 356/1974-Κ.Ε.Δ.Ε., σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παρ. 2 του Ν. 4174/2013, προκειμένου για απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού, καθώς και τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 89 του Ν. 2362/1995 και 139 του Ν. 4270/2014, κατά περίπτωση).
    Στην περίπτωση που η οφειλή έχει διαγραφεί λόγω παραγραφής και αντιτάσσεται σε συμψηφισμό με ανταπαίτηση του οφειλέτη, η οφειλή που διεγράφη λόγω παραγραφής πρέπει να αναβιώσει σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 119 του Π.Δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας των Δ.Ο.Υ.».
    Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Σχετικά με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης !


    Σε επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή απάντησε η Υπουργός Εργασίας και κοινωνικής Ασφάλισης Εφη Αχτσιόγλου σχετικά με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης
    Αναλυτικά:
    Α.1. Με την ψήφιση του Ν. 3846/2010 «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις» (Α’ 66) όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας» (Α’ 212), θεσπίσθηκαν νέες διατάξεις και έγιναν τροποποιήσεις υφιστάμενων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, προκειμένου αφενός μεν να διασφαλίζονται τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων αλλά και η αναγκαία ευελιξία στην αγορά εργασίας, αφετέρου δε η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Οικονομίας. Βασικές συνιστώσες του νόμου είναι ο έλεγχος, η ρύθμιση και η πραγματοποίηση συγκεκριμένων παρεμβάσεων για εγγυήσεις που είχαν παραληφθεί ή που η πραγματικότητα ανέδειξε ως απολύτως αναγκαίες.
    α) Το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2639/1998 (Α’ 205), ορίζει ότι: «1. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικό ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες». Η ως άνω διάταξη εισάγει τεκμήριο υπέρ της μισθωτής εργασίας. Δεν μετατρέπει τις συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, το βάρος όμως της απόδειξης ότι δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, φέρει πλέον ο εργοδότης, εφόσον αμφισβητήσει το ανωτέρω τεκμήριο.
    β) Το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010, το οποίο αντικαθιστά το άρθρο 38 του ν. 1892/1990 (Α’ 101) όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 (Α’ 205) περί μερικής απασχόλησης, προβλέπει ότι: «1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.
    2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ως:
    α) «εργαζόμενος μερικής απασχόλησης», κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση.
    β) «συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση», κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας.
    3. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής.
    Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.
    Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου…
    Οι συμφωνίες ή αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας…».
    Το ως άνω άρθρο θεσπίζει μια σειρά νέων προστατευτικών διατάξεων υπέρ των εργαζομένων αυτής της κατηγορίας και τροποποιεί υφιστάμενες διατάξεις με σκοπό την περαιτέρω προστασία τους. Μεταξύ άλλων εισάγονται οι ορισμοί του «εργαζόμενου μερικής απασχόλησης» και του «συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση» ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ορίζεται και διασαφηνίζεται η έννοια της εκ περιτροπής απασχόλησης και γενικότερα διατηρούνται και διευρύνονται οι προστατευτικές διατάξεις υπέρ των εργαζομένων με μερική απασχόληση.
    Διατηρείται η αρχή της ελεύθερης προσφυγής στη μερική απασχόληση με κοινή συμφωνία των μερών και με τον έγγραφο τύπο ως συστατικό στοιχείο για την κατάρτιση της σύμβασης αυτής και αναγνωρίζεται το δικαίωμα του πλήρως απασχολούμενου (παρ. 12), εφόσον έχει συμπληρώσει ένα ημερολογιακό έτος εργασίας στον ίδιο εργοδότη, να ζητήσει με αίτησή του τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση. Με αυτή τη διάταξη δίνεται η δυνατότητα στους εργαζόμενους να αντιμετωπίσουν έκτακτες οικογενειακές ανάγκες ή ανάγκες που προκύπτουν για εκπαιδευτικούς λόγους και για όσο διάστημα διαρκούν αυτές, διατηρώντας δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση. Με την παρ. 8, λαμβάνεται μέριμνα ώστε η άρνηση ενός εργαζομένου να ενταχθεί από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση, να μην συνιστά από μόνη της δικαιολογία για τη λύση της σύμβασης εργασίας καθώς από την παρούσα διάταξη προβλέπεται ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης λόγω του ότι ο ήδη εργαζόμενος στην επιχείρηση με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης δεν αποδέχεται πρόταση του εργοδότη να μετατραπεί η σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Επίσης, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την παρ. 17 του ίδιου ως άνω άρθρου, κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για τους μερικώς απασχολούμενους όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
    γ) Με την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου προβλέπεται ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής.
    Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας…
    Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος (παρ. 3 του άρθρου 17 του Ν. 3899/2010), μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ 240/2006 (ΦΕΚ 252 Α’) και του ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63 Α’).
    Από την εισηγητική Έκθεση του νόμου όπου αναφέρεται ότι: «….0 εργοδότης σε περίπτωση περιορισμού της οικονομικής του δραστηριότητας και προκειμένου να μην προβεί σε καταγγελία της σύμβασης των εργαζομένων του δύναται να επιβάλει μονομερώς σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης, μόνο όμως για χρονικό διάστημα    » συνάγεται ότι σκοπός της διάταξης περί μονομερούς επιβολής συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης είναι η αντιμετώπιση πρόσκαιρων οικονομικών προβλημάτων με αποτέλεσμα τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης και την αποφυγή απολύσεων.
    Συνεπώς, ο λόγος για τον οποίο ο εργοδότης δικαιούται να επιβάλει μονομερώς την εκ περιτροπής απασχόληση, είναι η αποφυγή απολύσεων, κατ’ επέκταση δε και η αποφυγή αύξησης της ανεργίας, με την επιλογή λύσεων ευνοϊκότερων για τους εργαζόμενους. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή ο νόμος θεωρεί ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο τη μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας από την απώλεια της θέσης εργασίας, με βάση και την αρχή ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί την έσχατη λύση. Προς τούτο παρέχεται στον εργοδότη, στο πλαίσιο του γενικότερου διευθυντικού του δικαιώματος, η δυνατότητα να διατηρήσει το προσωπικό του τροποποιώντας τους όρους εργασίας, προσαρμόζοντας τους στις νέες ανάγκες της επιχείρησης, για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών ετησίως, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον περιορισμό της οικονομικής του δραστηριότητας.
    Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι η επιβαλλόμενη με μονομερή πράξη του εργοδότη εκ περιτροπής απασχόληση αποτελεί υποκατάστατο της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης – δεδομένου ότι επιβάλλεται ως μέτρο προληπτικό κατά των απολύσεων, «αντί καταγγελίας της σύμβασης» – και επιτρέπεται υπό τις εξής δύο προϋποθέσεις που πρέπει αθροιστικά να συντρέχουν:
    α) ο περιορισμός των δραστηριοτήτων της επιχείρησης (ουσιαστική προϋπόθεση) και
    β) η προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση του εργοδότη με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, στην περίπτωση δε που δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, η ενημέρωση και διαβούλευση με το σύνολο των εργαζομένων (τυπική προϋπόθεση).
    Έχει κριθεί ότι ο εργοδότης, προκειμένου να επιβάλλει μονομερώς σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης, έχει υποχρέωση να προχωρήσει σε σοβαρή συζήτηση με το προσωπικό του για τους λόγους που υπαγορεύουν αυτή την επιχειρηματική απόφαση, να δώσει τα οικονομικά στοιχεία και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων. Αν δεν γίνει ενημέρωση με διαβίβαση στοιχείων, ώστε να λάβουν γνώση οι εργαζόμενοι της πρόσφατης και της πιθανής εξέλιξης των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς και της κατάστασης, της διάρθρωσης και της πιθανής εξέλιξης της απασχόλησης σ’ αυτή (επιχείρηση) και δεν δοθεί από τον εργοδότη ένα χρονικό διάστημα διαβούλευσης, τότε η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας θα είναι παράνομη, ανεξαρτήτως του αν υφίσταται η ουσιαστική προϋπόθεση του περιορισμού των δραστηριοτήτων της εργοδότριας επιχείρησης (Μον. Πρωτ. Αθηνών 8606/2011).
    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ένας εργοδότης δύναται να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στους εργαζόμενους που απασχολεί, λόγω μείωσης της οικονομικής δραστηριότητάς του, που σημαίνει ότι αδυνατεί να τους απασχολεί κατά πλήρες ωράριο (λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της επιχείρησης). Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση από τον εργοδότη του συγκεκριμένου δικαιώματος πρέπει να γίνεται όπως επιβάλλουν ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του και η αρχή της καλής πίστης σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ. (Β. Δούκα: Μερική απασχόληση / Το καθεστώς των μερικώς απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα», σελ. 236) και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ίσης μεταχείρισης και της μη διάκρισης.
    Άλλωστε, με τη διαδικασία των διαβουλεύσεων, αφενός μεν δίδεται στους εργαζόμενους η ευκαιρία και το δικαίωμα να πληροφορηθούν με σαφήνεια και επαρκή αιτιολογία τους λόγους που επιβάλουν τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου, σε περίπτωση δε μονομερούς επιβολής του, χωρίς να δικαιολογείται από τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση τους ή αν εκ των υστέρων  αποδειχθεί ανακριβής ο ισχυρισμός του εργοδότη περί περιορισμού της δραστηριότητας του, οι εργαζόμενοι μπορούν να ζητήσουν να ελεγχθεί δικαστικά η μονομερής επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας για τυχόν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και να αναγνωρισθεί η ακυρότητά της, αφετέρου δε μπορούν να διεκδικήσουν την καταβολή αποζημίωσης, η οποία αντιστοιχεί στις αποδοχές που θα ελάμβαναν αν δεν είχε επιβληθεί το συγκεκριμένο σύστημα (I. Κουκιάδης: Εργατικό Δίκαιο/ Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και το Δίκαιο της Ευελιξίας της Εργασίας, Γ’ Εκδ., σελ. 421).
    2.    Κατά το άρθρο 655, εδάφιο α’ του Αστικού Κώδικα «αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά, ενώ σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη».
    Έχει γίνει δεκτό και από τα δικαστήρια ότι ο μισθός του μισθωτού, ο οποίος συμφωνείται κατά μήνα (μηνιαίος μισθός) καταβάλλεται στο τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα (Εφ. Αθηνών 670/70, 11560/89, 8141/86, Εφ. Θεσ/κης 3531/1989, Εφ. Αθηνών 4598/1994, ΑΠ 1244/2001, Ολ. ΑΠ 39/2002, Α.Π 644/2005). Ειδικότερα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η διάταξη του άρθρου 655 Α.Κ. συμπληρώνεται με την αριθμ. 95/1949 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955 (Α’ 138), και έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12 της εν λόγω Δ.Σ.Ε., ο μισθός πρέπει να καταβάλλεται σε κανονικά χρονικά διαστήματα. Τα διαστήματα αυτά, αν δεν υπάρχουν άλλες συμφωνίες που να τα καθορίζουν κατά τρόπο ικανοποιητικό, καθορίζονται με την εθνική νομοθεσία ή με συλλογικές συμβάσεις ή με αποφάσεις διαιτησίας.
    Ο συμφωνημένος χρόνος πληρωμής δεν μπορεί να αλλάξει μονομερώς από τον εργοδότη (Κουκιάδης: Εργ. Δικ. 1995, σελ. 621-‘Έγγραφο Υπ. Εργασίας 14032/22.4.1980 ΔΕΝ 1981, σελ. 188). Έτσι το αδίκημα της καθυστέρησης του μισθού, θεωρείται ότι έχει συντελεστεί, όταν παρέλθει ο προβλεπόμενος χρόνος πληρωμής του μισθού, όπως έχει προσδιοριστεί, χωρίς να έχει καταβληθεί αυτός.
    Δεν είναι αναγκαία η όχληση του εργοδότη ή οποιουδήποτε εκπροσώπου του από τον εργαζόμενο, όταν δεν του καταβάλλεται ο μισθός, διότι η ημέρα που έπρεπε να πληρωθεί και δεν πληρώθηκε από το νόμο ή συμφωνία, θεωρείται με την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 341 του Αστικού Κώδικα «δήλη» μέρα και συνεπώς από τότε αρχίζει η υπερημερία του και η ποινική του ευθύνη (Σιαμαντάς: Η ποινική διάσταση της μη καταβολής μισθού, ΔΕΝ 1985, σελ. 1121 – Βλαστός: Συμβ. Εξαρτ. Εργ. 1990, σελ. 869 κ. επ. – Κουκιάδης: Εργ. Δικ. 1995, σελ. 620 κ. επ., Εφ. Πειραιώς 555/2006).
    Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 341, 345 και 655 Α.Κ. προκύπτει ότι ο καθορισμός του τέλους κάθε μήνα ως δήλης ημέρας προς καταβολή του μηνιαίου μισθού, μετά την παρέλευση της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται σε τοκοδοσία, δεν αναφέρεται σε κάθε απαίτηση του μισθωτού από οποιαδήποτε αιτία, αλλά μόνο για το συμβατικό ή νόμιμο μισθό του υπό στενή έννοια. Και τούτο γιατί, μόνο στην περίπτωση αυτή, που το ύψος του μισθού είναι ακριβώς καθορισμένο από τη σύμβαση ή το νόμο, αρκεί για τη γένεση της σχετικής αξιώσεως μόνη η πάροδος του χρόνου, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή και άλλου περιστατικού, όπως συμβαίνει με τις λοιπές αποδοχές του μισθωτού για εργασία κατά Κυριακές, υπερωριακή εργασία, υπερεργασία, αποζημίωση αδείας και επιδόματα αδείας και εορτών (ΑΠ 174/1991, ΑΠ 2068/1990, ΑΠ  94/1972, Εφ. Αθηνών 2872/1996, ΔΕΝ 54/1998 σελ. 342).
    Ειδικότερα, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική συμφωνία για το χρόνο καταβολής του μισθού, θα θεωρηθεί ως δήλη ημέρα η τελευταία του χρονικού διαστήματος βάσει του οποίου υπολογίζεται ο μισθός, από την ημέρα δε αυτή, ο εργοδότης που δεν καταβάλει τον μισθό γίνεται υπερήμερος και επομένως οφείλει κατά το άρθρο 345 Α.Κ., τόκους υπερημερίας (Π.ΠΡ. ΑΘ. 2704/1994).
    Β. 1. Με τις διατάξεις του ν.4387/2016 αναμορφώνεται πλήρως το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, βασιζόμενο στις γενικές αρχές της εξασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. Στο πλαίσιο αυτό επιτυγχάνεται:
    α) Η ισονομία, γιατί για πρώτη φορά θεσπίζονται ενιαίοι κανόνες για όλους, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, εργαζόμενους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους. Οι ενιαίοι κανόνες αφορούν τόσο τις εισφορές όσο και τις παροχές, αφενός δηλαδή προβλέπονται ενιαία ποσοστά εισφορών με βάση τις πάσης φύσεως αποδοχές (μισθωτοί) ή το εισόδημα (αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες) και αφετέρου καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για όλους τους ασφαλισμένους, με βάση το μέσο εισόδημα και ίδια ποσοστά αναπλήρωσης για όλους, β) Η κοινωνική δικαιοσύνη μέσω του νέου θεσμού της εθνικής σύνταξης και της αναδιανομής, της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της εξασφάλισης επαρκούς σύνταξης για τις επισφαλείς κοινωνικά ομάδες (μακροχρόνια άνεργοι, εργαζόμενοι σε ατυπικές μορφές εργασίας, αμειβόμενοι με χαμηλούς μισθούς).
    γ) ο ανακαθορισμός, κατ’ επιταγή των αρχών της συμμετοχικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στο νέο, ενιαίο τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής σύνταξης για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, με παράλληλη εξασφάλιση της πλήρους προστασίας των κύριων συντάξεων, με πρόβλεψη προσωπικής διαφοράς, και προστασία του συντριπτικά μεγαλύτερου πληθυσμού των επικουρικών συνταξιούχων.
    2. Στο πλαίσιο αυτό διασφαλίζονται οι ήδη καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις, αφού μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής αυτές συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014. Στην περίπτωση που από τον επανυπολογισμό της κύριας σύνταξης προκύψει μικρότερο ποσό σύνταξης, η διαφορά συνεχίζει να καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά, ενώ στην περίπτωση που προκύψει μεγαλύτερο ποσό η καταβαλλόμενη σύνταξη προσαυξάνεται σταδιακά και ισόποσα εντός 5ετίας (2019-2023).
    Ενισχύεται, επίσης, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή η διατήρηση της ικανότητας του συστήματος να χορηγεί συντάξεις στους τωρινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους, υπηρετώντας έτσι το συμβόλαιο ανάμεσα στις γενιές που βρίσκεται στη βάση κάθε αναδιανεμητικού συστήματος. Με το προ ισχύον σύστημα, η σημερινή γενιά εργαζομένων θα πλήρωνε περισσότερα από όσα θα λάβει. Με το νέα σύστημα η αναλογικότητα αποκαθίσταται, αφού μόνο οι πιο αδύναμοι θα λάβουν περισσότερα από όσα έχουν δώσει μέσω των εισφορών τους στο σύστημα λόγω της εθνικής σύνταξης και άλλων ειδικών προβλέψεων για αυτούς.
    Γ. Τέλος, σας γνωρίζουμε ότι οι εκτιμήσεις των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές των απασχολούμενων με μισθωτή σχέση εργασίας για τις ανάγκες του ΜΠΔΣ 2017-2020, οι οποίες επηρεάζονται, μεταξύ άλλων, και από τις διαφορετικές μορφές απασχόλησης, βασίζονται στους μακροοικονομικούς δείκτες που προετοιμάζει το Υπουργείο Οικονομικών, λαμβάνοντας υπόψη σειρά στοιχείων που επηρεάζουν την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα, η εκτίμηση της μεταβολής των αμοιβών των απασχολουμένων με σχέση μισθωτής εργασίας για την περίοδο 2017-2020, η οποία προφανώς εμπεριέχει και την διαχρονική μεταβολή των μορφών απασχόλησης στη χώρα, είναι θετική και κινείται σε επίπεδα άνω του 3%.
    Πέραν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι η πολιτική του Υπουργείου μας για τον περιορισμό της ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας και τη μείωση της ανεργίας, είναι σταθερή και υλοποιείται με επί μέρους δράσεις και προγράμματα.
    Ωστόσο, είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι η γενίκευση της ευελιξίας στην απασχόληση, η ανασφάλιστη εργασία και η γενικότερη εργοδοτική αυθαιρεσία δεν προέκυψαν από την πολιτική της δικής μας κυβέρνησης. Αντίθετα, η πλήρης απορρύθμιση στην αγορά εργασίας που έλαβε χώρα με ιδιαίτερη ένταση την περίοδο 2010-2014 δημιούργησε γόνιμο έδαφος για την επέκταση και εφαρμογή αυτών των πρακτικών. Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια όχι μόνο δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας, αντιθέτως το ευνόησε να αναπτυχθεί.
    Η αύξηση της μερικής απασχόλησης σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνει τον μετασχηματισμό της παραβατικότητας από την «μαύρη» εργασία στην υποδηλωμένη. Στην δική μας αντίληψη, δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη πρόταση για την αντιμετώπιση του φαινομένου εάν δεν αναγνωρίσουμε την στενή σχέση ανάμεσα στην ανασφάλιστη και στην υποδηλωμένη εργασία. Ένα φαινόμενο που έχει επίπτωση όχι μόνο στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων αλλά και σε αυτό της κοινωνικής ασφάλισης. Συνεπώς, είναι άμεσο καθήκον μας να αντιμετωπίσουμε άμεσα και αποτελεσματικά τις ελαστικές σχέσεις και την ανασφάλιστη εργασία διότι αποτελεί κύρια συνισταμένη στην εξασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης τα επόμενα χρόνια.
    Προτεραιότητα του Υπουργείου Εργασίας είναι η επιβολή της νομιμότητας στην αγορά εργασίας καθώς και η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων. Γνωρίζουμε τις αντικειμενικές συνθήκες οι οποίες ορίζονται από την διάλυση που επιχείρησαν να επιβάλλουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Είναι όμως καθήκον της Κυβέρνησης να επαναφέρει την κανονικότητα στην αγορά εργασίας.
    Έτσι, εκτός των προαναφερθέντων, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πρόκειται να θεσπιστεί νομοθετικό πλαίσιο που θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της παραβατικότητας ενώ ενισχύουμε τους ελεγκτικούς μηχανισμούς με ανθρώπινο δυναμικό αλλά και με υλικοτεχνικά μέσα ώστε, άμεσα, να διευκολυνθεί αλλά και να γίνει αποτελεσματικότερη η δουλειά των ελεγκτών. Τα αποτελέσματα της παρέμβασης του ΣΕΠΕ το προηγούμενο διάστημα είναι ιδιαιτέρως ικανοποιητικά. Παράλληλα, αυστηροποιούμε τα πρόστιμα για όσους κατ’ επανάληψη παραβιάζουν την νομοθεσία ενώ τα χρήματα που θα συγκεντρώνονται θα κατευθύνονται άμεσα στην στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης και όχι στις εφορίες. Ταυτόχρονα, έχουμε σχεδιάσει την λειτουργία δομών ενημέρωσης των εργαζομένων για ζητήματα εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενώ εξελίσσεται η διαδικασία για την κύρωση της 129 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, κάτι που θα σημάνει τη δυνατότητα της Επιθεώρησης Εργασίας να πραγματοποιεί καθολικό έλεγχο των εργασιών στον αγροτικό χώρο όπου εντοπίζεται σωρεία προβλημάτων και αυθαιρεσίας.
    Ακόμη, επαναξιολογούμε συνολικά το πλαίσιο για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων αλλά και τις επαγγελματικές ασθένειες, με στόχο τη μείωση των εργατικών ατυχημάτων. Μέσω της επίτευξης διαλειτουργικότητας όλων των πληροφοριακών συστημάτων, θα μπορεί σύντομα το ΣΕΠΕ να πραγματοποιεί περισσότερο στοχευμένους και άρα αποτελεσματικότερους ελέγχους.
    Τέλος, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την επαναφορά της νομιμότητας και των εργασιακών δικαιωμάτων, βασική προϋπόθεση είναι η επαναφορά των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων ώστε οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν ξανά διαπραγματευτική ισχύ και να μπορέσουν να διεκδικήσουν καλύτερους όρους εργασίας ώστε να μην εξαναγκάζονται σε ελαστικές σχέσεις εργασίας με περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα.

    ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

    Υπενθύμιση:ΠΟΛ.1252/20.11.2015 Η ερμηνευτική εγκύκλιος των προστίμων του Κ.Φ.Δ!

    Υπενθύμιση: Τόπος ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών και τριγωνικές συναλλαγές σύμφωνα με τo άρθρο 15 του Ν. 2859/2000 – ΣΟΛ Α.Ε!

     

    Πως να αποφύγετε τις παγίδες στο έντυπο που στέλνουν οι τράπεζες προς συμπλήρωση!

     

    Υποτίθεται ότι η τράπεζα με την λήψη του συμπληρωμένου καταλόγου από τον δανειστή της, θα αξιολογήσει την οικονομική του κατάσταση, στην πραγματικότητα όμως αποκτά πλήρη εικόνα της προσωπικής και περιουσιακής κατάστασής του

    Τον τελευταίο καιρό που έχει αρχίσει η ισχύς του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όλοι οι οφειλέτες που έχουν δάνεια σε καθυστέρηση, λαμβάνουν ένα πακέτο εγγράφων από την τράπεζα που καλούνται να συμπληρώσουν.
    Ουσιαστικά πρόκειται για έναν κατάλογο ερωτημάτων που αφορούν τόσο την προσωπική, οικογενειακή αλλά κυρίως οικονομική και περιουσιακή κατάσταση των οφειλετών, με κάθε λεπτομέρεια.
    Υποτίθεται ότι η τράπεζα με την λήψη του συμπληρωμένου καταλόγου από τον δανειστή της, θα αξιολογήσει την οικονομική του κατάσταση, θα κατανοήσει την δυσχέρεια που έχει να αποπληρώνει τις δόσεις του και θα του κάνει μια πρόταση αποπληρωμής του υπολειπόμενου δανείου του, βιώσιμη, τέτοια ώστε να μπορεί να την εξυπηρετεί.
    Στην πραγματικότητα όμως αποκτά πλήρη εικόνα της προσωπικής και περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη της ακόμα και για περιουσιακά στοιχεία που μέχρι τότε δεν γνώριζε, με σκοπό φυσικά να τα αξιοποιήσει προς όφελός της.
    Με την συμπλήρωση του καταλόγου, ουσιαστικά αποφεύγουμε σε πρώτη φάση να περιληφθούμε στους κακοπληρωτές, εναντίον των οποίων η τράπεζα θα στραφεί μετά με καταγγελία του δανείου και έκδοση δγης πληρωμής.
    Ως «συνεργάσιμοι» με την τράπεζα, αυτή θα μας κάνει μια νέα πρόταση διακανονισμού του δανείου, την οποία φυσικά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε με τυφλά μάτια. Καλό θα ήταν σε αυτό το στάδιο να αποστείλουμε έγγραφη επιστολή εξηγώντας τους λόγους που δεν μπορούμε να δεχτούμε την πρόταση της τράπεζας και να προτείνουμε μια δική μας λύση αποπληρωμής του δανείου, αρκεί να είμαστε σίγουροι ότι αυτή την λύση μπορούμε να την υποστηρίξουμε.
    Σε περίπτωση που η τράπεζα αρνηθεί και δεν επέλθει διακανονισμός, τουλάχιστον θα έχουμε αποδείξεις ότι εμείς από την μεριά μας ήμασταν καλόπιστοι, συνεργάσιμοι και ότι η τράπεζα ουσιαστικά ήταν εκείνη η οποία δεν υποχώρησε ώστε να βρεθεί βιώσιμη λύση στο πρόβλημα.
    Εννοείται ότι οποιοδήποτε έγγραφο εγχειρίζουμε προς την τράπεζα φροντίζουμε πάντα να παίρνουμε και δικό μας αντίγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου ή έστω με ημερομηνία υπογραφή και σφραγίδα υπαλλήλου ότι το παρέλαβε.
    Πώς πρέπει να συμπληρώσουμε το έντυπο και τι πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα:
    -Υπάρχει ένα σημείο στο έντυπο που η τράπεζα αναφέρει τα υπόλοιπα των οφειλών μας. Αυτές οι οφειλές συνήθως διαμορφώνονται μετά από χρέωση καταχρηστικών και παράνομων επιτοκίων και προέρχονται από συμβάσεις που περιέχουν άκυρους όρους. Εμείς δεν αναγνωρίζουμε τα νούμερα αυτά. Τα διαγράφουμε. Αν τα αφήσουμε ως έχουν, η τράπεζα θα ισχυριστεί αργότερα, ότι έχουμε αναγνωρίσει την οφειλή ως έχει.
    Δίπλα από τις διαγραφές, γράφουμε το εξής:
    «Δεν αναγνωρίζω τις προδιατυπωμένες δανειακές μου οφειλές ως νόμιμες και αληθείς, διότι, προσδιορίστηκαν και προδιατυπώθηκαν μονομερώς από την τράπεζά σας, χωρίς να τεθούν υπόψη μου οι αναλυτικές κινήσεις των δανειακών λογαριασμών. Ως εκ τούτου, η παρούσα δήλωσή μου, ουδόλως αποτελεί οποιασδήποτε μορφής αναγνώριση χρέους και επιφυλάσσομαι παντός νομίμου δικαιώματός μου».
    Μονογράφουμε το ανωτέρω κειμενάκι.
    – Διαβάζουμε προσεκτικά τα ψιλά γράμματα στα κείμενα που περιλαμβάνονται στο φάκελο που παραλαμβάνουμε. Ψάχνουμε να βρούμε αν αναφέρεται, ότι παραιτούμαστε από το δικαίωμά μας να προσφύγουμε δικαστικά, ή εάν αναφέρεται, ότι δεσμευόμαστε να μην ζητήσουμε δικαστική προστασία. Οτιδήποτε τέτοιο το διαγράφουμε, με μια παραπομπή, που θα λέει:
    «Επιφυλάσσομαι παντός νομίμου δικαιώματός μου, όπως ιδίως και όλως ενδεικτικά αναφέρω, να επιδιώξω την παροχή δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρο 20 του Συντάγματος, με κάθε ένδικο μέσο ή/και βοήθημα, για την προάσπιση των εννόμων δικαιωμάτων και συμφερόντων μου». Μονογράφουμε και πάλι το κείμενό μας.
    – Προτείνουμε δόση με χαμηλό ποσό, που να είναι μέσα στις οικονομικές μας δυνατότητες. Πχ 15€/μήνα ή 20€/μήνα. Έτσι, εμείς θα είμαστε συνεργάσιμοι δανειολήπτες. Αν η τράπεζα απορρίψει την πρότασή μας, θα είναι αυτή μη συνεργάσιμη μαζί μας.
    – Οποιαδήποτε διαγραφή γίνεται με μια διαγώνια γραμμή ή με ένα «Χ», στην πρόταση ή/και την παράγραφο, που θέλουμε να διαγράψουμε. Η διαγραφή γίνεται με στυλό. Δεν χρησιμοποιούμε μπλάνκο ή οποιοδήποτε άλλο διορθωτικό (πχ γόμα).
    – Εάν χρειαστεί να κάνετε οποιαδήποτε διόρθωση, διαγράφουμε το λάθος, με μια γραμμή ή με ένα «Χ». Δεν χρησιμοποιούμε μπλάνκο ή οποιοδήποτε άλλο διορθωτικό (πχ γόμα).
    – Μονογράφουμε κάθε μεταβολή στο κείμενο, κάθε υποσημείωση, κάθε παραπομπή που κάνουμε. Έτσι, δεν είναι δυνατή η μεταγενέστερη μεταβολή του περιεχομένου του, δίχως να τεκμαίρεται η νόθευσή του.
    Αν δεν είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να συμπληρώσουμε ορθά το έντυπο, κατανοώντας πλήρως τα ανωτέρω και την σημασία τους, τότε συμβουλευόμαστε δικηγόρο είτε για να μας υποδείξει τα σημεία που χρήζουν προσοχής ή να συμπληρώσει το έντυπο.

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΗΛΙΟΥ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

    ΠΗΓΗ: https://www.lawspot.gr

     

    Υπενθύμιση: Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από δικαιώματα!

     

    Υπενθύμιση: Μετατροπή της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου σε ορισμένου!

     

    Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
    Λογιστής – Φοροτέχνης
    Σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648-« Έννοια. Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο , την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλλει τι συμφωνημένο μισθό. Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά της παρεχόμενης εργασίας ή κατ΄ αποκοπήν αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο χρόνο ή για αόριστο χρόνο»  και 669- «Αν η εργασία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, λογίζεται πως έχει σιωπηρά συμφωνηθεί μισθός.» του  Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
    Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
    Κατά τις διατάξεις του άρθρου 8  του Ν.2112/1920  όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (Ν.4558/1920, άρθρο 11 Α.Ν.547/1937 ), «Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλήν αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον. Το αυτό ισχύει και περί εθίμου. Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ΄ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου.»  και
    «Η αληθής έννοια της προηγουμένης παραγράφου είναι, ότι οιαδήποτε σύμβασις, συναπτομένη προ ή μετά την λύσιν της μισθώσεως εργασίας, είναι αυτοδικαίως άκυρος, πλην αν αύτη περιέχη αναγνώρισιν ή εξόφλησιν ειδικώς των εκ του νόμου τούτου αξιώσεων του υπαλλήλου ή είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον». Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
    Σύμφωνα με  τα ανωτέρω  είναι άκυρη η μετατροπή σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς προηγουμένως να καταγγελθεί η σύμβαση αορίστου χρόνου και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση καταγγελίας.
    ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

    Υπενθύμιση: Παροχή χρόνου διαλείμματος στον εργαζόμενο!

     
    Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
    Λογιστής – Φοροτέχνης
    Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Π.Δ. 88/1999 που ενσωμάτωσε  την Κοινοτική  Οδηγία  93/104/ΕΟΚ στο Ελληνικό Εργατικό Δίκαιο,
    «1. Όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξι ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα τουλάχιστον 15 λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Τα διαλείμματα αυτά δεν επιτρέπεται να χορηγούνται συνεχόμενα με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας»,  χορηγείται υποχρεωτικά διάλειμμα στον εργαζόμενο μετά από (6) έξι ώρες εργασίας και είναι τουλάχιστον 15 λεπτά της ώρας,  για εύλογο χρονικά διάστημα σύμφωνα με την καλή πίστη. Δεν επιτρέπεται να είναι συνεχόμενα  με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας και δεν αμείβεται εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.
    Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του Π.Δ. 88/1999 αναφέρει τα εξής:
    2. Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος και ιδίως η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του εφόσον δεν ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από την κείμενη νομοθεσία, καθορίζονται στο επίπεδο της επιχείρησης στα πλαίσια της διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων (Ν. 1264/82 “Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων” (79/Α)) ή των εκπροσώπων τους για θέματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων (άρθρα 2 (παράγραφος 4) και 10 του Π.Δ. 17/96] και σύμφωνα με την γραπτή εκτίμηση κινδύνου [ άρθρο 8 (παράγραφος 1) του Π.Δ. 17/96], στην οποία θα πρέπει να εκτιμώνται και οι κίνδυνοι που συνδέονται με την οργάνωση του χρόνου εργασίας.
    Συνεπώς από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι προϋπόθεση για να χορηγηθεί διάλειμμα θα πρέπει  ο χρόνος ημερήσιας εργασίας να υπερβαίνει τις έξι (6) ώρες.
    Εάν η απασχόληση είναι διάρκειας μέχρι έξι (6) ωρών δεν οφείλεται διάλειμμα, ούτε προκύπτει για μικρότερη απασχόληση αναλογία διαλείμματος.
    Ο χρόνος διαλείμματος δεν είναι εντός του οκταώρου εκτός εάν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο στην ατομική σύμβαση εργασίας ή εάν αυτό προβλέπεται από Συλλογική Σύμβαση εργασίας ή Διαιτητική Απόφαση.
    Τέλος, να αναφερθεί ότι οι εργαζόμενοι δικαιούνται να βρίσκονται εκτός χώρου εργασίας κατά το διάλειμμα.

    ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

    Υπενθύμιση: Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου!

     
    Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
    Λογιστής – Φοροτέχνης

    Σύμφωνα με το άρθρο 648 του Αστικού Κώδικα έννοια της σύμβασης εργασίας είναι όταν ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση  να παρέχει για ορισμένο χρόνο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό.
    Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά μονάδα της παρεχόμενης εργασίας ή κατ΄ αποκοπήν αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο.
    Άρθρο 669 του Αστικού Κώδικα.-Λήξη της σύμβασης. Η σύμβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για την οποία συνομολογήθηκε.
    Σύμβαση ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν η διάρκεια της είτε προσδιορίζεται ρητά από τα συμβαλλόμενα μέρη ,είτε από το είδος, είτε από το σκοπό της εργασίας. (Άρθρο 9 παρ.3 του Ν.3198/1955).
    Σύμφωνα με το άρθρο 40 του Ν.3986/2011 Μετατροπή σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου: Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνει όρο για πρόωρη καταγγελία της με εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας ως προς την αποζημίωση απόλυσης για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τις διατάξεις του Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 74 παράγραφοι 2 και 3 του Ν. 3863/2010, μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά την καταγγελία:
    Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους  δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη.
    1. Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, και η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους:
    α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) «συμπληρωμένους» μήνες έως δύο (2) έτη, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
    β) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) έτη συμπληρωμένα έως πέντε (5) έτη, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
    γ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) έτη συμπληρωμένα έως δέκα (10) έτη απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
    δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και άνω απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
    Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο το ήμισυ της κατά το επόμενο εδάφιο του παρόντος αποζημίωσης.
    3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.
    Και σύμφωνα με το άρθρο 672 του Αστικού Κώδικα .Καταγγελία για σοβαρό λόγο. Καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία .Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία.
    Αν σπουδαίος λόγος για τον οποίο έγινε η καταγγελία συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της σύμβασης εκείνος που την αθέτησε έχει την υποχρέωση σε αποζημίωση. (Άρθρο 674 του Αστικού Κώδικα)
    Αν π.χ υπογραφθεί σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας  (10) δέκα μηνών και στην σχετική σύμβαση υπάρχει παραπομπή και αναφέρει ότι σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας   μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τότε αν η σύμβαση αυτή λυθεί μετά από  (5)πέντε  μήνες  δεν οφείλεται αποζημίωση  διότι  σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 74 του Ν.3863/2010 η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους 12 (δώδεκα) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη. Σε περίπτωση που δεν αναγράφεται ο όρος αυτός στην σύμβαση τότε αν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλει τις αποδοχές των υπόλοιπων μηνών μέχρι τη λήξη της συμβάσεως.
    Τέλος σύμφωνα και με την απόφαση του Μον.Πρωτ. Θες/νίκης 4082/2014 η οποία αναφέρει: της από 02-05-2012 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που συνήφθη  μεταξύ των διαδίκων, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτολεξεί στην αγωγή, προβλέπεται ότι « ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ελεύθερα και πριν την πάροδο της συμφωνημένης διάρκειας, τηρώντας τις διατάξεις για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου». Συνεπώς με τον όρο αυτό ο οποίος αποτελεί περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και συνήφθη μεταξύ των διάδικων στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 Α.Κ.), η εναγόμενη επεφύλαξε ρητά το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, τηρώντας τις διατάξεις που διέπουν την καταγγελία της συμβάσεως αορίστου χρόνου.
    Άρθρο 361.- Ενοχή από σύμβαση. Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
    είναι έγκυρη η καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου χωρίς σπουδαίο λόγο, αλλά εγγράφως, όταν υπάρχει ρήτρα περί δικαιώματος του εργοδότου να καταγγείλει ελεύθερα την σύμβαση και πριν την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, τηρώντας τις διατάξεις περί καταγγελίας της συμβάσεως αορίστου χρόνου.

    ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

    Άρθρα Μέθοδοι έμμεσων τεχνικών ελέγχου!

     

    Ποιες οι ευθύνες μελών Δ.Σ. Ανώνυμων Εταιριών αν αυτές φοροδιαφεύγουν Τι αναφέρει το έγγραφο των οδηγιών που απέστειλε η εισαγγελία προς τις εφορίες!

     
    Εκατοντάδες μέλη διοικητικών συμβουλίων ανωνύμων εταιριών βρίσκονται κατηγορούμενα από την Εφορία για πράξεις φοροδιαφυγής, χωρίς να φέρουν ποινική ευθύνη, αφού αυτή επιμερίζεται από το νόμο στους προέδρους των διοικήσεων και τους διευθύνοντες συμβούλους των υπόλογων εταιριών. Αυτό διαπιστώνεται από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Λάμπρο Τσόγκα, που με σχετικό έγγραφο προς την επίκουρη οικονομική εισαγγελέα Βασιλική Μπούρα, ζητεί να επιστήσει την προσοχή στους προϊσταμένους των Οικονομικών Υπηρεσιών της Θεσσαλονίκης.
    Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, ύστερα από ελέγχους που προηγήθηκαν στις υποβληθείσες μηνύσεις, ο διευθύνων την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης αντιλήφθηκε ότι οι προϊστάμενοι Οικονομικών Υπηρεσιών καταμηνύουν συλλήβδην για πράξεις φοροδιαφυγής πρόσωπα που συμμετέχουν σε συλλογικά όργανα διοίκησης ανωνύμων εταιριών.
    Με βάση, όμως, το νόμο 4174/13 (όπως τροποποιήθηκε με το ν.4337/2015) μπορούν να καταμηνυθούν μόνο εάν ασκούν καθήκοντα διοίκησης εκπροσώπησης του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου ή του διευθύνοντος συμβούλου σε αναπλήρωσή τους, όταν αυτοί δεν ασκούν τη διοίκηση του νομικού προσώπου.

    Υπό αυτές τις συνθήκες και προκειμένου να μην κατηγορούνται άδικα άνθρωποι ή να διώκονται χωρίς λόγο, ο κ. Τσόγκας ζητεί από την επίκουρη οικονομική εισαγγελέα:

    1. Να γίνει σαφές στους προϊσταμένους των Εφοριών ότι εάν καταμηνύσουν απλά μέλη δ.σ. εταιριών υποχρεούνται να συμπεριλάβουν στη μηνυτήρια αναφορά τους συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά, δηλαδή ότι για συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένες πράξεις αναπλήρωσαν τους προέδρους ή τους διευθύνοντες συμβούλους των εταιριών τους κι ότι έτσι βαρύνονται με τις πράξεις φοροδιαφυγής.
    2. Να καταστεί σαφές ότι στην κείμενη νομοθεσία περιγράφονται περιοριστικά τα πρόσωπα που είναι φυσικά υποκείμενα για πράξεις φοροδιαφυγής και δεν νοείται η διεύρυνση του πλαισίου με καταμήνυση προσώπων, τα οποία ο νόμος δεν θεωρεί υπόλογα.
    3. Όταν υπάρχουν περιστατικά από τα οποία προκύπτει ευθύνη προσώπου που εν τοις πράγμασι ασκεί τη διοίκηση της εταιρίας, θα πρέπει να καταμηνύεται οπωσδήποτε και να ερευνάται η συμμετοχή του στις περιπτώσεις φοροδιαφυγής κατά τα άρθρα 46, 47 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή ως ηθικοί αυτουργοί και άμεσοι ή απλοί συνεργοί.
    Στο εισαγγελικό έγγραφο επισημαίνονται ακόμη δυο σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου (81/2016 και 90/2015), για τις οποίες θα πρέπει να ενημερωθούν οι έφοροι και οι προϊστάμενοι των ΔΟΥ πριν συντάξουν άλλες δικογραφίες για φοροδιαφυγή.
    Με πληροφορίες από ΑΠΕ

    ΠΗΓΗ:http://www.news.gr

    Επισημάνσεις: Ενεργειακό πιστοποιητικό και υποχρέωση αναγραφής του στο TaxisNet !

     

    Επισήμανση: Μείωση φόρου, μείωση προκαταβολής, λοιπές απαλλαγές και κίνητρα επιχειρηματικότητας που ισχύουν σήμερα!

    Υπενθύμιση: Πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που εκδίδουν οι Δ.Ο.Υ!

    Αθήνα, 21 Δεκεμβρίου 2016
    Αρ. Πρωτ: Δ. ΟΡΓ. Δ 1186555 ΕΞ 2016
    (ΦΕΚ Β’ 4447/30-12-2016)
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    Α. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ – ΤΜΗΜΑ Δ’
    Β. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ:
    1. ΕΛΕΓΧΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’, Β’, Ε’
    2. ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’, Β’ και Γ’
    3. ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’ και Β’
    4. ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’, Β’ και Γ’
    5. ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΑ Α’ – Ε’ Γ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

    ΘΕΜΑ: «Πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που εκδίδουν οι Δ.Ο.Υ.»

    ΑΠΟΦΑΣΗ
    Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    Έχοντας υπόψη:
    1. Τις διατάξεις:
    α) της παραγράφου 10 του άρθρου 34 του ν. 4141/2013 (Α’ 81) «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις»,
    β) του Κεφαλαίου Α’ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α’ 94) και ειδικότερα της παραγράφου 9, της υποπαραγράφου β’ της παρ. 2 και των παραγράφων γ’ και δ’ της παρ.3 του άρθρου 41,
    γ) του ν. 4174/2013 (Α’ 170) «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει,
    δ) της υποπαραγράφου Ε.2 της παραγράφου Ε’ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει,
    ε) της αριθ. Δ6Α 1058824 ΕΞ 2014/8.4.2014 (Β’ 865, 1079 και 1846) απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Ανακαθορισμός της εσωτερικής διάρθρωσης και των αρμοδιοτήτων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και μετονομασία ορισμένων από αυτές», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει,
    στ) του Π.Δ. 111/2014 (Α’178/2014 και 25/2015) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
    ζ) του π.δ. 16/1989 (Α’ 6) «Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ. και των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών», όπως ισχύει και
    η) του άρθρου 90 του Κώδικα που κυρώθηκε με το «άρθρο πρώτο» του π.δ. 63/2005 (Α’ 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα».
    2. Την αριθ. Δ6Γ 1091609 ΕΞ 2013/5.6.2013 (Β’ 1368, ΑΔΑ: ΒΕΖΧΗ-Μ94) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που εκδίδουν οι Δ.Ο.Υ.».
    3. Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».
    4. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β’ 130 και Β’ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
    5. Την ανάγκη επικαιροποίησης των πιστοποιητικών και των βεβαιώσεων που εκδίδουν οι Δ.Ο.Υ., λόγω μεταβολών της νομοθεσίας ή της ηλεκτρονικοποίησης των συναλλαγών και των διαδικασιών ή της κατάργησης ή καθιέρωσης νέων πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, με μεταγενέστερες διατάξεις,
    6. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
    αποφασίζουμε:
    Α. Ορίζουμε ότι οι Δ.Ο.Υ. εκδίδουν τα κατωτέρω πιστοποιητικά και βεβαιώσεις:

    Α/Α ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ
    1. Πιστοποιητικό για τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών που είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας και εργάζονται σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε.
    (εγκύκλιος αριθ. 1077836/670/0006Β/ΠΟΛ.1206/21.7.1997 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικο­νομικών).
    2. Βεβαίωση στην οποία θα αναγράφεται το ποσό του εισοδήματος και το μέρος του φόρου που καταβλή­θηκε επ’ ονόματι του νομικού προσώπου και αντιστοιχεί στο εισόδημα αυτό (παρ. 6 του άρθρου 41 του ν. 2065/1992 – Α’ 113 «Αναμόρφωση της άμεσης φορολογίας και άλλες διατάξεις»).
    3. Βεβαίωση περί χαρακτηρισμού ενός προσώπου ως νομικής οντότητας κατά την έννοια της περ. δ’ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013 (Α’ 167)
    (εγκύκλιος αριθ. ΠΟΛ.1120/25.4.2014 – ΑΔΑ: ΒΙ0ΩΗ-ΟΥ0 του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
    4. Βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ο φόρος εισοδήματος που καταβλήθηκε στην ημεδαπή από νομικά πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα ή παρακρατήθηκε στο εισόδημα των προσώπων αυτών για τον συμψηφισμό του με τον φόρο εισοδήματος στο κράτος που έχουν τη φορο­λογική κατοικία τους, με βάση τη νομοθεσία του κράτους αυτού.
    5. Βεβαίωση του Τμήματος Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., από την οποία να προκύπτει το είδος της ασκούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας της επιχείρησης και η εγκατάσταση της, από 25 Νοεμβρίου 2011 και μετά στις περιοχές Γεράνι και Μεταξουργείο του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας, με βάση τις διατάξεις της παρ. Β2 του άρθρου 43 και της παρ. Β2 του άρθρου 44 του ν. 4030/2011 (Α’ 249)
    (αριθ. ΠΟΛ.1096/3.4.2012 – Β’ 1162 κοινή απόφαση των Αναπληρωτών Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλ­λοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και
    αριθ. ΠΟΛ.1049/20.4.2016 – Β’ 1238 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων).
     
    6. Βεβαίωση του αρμόδιου Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. για την μεταβίβαση ή υποθήκευση του πλοίου (άρθρο 19 του ν. 27/1975 – Α’ 77 «Περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξη της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων»).
    7. Βεβαίωση βάσει της 13ης Οδηγίας Ε.Ε. (επιστροφή Φ.Π.Α. που καταβλήθηκε σε τρίτες χώρες).
    (άρθρο 34 του ν. 2859/2000 – Α’248 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» και άρθρο 5 της αριθ. 1390/
    31-12-2001, Β’ 21 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, όπως ισχύουν).
    8. Βεβαίωση συνδρομής προϋποθέσεων αγοράς ή εισαγωγής καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξο­πλισμού, καθώς και λήψης υπηρεσιών χωρίς καταβολή Φ.Π.Α. από Α.Ε.Ι, Ι.Τ.Ε κ.λπ. που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων που τους έχουν ανατεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (άρθρο 34 του ν. 2859/2000– Α’ 248 «Κύρωση Κώδικα Προστιθέμενης Αξίας»,
    αριθ.1040588/1700/528/0014 ΠΟΛ.1128/8.4.1997, Β’335 και αριθ.1004368/5270/0014Α ΠΟΛ.1015/14.1.2000-Β’ 92 Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών).
    9. Βεβαίωση απαλλαγής από Φ.Π.Α. (εκδίδεται για αγορά σκαφών)
    (άρθρο 27 του ν. 2859/2000– Α’ 248 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» και άρθρο 6 της αριθ. Π.8271/4879/ΠΟΛ.366/18.12.1987 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών- Β’ 3/1988, όπως ισχύει).
    10. Βεβαίωση απαλλαγής από Φ.Π.Α. (εκδίδεται για αγορά αεροσκαφών και υλικών και αντικειμένων χωρίς Φ.Π.Α.) (άρθρο 27 του ν. 2859/2000– Α’ 248 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης αξίας» και ΠΟΛ.1225/19.10.1990 – Β’ 724 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών).
    11. Βεβαίωση συνδρομής προϋποθέσεων για αγορά επενδυτικών αγαθών με καταβολή του Φ.Π.Α. από τον ίδιο τον αγοραστή ορισμένων βιομηχανικών, μεταλλευτικών κ.λπ. επιχειρήσεων.
    (άρθρο 34 του ν. 2859/2000 – Α’ 248 « Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης αξίας» και άρθρο 3 της αριθ. Π.2869/2389/4.5.1987 – Β’ 236 κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύουν).
    12. Βεβαίωση για άρση απαλλαγής α’ κατοικίας (λόγω μεταβίβασης εντός πενταετίας), (παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 – Α’ 238 «Περί απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων της αγοράς πρώτης κατοικίας, καταργήσεως και τροποποιήσεως διατάξεων προσδιορισμού εισοδήματος βάσει τεκμηρίων, καταργήσεως φορολογίας ακινήτου περιουσίας και άλλων τινών φορολογικών διατάξεων»).
    13. Πιστοποιητικό καταβολής φόρου λόγω άρσης απαλλαγής α’ κατοικίας ή θεωρημένο αντίγραφο δήλωσης φόρου μεταβίβασης ακινήτων, στην οποία θα πιστοποιείται η καταβολή του φόρου της πρώτης απαλλαγής (λόγω χορήγησης νέας απαλλαγής).
    (παρ. 5 και 11 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 – Α’ 238 «Περί απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων της αγοράς πρώτης κατοικίας, καταργήσεως και τροποποιήσεως διατάξεων προσδιορισμού εισοδήματος βάσει τεκμηρίων, καταργήσεως φορολογίας ακινήτου περιουσίας και άλλων τινών φορολογικών διατάξεων», ΠΟΛ.1101/24.6.2010 – Β’ 1021 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών).
    14. Βεβαίωση Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. για προσδιορισμό αξίας ακινήτου για μεταγραφή συμβολαίου μετά από την παρέλευση έτους από τη σύνταξη του.
    (άρθρο 15 του ν. 325/1976 -Α’ 125 «Περί καθορισμού των εισπραττομένων εν τοις αμίσθοις και εμμίσθοις Υποθηκοφυλακείοις δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου και των Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων, τροποποιήσεως του ν.δ. 811/1971 και του ν. 294/1976 και άλλων τινών διατάξεων»).
    15. Πιστοποιητικό φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών.
    (άρθρο 105 του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 -Α’ 266,
    αριθ. 1011294/70/Α0013/ΠΟΛ.1015/6.2.2004 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών – Β’ 263)
    16. Βεβαίωση σε δίκες επί μισθωτικών διαφορών για το ύψος αντικειμενικής αξίας μισθίων ακινήτων, όπου δε
    δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα, συγκριτικά στοιχεία της αγοραίας αξίας.
    (παρ. 21 του άρθρου 2 του ν. 2235/1994 – Α’ 145 «Τροποποίηση του ν. 1703/1987 και του ν. 813/1978»)
    17. Έκθεση εκτίμησης της αγοραίας αξίας δημοσίων κτημάτων σε περίπτωση εκποίησης τους (αριθ. 1113551/7944/Α0010/ΠΟΛ.1293/6.11.1997 εγκύκλιος του Γενικού Διευθυντή Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών)
    18. Προσδιορισμός ελάχιστου τιμήματος προσφοράς σε περίπτωση εκποίησης ακινήτων κοινωφελών περιου­σιών με δημοπρασία
    (αριθ. 1047297/1532/Α0011/ΠΟΛ.1113/12.5.1999 εγκύκλιος του Γενικού Διευθυντή Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών)
    19. Πιστοποιητικό Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ακίνητο έχει δηλωθεί στις δηλώσεις ΦΑΠ και ΕΝΦΙΑ και έχει εξοφληθεί ο φόρος που αναλογεί στην αξία του, τα πέντε προηγού­μενα της μεταβίβασης έτη.
    (άρθρο 54Α’ του ν. 4174/2013 – Α’ 170 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις»).
    20. Βεβαίωση Απόδοσης Α.Φ.Μ.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστη­ριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    21. Βεβαίωση μεταβολής ατομικών στοιχείων φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    22. Βεβαίωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    23. Βεβαίωση έναρξης εργασιών μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1081/8.4.2011 εγκύκλιο (ΑΔΑ: 4ΑΓΗΗ-5), για τις κεφαλαιουχικές και προσωπικές εταιρείες που συστήνονται και ολοκληρώνουν την έναρξη τους στις Υπηρεσίες Μίας Στάσης, δε χορηγείται βεβαίωση έναρξης εργασιών από τη Δ.Ο.Υ.
    24. Βεβαίωση έναρξης υπό ίδρυση φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β 1940).
    25. Βεβαίωση μεταβολής υπό ίδρυση φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    26. Βεβαίωση διακοπής υπό ίδρυση φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015– Β’ 1940 όμοια απόφαση).
    27. Βεβαίωση έναρξης υπό ίδρυση μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    28. Βεβαίωση μεταβολής υπό ίδρυση μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    29. Βεβαίωση διακοπής υπό ίδρυση μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 – Β’ 1940 όμοια απόφαση). Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1081/8.4.2011 (ΑΔΑ: 4ΑΓΗΗ-5) εγκύκλιο του Υφυπουργού Οικονομικών, η εν λόγω βεβαίωση δε χορηγείται από τη Δ.Ο.Υ. στην περίπτωση διακοπής εργασιών υπό ίδρυση εταιρειών που συστήνονται στις Υπηρεσίες Μίας Στάσης (Υ.Μ.Σ.), καθώς η διακοπή γίνεται από το οικείο πληροφοριακό σύστημα, με κεντρικές διαδικασίες, με αιτία διακοπής «ολοκλήρωση ίδρυσης» και χωρίς την υποβολή δήλωσης διακοπής εργασιών στη Δ.Ο.Υ.
    30. Βεβαίωση μεταβολής εργασιών φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    31. Βεβαίωση μεταβολής εργασιών μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    32. Βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    33. Βεβαίωση διακοπής εργασιών μη φυσικού προσώπου.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    34. 34. Βεβαίωση απενεργοποίησης Α.Φ.Μ.
    (παρ. 3 του άρθρου 10 της ΠΟΛ.1006/31.12.2013 – Β’ 19/2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία και δικαιολογητικά Απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)/Μεταβολής Στοιχείων και Έναρξης/Μεταβολής και Διακοπής Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1178/11.8.2015 όμοια απόφαση – Β’ 1940).
    35. Βεβαίωση καταβολής τελών κυκλοφορίας για αποσυρόμενο επιβατικό αυτοκίνητο. (παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010 – Α’ 212 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας», άρθρο 4 της αριθ. ΔΕΦΚ 5006718 ΕΞ2011/11.2.2011 κοινής υπουργικής απόφασης – Β 246, περίπτωση α της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4110/2013 – Α’ 17 «Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατάξεις»).
    36. Βεβαίωση καταβολής τελών κυκλοφορίας για αποσυρόμενο φορτηγό ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο. (παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010 -Α’ 212 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας»,
    παρ. 5 του άρθρου 30 του ν. 3943/2011 – Α’ 66 «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτι­κών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών»,
    ΠΟΛ.1074/8.4.2011, ΑΔΑ: 4ΑΓ1Η-ΞΧ, εγκύκλιος του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και περίπτωση α της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4110/2013 – Α’ 17 «Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατάξεις»).
    37. Βεβαίωση καταστροφής πινακίδων.
    (αριθ. 1021752/182/Τ. και Ε.Φ./4-3-2003 εγκύκλιος του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών).
    38. Βεβαίωση χρεών προς το Δημόσιο.
    [α) παρ. 2 του άρθρου 100 του ν. 3588/2007 – Α’ 153 «Πτωχευτικός Κώδικας», όπως ισχύει μετά από την αντικατάσταση του με τον ν. 4013/2011 – Α’ 204,
    β) ΠΟΛ.1068/3.4.2013 – ΑΔΑ: ΒΕΑ1Η-ΓΒΓ εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων].
    39. Βεβαίωση καταβολής ποσού υπέρ τρίτων, (άρθρο 109 του π.δ. 16/1989 -Α’ 6)
    40. Αποδεικτικό ενημερότητας.
    (άρθρο 12 ν. 4174/2013 – Α’ 170 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», αριθ. ΠΟΛ.1274/27.12.2013 – Β’ 3398 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, όπως ισχύει.).
    Επισημαίνεται ότι το Αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται από τις Δ.Ο.Υ. και από τα Ελεγκτικά Κέντρα.
    41. Βεβαίωση οφειλής.
    (παρ. 6 και 7 του άρθρου 12 του ν.4174/2013 – Α’ 170 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», αριθ. ΠΟΛ.1275/27.12.2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε. – Β’ 3398, όπως ισχύει). Επισημαίνεται ότι η Βεβαίωση οφειλής εκδίδεται από τις Δ.Ο.Υ., τα Ελεγκτικά Κέντρα, την Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης και τα Τελωνεία.
    42. Αναλυτική Κατάσταση Βεβαιωμένων Οφειλών.
    (παρ. 4α του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 – Α’ 130 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4336/2015 – Α’ 94 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης»,
    αριθ. ΠΟΛ.1036/2016, ΑΔΑ: 7ΝΟΜΗ-0Λ6 εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε.).
    43. Πίνακας χρεών.
    (άρθρο 61 του ν. 4307/2014 – Α’ 246 «Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο α) της απόφασης- Πλαίσιο 2008/909/ ΔΕΥ…. β) της απόφασης-Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ…. γ) της απόφασης- Πλαίσιο 2009/829/ΔΕΥ και άλλες δια­τάξεις»,
    (αριθ. 4837/16.1.2015 – Β’ 66 Κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας).
    44. Πιστοποιητικό περί μη ύπαρξης φορολογικών εκκρεμοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της ύπαρξης ληξι­πρόθεσμων χρεών, για εμποροβιομηχανικές εταιρείες του α.ν. 89/1967– Α’ 132, που λειτούργησαν στην Ελλάδα. Αριθ. ΙΕ/10493/2083/22.3.2006 – Β’ 379 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
    45. Πιστοποιητικό περί μη ύπαρξης φορολογικών εκκρεμοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της είσπραξης ληξιπρόθεσμων χρεών, για τις ναυτιλιακές εταιρείες του ν. 27/1975 – Α’ 77, μετά την ανάκληση της άδειας εγκατάστασης. (άρθρο 23 του ν. 1360/1983 – Α’ 65)
    46. Βεβαίωση για την έκδοση πιστοποιητικού φορολογικής κατοικίας (Π.Φ.Κ.).
    (1053828/753/ΔΟΣ/ΠΟΛ.1130/1.6.1999 εγκύκλιος του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων)
    47. Βεβαίωση για την έκδοση πιστοποιητικού φορολογικής κατοικίας φυσικών προσώπων για τόκους καταθέ­σεων (Π.Φ.Κ.).
    (ΠΟΛ.1078/17.6.2016 -ΑΔΑ: 6ΨΟΝΗ-ΥΑΑ εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα της Γ.Γ.Δ.Ε. και αριθ. 1049315/1668/ΔΟΣ/ΠΟΛ.1082/24.5.2006 εγκύκλιος του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών).

    Β. 1. Η Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου (άρθρο 32 του ν. 4174/2013 – Α’ 170) είναι διοικητικό έγγραφο και γίνεται αποδεκτό, χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις ή διαδικασία επικύρωσης, από τις υπηρεσίες και τους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 (Α’ 45).
    2. Η εκτυπωμένη, μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (Ο.Π.Σ.) Περιουσιολογίου από τη διαδικτυακή εφαρμογή www.gsis.gr, δήλωση-πράξη προσδιορισμού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του ν. 4223/2013 (Α’ 287) είναι έγκυρη πράξη και γίνεται αποδεκτή από τις υπηρεσίες και τους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 (Α’ 45), χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις ή διαδικασία επικύρωσης, εφόσον φέρει μηχανική αποτύπωση της σφραγίδας και της υπογραφής του αρμόδιου οργάνου της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.).
    Στην περίπτωση, κατά την οποία η δήλωση-πράξη προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. δεν φέρει μηχανική αποτύπωση της σφραγίδας και της υπογραφής του αρμόδιου οργάνου της Γ.Γ.Δ.Ε., γίνεται αποδεκτή, εφόσον προηγουμένως υπογραφεί από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και τεθεί επί αυτής η στρογγυλή υπηρεσιακή σφραγίδα της Δ.Ο.Υ.
    3. Οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (έντυπα Ε1, Ν) και τα συνυποβαλλόμενα με αυτές έντυπα (Ε2, Ε3), η δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9), οι περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. (Έντυπο Φ2 TAXIS και Έντυπο Φ3 TAXIS) και η Εκκαθαριστική Δήλωση (Έντυπο Φ1 TAXIS), που υποβάλλονται ηλεκτρονικά, μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής www.gsis.gr, γίνονται αποδεκτές από τις υπηρεσίες και τους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999, εφόσον εκτυπωθούν από την ως άνω διαδικτυακή εφαρμογή, χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις ή διαδικασία επικύρωσης. Κατά τον ίδιο τρόπο, θα γίνεται αποδεκτό και κάθε άλλο έντυπο που αποστέλλεται ηλεκτρονικά και δεν περιλαμβάνεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Ειδικά, για την δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9), οι υπηρεσίες και οι φορείς, που απαιτούν την υποβολή αντιγράφου αυτής ως δικαιολογητικού, δύνανται να ζητούν από τους φορολογουμένους να επιβεβαιώνουν την ακρίβεια των δηλούμενων σε αυτή στοιχείων, με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α’ 75).
    4. Αντίγραφα δηλώσεων (ιδιωτικά έγγραφα), που έχουν υποβληθεί χειρόγραφα σε Δ.Ο.Υ., έχουν παραληφθεί από τον αρμόδιο υπάλληλο αυτής και τηρούνται στο αρχείο της Δ.Ο.Υ, γίνονται αποδεκτά, από τις υπηρεσίες και τους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β’ της ως άνω παραγράφου. Ειδικά, για την δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9), που έχει υποβληθεί χειρόγραφα σε Δ.Ο.Υ. και τηρείται στο αρχείο αυτής, οι υπηρεσίες και οι φορείς, που απαιτούν την υποβολή αντιγράφου της ως άνω δήλωσης ως δικαιολογητικού, δύνανται να ζητούν από τους φορολογουμένους να επιβεβαιώνουν την ακρίβεια των δηλούμενων σε αυτή στοιχείων, με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986. Στις περιπτώσεις στις οποίες ζητείται η προσκόμιση πιστοποιητικού φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής, όταν δεν απαιτείται η εξόφληση του φόρου ή όταν έχει εξοφληθεί ο φόρος, αντί του πιστοποιητικού δύναται να προσκομίζεται αντίγραφο της υποβληθείσας δήλωσης, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 ότι τα στοιχεία που προκύπτουν από την προσκομιζόμενη δήλωση δεν έχουν μεταβληθεί και, κατά περίπτωση, ότι ή δεν απαιτείται η εξόφληση του φόρου ή έχει εξοφληθεί ολόκληρος ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή δεν προέκυψε φόρος για καταβολή.
    5. Για την απόδειξη του ύψους των ακαθάριστων εσόδων επιχείρησης, αρκεί η υποβολή των εκτυπωμένων από την διαδικτυακή εφαρμογή: www.gsis.gr υποβληθέντων εντύπων δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. ή της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α.
    Επίσης, για την απόδειξη της ύπαρξης εισοδημάτων από γεωργικό επάγγελμα ή για τον προσδιορισμό αυτών σε ποσοστό άνω του 50% των συνολικών εισοδημάτων, υποβάλλεται το εκτυπωμένο από την προαναφερθείσα διαδικτυακή εφαρμογή υποβληθέν έντυπο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
    6. Για τις περιπτώσεις των εντύπων, που υποβάλλονται ηλεκτρονικά από τους ενδιαφερομένους, μέσω του συστήματος TAXISNET, καθώς και των εγγράφων που χορηγούνται ηλεκτρονικά σε αυτούς, μέσω του ίδιου συστήματος, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να προσκομίσουν σε κράτη του εξωτερικού, ισχύουν οι οδηγίες, που έχουν δοθεί με το αριθ. Δ6Δ 1034536 ΕΞ2014/21.2.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γε-νικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης και το αριθ. Δ.ΟΡΓ.Δ. 1014662 ΕΞ2015/4.2.2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης, αντίστοιχα. Τα προαναφερθέντα έγγραφα είναι αναρτημένα στην Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη της Γ.Γ.Δ.Ε., στην διαδρομή: συλλογές/Αρμοδιότητα Αποκεντρωμένων Διοικήσεων για χορήγηση apostille.
    7. Για την τεκμηρίωση της πλήρωσης των προϋποθέσεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των Οδηγιών 2011/96/ ΕΕ (Μητρικών – θυγατρικών) και 2003/49/ΕΚ (Τόκων- Δικαιωμάτων Συνδεδεμένων Εταιρειών), στην περίπτωση που ημεδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα εισπράττει μερίσματα, τόκους ή δικαιώματα από συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., αρμόδια είναι η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), στην οποία υπάγεται το ημεδαπό νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα. Τα σχετικά έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία πιστοποιείται η πλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων, πρέπει να υποβληθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., επίσημα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα. Σχετικά για το θέμα αυτό είναι η εγκύκλιος αριθ. ΠΟΛ.1166/23.7.2015 – ΑΔΑ: 7Ξ60Η-9ΒΝ της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων και το αριθ. 770/ΑΣ3333/11.6.2009 έγγραφο της Ε3 Διεύθυνσης Διοικητικών και Δικαστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, που εστάλη σε όλες τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, με περαιτέρω οδηγίες για την ορθή εφαρμογή αυτού, με το αριθ. 1063343/701/0006Δ/1.7.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου.
    8. Στις περιπτώσεις που οι ενδιαφερόμενοι υποβάλουν στις υπηρεσίες και στους φορείς της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 όπως ισχύει, ευκρινή φωτοαντίγραφα των βεβαιώσεων έναρξης, μεταβολής και διακοπής εργασιών πρέπει, επίσης, να προσκομίζουν και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.
    Επισημαίνεται ότι:
    α) στην περίπτωση που κατατίθεται:
    αα) ευκρινές φωτοαντίγραφο βεβαίωσης έναρξης ή μεταβολής εργασιών, θα δηλώνεται στην ως άνω υπεύθυνη δήλωση ότι η επιχείρηση συνεχίζει τη λειτουργία της και δεν έχει υποβάλλει δήλωση διακοπής εργασιών στη Δ.Ο.Υ. και
    ββ) ευκρινές φωτοαντίγραφο της βεβαίωσης διακοπής εργασιών, θα δηλώνεται ότι η επιχείρηση δεν έχει υποβάλλει νέα δήλωση έναρξης εργασιών σε οποιαδήποτε Δ.Ο.Υ.
    β) Επίσης, οι ως άνω υπηρεσίες και οι φορείς:
    αα) Για την απόδειξη του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) μπορούν να αποδέχονται εκτός από την βεβαίωση απόδοσης Α.Φ.Μ. και οποιοδήποτε έγγραφο υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., στο οποίο εμφανίζεται προεκτυπωμένος, όπως, ενδεικτικά, η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, το αντίγραφο δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας και
    ββ) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν μπορούν να εκτυπωθούν βεβαιώσεις έναρξης, μεταβολής ή διακοπής εργασιών, γιατί έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την υποβολή των αντίστοιχων δηλώσεων και κυρίως αν έχουν υποβληθεί πριν από την εφαρμογή του TAXIS στις Δ.Ο.Υ., κάνουν αποδεκτές υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι δηλώνουν τα απαιτούμενα στοιχεία και την ακρίβεια αυτών.
    9. Οι Δ.Ο.Υ. δεν εκδίδουν βεβαιώσεις για τις τιμές ζώνης (Τ.Ζ.) και τους συντελεστές που αναγράφονται στους Πίνακες τιμών των Αντικειμενικών Αξιών του Υπουργείου Οικονομικών, δεδομένου ότι οι τιμές για τον προσδιορισμό των Αντικειμενικών Αξιών καθορίζονται με Υπουργικές Αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α’ 43) και αναρτώνται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.gsis.gr. Επίσης, τα βιβλία τιμών των Αντικειμενικών Αξιών, με τα απαραίτητα πολεοδομικά και εμπορικά στοιχεία και οι οικείοι χάρτες δημοσιεύονται σε Φ.Ε.Κ., τα οποία μπορεί να αναζητήσει κάθε ενδιαφερόμενος στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (ηλεκτρονική διεύθυνση: www.et.gr).
    10. Τα στοιχεία που τηρούνται στα αρχεία των Δ.Ο.Υ., ηλεκτρονικά ή χειρόγραφα και προβλέπεται η χορήγηση τους από ειδικές φορολογικές διατάξεις, όπως, ενδεικτικά, στις περιπτώσεις του άρθρου 17 του ν. 4174/2013, ισχύουν και δεν επαναλαμβάνονται στην παρούσα απόφαση. Για την εκπροσώπηση των πολιτών στις διοικητικές Αρχές, συνεπώς και στις Υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), ισχύουν οι οδηγίες, που έχουν δοθεί με τα αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/ΟΙΚ. 11853/6.5.2009 και ΔΙΣΚΠΟ/Φ. 18/ 16766/25.9.2009 έγγραφα της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, τα οποία κοινοποιήθηκαν σε όλες τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών με τα αριθ. 1049342/534/0006Δ/15.5.2009 και. 1097289/0006Δ/19.10.2009 έγγραφα της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Τα προαναφερθέντα έγγραφα είναι αναρτημένα στην Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη της Γ.Γ.Δ.Ε., στην διαδρομή: συλλογές/Εκπροσώπηση των πολιτών από Δικηγόρους.
    11. Δεν απαιτείται περαιτέρω χορήγηση βεβαίωσης ή πιστοποιητικού για την απόδειξη είσπραξης, όταν έχουν εκδοθεί αποδεικτικά είσπραξης τύπου Α’ και Β’ από τις Δ.Ο.Υ. ή αντίστοιχα, παραστατικά από Τραπεζικά Ιδρύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4270/2014 (Α’ 143) και του π.δ. 16/1989 (Α’ 6).
    12. Οι υπεύθυνες δηλώσεις, των οποίων ζητείται η προσκόμιση από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τους φορείς, δεν θεωρούνται από τις Δ.Ο.Υ., αλλά υποβάλλονται απευθείας στις παραπάνω υπηρεσίες, οι οποίες υποχρεούνται να προβούν σε δειγματοληπτικό έλεγχο αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α’ 75) και της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3230/2004 (Α’ 44), με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών φορολογικών διατάξεων, όπως ενδεικτικά η περίπτωση της υποβολής υπεύθυνης δήλωσης από τον υπόχρεο, με την οποία δηλώνει ότι έχει συμπεριλάβει στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. τιμολόγια για προηγούμενες πιστοποιήσεις προσωρινών λογαριασμών του ιδίου έργου. Η υπεύθυνη δήλωση, είτε υποβάλλεται από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο, είτε από νόμιμα εξουσιοδοτημένο τρίτο πρόσωπο, πρέπει να φέρει τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του δηλούντος, από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή Κ.Ε.Π., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 2690/1999, για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
    13. Για τον δειγματοληπτικό έλεγχο των ευκρινών φωτοαντιγράφων εγγράφων, που υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι στις Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις του πέμπτου και έκτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της προαναφερθείσας παραγράφου. Η παρούσα απόφαση ισχύει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε παύει να ισχύει η αριθ. Δ6Γ 1091609 ΕΞ 2013/5.6.2013 (Β’ 1368, ΑΔΑ: ΒΕΖ- ΧΗ-Μ94) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Διευκολύνσεις εργαζομένων γονέων!

    • Άδεια λόγω σοβαρών νοσημάτων των παιδιών, 10 ημερών,
      μέχρι το 18ο έτος του παιδιού, με αποδοχές.
      (Άρθρο 51, παρ. 1 του ν. 4075/2012)
    •  Άδεια, λόγω νοσηλείας των παιδιών μέχρι 30 ημέρες, μέχρι το
      18ο έτος του παιδιού, χωρίς αποδοχές.
      (Άρθρο 51, παρ. 2 του Ν.4075/2012)
    •  Άδεια για την παρακολούθηση της σχολικής επίδοσης των
      παιδιών, διάρκειας μέχρι 4 ημερών για κάθε παιδί ηλικίας
      έως 16 ετών, με αποδοχές.
      (Άρθρο 9 του N.1483/84, άρθρο 4 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. ετών 2008-2009 και άρθρο 20, παρ. 5 του Ν.3896/2010).
    • Άδεια μονογονεϊκών οικογενειών διάρκειας 6 ημερών μέχρι 2 παιδιά
      και 8 με τρία και πάνω, μέχρι το 12ο έτος του παιδιού με αποδοχές
      (για χήρους και ανύπαντρους γονείς). (Άρθρο 7 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2002-2003).
    •  Οι γονείς και των δύο φύλων, δικαιούνται να λαμβάνουν άδεια χωρίς
      αποδοχές, σε περίπτωση ασθένειας του παιδιού ή άλλου εξαρτημένου
      μέλους της οικογένειάς τους. Η διάρκειά της φθάνει τις έξι (6) ημέρες
      κάθε ημερολογιακό έτος εφόσον προστατεύουν ένα παιδί, τις οκτώ
      (8) ημέρες για δύο παιδιά και τις δεκατέσσερις (14) ημέρες για
      περισσότερα από δύο παιδιά (άρθρο 7 Ν. 1483/84).

     

    ΠΗΓΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

    Υπενθύμιση: Ημερομηνίες υποβολής Ε9!

    Από την 1η Ιανουαρίου 2015, όσοι έχουν μεταβολές στην ακίνητη περιουσία τους, υποχρεούνται να τις δηλώνουν ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εντός 30 ημερών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής.
    Συγκεκριμένα:

    •  Αν αποκτηθεί ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου από αγοραπωλησία, δωρεά, γονική παροχή, αυτό θα πρέπει δηλωθεί ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου.
    •  Αν μεταβληθεί το ακίνητο ή το εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου (π.χ. ημιτελές ακίνητο, το οποίο αποπερατώνεται, επικαρπία η οποία συνενώνεται με την ψιλή κυριότητα λόγω θανάτου του επικαρπωτή), η μεταβολή θα πρέπει δηλωθεί ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων εντός, τριάντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε.
    •  Αν μεταβιβασθεί με επαχθή ή χαριστική αιτία ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, αυτό θα πρέπει δηλωθεί ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου.Παράδειγμα
      Ο Α. έχει την ψιλή κυριότητα μιας κατοικίας. Την επικαρπία την έχουν από 50% οι Γ. και Δ. Στις 1 Δεκεμβρίου 2016 πεθαίνει ο επικαρπωτής Γ. Ο Α. μπορεί να μεταβάλει το 50% του ακινήτου του (από ψιλή σε πλήρη κυριότητα) στη δήλωση στοιχείων ακινήτων εμπρόθεσμα μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2016.

     Αν ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου αποκτηθεί από κληρονομιά, η απόκτηση πρέπει δηλωθεί ηλεκτρονικά στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, εντός τριάντα ημερών από την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομιάς.
    Συγκεκριμένα:

    • Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία που πληροφορήθηκε την επαγωγή και το λόγο της, δηλαδή – κατά κανόνα – από την ημερομηνία θανάτου, προκειμένου για τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, και από την ημερομηνία δημοσίευσης της διαθήκης, προκειμένου για τους εκ διαθήκης κληρονόμους. Εφόσον δεν έγινε αποποίηση της κληρονομιάς εντός 4 μηνών από την ημερομηνία θανάτου (και εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει αποδεχθεί την κληρονομιαία περιουσία μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα), ο κληρονόμος οφείλει να δηλώσει την κληρονομιαία περιουσία, εντός τριάντα ημερών από την παρέλευση του τετραμήνου.
    •  Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας ορίζεται σε ένα (1) έτος από την ημερομηνία θανάτου. Δηλαδή, εφόσον δεν έγινε αποποίηση της κληρονομιάς εντός 12 μηνών από την ημερομηνία θανάτου (και εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει αποδεχθεί την κληρονομιαία περιουσία μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα), ο κληρονόμος οφείλει να δηλώσει την κληρονομιαία περιουσία, εντός τριάντα ημερών από την παρέλευση του δωδεκαμήνου.
    •  Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομιάς, ο συνεπεία αυτής καθιστάμενος κληρονόμος, έχει ανάλογη προθεσμία για αποποίηση.
      Ο φορολογούμενος υποχρεούται να αναγράψει στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, την οποία θα υποβάλει προς τούτο, την ημερομηνία θανάτου του κληρονομουμένου και, στις περιπτώσεις που πρόκειται για εκ διαθήκης κληρονόμο, την ημερομηνία δημοσίευσης της διαθήκης.

    Παράδειγμα:
    Θάνατος 29 Φεβρουαρίου 2016. Οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κάτοικοι εξωτερικού, δεν αποποιούνται την κληρονομιά εντός του δωδεκαμήνου ούτε την αποδέχονται μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Στις 31 Μαΐου 2016 δημοσιεύεται διαθήκη. Η εισαγωγή των κληρονομιαίων ακινήτων στη δήλωση στοιχείων ακινήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί εμπρόθεσμα μέχρι και 30 Ιουνίου 2017, εφόσον μέχρι τότε δεν έχει γίνει αποδοχή της κληρονομιάς.
    ΠΡΟΣΟΧΗ: Αν πριν την παρέλευση της ημερομηνίας αποποίησης γίνει η αποδοχή κληρονομιάς, τότε ο υπόχρεος υποχρεούται να δηλώσει εντός ενός μηνός από την αποδοχή, την κληρονομιαία περιουσία στη δήλωση στοιχείων ακινήτων.
    Παράδειγμα:
    Θάνατος 15 Δεκεμβρίου 2016. Οι κληρονόμοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά στις 30 Ιανουαρίου 2017. Η εισαγωγή των κληρονομιαίων ακινήτων στη δήλωση στοιχείων ακινήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί εμπρόθεσμα μέχρι και την 1η Μαρτίου 2017 και όχι τον Ιούνιο.
    ΠΡΟΣΟΧΗ: Σε περίπτωση κατά την οποία, εντός της προθεσμίας υποβολής δήλωσης, αποκτάται και μεταβιβάζεται το ίδιο ακίνητο ή μεταβάλλονται στοιχεία αυτού, απαιτείται η υποβολή ξεχωριστών δηλώσεων.
    Παράδειγμα:
    Ε.Π.Ε. αποκτά στις 2 Νοεμβρίου 2016 μία κατοικία. Την ίδια ημερομηνία τη μεταβιβάζει. Η Ε.Π.Ε. υποβάλει εμπρόθεσμα μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 2016 δύο δηλώσεις Ε9. Μία για να εισαγάγει το ακίνητο και μία για να το διαγράψει.

    ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ/ΑΔΑΜ ΑΝΝΑ ΚΟΛΛΙΑ.

    Υπενθύμιση: Εκ περιτροπής απασχόληση – Μονομερής επιβολή!

    Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί,
    αντί καταγγελίας της σύμβασης, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής
    απασχόλησης στην επιχείρησή του μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό
    έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με
    τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων και σε περίπτωση που δεν
    υπάρχουν με το σύνολο των εργαζομένων.
    Οι αποφάσεις ή συμφωνίες θα πρέπει να κατατεθούν εντός οκτώ ημερών στην
    οικεία επιθεώρηση εργασίας.
    1)Προϋποθέσεις επιβολής:
    • Περιορισμός της οικονομικής
    δραστηριότητας.
    • Ενημέρωση και διαβούλευση
    με τους νόμιμους εκπροσώπους
    των εργαζομένων.
    • Αν δεν υπάρχουν
    συνδικαλιστικές οργανώσεις ή
    συμβούλιο εργαζομένων η
    ενημέρωση και διαβούλευση με
    το σύνολο των εργαζομένων.
    2)Επιβολή αντί καταγγελίας:
    • Δεν επιτρέπεται καταγγελία
    σύμβασης κατά τη διάρκεια της
    μονομερώς επιβληθείσας εκ
    περιτροπής.
    • Σε περίπτωση τακτικής
    καταγγελίας δεν επιτρέπεται
    επιβολή εκ περιτροπής κατά το
    χρόνο της προμήνυσης.
    (Μον Πρωτ. Αθ.1091/2016)
    3)Σχετική νομολογία:
    • Ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας δε δικαιολογεί
    την επιβολή εκ περιτροπής αν είναι ασήμαντος. (Μον. Πρωτ. Κεφ
    34/2013)
    • Ανεπίτρεπτη η επιβολή εκ περιτροπής επιλεκτικά σε
    συγκεκριμένους μισθωτούς όταν άλλοι συνεχίζουν να εργάζονται
    κατά πλήρες ωράριο (Α.Π.1252/2014, Μον. Πρωτ. Αθ .2042/2012)
    • Καταχρηστική η επιβολή εκ περιτροπής 1-2 ημέρες την εβδομάδα-
    αποδοχές λιγότερες από επίδομα ανεργίας – θεωρήθηκε ότι
    επιλέχθηκε η προσφυγή σ’ αυτή τη λύση για να αποφευχθεί η
    καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. (Μον. Πρωτ. Αθ. 12426/2012)
    ΠΗΓΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ(ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ)

    Υπενθύμιση: Αναγραφή ακινήτου στο Ε9 με βάση την πραγματική του κατάσταση!

    ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ.

    Η πραγματική κατάσταση του ακινήτου προκύπτει από την οριστική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο.

    Αν δεν υπάρχει οριστική εγγραφή, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του ακινήτου, όπως προκύπτουν από τον τίτλο κτήσης.

    Αν δεν υπάρχει τίτλος κτήσης, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της πραγματικής κατάστασης του ακινήτου.

    Αν η πραγματική επιφάνεια του ακινήτου (κτίσματος ή οικοπέδου ή γηπέδου) υπερβαίνει αυτής που αναγράφεται στην οριστική
    εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο ή στον τίτλο κτήσης ή στην άδεια οικοδομής, λαμβάνεται υπόψη η υπερβάλλουσα επιφάνεια του ακινήτου.

    Η αναγραφή της υπερβάλλουσας επιφάνειας για το οικόπεδο ή για το γήπεδο, ισχύει από το έτος 2014 και επόμενα έτη, ενώ για το κτίσμα ισχύει από το έτος 2005.

    ΠΡΟΣΟΧΗ: Αν η πραγματική επιφάνεια του ακινήτου (κτίσματος ή οικοπέδου ή γηπέδου) υπολείπεται αυτής που αναγράφεται στην οριστική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο ή στον τίτλο κτήσης, τότε λαμβάνεται υπόψη η επιφάνεια του ακινήτου της οριστικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο ή του τίτλου κτήσης.
     

    ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ Η ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ.

    Κτίσματα, τα οποία ήταν πλήρως αυθαίρετα ή είχαν πολεοδομικές παραβάσεις, οι οποίες τακτοποιήθηκαν ή νομιμοποιήθηκαν, αναγράφονται στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων με την επιφάνεια ή τη χρήση τους, όπως αυτή τακτοποιήθηκε ή νομιμοποιήθηκε ανάλογα με το πολεοδομικό νόμο στον οποίο εντάσσονται, ως εξής:

    1. Νόμος 3775/2009.
    Το κτίσμα αναγράφεται με την υπερβάλλουσα επιφάνεια στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η υπέρβαση

    2. Νόμος 3843/2010
    α. Τακτοποίηση ημιυπαίθριων χώρων.

    Γενικά, δεν απαιτείται η αναγραφή των τακτοποιούμενων κλειστών ημιυπαιθρίων χώρων με την προσθήκη της επιφανείας τους στους κύριους χώρους του κτίσματος μέχρι και το έτος 2013. Επίσης, δεν απαιτείται η προσθήκη του τακτοποιούμενου κλειστού ημιυπαίθριου χώρου στους κύριους χώρους του κτίσματος, εφόσον αυτός έχει αναγραφεί στους βοηθητικούς χώρους, μέχρι και το έτος 2013.

    Όμως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, μετά την τακτοποίηση του, υπάρχει υποχρέωση αναγραφής στη δήλωση στοιχείων ακινήτων ακινήτου (έντυπο Ε9), το οποίο περιλαμβάνει τακτοποιούμενο κλειστό ημιυπαίθριο χώρο για άλλη αιτία, τότε κατά την αναγραφή του ακινήτου συμπεριλαμβάνονται στους κύριους χώρους του ακινήτου και τα τετραγωνικά μέτρα του κλειστού ημιυπαίθριου χώρου.

    Μεταβολές, για τις οποίες απαιτείται η αναγραφή στους κύριους χώρους και των τακτοποιημένων ημιυπαίθριων χώρων είναι π.χ. αγορά ποσοστού του ακινήτου, μεταβολή του είδους εμπράγματου δικαιώματός του, μεταβολή των ποσοστών ιδιοκτησίας, διαχωρισμός επικαρπίας – ψιλής κυριότητας κ.λπ..

    Από το έτος 2014, ο κλειστός ημιυπαίθριος προστίθεται στους κύριους χώρους του κτίσματος. Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες έχει αναγραφεί ο τακτοποιημένος ημιυπαίθριος χώρος, έστω και αν δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων και πριν το έτος 2014, αυτός δεν μπορεί να διαγραφεί.

    β. Αλλαγή χρήσης – τακτοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων.

    Εφόσον το τακτοποιούμενο κτίσμα έχει δηλωθεί έστω και ως βοηθητικός χώρος, δεν απαιτείται η αναγραφή του στους χώρους κύριας χρήσης μέχρι και το έτος 2013, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, μετά την τακτοποίηση του, υπάρχει υποχρέωση αναγραφής στη
    δήλωση στοιχείων ακινήτων ακινήτου (έντυπο Ε9) για άλλη αιτία, οπότε αναγράφεται σύμφωνα με την πραγματική του κατάσταση.

    Μεταβολές, για τις οποίες απαιτείται η αναγραφή στους κύριους χώρους είναι π.χ. αγορά ποσοστού του ακινήτου, μεταβολή του είδους εμπράγματου δικαιώματος του, μεταβολή των ποσοστών ιδιοκτησίας, διαχωρισμός επικαρπίας – ψιλής κυριότητας κ.λπ..

    Από το έτος 2014, το κτίσμα αναγράφεται σύμφωνα με την τακτοποίηση. Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες έχει αναγραφεί το τακτοποιημένο κτίσμα, έστω και αν δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων και πριν το έτος 2014, αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί.

    Εφόσον το τακτοποιούμενο κτίσμα δεν έχει δηλωθεί στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9), τότε αναγράφεται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων του επομένου έτους από την τακτοποίησή του. Ως χρόνος τακτοποίησης θεωρείται η ημερομηνία που τίθεται η σφραγίδα για τη βεβαίωση της πληρότητας του φακέλου, στο αντίγραφο της υποβληθείσας αίτησης τακτοποίησης, από την πολεοδομία.

    3. Νόμος 4014/2011

    Αυθαίρετα κτίσματα και οι αυθαίρετες αλλαγές χρήσεις, οι οποίες τακτοποιήθηκαν με το ν. 4014/2011, αναγράφονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9) μέχρι και το έτος 2013 στην κατάσταση και χρήση τους, όπως αυτή προκύπτει από την αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 24 του ν. 4014/2011, σύμφωνα με τις οδηγίες του τρόπου αναγραφής των ακινήτων, από το επόμενο έτος της τακτοποίησής τους.

    Για την αναγραφή του τακτοποιημένου κτίσματος με το νόμο 4014/2011 στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων, ως χρόνος τακτοποίησης
    θεωρείται η ημερομηνία αίτησης υπαγωγής τους στη ρύθμιση των διατάξεων αυτών.

    Εφόσον όμως ο φορολογούμενος αιτείται και την υπαγωγή του ακινήτου με τις πολεοδομικές παραβάσεις και στις διατάξεις του ν. 4178/2013, τότε αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο αυτό.

    Από το έτος 2014, το κτίσμα αναγράφεται σύμφωνα με την τακτοποίηση. Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες έχει αναγραφεί το τακτοποιημένο κτίσμα, έστω και αν δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων και πριν το έτος 2014, αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί.

    4. Νόμος 4178/2013

    Ο φορολογούμενος, δεν υποχρεούται να αναγράψει στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων του για τα έτη 2013 και προηγούμενα έτη, τα αυθαίρετα κτίσματα και τις αυθαίρετες αλλαγές χρήσεις, οι οποίες νομιμοποιηθήκαν με το ν. 4178/2013. Τα αυθαίρετα κτίσματα και οι αυθαίρετες αλλαγές χρήσεις, αναγράφονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (έντυπο Ε9) από το έτος 2014, ανεξάρτητα από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής τους στη ρύθμιση των διατάξεων αυτών.

    Για παράδειγμα, νομιμοποίηση αυθαίρετου κτίσματος με την υπαγωγή στο νόμο 4178/2013, τον Ιούνιο του 2016. Το κτίσμα θα δηλωθεί με την υπερβάλλουσα επιφάνεια από το έτος 2014, γιατί σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο, η υπέρβαση της δόμησης είχε πραγματοποιηθεί μέχρι το έτος 2011.

    Στις περιπτώσεις όμως, κατά τις οποίες έχει αναγραφεί το νομιμοποιημένο κτίσμα, έστω και αν δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων και πριν το έτος 2014, αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί.

    ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΝΑΣ ΑΔΑΜ ΚΟΛΛΙΑΣ/ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ.