Τρίτη, 11 Μαρτίου, 2025
    Αρχική Blog Σελίδα 65

    Εργατικά: Πρακτικοί υπολογισμοί! Μισθός, ημερομίσθιο, ωρομίσθιο. Τί πρέπει να προσέχουμε στην πλήρη απασχόληση!

     

     

    Στο σημερινό μας άρθρο θα προσπαθήσουμε με κατανοητό και τεκμηριωμένο τρόπο, να αναλύσουμε βασικά ζητήματα που οφείλουμε να έχουμε υπόψιν μας για τον ορθό υπολογισμό της μισθοδοσίας κάθε μήνα.

     

    α) Ένας μισθωτός, ο οποίος προσελήφθη από μια οντότητα σαν υπάλληλος, αμείβεται κάθε μήνα με ένα σταθερό μικτό μισθό, που έχει συμφωνήσει με τον εργοδότη του με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης, για παράδειγμα 1000 ευρώ. Για το παράδειγμά μας, αν θεωρήσουμε ότι ο συγκεκριμένος μισθωτός εργάστηκε έναν ολόκληρο μήνα, σε όλες τις εργάσιμες, θα του αναγνωριστούν τα 25 ημερομίσθια που αντιστοιχούν σε έναν ολόκληρο μισθό, δηλαδή 25 ημέρες εργασίας(25 ένσημα ασφαλιστικά). Συνεπώς ένας μισθός πρακτικά αντιστοιχεί σε 25 ημερομίσθια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν πόσες εργάσιμες μέρες έχει κάθε μήνας. Αυτό μπορεί να διαφοροποιηθεί μόνο αν ο υπάλληλος για οποιοδήποτε λόγο δεν εργαστεί κάποια εργάσιμη μέρα.

    Συνεπώς:

     

    ΜΗΝΙΑΙΟΣ ΜΙΣΘΟΣ____________________________________25 ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ

     

    Παρατήρηση:

    • Η αναγωγή του μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο ισχύει όπως είδαμε παραπάνω, τόσο στο σύστημα πενθήμερης, όσο και εξαήμερης απασχόλησης.

     

    β) Ένας εργαζόμενος(εργάτης), ο οποίος προσελήφθη σε μια επιχείρηση σαν εργάτης, θα αμείβεται με ημερομίσθιο και όχι με μηνιαίο μισθό.

    • Μια σημαντική διαφορά των ημερομισθίων σε σχέση με τους μισθωτούς που λαμβάνουν ένα μισθό και 25 ασφαλιστικά ημερομίσθια, είναι ότι ο ημερομίσθιος λαμβάνει σαν αμοιβή τόσα ημερομίσθια, όσα αντιστοιχούν στις εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα. Υπάρχει λοιπόν περίπτωση για κάποιο μήνα ο εργάτης να λάβει είτε λιγότερα, είτε και περισσότερα όμως από 25 ασφαλιστικά ημερομίσθια(συμπεριλαμβανομένης και της έκτης ημέρας κάθε εβδομάδας, σε κάθε περίπτωση.
    • Ο ημερομίσθιος δικαιούται να λάβει αμοιβή και κατά τις αργίες(εξαιρέσιμες εορτές), κατά τις οποίες δεν εργάστηκε.
    • Για τον ορισμό της εργάσιμης μέρας θεωρείται ότι η εργάσιμη εβδομάδα αποτελείται από 6 ημέρες εργασίας( είτε με πενθήμερη, είτε με εξαήμερη απασχόληση). Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι το ημερομίσθιο ισούται με το 1/6 της εβδομαδιαίας αμοιβής ενός εργατοτεχνίτη.
    • Στις περισσότερες Συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αλλά και τις διαιτητικές αποφάσεις που κατά καιρούς έχουν εκδοθεί(εκτός αν κάτι διαφορετικό έχει ορισθεί), οι αποδοχές των ημερομισθίων αντιστοιχούν σε ημερομίσθιο 6 ωρών και 40 λεπτών. Αυτός είναι και ο λόγος που λαμβάνουν και 6 ημερομίσθια εβδομαδιαίως σε κάθε περίπτωση πλήρους απασχόλησης βέβαια.

    Βασικοί υπολογισμοί που πρέπει να γνωρίζουμε:

     

    Α) ΓΙΑ ΜΙΣΘΩΤΟ ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ:( 40 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα- πενθήμερο οκτάωρο, είτε εξαήμερο με 6 ώρες και 40 λεπτά).

    1. Μισθός= 25 ημερομίσθια(σε κάθε περίπτωση είτε πενθήμερης, είτε εξαήμερης πλήρους απασχόλησης), ανεξαρτήτως πόσες εργάσιμες ημέρες έχει κάθε μήνας.
    2. Ημερομίσθιο=1/25 του μηνιαίου μισθού.
    3. Εβδομαδιαία αμοιβή= 6 ημερομίσθια
    4. 40 ώρες * ωρομίσθιο = 6 ημερομίσθια
    5. Ωρομίσθιο= 6/40 του ημερομισθίου
    6. Ωρομίσθιο= 0,15 * ημερομίσθιο
    7. Ωρομίσθιο= 6/40 * 1/25 * του μηνιαίου μισθού
    8. Ωρομίσθιο= 0,006 * του μηνιαίου μισθού.

     

    Παράδειγμα:

    Μικτός μηνιαίος μισθός=1000 ευρώ
    Ημερομίσθιο= 1000/25= 40 ευρώ
    Ωρομίσθιο= 0,006* 1000= 6 ευρώ( εναλλακτικός ευρέως χρησιμοποιούμενος υπολογισμός: ωρομίσθιο= ημερομίσθιο/6,6666… ώρες, άρα ημερομίσθιο= 40/6,6666… = 6 ευρώ.

     

    Β) ΓΙΑ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟΥΣ:

    • Εργάσιμες μέρες εβδομάδας=6 ημέρες ανά εβδομάδα για τους ημερομίσθιους πλήρους απασχόλησης, είτε δουλεύουν 5, είτε 6 ημέρες ανά εβδομάδα.
    • Ημερομίσθιο= 6 ώρες και 40 λεπτά εργασίας(εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από ΣΣΕ ή διαιτητική απόφαση).
    • 40 ώρες εργασίας αντιστοιχούν σε 6 ημερομίσθια. Από αυτή τη βασική ισότητα, συμπεραίνουμε με μια απλή μέθοδο των τριών ότι το 1 ημερομίσθιο αποτελείται για τους υπολογισμούς της μισθοδοσίας από 6,666….. ώρες εργασίας(δηλαδή 6 ώρες και 40 λεπτά της ώρας).
    • Ωρομίσθιο * 40 ώρες= 6 ημερομίσθια
    • Ωρομίσθιο=6/40 * ημερομίσθιο
    • Ωρομίσθιο=0,15 * ημερομίσθιο
    • Για να μετατρέψουμε(θεωρητικά) ένα ημερομίσθιο σε μισθό στην πολλαπλασιάζουμε με 26 και όχι 25, δηλαδή ένα ημερομίσθιο των 40 ευρώ θα αντιστοιχούσε σε ένα μισθό των 40*26 = 1040 ευρώ.

     

    Παράδειγμα:

    Ημερομίσθιο= 40 ευρώ
    Ωρομίσθιο= 0,15 * 40 = 6 ευρώ( είτε 40/6,6666… = 6 ευρώ).

    Κλείνοντας , κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε στην οδηγία που δόθηκε από το Υπουργείο Εργασίας  για τις υποβολές στο “ΕΡΓΑΝΗ”( 41815/Δ.10.199/16.9.2016). Αναφέρεται λοιπόν:

    “Αναβάθμιση των εντύπων Ε4 και Ε3, με έλεγχο ορθής συμπλήρωσης των πεδίων «Μικτές αποδοχές», «Εβδομαδιαίες ώρες» και «Ωρομίσθιο» σύμφωνα με τα παρακάτω,
    Εργατοτεχνίτης: «Μικτές αποδοχές» = «Εβδομαδιαίες ώρες» x 4,33 x «Ωρομίσθιο»
    Υπάλληλος: «Μικτές αποδοχές» = «Εβδομαδιαίες ώρες» x 4,166 x «Ωρομίσθιο».

    Σε συγκεκριμένο παράδειγμα ,θα θέλαμε να κάνουμε τις εξής διαπιστώσεις για έναν εργατοτεχνίτη, για να καταλάβουμε και κάποιες διαφορές που προκύπτουν, με βασικό κριτήριο το ότι ο τρόπος αυτός που προτείνει το Υπουργείο Εργασίας κατά την υποβολή των εντύπων κάνει αναγωγή του ημερομισθίου σε μισθό(μικτές αποδοχές).

    • Ημερομίσθιο=32,50 ευρώ
    • Ωρομίσθιο=0,15 * 32,50 =4,88 (στρογγυλοποιημένο)
    • Με τον τρόπο που είπαμε πιο πάνω οι αποδοχές του σε μισθό θα ήταν 32,50 *26= 845 ευρώ.
    • Με τον τρόπο του υπουργείου κατά την υποβολή μας εμφανίζει στη στήλη των μικτών αποδοχών το ποσό των 845,22( δηλαδή εφαρμόζει τον τύπο των εργατοτεχνιτών 40 ώρες *4,33 * 4,88 = 845,22(στρογγυλοποιημένο)

    Η διαφορά βλέπουμε ότι είναι ανεπαίσθητη….

    Εργατικά: Ποια είναι η αμοιβή ενός μερικώς απασχολούμενου όταν απασχολείται λιγότερο από 4 ώρες τη μέρα;

    Ένα θέμα που έχει απασχολήσει κατά καιρούς όλους τους συναδέρφους τα προηγούμενα χρόνια, όταν επήλθαν και οι περισσότερες αλλαγές στην εργατική νομοθεσία με τα περιβόητα μνημόνια είναι η αμοιβή των εργαζομένων μερικής απασχόλησης που εργάζονται λιγότερες από 4 ώρες ημερησίως.

    Θα δώσουμε μια σαφή και έγκυρη απάντηση, παραθέτοντας τα αντίστοιχα αποσπάσματα νόμων που ξεκαθαρίζουν το παρόν θέμα, αφού μετά από ανασκόπηση και σε αντίστοιχη αρθρογραφία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι έχει μπερδέψει πολλούς συναδέρφους.

    Ο νόμος 1892/90, στο άρθρο 38, παρ.9 πριν τροποποιηθεί ανέφερε χαρακτηριστικά:
    “Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης. Εφόσον το ωράριο απασχόλησής τους είναι μικρότερο των τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως, οι αποδοχές των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών προσαυξάνονται κατά επτάμισι τοις εκατό (7,5%).”

    Κατόπιν το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τον μεταγενέστερο νόμο3899/2010 και διαμορφώθηκε ως εξής:
    “Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης.”

    Συγκεκριμένα το άρθρο 17 του Ν.3899/2010, στην παράγραφο 1 αναφέρει:
    <<Η παράγραφος 9 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
     «9. Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης.»>>

    Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι η ανωτέρω ευνοϊκή διάταξη για τους μερικά απασχολούμενους εργαζόμενους με ημερήσιο ωράριο κάτω των 4 ωρών, με προσαύξηση των αποδοχών τους κατά 7,5% δεν ισχύει πλέον…

     

    Υπολογισμός μισθοδοσίας. Βασικοί υπολογισμοί που πρέπει να κάνουμε! ΦΜΥ- εισφορά αλληλεγγύης!

    Με το σημερινό άρθρο θα προσπαθήσουμε να απεικονίσουμε με πρακτικό τρόπο όλες τις απαραίτητες ενέργειες που κάνει ένας λογιστής που ασχολείται με τα εργατικά από τη στιγμή που βγάζει την πρώτη μισθοδοσία, μέχρι να την παραδώσει στα χέρια του μισθωτού και του εργοδότη του.
    Είναι δεδομένο ότι δεν αρκεί για έναν εκκαθαριστή μισθοδοσίας, να γνωρίζει σε ικανοποιητικό βαθμό το χειρισμό του προγράμματος, το οποίο αν έχει σωστά καταχωρημένα τα δεδομένα, εκτελεί αυτοματοποιημένα όλες τις βασικές εργασίες υπολογισμού, αφού απαιτείται παράλληλα και το κατάλληλο γνωσιακό και θεωρητικό υπόβαθρο, τόσο της εργατοασφαλιστικής, όσο και της φορολογικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου ο σύγχρονος λογιστής που χειρίζεται εργατικά θέματα, είναι πλήρως καταρτισμένος σε μια ευρεία γκάμα θεμάτων και σε συνδυασμό με τη βοήθεια ενός σύγχρονου προγράμματος μισθοδοσίας, το οποίο ελέγχει συνεχώς, ανταποκρίνεται με επιτυχία στο δύσκολο και απαιτητικό αυτό αντικείμενο.
    ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ:
    Πρόσληψη μισθωτού: 1/1/2016
    Μικτός μισθός: 2000 ευρώ
    Ειδικότητα: Υπάλληλος γραφείου
    Κατάσταση μισθωτού: Άγαμος
    Υπολογισμός μισθοδοσίας 1/2017:

    • Μικτός μισθός: 2000 ευρώ
    • Πακέτο κάλυψης: ΙΚΑ-ΜΙΚΤΑ/ΤΕΑΜ(πλέον ΕΦΚΑ)
    • Εισφορές εργαζόμενου: 16% *2000=320 ευρώ
    • Εισφορές εργοδότη: 25,06%*2000=501,20 ευρώ
    • Συνολικές ασφαλιστικές εισφορές= 320+501,20=821,20 ευρώ

    Στο σημείο αυτό οφείλουμε να ανατρέξουμε στη φορολογική νομοθεσία, ώστε να βρούμε την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών, αλλά και την εισφορά αλληλεγγύης, με βάση τα άρθρα 15 και 43Α του Ν.4172/2013.(κωδικοποιημένα με τις τροποποιήσεις που έχουν υποστεί από μεταγενέστερους νόμους.
    ‘Aρθρο 15 Ν.4172/2013:
    Το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις υποβάλλεται σε φόρο, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

    Εισόδημα (Μισθοί, Συντάξεις, Επιχ. Δραστηριότητα) Φορ. Συντελεστής
    0 – 20.000 22%
    20.001 – 30.000 29%
    30.001 – 40.000 37%
    40.001 – 45%

    Άρθρο 43Α Ν.4172/2013:
    Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα της παραγράφου 1 υπολογίζεται με την ακόλουθη κλίμακα:

    Εισόδημα Εισφ. Αλληλεγγύης
    0 – 12.000 0%
    12.001 – 20.000 2,20%
    20.001 – 30.000 5,00%
    30.001 – 40.000 6,50%
    40.001 – 65.000 7,50%
    65.001 – 220.000 9,00%
    >220.000 10,00%
     Υπολογισμός ΦΜΥ μήνα 1/2017:
    Μικτός μισθός=2000 ευρώ
    μείον(-) Ασφαλιστικές εισφορές εργαζόμενου 320 ευρώ
    ίσον= 1680 ευρώ( φορολογητέο 1/2017)
    επί(*) 14 μηνες
    ίσον=23520 ευρώ(ετήσιο φορολογητέο)
    Κατόπιν πηγαίνω με βάση το ετήσιο φορολογητέο που βρήκα στη φορολογική κλίμακα:
    • τα πρώτα 20000 ευρώ έχουν φορολογικό συντελεστή 22%, άρα ο φόρος είναι 20000*22%=4400 ευρώ
    • Τα υπόλοιπα 25320-20000=3520 ευρώ έχουν φορολογικό συντελεστή 29%, άρα ο φόρος θα είναι 3520*29%=1020,80 ευρώ.

    Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν την έκπτωση φόρου που θα έχει ο άγαμος μισθωτός με βάση το άρθρο 16 του Ν.4172/2013, το οποίο αναφέρει:
    1. Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου 15 μειώνεται κατά το ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ για το φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 11, όταν το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Η μείωση του φόρου ανέρχεται σε χίλια εννιακόσια πενήντα (1.950) ευρώ για το φορολογούμενο με ένα (1) εξαρτώμενο τέκνο, σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για δύο (2) εξαρτώμενα τέκνα και σε δύο χιλιάδες εκατό (2.100) ευρώ για τρία (3) εξαρτώμενα τέκνα και άνω. Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των ποσών αυτών, η μείωση του φόρου περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου.
    2. Για φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, το ποσό της μείωσης μειώνεται κατά δέκα (10) ευρώ ανά χίλια (1.000) ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος από μισθούς και συντάξεις.
    Στο παράδειγμά μας η μείωση φόρου για ετήσιο φορολογητέο εισόδημα 23520 ευρώ θα είναι:

    • 1900 ευρώ για τα πρώτα 20000 ευρώ και
    • εφ’ όσον το εισόδημα υπερβαίνει τις 20000 ευρώ κατά 3520 ευρώ, η έκπτωση φόρου μειώνεται κατά 10 ευρώ ανά 1000 ευρώ φορολογητέου εισοδήματος. Άρα με μια απλή μέθοδο των τριών βρίσκουμε ότι η έκπτωση φόρου θα μειωθεί κατά 35,20 ευρώ.
    • Τελική έκπτωση φόρου για το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα: 1900-35,20=1864,80 ευρώ.

    Με βάση τους παραπάνω υπολογισμούς έφτασε η στιγμή να υπολογίσουμε τελικά  το ΦΜΥ του 1/2017 ως εξής:(με βάση τη φορολογική κλίμακα):

    • ΦΜΥ 1/2017= 4400(φόρος πρώτης κλίμακας)+1020,80(φόρος δεύτερης κλίμακας)=5420,80 ευρώ
    • 5420,80-1864,80(έκπτωση φόρου)=3556 ευρώ(αναλογούν φόρος)
    • 3556-(3556*1,5%)=3502,66 ευρώ(διαφορά αναλογούντος-παρακρατηθέντος φόρου)=ετήσιος φόρος μετά έκπτωσης
    • 3502,66/14=250,19= ΦΜΥ 1/2017

    Επίσης θα υπολογίσουμε και την εισφορά αλληλεγγύης του 1/2017:

    • 0-12000: εισφορά αλληλεγγύης=0
    • 12001-20000: εισφ.αλληλεγγ.=8000*2,2%=176 ευρώ
    • τα υπόλοιπα 23520-20000=3520 εισφ.αλληλεγγ.=3520*5%=176 ευρώ
    • Συνολική ετήσια εισφορά αλληλεγγύης=176+176=352 ευρώ
    • Εισφορά αλληλεγγύης 1/2017= 352/14=25,15 ευρώ

    Αφού έχουμε υπολογίσει λοιπόν όλα τα παραπάνω για να εκδόσουμε από το πρόγραμμα την απόδειξη μισθοδοσίας του μήνα 1/2017, θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας τα εξής:

    • Συνολικό κόστος μισθοδοσίας =Μικτές αποδοχές+εργοδοτικές εισφορές=Καθαρές αποδοχές πληρωτέες+συνολικές ασφαλιστικές εισφορές+ΦΜΥ+ Εισφορά αλληλεγγύης(Λογιστικό άρθρο μισθοδοσίας)
    • Καθαρές πληρωτέες αποδοχές 1/2017=Μικτές αποδοχές+εργοδοτικές εισφορές-συνολικές ασφαλιστικές εισφορές-ΦΜΥ- εισφορά αλληλεγγύης.
    • Συνεπώς Καθαρές πληρωτέες αποδοχές=Μικτές αποδοχές-εισφορές εργαζόμενου-ΦΜΥ-εισφορά αλληλεγγύης.

    Ο μισθωτός του παραδείγματός μας λοιπόν για τον Ιανουάριο του 2017 θα πάρει “στο χέρι”: 2000-320-250,19-25,15=1404,66.
    Σε καλή μεριά λοιπόν…….

    Η συμβουλή της ημέρας: Μπορεί ο εργαζόμενος να ζητήσει από τον εργοδότη τη μετατροπή της σύμβασής του από πλήρη σε μερική;

    Ένας πολύ σημαντικός νόμος της εργατοασφαλιστικής νομοθεσίας είναι ο ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 3846/2010:  
    “Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις”. 

    Το άρθρο 2 αναφέρεται συνοπτικά στην μερική απασχόληση των μισθωτών και ξεκαθαρίζει την έννοια και το περιεχόμενό της, αλλά και τις ιδιαιτερότητές της σε σχέση πάντα με την πλήρη απασχόληση.

    Ως προς το θέμα που μας ενδιαφέρει στο σημερινό μας άρθρο, ο νόμος αναφέρει ξεκάθαρα, στην παράγραφο 12/άρθρο 2(δεν έχει υποστεί καμία μεταβολή):
    “Ο πλήρως απασχολούμενος σε επιχειρήσεις πλέον των είκοσι (20) ατόμων, έχει δικαίωμα μετά τη συμπλήρωση ενός ημερολογιακού έτους εργασίας να ζητήσει τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση, με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση, εκτός αν η άρνηση του εργοδότη δικαιολογείται από τις επιχειρησιακές ανάγκες.
    Ο εργαζόμενος στην αίτησή του πρέπει να προσδιορίζει τη διάρκεια της μερικής απασχόλησης και το είδος της. Αν ο εργοδότης δεν απαντήσει εγγράφως μέσα σε ένα μήνα θεωρείται ότι το αίτημα του εργαζόμενου έχει γίνει δεκτό.

    Γίνεται λοιπόν σαφές, προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το σκεπτικό του νομοθέτη πως σε ένα τέτοιο αίτημα του εργαζόμενου, ο οποίος για τους δικούς του λόγους θέλει να απασχολείται με μερική και όχι πλήρη απασχόληση, έχοντας το δικαίωμα όμως επανόδου στο προηγούμενο καθεστώς, ο εργοδότης μέσα σε ένα μήνα εγγράφως για να το αρνηθεί θα πρέπει να τεκμηριώσει επαρκώς ότι αυτό δεν διευκολύνει τις επιχειρησιακές του ανάγκες. Αν αυτό δεν το δεχθεί ο εργαζόμενος έπεται συνέχεια….

    Υπενθύμιση: Σχετικά με τη δυνατότητα συγκεντρωτικής εγγραφής των εσόδων στα διπλογραφικά αρχεία!

    Λογιστικές εγγραφές! Αμοιβή δικηγόρου για την παροχή υπηρεσίας του σε εταιρία ΑΕ!

    Το δεύτερο κατά σειράν άρθρο μας, όσον αφορά τις λογιστικές εγγραφές στα διπλογραφικά βιβλία, έχει να κάνει με την αμοιβή εταιρίας ΑΕ σε δικηγόρο για τη σύνταξη ενός συμφωνητικού που έφτιαξε. Οι δικηγορικές εργασίες ανήκουν στα πρώην ελευθέρια επαγγέλματα και ως εκ τούτου το έξοδο αυτό για την εταιρία υπόκειται και σε παρακράτηση φόρου 20%, αν είναι πάνω από 300 ευρώ καθαρή αξία.

    Το άρθρο 62 του Ν.4172/2013 αναφέρει χαρακτηριστικά:

    • Αρθρο 62. Πληρωμές υποκείμενες σε παρακράτηση
      1. Οι ακόλουθες πληρωμές υπόκειται σε παρακράτηση φόρου:
      α) μερίσματα,
      β) τόκοι,
      γ) δικαιώματα (royalties),
      δ) αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες και άλλες αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες, ανεξαρτήτως εάν έχουν παρασχεθεί στην Ελλάδα, όταν ο λήπτης της αμοιβής είναι φυσικό πρόσωπο,
      ε) το ασφάλισμα που καταβάλλεται εφάπαξ ή με τη μορφή περιοδικά καταβαλλόμενης παροχής στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων,
      στ) η υπεραξία που αποκτά φυσικό πρόσωπο από μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το άρθρο 41 εκτός της περίπτωσης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 και της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 6 του άρθρου 41.

      2. Τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα και λαμβάνουν αμοιβές για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 64.

      3. Κάθε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα και λαμβάνει αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες ή και αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες υπόκειται σε παρακράτηση φόρου. Το ως άνω νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή το φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να επιλέξει να φορολογηθεί για το εισόδημα από δικαιώματα και τις αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές ή παρόμοιες υπηρεσίες σύμφωνα με το καθεστώς που ισχύει για τους φορολογικούς κατοίκους που λαμβάνουν τέτοιες αμοιβές και να πιστώσει τον παρακρατηθέντα φόρο έναντι του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος.

      4. Το φυσικό πρόσωπο που αποκτά υπεραξία από τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το άρθρο 41 καταβάλλει στο συμβολαιογράφο κατά την υπογραφή του συμβολαίου μεταβίβασης το ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στην υπεραξία σύμφωνα με το άρθρο 43.

      5. Τα νομικά πρόσωπα ή οι νομικές οντότητες που είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας ή έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και λαμβάνουν αμοιβές για δικαιώματα (royalties) σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 64.

    Επίσης στο άρθρο 64 αναφέρεται:
    8. Σε περίπτωση που ο λήπτης της αμοιβής σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, παρακράτηση φόρου σύμφωνα με την παράγραφο 1 ενεργείται μόνον εφόσον η συναλλαγή υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ.

    Δεδομένα παραδείγματος:

     

    Ο δικηγόρος(ατομική επιχείρηση), για τη σύνταξη συμφωνητικού που παρέδωσε στη ΑΕ, εξέδωσε Τιμολόγιο Παροχής Υπηρεσιών καθαρής αξίας 1000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%. Η παρακράτηση φόρου 20% είναι αξίας 200 ευρώ. Ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού είναι η 20/03/2017. Η εταιρία πλήρωσε το δικηγόρο την ίδια μέρα με μεταφορά του οφειλόμενου ποσού από τον λογαριασμό όψεως που διαθέτει σε αναγνωρισμένο τραπεζικό πάροχο πληρωμών.

    ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΜΕ ΕΓΛΣ:

    Α)ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΞΟΔΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΦΟΡΟΥ:

    ΧΡΕΩΣΗ 61.00.00.0024 ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΜΕ 24%                          1000

    ΧΡΕΩΣΗ: 54.00.29.0024 ΦΠΑ ΕΙΣΡΟΩΝ-ΔΑΠΑΝΩΝ ΜΕ ΦΠΑ 24%                                  240

    ΠΙΣΤΩΣΗ: 54.04.00.0000 ΦΟΡΟΣ ΑΠΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ                          200

    ΠΙΣΤΩΣΗ:  50.00.00.0000   ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΣ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ                             1040

    Β)ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΠΡΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟ:

    ΧΡΕΩΣΗ: 50.00.0000 ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΣ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ  1040
    ΠΙΣΤΩΣΗ: 38.03.00.0000  ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΟΨΕΩΣ                                               1040

    ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΕΓΛΣ-ΕΛΠ:

    61.00.00.0024 —————————————————————64.01.00.0024
    54.00.29.0024 —————————————————————-54.02.02.0024
    54.04.00.0000 —————————————————————-54.03.02.0000
    50.00 ——————————————————————————50.01

    Παρατήρηση: Με την πρώτη εγγραφή η ΑΕ δημιούργησε μια υποχρέωση απόδοσης ενός παρακρατούμενου επιχειρηματικής δραστηριότητας προς το Ελληνικό Δημόσιο, ποσού 200 ευρώ( 20% επί της καθαρής αξίας του ΤΠΥ). Όταν πληρωθεί ο παρακρατούμενος φόρος από την ΑΕ θα χρεωθεί η υποχρέωση 54.04.00.0000, με αντίστοιχη πίστωση του λογαριασμού όψεως της εταιρίας(38.03)

     

    ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΕΓΓΡΑΦΕΣ: Πληρωμή λογαριασμού ΕΥΔΑΠ.(Ομάδα 6)!Λογιστικός χειρισμός με ΕΓΛΣ και ΕΛΠ!

    Εγκαινιάζοντας μια νέα πρακτική σειρά   περιεκτικών άρθρων που αναφέρονται στις λογιστικές εγγραφές που πραγματοποιούνται στα διπλογραφικά βιβλία, θα ξεκινήσουμε από την ομάδα 6, η οποία περιλαμβάνει τα έξοδα της κάθε οντότητας.

    Παράδειγμα: Έστω ότι η οντότητα λαμβάνει λογαριασμό ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ, με ημερομηνία έκδοσης 25/11/2018, που αφορά το ημερομηνιακό διάστημα 15/09/2018-14/11/2018, με τα εξής δεδομένα:

    • Σύνολο τιμήματος: 10 ευρώ
    • Πάγιο τέλος: 5 ευρώ
    • Αποχέτευση: 2 ευρώ
    • ΦΠΑ επί του τιμήματος 13%: 1,30 ευρώ
    • ΦΠΑ επί των υπολοίπων(24%): 1,68 ευρώ
    • Μερικό σύνολο: 19,98 ευρώ
    • Στρογγυλοποίηση λογαριασμού 0,02 ευρώ
    • Πληρωτέο ποσό: 20 ευρώ

    α) Λογιστικές εγγραφές με λογαριασμούς ΕΓΛΣ:

    ΧΡΕΩΣΗ: 62.98.02.0024 ΥΔΡΕΥΣΗ ΜΕ ΦΠΑ 24%      7,00
    ΧΡΕΩΣΗ:54.00.29.024 ΦΠΑ ΕΙΣΡ.-ΔΑΠ.ΜΕ ΦΠΑ 24%     1,68
    ΧΡΕΩΣΗ:62.98.02.0013 ΥΔΡΕΥΣΗ ΜΕ ΦΠΑ 13%                    10,00
    ΧΡΕΩΣΗ:54.00.29.013 ΦΠΑ ΕΙΣΡ-ΔΑΠ.ΕΣΩΤ.ΜΕ ΦΠΑ 13%    1,30
    ΧΡΕΩΣΗ:62.98.00.000 ΥΔΡΕΥΣΗ ΑΝΕΥ ΦΠΑ                               0,02
                                                          ΠΙΣΤΩΣΗ: 50.00.00 ΕΥΔΑΠ ΑΕ                   20,00

     

    Αιτιολογία: ΥΔΡΕΥΣΗ-ΕΥΔΑΠ περιόδου 15/09/2018-14/11/2018.Η παραπάνω εγγραφή είναι συμψηφιστική και θα γίνει με την ημερ/νία έκδοσης ήτοι 25/11/2018.

    Αν υποθέσουμε ότι ο λογαριασμός αυτός πληρώθηκε μετρητοίς, η επόμενη εγγραφή θα είναι ταμειακή και θα έχει ως εξής:(κλείνω την υποχρέωση προς την ΕΥΔΑΠ και πληρώνω από το ταμείο μου).
    ΧΡΕΩΣΗ:     50.00.00. ΕΥΔΑΠ ΑΕ            20,00
    ΠΙΣΤΩΣΗ: 38.00.00.000  ΤΑΜΕΙΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ     20,00
    Αιτιολογία: Εξόφληση λογαριασμού ύδρευσης, μετρητοίς.(Ημερομηνία εγγραφής, είναι η ημερομηνία που πληρώθηκε ο λογαριασμός, έστω 10/12/2018).

    β) Με τα ΕΛΠ οι εγγραφές είναι οι ίδιες με την εξής αντιστοιχία λόγαριασμών:
     
    62.98.02.0024  ————————–64.03.00.0024
    62.98.02.0013 —————————64.03.00.0013
    54.00.29.0024 —————————54.02.02.0024
    54.00.29.0013   —————————54.02.02.0013
    62.98.02.0000 —————————64.03.00.0000
    50.00.00 ——————————–50.01.00.00
    38.00.00.0000 ————————— 38.01.00.0000

     

    Επισήμανση: Διαταγή πληρωμής!

     

    Με αυξημένη συχνότητα, εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης, εμφανίζεται το φαινόμενο φυσικά ή νομικά πρόσωπα να μην καταβάλουν τις οφειλές τους προς άλλα πρόσωπα. Ίσως η πλέον αποτελεσματική λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η έκδοση διαταγής πληρωμής.
    Η διαταγή πληρωμής αποτελεί εκτελεστό τίτλο με τη μορφή δικαστικής επιταγής, ο οποίος εκδίδεται έπειτα από αίτηση στο αρμόδιο (βάσει ποσού) δικαστήριο. Για ποσά μέχρι τις είκοσι χιλιάδες ευρώ αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο και από είκοσι έως εκατόν είκοσι χιλιάδες ευρώ το μονομελές πρωτοδικείο. Η διαδικασία για την έκδοση της απαιτεί την σύνταξη της αίτησης και του σώματος της απόφασης συνυποβάλλοντας τα απαιτούμενα σχετικά δικαιολογητικά τα οποία νομιμοποιούν την έκδοσή της.
    Το δικαίωμα του ενδιαφερομένου για την έκδοση της διαταγής πρέπει να προ-αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (επιταγή, δάνειο, συναλλαγματική, κλπ.). Ανάλογα με το είδος του εγγράφου ισχύουν κάποιοι χρονικοί περιορισμοί που αφορούν το διάστημα από τότε που το χρέος έπρεπε να είχε καταβληθεί και μέσα στο οποίο πρέπει να κατατεθεί η αίτηση για τη διαταγή (ενδεικτικά, προκειμένου για επιταγή 6 μήνες, για δάνεια δεν υπάρχει κανένα όριο, ενώ για τιμολόγια 5 χρόνια κλπ.).
    Η απαίτηση του αιτούντος πρέπει να είναι ορισμένη, χρηματική (ή παροχή χρεογράφου) και να μην εξαρτάται από αίρεση. Για πρακτικούς λόγους δε γίνεται συζήτηση σε ακροατήριο, κάτι το οποίο διακιολογείται και από το γεγονός ότι εκδίδεται χωρίς κλήτευση του οφειλέτη κατά του οποίου στρέφεται, ενώ αν εκδοθεί, πρέπει να επιδοθεί εντός δύο μηνών, αλλιώς παύει να ισχύει. Η διαδικασία εκτέλεσης είναι η γενικώς προβλεπόμενη από τον ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να παρέχονται όλα τα προνόμια ενός εκτελεστού τίτλου (για παράδειγμα, εγγραφή εμπράγματης ασφάλειας στην περιουσία του οφειλέτη). Διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να εκδοθεί για πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.
    Εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής δικαιούται, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επομένη της εις αυτόν επίδοσης της διαταγής πληρωμής, να ασκήσει ανακοπή (η οποία όμως δεν αναστέλλει την εκτέλεση) ζητώντας ακύρωση, άλλως δε μεταρρύθμιση της διαταγής πληρωμής, η οποία συνήθως συνοδεύεται και από  αίτημα προσωρινής διαταγής,  διεκδικώντας την αναστολή της εκτέλεσης στην περιουσία του. Σε αντίθεση με τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, στην ανακοπή κλητεύεται υποχρεωτικώς και ο δανειστής, με αποτέλεσμα να παρίστανται και τα δύο μέρη.
    ΠΗΓΗ: WWW.LAWSPOT.GR

    Επισήμανση: Ακάλυπτη επιταγή!

    Ολοένα και συχνότερα κάνει την εμφάνιση του το φαινόμενο μια επιταγή να είναι ακάλυπτη. Αυτό σημαίνει ότι το χρηματικό ποσό που αναγράφεται στην επιταγή δεν μπορεί να εισπραχθεί από τον δικαιούχο, λόγω άρνησης της τράπεζας που προκύπτει από την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων από μέρους του εκδότη. Σύμφωνα με την τραπεζική ορολογία, η επιταγή δεν έχει «αντίκρισμα».
    Η τράπεζα δε φέρει καμία ευθύνη αν ο λογαριασμός του εκδότη δεν έχει διαθέσιμο το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό που αναφέρεται στην επιταγή και σφραγίζει την επιταγή μετά την παρέλευση της προθεσμίας των οκτώ ημερών. Την ευθύνη σε αυτή την περίπτωση της ακάλυπτης επιταγής φέρει ο εκδότης της και εναντίον του μπορεί να κινηθεί νομικά ο κομιστής της επιταγής και σε περίπτωση κατά την οποία αυτός ικανοποιηθεί από τον τελευταίο οπισθογράφο, αυτός με τη σειρά του, αναγωγικά και κατόπιν εγκλήσεως εντός τριών μηνών από την εμφάνισή της στην τράπεζα μπορεί να αξιώσει την καταβολή του ποσού από τον εκδότη της επιταγής.
    Ενδεικτικά μπορεί να εκδοθεί εναντίον του διαταγή πληρωμής, ενώ στην Ελλάδα υπάρχει πλέον και το σύστημα του Τειρεσία γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Η έκδοση ακάλυπτης επιταγής αποτελεί ποινικό αδίκημα που διώκεται ύστερα από έγκληση του δικαιούχου και για το οποίο μπορεί να αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, δηλαδή η γνώση του εκδότη σχετικά με την έλλειψη του απαιτούμενου κεφαλαίου κατά τη στιγμή της έκδοσης της επιταγής, αλλά η πιθανολόγηση εκ μέρους του ότι κατά την εμφάνισή της στην τράπεζα το απαιτούμενο κεφάλαιο θα είναι διαθέσιμο.
    Με γνώμονα την προστασία των συναλλαγών και την τόνωσή τους, ο νόμος παρέχει την εξάλειψη του αξιόποινου της ακάλυπτης επιταγής στην περίπτωση κατά την οποία ο υπαίτιος αποζημιώσει εν τέλει πλήρως τον κομιστή της επιταγής μετά την εμφάνισή και τη μη πληρωμή της.

    ΠΗΓΗ:https://www.lawspot.gr

     

    Θέμα: Παρέχονται πληροφορίες αναφορικά με την έκδοση ή μη τιμολογίου για την είσπραξη επιδοτήσεων, με βάση τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. (ν.4308/2014), από 1.1.2015!

     
    Αθήνα, 12 Οκτωβρίου 2015
    Αρ. πρωτ.: ΔΕΛ Ζ ΚΦΑΣ 1132344 ΕΞ 2015
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
    ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ Κ.Φ.Α.Σ.
    Θέμα: Παρέχονται πληροφορίες αναφορικά με την έκδοση ή μη τιμολογίου για την είσπραξη επιδοτήσεων, με βάση τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. (ν.4308/2014), από 1.1.2015.
    Απαντώντας στην από 9.1.2015 σχετική αίτησή σας αναφορικά με το αντικείμενο του θέματος, θέτουμε υπόψη σας τα ακόλουθα:
    1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Α.Σ. (ν. 4093/2012), που ίσχυε μέχρι και την 31.12.2014, ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών υποχρεούνταν στην έκδοση τιμολογίου, μεταξύ άλλων και για την είσπραξη επιδοτήσεων, οικονομικών ενισχύσεων κ λπ. ανόργανων εσόδων.
    2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 8 των Ε.Λ.Π. (ν. 4308/2014), που ισχύουν από 1.1.2015 και εξής και όπως διευκρινίζεται με την παράγραφο 8.2.1 της εγκυκλίου ΠΟΛ.1003/31.12.2014, για την τιμολόγηση στις συναλλαγές μεταξύ οντοτήτων και του Δημοσίου: Για την είσπραξη αποζημιώσεων, επιδοτήσεων, οικονομικών ενισχύσεων, επιστροφών τόκων, εισφορών και λοιπών συναφών εσόδων, δεν προβλέπεται ή έκδοση τιμολογίου από την Οδηγία 2006/112/ΕΕ. Η συναλλαγή δύναται να τεκμηριώνεται από παραστατικό που εκδίδει ο χορηγών το σχετικό ποσό ή η τράπεζα που το καταβάλλει.
    3. Συνεπώς, με βάση τις διατάξεις που προαναφέρονται, από 1.1.2015 και εξής για τα ποσά που εισπράττει ο ΕΦΕΠΑΕ από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ως διαχειριστής προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, τα οποία στη συνέχεια αποδίδει στους δικαιούχους των υπόψη προγραμμάτων, δεν υφίσταται υποχρέωση έκδοσης τιμολογίων εκατέρωθεν (ήτοι από τον ΕΦΕΠΑΕ προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας για τα ποσά που εισπράττει ως διαχειριστής και στη συνέχεια από τον εκάστοτε δικαιούχο του προγράμματος για το ποσό που εισέπραξε από τον ΕΦΕΠΑΕ προς αυτόν). Οι υπόψη συναλλαγές μπορεί να τεκμηριώνονται, από μη φορολογικά παραστατικά, που εκδίδει ο χορηγών το σχετικό ποσό ή η τράπεζα που μεσολαβεί για την καταβολή του.
    Τέλος, για τα υπόψη ποσά της επιδότησης, τα οποία απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α., και κατά την είσπραξη αυτών από τον εκάστοτε δικαιούχο (ΕΦΕΠΑΕ, δικαιούχοι προγραμμάτων ΕΣΠΑ), δεν υπάρχει υποχρέωση έκδοσης φορολογικών παραστατικών και περαιτέρω δεν υφίσταται υποχρέωση υποβολής καταστάσεων πελατών και προμηθευτών, κατ’ εφαρμογή της απόφασης του Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1022/7.1.2014 (ΦΕΚ Β’ 179), όπως ισχύει.
    Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ
    ΛΕΒΑΚΟΥ ΤΑΤΙΑΝΑ
    Ακριβές Αντίγραφο
    Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης

    Υπενθύμιση: Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων!

     
    Αθήνα, 12 -10- 2016
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
    ΤΜΗΜΑΤΑ Β’, Ε’
    Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 20
    Ταχ. Κωδ. : 106 72 Αθήνα
    Πληροφορίες : Φ. Μαρκουλάκη, Δ. Κούλου
    Τηλέφωνο : 210 3635044, 3613274
    FAX: 210 3635077
    ΠΟΛ 1154/2016
    ΘΕΜΑ:Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων.
    Με την παρούσα εγκύκλιο επιχειρείται η συγκεντρωτική καταγραφή και συστηματική παρουσίαση των διατάξεων που διέπουν την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου, εστιάζοντας κυρίως στις διατάξεις που θεσπίζουν λόγους αναστολής και διακοπής της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων.
    Επιπροσθέτως, παρατίθενται ενδεικτικά βασικές διατάξεις αναφορικά με τον χρόνο παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και καταγράφονται οι διατάξεις με τις οποίες παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών εντός του χρονικού διαστήματος των ετών 1992 έως και 2013.
    Σκοπός της εγκυκλίου είναι να αποτελέσει για τη Φορολογική Διοίκηση χρήσιμο εργαλείο για την ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής κατά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ληξιπρόθεσμων οφειλών.
    A. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
    Ι. Παραγραφή
    Παραγραφή απαίτησης είναι το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση του οποίου ο δανειστής δεν δύναται να επιδιώξει την είσπραξη αυτής και ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Ο,τι καταβλήθηκε όμως χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται (βλ. άρθρο 272 του Αστικού Κώδικα, εφεξής ΑΚ).
    Εάν παρέλθει άπρακτος ο χρόνος παραγραφής, παραλύει το εναγώγιμο της αξίωσης, παραμένει όμως φυσική ή ατελής ενοχή.
    ΙΙ. Αναστολή παραγραφής
    Αναστολή παραγραφής είναι ο μη υπολογισμός στον χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διαρκεί ο λόγος της αναστολής. Η παραγραφή συνεχίζεται μετά την παύση της αναστολής (βλ. Α.Κ. 257)
    III. Διακοπή παραγραφής
    Διακοπή παραγραφής είναι η ματαίωση του χρόνου της παραγραφής που διανύθηκε πριν λάβει χώρα ο λόγος της διακοπής. Από την περάτωση της διακοπής αρχίζει νέος χρόνος παραγραφής (βλ. Α.Κ. 270).
    B. ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (διαχρονικό δίκαιο)
    Την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου διέπουν οι ακόλουθες βασικές διατάξεις, ως εξής:
    I. των άρθρων 87-90 του Ν.Δ.321/1969 (Α’205/18-10-1969) «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995, ήτοι μέχρι και την 31/12/1995.
    Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν από την ως άνω ημερομηνία με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 113 του Ν. 2362/1995.
    Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων, που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995 (1/1/1996), εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρων 87 και 88, αντίστοιχα), εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή τη διακοπή γεγονότα έχουν συντελεστεί μετά την ανωτέρω ημερομηνία, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 107 του Ν. 2362/1995.
    II. των άρθρων 65 παρ. 6, 86 – 89 και 103 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α247/27-11- 1995) «Δημόσιο Λογιστικό/Έλεγχος δαπανών και λοιπές διατάξεις», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ήτοι από 1/1/1996, μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014, ήτοι μέχρι και την 31/12/2014, και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013.
    Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 1, περ. (α) του Ν. 4270/2014.
    Σημειώνεται ότι, επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, έχουν εφαρμογή οι περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής διατάξεις του Ν. 4270/2014 (βλ. κατωτέρω υπ’ αριθ. III).
    III. των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 – 139 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α’143/28-6-2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη από 1/1/2015 και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 – 139 του Ν.4270/2014 είναι σχεδόν ομοίου περιεχομένου με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 103, 65, παρ. 6 και 86 – 89 του Ν. 2362/1995, με εξαίρεση τις νέες περί παραγραφής διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 και των περ. α’και η’ της παρ.1 του άρθρου 138 του Ν.4270/2014, οι οποίες όμως, όπως προαναφέρθηκε στην ανωτέρω περίπτωση II, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013 (βλ. τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2, περ. γ (αα) του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    IV. του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α170/26-7-2013) «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρους και λοιπά έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από την 1/1/2014 και εφεξής (βλ. μεταβατική διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013),
    V. οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής, στις οποίες ρητά παραπέμπουν τα άρθρα 88 και 89 του Ν.Δ. 321/1969, 87 και 88 του Ν.2362/1995 και 137 και 138 του Ν. 4270/2014, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά με τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές. Οι διατάξεις αυτές είναι ιδίως:
    α. του άρθρου ΑΚ 255 του Αστικού Κώδικα (σε συνδυασμό με το άρθρο 257 του Αστικού Κώδικα) περί αναστολής παραγραφής λόγω παρεμπόδισης άσκησης αξίωσης κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής,
    β. του άρθρου 259 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται σε βάρος κληρονομίας,
    γ. του άρθρου 258 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής κατά προσώπων ανικάνων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία,
    δ. του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο,
    ε. του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω άσκησης αγωγής,
    στ. του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα περί του χρόνου έναρξης νέας παραγραφής σε περίπτωση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγγελίας σε πτώχευση,
    ζ. των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα,
    η. του άρθρου 103, παρ. 1 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση προληπτικών μέτρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ισχύουν,
    θ. του άρθρου 106β, παρ. 2 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015 βλ. τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 23 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015/ΦΕΚ 94 Α’ και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016),
    ι. του άρθρου 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α’) σχετικά με την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε συμφωνία συνδιαλλαγής, η οποία επικυρώθηκε δικαστικά,
    ια. του άρθρου 4, παρ. 6 του Ν. 3869/2010 («Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις»), όπως ισχύει, σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία του ανωτέρω νόμου (βλ. και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016).
    VI. της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 (ΦΕΚ Α43/23-3-1990) «Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους» περί αναστολής παραγραφής λόγω υποβολής αίτησης ποινικής δίωξης, όπως τέθηκε σε ισχύ από 11/9/1997 με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ Α’ 179/11-9-1997) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.3220/2004 (ΦΕΚ Α’15 / 28-1-2004),
    VII. οι ειδικές διατάξεις περί αναστολής του χρόνου παραγραφής χρεών που περιλαμβάνονται στους νόμους που διέπουν τις εκάστοτε χορηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις βεβαιωμένων οφειλών, τη χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής οφειλών καθώς και ρυθμίσεις χρεών οφειλετών ειδικών κατηγοριών όπως:
    α. της παρ.2 του άρθρου 20 του Ν. 2648/1998,
    β. της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 3259/2004,
    γ. της παρ.3 του άρθρου 25 του Ν. 3697/2008,
    δ. της παρ. 3 του άρθρου 84 του Ν.3746/2009,
    ε. της παρ.6 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010,
    στ. της παρ.8 του άρθρου 3 του Ν.4038/2012,
    ζ. των υποπ. α1, περ.13 και υποπ.α2, περ. 13 του άρθρου πρώτου του Ν.4152/2013,
    η. της παρ.17 του άρθρου 51 του Ν.4305/2014,
    θ. του άρθρου 14 του Ν. 4321/2015,
    ι. της παρ. 6 του άρθρου 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε. (ρύθμιση χρεών πτωχών και υπό εξυγίανση ή συνδιαλλαγή οφειλετών του Δημοσίου).
    ια. της παρ. 6 του άρθρου 55 του Ν. 4262/2014 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 66 του Ν. 4331/2015), σε περίπτωση ρύθμισης οφειλών προνοιακών φορέων με σύμφωνο εξυγίανσης κατά τις ανωτέρω διατάξεις.
    VIII. της παρ. 3 του άρθρου 58 του Κ.Ε.Δ.Ε. (όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33, παρ. 3 του Ν. 4141/2013-ΦΕΚ 81 Α’) περί αναστολής παραγραφής σε περίπτωση αποβολής εισπραχθείσας απαίτησης του Δημοσίου από πίνακα κατάταξης ή διανομής (βλ. και εγκύκλιο ΠΟΛ.1115/23.5.2013),
    IX. της παρ. 3 του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. περί αναστολής παραγραφής σε περίπτωση χαρακτηρισμού ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης,
    X. οι διατάξεις που προβλέπουν παράταση του χρόνου παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. οφειλών (βλ. αναλυτικά κατωτέρω κεφάλαιο ΣΤ), ήτοι:
    α. του άρθρου 14 του Ν. 2074/1992,
    β. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2187/1994,
    γ. της παρ. 13 του άρθρου εβδόμου του Ν. 2275/1994,
    δ. της παρ. 34 του άρθρου 6 του Ν.2386/1996,
    ε. της παρ.23 του άρθρου 20 του Ν. 2459/1997,
    στ. της παρ. 12 του άρθρου 22 του Ν.2523/1997,
    ζ. της παρ. 8 του άρθρου17 του Ν. 2753/1999,
    η. της παρ. 5 του άρθρου 11 του Ν. 2954/2001,
    θ. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 3808/2009,
    ι. της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν. 3888/2010 και
    ια. της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν. 4098/2012.
    Γ. ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΕΝΑΡΞΗ – ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ)
    Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής καθώς και η προθεσμία της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου προσδιορίζονται από τις κατά τα ανωτέρω παρατεθείσες λεπτομερειακού χαρακτήρα βασικές διατάξεις (βλ. ανωτέρω υπ’ αριθ. I – IV και VI διατάξεις), που ισχύουν επί αυτών σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω (βλ. Κεφάλαιο Β), καθώς και από άλλες ειδικότερες κατά περίπτωση διατάξεις.
    Ειδικότερα:
    Ι. Χρόνος έναρξης της παραγραφής
    α) Ο χρόνος παραγραφής των χρεών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των Ν. 321/1969, Ν.2362/1995 και Ν. 4270/2014 αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα.
    β) Ο χρόνος παραγραφής των φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013, των οποίων ο εκτελεστός τίτλος αποκτήθηκε από 1-1-2014, αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης.
    ΙΙ. Προθεσμία παραγραφής
    α. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν.Δ.321/1969
    Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ.321/1969, ήτοι των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μέχρι και 31-12-1995, ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 87 αυτού, ως εξής :

    1. Σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται:

    i. Κάθε χρέος προς το Δημόσιο, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το ανωτέρω Ν.Δ., που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε στο Δημόσιο Ταμείο με τη στενή έννοια. Εάν η βεβαίωση έγινε πριν το χρέος καταστεί ληξιπρόθεσμο, μερικά ή ολικά, η παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και για το ποσό αυτό (παρ. 1)
    ii. Χρέη προς το Δημόσιο προερχόμενα από απαιτήσεις που περιήλθαν σ’ αυτό από οποιονδήποτε λόγο, οι οποίες δεν έχουν παραγραφεί στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου μέχρι τη μεταβίβασή των στο Δημόσιο (παρ. 4)
    iii. Χρέη από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη (παρ. 2)

    2. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται :

    i. Χρέη προς το Δημόσιο από παρακρατηθέντες ή για λογαριασμό του Δημοσίου εισπραχθέντες φόρους, τέλη και δικαιώματα (παρ.3),
    ii. Χρέη προς το Δημόσιο από εισαγωγικούς δασμούς και τέλη εν γένει εισπραττόμενα στα Τελωνεία, η οποία αρχίζει από την λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η προς είσπραξη αυτών απαίτηση του Δημοσίου. Ως χρόνος γένεσης της αξίωσης προς είσπραξη εισαγωγικών δασμών και λοιπών τελών εμπορευμάτων υπό αποταμίευση, λογίζεται για την παραγραφή, η επομένη της λήξης της σύμφωνα με τους τελωνειακούς νόμους οριζόμενης προθεσμίας αποταμίευσης, σε περίπτωση δε διενέργειας ως προς αυτήν ελέγχου των αποθηκών, η ημέρα της σύνταξης έκθεσης περί διαπίστωσης ελλείμματος (παρ. 5).
    3. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται χρέη προς το Δημόσιο που προέρχονται από:
    i. τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, πλην χρεών από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη,
    ii. άπιστη διαχείριση,
    iii. συμβάσεις και διατάξεις τελευταίας βουλήσεως, περιλαμβανόμενων και των περιοδικών παροχών και
    iv. καταλογισμούς που επιβλήθηκαν από οποιαδήποτε κατά νόμο αρμόδια Αρχή. (παρ.2).
    β. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με τους Ν. 2362/1995 και Ν. 4270/2014
    Η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Ν. 2362/1995 και Ν. 4270/2014, ήτοι των απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996, πλην όσων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013, ορίζεται στις ήδη καταργηθείσες διατάξεις του άρθρου 86 του Ν. 2362/1995 και στις ισχύουσες ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014, στις οποίες αναφέρονται τα εξής:
    Στην παρ. 1 ορίζεται ότι καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Φορολογική Αρχή ή Τελωνείο (βεβαίωση με τη στενή έννοια), με την επιφύλαξη των διατάξεων περί επιβολής φόρων και λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν.4174/2013.
    1. Σε τριετή παραγραφή υπόκεινται:
    Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που εισπράττονται από τα Τελωνεία, εφ’ όσον δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακά ή βεβαιώθηκαν ελλιπώς, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή η οφειλή (πρώτο εδάφιο παραγράφου 5, άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
    Σημείωση: Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014 εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (βλ. μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    2. Σε πενταετή παραγραφή υπόκειται:
    Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μαζί με τα πρόστιμα, τους τόκους και τις προσαυξήσεις που έχουν βεβαιωθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον ίδιο νόμο ή σε άλλη ειδική διάταξη που ρυθμίζει προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε με την στενή έννοια η απαίτηση και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη (παρ. 2 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).

    3. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται:

    i. Απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που βεβαιώθηκαν στα τελωνεία, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν κατά τις ειδικότερες διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας (δεύτερο εδάφιο παραγράφου 5 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
    Ως χρόνος γένεσης αξίωσης για είσπραξη δασμών ,φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων επί εμπορευμάτων που βρίσκονται υπό τελωνειακή παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων αυτών ή η υπαγωγή τους σε τελωνειακό καθεστώς, το οποίο συνεπάγεται τελωνειακή παρακολούθηση, θεωρείται για την παραγραφή το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η διαφυγή του εμπορεύματος από την τελωνειακή παρακολούθηση και όπου αυτό δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, το χρονικό σημείο διαπίστωσης της διαφυγής (τρίτο εδάφιο παραγράφου 5 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
    Σημείωση: Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014 εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (βλ. μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    ii. Απαιτήσεις του Δημοσίου ως εγγυητή που υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώματα του δανειστή ή πιστωτή κατά του οφειλέτη, κατά του εγγυητή και κατά των λοιπών συνυπόχρεων, οι οποίες βεβαιώνονται με τη στενή έννοια από 1/1/1996 (έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995) στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο μετά την εν στενή εννοία βεβαίωσή τους κατέστησαν ληξιπρόθεσμες.
    Επισήμανση: Οι απαιτήσεις από την ίδια ως άνω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από την 31 η/12/1995 (άρθρο 65 παρ. 5 του Ν. 2362/1995). Αντίστοιχα, απαιτήσεις από την ανωτέρω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του νόμου αυτού, δηλαδή από την 31 η/12/2014 (άρθρο 126 παρ. 6 του Ν. 4270/2014).
    4. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται απαιτήσεις του Δημοσίου που:
    i. απορρέουν από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, στην οποία περιλαμβάνεται και η σύμβαση που βασίζεται σε πρακτικό του Ν.Σ.Κ. με το οποίο καταρτίζεται εξωπτωχευτική ρύθμιση του τρόπου καταβολής πτωχευτικών χρεών, οφειλομένων στο Δημόσιο, η οποία εξομοιώνεται πλήρως με μεταπτωχευτική έννομη σχέση,
    ii. απορρέουν από τελεσίδικη απόφαση είτε αναγνωριστική είτε καταψηφιστική οποιουδήποτε δικαστηρίου,
    iii. γεννήθηκαν συνεπεία άπιστης διαχείρισης,
    iv. απορρέουν από διάταξη τελευταίας βούλησης,
    v. αφορούν σε περιοδικές παροχές,
    vi. γεννήθηκαν από καταλογισμό που έγινε από οποιαδήποτε αρμόδια δημόσια αρχή,
    vii. γεννήθηκαν από αυτοτελή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από διοικητικές αρχές,
    viii. αφορούν σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασμό αυτού εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων και
    ix. απορρέουν από κατάπτωση εγγυήσεων τρίτων.(παρ. 3 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014)
    5. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, που περιήλθε σε αυτό με οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε αιτία, υπόκειται στην προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις παραγραφή, που δεν δύναται όμως σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθεί στο πρόσωπο του Δημοσίου προ της παρόδου πέντε ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η βεβαίωση αυτή με τη στενή έννοια (παρ.4 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
    γ. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με τον Ν. 4174/2013
    Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4174/2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 αυτού, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014 και εφεξής, ορίζεται πενταετής (5 έτη), που αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης (άρθρο 51 σε συνδυασμό με την παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013).
    Δ. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.
    Ι. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 88 του Ν.321/1969
    Οι λόγοι αναστολής της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν στις διατάξεις του άρθρου 88 του Ν. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού» ίσχυσαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, ήτοι μέχρι και 31-12¬1995. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις η παραγραφή των χρεών προς το Δημόσιο αναστέλλεται :
    α) για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (πρώτο εδάφιο άρθρου 88),
    β) για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο, κατά το τελευταίο έτος της παραγραφής, το χρέος τελούσε σε αναστολή ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία χορηγήθηκε με νόμο ή δικαστική απόφαση ή με απόφαση αρμόδιας κατά νόμο Αρχής, μετά από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα από τη συμμόρφωση ή μη του υπόχρεου, εν όλω ή εν μέρει (περίπτωση α άρθρου 88),
    γ) για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο το Δημόσιο εμποδίστηκε να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέσα λόγω αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με διάταξη νόμου (περίπτωση β άρθρου 88).
    Στις ανωτέρω περιπτώσεις (β και γ) η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής είσπραξης, της τμηματικής καταβολής ή της αναστολής εκτέλεσης, σε καμία δε περίπτωση δεν συμπληρώνεται αυτή πριν από την παρέλευση έξι μηνών από τη λήξη της αναστολής πληρωμής, της αναστολής εκτέλεσης ή της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
    δ) Εάν αμφισβητήθηκε δικαστικά η νομιμότητα του τίτλου είσπραξης ή των ληφθέντων μέτρων εκτέλεσης από τον οφειλέτη ή τρίτο μέχρι τελεσίδικης περαίωσης της δίκης (περίπτωση γ άρθρου 88).
    ΙΙ. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με τα άρθρα 87 του Ν. 2362/1995 και 137 του Ν.4270/2014
    Οι λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργηση αυτού στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, έχουν εφαρμογή, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β), επί απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996 καθώς και επί προγενέστερων απαιτήσεων, εφ’ όσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή κατά την ως άνω ημερομηνία (χρόνος έναρξης ισχύος του νόμου Ν. 2362/1995), πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 51 Ν. 4174/2013), για τις οποίες αποκτήθηκε εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014.
    Ειδικότερα:
    Η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου αναστέλλεται :
    α) Για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (παρ. 1 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).
    β) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο για τον οποίο είχε χορηγηθεί στον υπόχρεο ή σε συνυπόχρεο κατά την τελευταία διετία της παραγραφής αναστολή πληρωμής του χρέους του ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής είτε με νόμο είτε με δικαστική απόφαση είτε με πράξη της αρμόδιας Αρχής, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα αν ο υπόχρεος έχει συμμορφωθεί ή όχι, εν όλω ή εν μέρει (παρ. 2, περ. α, άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
    γ) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο είχε εμποδιστεί το Δημόσιο να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέτρα, λόγω αναστολής εκτέλεσης που έχει χορηγηθεί με διάταξη νόμου. (παρ. 2, περ. β, άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
    Στις παραπάνω υπό στοιχεία (β) και (γ) περιπτώσεις η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής της και σε καμία περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη είτε της αναστολής πληρωμής είτε της παραβίασης της υποχρέωσης τμηματικής καταβολής είτε της αναστολής λήψης των αναγκαστικών μέτρων αντίστοιχα.
    Σημείωση: Κατ’ εφαρμογή της διάταξης της ανωτέρω περίπτωσης (γ), η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου ανεστάλη για όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της αναστολής διενέργειας πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ίσχυσε από 28-6-2015 έως 31-10-2015, λόγω της τραπεζικής αργίας και της επιβολής περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών και στην κίνηση κεφαλαίων και η οποία δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από την λήξη της αναστολής εκτέλεσης. (βλ. σχετικά έγγραφα υπ’ αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΙΣΠΡ.Β 1101866 ΕΞ 2015/27-7-2015, Δ.ΕΙΣΠΡ.Β.1115433 ΕΞ 2015/3-9-2015 και Δ.ΕΙΣΠΡ.Β 1126480 ΕΞ 2015/30-9-2015).
    δ) Κατά τη διάρκεια ανηλικότητας του οφειλέτη ή και δύο έτη μετά την ενηλικίωση αυτού, αν η κληρονομιά στερείται ενεργητικού, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη κηδεμόνα ή επιτρόπου του ανηλίκου (παρ. 2 περ. γ άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
    ε) Στην περίπτωση που ο οφειλέτης κατά την τελευταία διετία της παραγραφής διέμενε στο εξωτερικό για χρόνο μεγαλύτερο του μηνός συνεχόμενα ή μη, ο χρόνος παραγραφής κάθε απαίτησης του Δημοσίου παρατείνεται για δύο έτη (παρ. 3 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
    στ) Σε περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης από οποιονδήποτε είτε του νόμιμου τίτλου γενικά της απαίτησης του Δημοσίου είτε της νομιμότητας της βεβαίωσης εν στενή εννοία είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξης της αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης προς είσπραξη απαίτησης του Δημοσίου, η προβλεπόμενη παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου προς βεβαίωση (εν ευρεία εννοία) ή προς είσπραξη της βεβαιωμένης απαίτησής του αναστέλλεται μέχρι την έκδοση επί της δικαστικής αυτής διένεξης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και δεν συμπληρώνεται αυτή σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από την κοινοποίηση, με επιμέλεια των αντιδίκων του Δημοσίου και με δικαστικό επιμελητή, της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου και στον Υπουργό των Οικονομικών.
    Σε περίπτωση ακύρωσης της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης εντός της ανωτέρω προθεσμίας του ενός έτους, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή άλλου προσώπου κατά νόμο ευθυνόμενου, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης που επήλθε με την ακυρωθείσα πράξη, λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα (παρ. 4 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).
    Σημειώσεις:
    1. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, όπως τίθενται αμέσως ανωτέρω, εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014.
    2. Επισημαίνεται ότι το αποτέλεσμα της περίπτωσης υπό στοιχείο στ’ επαγόταν κατά τις διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και η αίτηση του Δημοσίου προς το Δικαστήριο όπως επιτρέψει την προσωπική κράτηση του οφειλέτη του. Με την διάταξη της παρ.6 του άρθρου 67 του Ν.3842/2010 καταργήθηκε το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κράτησης για είσπραξη δημοσίων εσόδων. Η αναστολή της παραγραφής που άρχισε με την υποβολή αίτησης προσωπικής κράτησης έληξε με την δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ήτοι στις 23-4-2010. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή των χρεών αυτών δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο τουλάχιστον έτους από τη λήξη της αναστολής.
    ΙΙΙ. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4174/2013
    Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, για τα οποία αποκτάται εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014 και εφεξής, αναστέλλεται για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, ήτοι:
    α) για όσο χρονικό διάστημα είχε χορηγηθεί ρύθμιση τμηματικής καταβολής,
    β) για όσο χρονικό διάστημα η Φορολογική Διοίκηση δεν μπορούσε να εισπράξει το χρέος λόγω αναστολής εκτέλεσης από οποιαδήποτε αιτία (κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής βλ. σχετική σημείωση στο Κεφάλαιο II, περ. γ)
    Στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις (υπό στοιχεία α και β) η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έτους από τη λήξη της αναστολής.
    γ) Κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του φορολογούμενου.
    δ) Κατά τη διάρκεια δικαστικής αμφισβήτησης του εκτελεστού τίτλου της απαίτησης ή της νομιμότητας της είσπραξης ή του κύρους της πράξης εκτέλεσης και μέχρι τη συμπλήρωση ενός έτους από την επίδοση στη Φορολογική Διοίκηση με δικαστικό επιμελητή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
    Σημείωση:
    Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου αυτού 137 του ν. 4270/2014, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 αυτού εφαρμόζεται και για οφειλές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013. Συγκεκριμένα: «Σε περίπτωση ακύρωσης κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και, εντός της προβλεπόμενης από το ίδιο άρθρο προθεσμίας, επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, του ιδίου ή άλλου προσώπου ευθυνομένου, η με την ακυρωθείσα πράξη επελθούσα διακοπή της παραγραφής της απαίτησης λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα ενώ οι συνέπειες της ακυρωθείσας πράξης αναβιώνουν αναδρομικά (π.χ. απαγόρευση διάθεσης συνεπεία επιβολής της αρχικής κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και του ΚΠολΔ). Η ρύθμιση αυτή, λόγω της γενικότητάς της και της απουσίας αντίστοιχης διάταξης στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, καταλαμβάνει αυτονοήτως το σύνολο των οφειλών του Δημοσίου, ήτοι ακόμη και αυτές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κώδικα».
    IV. Λοιποί ειδικοί λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου
    α) Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης λόγω μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατά τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.2523/1997 και ισχύει από 11 -9-1997, αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Μετά την αντικατάσταση της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.3220/2004, η οποία ισχύει από 1-1-2004, η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.
    Σημειωτέον ότι στις περιπτώσεις που με τις εκάστοτε διατάξεις λόγω αύξησης του ορίου αξιοποίνου της μη καταβολής χρεών αποποινικοποιείτο η μη καταβολή χρεών για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης και δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, η αναστολή έληξε με τη δημοσίευση του οικείου νόμου και δεν συμπληρώνεται σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής (βλ. παρ. 4 άρθρου 34 Ν.3220/2004-ΦΕΚ 15′ Α’/28-1-2004, με την οποία αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 5.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ, άρθρο 20 του Ν.4321/2015-ΦΕΚ 32Α’/21-3- 2015, με την οποία αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 5.000 ευρώ σε 50.000 ευρώ και άρθρο 8 του Ν. 4337/2015-ΦΕΚ 129 Α’/17-10-2015 με το οποίο αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 50.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ).
    β) Η υπαγωγή οφειλών σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή η υποβολή σχετικής αίτησης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις περί αναστολής του χρόνου παραγραφής χρεών που περιλαμβάνονται στους νόμους που διέπουν τις εκάστοτε χορηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις βεβαιωμένων οφειλών, τη χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής οφειλών καθώς και ρυθμίσεις χρεών οφειλετών ειδικών κατηγοριών (βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β, περ. VII)
    γ) Η καταχώρηση ληξιπρόθεσμης οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, κατόπιν χαρακτηρισμού αυτής ως ανεπίδεκτης είσπραξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. (Απόφαση ΠΟΛ.1259/5.12.2013, όπως τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ.1089/22.6.2016). Η αναστολή παραγραφής ισχύει για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώρηση στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
    δ) Η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία αποβάλλεται από πίνακα κατάταξης ή διανομής καταταγείσα απαίτηση του Δημοσίου, η οποία είχε εισπραχθεί, έχει ως συνέπεια να μην προσμετράται στην προθεσμία παραγραφής ο χρόνος μεταξύ της είσπραξης και της επαναβεβαίωσης της αποβληθείσας απαίτησης του Δημοσίου (άρθρο 58, παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33, παρ. 3 του Ν. 4141/2013-ΦΕΚ 81 Α’, βλ. και εγκύκλιο ΠΟΛ.1115/23.5.2013).
    V. Λόγοι αναστολής που προβλέπονται από γενικής ισχύος διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας
    α. Λόγοι αναστολής που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα
    1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255 και 257 του Α.Κ. περί αναστολής παραγραφής «Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανωτέρας βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Αναστέλλεται επίσης η παραγραφή για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση. Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες».
    2. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του Α.Κ. περί παραγραφής κατά ανικάνων: «Η παραγραφή τρέχει και σε βάρος προσώπων που είναι ανίκανα ή έχουν περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία. Αν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη, η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες αφότου έγιναν απεριορίστως ικανά ή απέκτησαν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, εφόσον ο ανίκανος ή ο περιορισμένα ικανός έχει την ικανότητα να παραστεί στο Δικαστήριο».
    3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 259 του Α.Κ. «Η παραγραφή αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται κατά κληρονομίας, δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου αφότου ο κληρονόμος απέκτησε την κληρονομία ή αφότου η αξίωση μπορεί να ασκηθεί από κηδεμόνα κληρονομίας ή κατά κηδεμόνα κληρονομίας».
    β. Άλλοι λόγοι αναστολής
    1. Η χορήγηση από το δικαστήριο προληπτικών μέτρων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα-ΠτΚ) κατ’ άρθρο 103, παρ. 1 του ΠτΚ, με τα οποία αναστέλλονται εν όλω ή εν μέρει τα μέτρα ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη. Κατά τη διάρκεια της αναστολής μέτρων, κατά τα ανωτέρω, αναστέλλεται η παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες διατάχθηκαν τα προληπτικά μέτρα (δηλαδή των οφειλών που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης, εκτός αν το δικαστήριο ρητά επεκτείνει την ισχύ των προληπτικών μέτρων/της αναστολής και σε νεότερες απαιτήσεις) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 255 του Αστικού Κώδικα (βλ. ανωτέρω υπό α1 ).
    2. Η κατάθεση αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ή 106στ ΠτΚ (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015) έχει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 106β του ΠτΚ ως συνέπεια την αναστολή παραγραφής: i. σε περίπτωση αίτησης για άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την κατάθεση προς επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης και ii. σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης μετά από προηγούμενο άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, των απαιτήσεων που υφίστανται κατά την ημέρα του ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης (ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης στο ακροατήριο του δικαστηρίου). Η αναστολή παραγραφής ισχύει για το χρονικό διάστημα που αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης και λήγει με την έκδοση της δικαστικής απόφασης για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά νόμο τους τέσσερις (4) μήνες (βλ. σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016).
    3. Η δικαστική επικύρωση συμφωνίας συνδιαλλαγής κατ’ άρθρο 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α’) είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την αναστολή, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, της παραγραφής των απαιτήσεων των συμβαλλόμενων πιστωτών και των δικαιωμάτων των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον.
    Σημείωση: Η ανωτέρω ειδική διάταξη περί αναστολής παραγραφής εφαρμόζεται επί απαιτήσεων του Δημοσίου, αν αυτό ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε συμφωνία συνδιαλλαγής (θεσμός προϊσχύων της συμφωνίας εξυγίανσης, που εισήχθη με τον ν. 4013/2011). Κατ’ εφαρμογή όμως της προαναφερθείσας διάταξης της παραγράφου 2, περίπτωση (β) του άρθρου 87 του Ν. 2362/1995 (βλ. ανωτέρω υπό II γ), η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου σε βάρος του οφειλέτη (και των τυχόν εγγυητών ή συνυπόχρεων εις ολόκληρον προσώπων), κατά τη διάρκεια ισχύος συμφωνίας συνδιαλλαγής, αναστέλλεται και στις περιπτώσεις όπου το Δημόσιο δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία (όπως κατά κανόνα συνέβαινε στην πράξη), λόγω της αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των προσώπων αυτών, που προβλεπόταν στο άρθρο 104 παρ. 1, περ. (β) του ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011. Η αναστολή παραγραφής καταλαμβάνει απαιτήσεις του Δημοσίου που γεννήθηκαν πριν από τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής (βλ. σχετικές εγκυκλίους ΠΟΛ.1087/11.6.2010 και ΠΟΛ.1115/15.7.2010).
    4. Η ολοκλήρωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία ρύθμισης χρεών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων του ν. 3869/2010
    έχει ως συνέπεια την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση (συγκεκριμένα, στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών που περιέχεται στην αίτηση). Η αναστολή παραγραφής διαρκεί έως την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης επί της αιτήσεως (βλ. σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016).
    E. ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
    I. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με το άρθρο 89 του Ν.321/1969
    Οι λόγοι διακοπής της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 89 του Ν. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού» ίσχυσαν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, ήτοι μέχρι 31-12-1995.
    Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, η παραγραφή διακόπτεται:
    α) για τους λόγους οι οποίοι προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία πλην του λόγου της με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώρισης της αξίωσης από τον υπόχρεο,
    β) με την επιβολή κατάσχεσης επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή του εγγυητή αυτού, είτε αυτά βρίσκονται στα χέρια αυτών είτε στα χέρια τρίτων,
    γ) με κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης από την έναρξη αυτής μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, η οποία (παραγραφή) αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη εκτέλεσης.
    Σε περίπτωση απαγγελίας ακυρότητας της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης, η παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου δεν συμπληρώνεται, εάν εντός τριών μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης με την οποία απαγγέλθηκε η ακυρότητα επαναληφθεί η πράξη εκτέλεσης που ακυρώθηκε ή επιβληθεί νέα κατάσχεση επί του ίδιου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου.
    Η άρση της κατάσχεσης από τη διοικητική Αρχή μετά από αίτηση του οφειλέτη δεν αναιρεί τη διακοπή της παραγραφής
    Επί περισσότερων οφειλετών εις ολόκληρον η διακοπή της παραγραφής ως προς ένα από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών. Η διακοπή της παραγραφής ως προς τον πρωτοφειλέτη ενεργεί και κατά του εγγυητή και αντιστρόφως.
    II. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με τα άρθρα 88 του Ν.2362/1995 και 138 του Ν.4270/2014
    Την παραγραφή χρηματικής απαίτησης του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), διακόπτουν οι λόγοι που αναφέρονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 88 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργησή τους στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 138 του Ν. 4270/2014, στο οποίο συμπληρώθηκε η περίπτωση α της παραγράφου 1 και προστέθηκε επί πλέον νέος λόγος διακοπής της παραγραφής υπό στοιχείο (η)’, ήτοι:
    α) Η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή τρίτου εγγυητή αυτών και ανεξάρτητα αν αυτή ενεργείται στα χέρια των ή στα χέρια τρίτου ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ’ ού η κατάσχεση (περίπτωση α παραγράφου 1 άρθρου 138 του Ν. 4270/2014)
    Σημείωση: Στην ανωτέρω περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 συμπληρώθηκε η αντίστοιχη διάταξη της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του Ν. 2362/1995 με την προσθήκη στο τέλος αυτής των λέξεων « ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ’ ού η κατάσχεση». Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (παρ. γ’ περίπτωση αα του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    β) Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή μη στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το πρόγραμμα (περίπτωση β παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    γ) Η αναγγελία προς επαλήθευση στην πτώχευση είτε του οφειλέτη είτε φυσικού ή νομικού προσώπου μετ’ αυτού συνυπόχρεου ή για χρέη του οποίου ευθύνεται το πρόσωπο αυτό. Η διακοπή επέρχεται με την κοινοποίηση της αναγγελίας είτε στο γραμματέα του Πτωχευτικού Δικαστηρίου είτε στον σύνδικο της πτώχευσης.
    Ειδικά επί μη προνομιακών απαιτήσεων του Δημοσίου, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείου της τελεσίδικης απόφασης περί επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού, με επιμέλεια του οφειλέτη.
    Η ένωση των πιστωτών ή η αποκατάσταση του πτωχού καθώς και η ανάκληση της δικαστικής απόφασης με την οποία κηρύχθηκε η πτώχευση ή η ακύρωση ή η διάρρηξη του πτωχευτικού συμβιβασμού δεν επάγονται έναρξη εκ νέου της διακοπείσας με την αναγγελία παραγραφής (περίπτωση γ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
    Σημείωση: Σε περίπτωση περάτωσης της πτώχευσης για άλλο λόγο, εφαρμόζεται η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
    δ) Η αναγγελία προς κατάταξη σε πλειστηριασμό περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή των λοιπών αναφερομένων στην περίπτωση γ’ προσώπων (περίπτωση δ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    ε) Η αναγγελία στον εκκαθαριστή κληρονομίας ή στον εκκαθαριστή διαλυθέντος νομικού προσώπου. Εάν επί διάλυσης νομικού προσώπου δεν υπάρχει αμέσως γνωστός εκκαθαριστής βάσει του καταστατικού αυτού ή δικαστικής απόφασης, η παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου αναστέλλεται μέχρι τον ορισμό εκκαθαριστή και έξι μήνες μετά τον ορισμό αυτού (περίπτωση ε παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    Σημείωση: Σε περίπτωση που η αναγγελία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο εκκαθάρισης, στην οποία απαγορεύεται βάσει νόμου η λήψη μέτρων αναγκαστικής/διοικητικής εκτέλεσης, η νέα παραγραφή αρχίζει μετά το πέρας της διαδικασίας εκκαθάρισης, λόγω της αναστολής παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 87, παρ. 2, περ. β του Ν. 2362/1995 ή 137, παρ. 2 περ. β του Ν. 4270/2014, κατά περίπτωση (ομοίου περιεχομένου διατάξεις). Τέτοιες περιπτώσεις εκκαθάρισης είναι π.χ. η ειδική εκκαθάριση κατ’ άρθρο 106ια του Πτωχευτικού Κώδικα (βλ. την παρ. 6 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4336/2015), η ειδική εκκαθάριση κατ’ άρθρα 46 και 46α του ν. 1892/1990 (βλ. την παρ. 4 του άρθρου 46 αυτού), η δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας (βλ. άρθρα 1913 επ. του Αστικού Κώδικα), η εκκαθάριση αγροτικών συνεταιρισμών, όπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας (βλ. άρθρο 27, παρ. 15 ν. 4384/2016) κ.λπ.
    στ) Η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου του οφειλέτη ή οποιουδήποτε των λοιπών αναφερομένων στην περίπτωση γ’ προσώπων. Η εξάλειψη αυτών εντός του χρόνου της νέας παραγραφής, χωρίς την γραπτή συναίνεση του Δημοσίου, δεν αναιρεί τη διακοπή για ένα έτος μετά τη γραπτή γνωστοποίηση από τον οφειλέτη προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. της γενομένης εξάλειψης (περίπτωση στ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    ζ) Κάθε πράξη της κατά Κ.Ε.Δ.Ε. διοικητικής (αναγκαστικής) εκτέλεσης και κάθε διαδικαστική ως προς τον πίνακα κατάταξης πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου που λαμβάνει χώρα από την έναρξη της εκτέλεσης, μέχρι να καταστεί αμετάκλητος ο πίνακας κατάταξης δανειστών. Η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την κοινοποίηση στο Δημόσιο, με δικαστικό επιμελητή και με επιμέλεια των αντιδίκων, της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί του πίνακα κατάταξης δανειστών (περίπτωση ζ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    Η άρση της κατάσχεσης ή η εξάλειψη της υποθήκης ή η ανάκληση άλλης πράξης διοικητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης από τις ανωτέρω, από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή από άλλη αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή δεν εξαλείφει αναδρομικά τη διακοπή της παραγραφής, η οποία αρχίζει εκ νέου από την ημερομηνία της άρσης ή της εξάλειψης ή της ανάκλησης αντίστοιχα (παράγραφος 2 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    η) Η κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή εγγυητή (περίπτωση η παραγράφου 1 άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
    Σημείωση: Η ανωτέρω διάταξη της περίπτωσης η’ του άρθρου 138 του Ν. 4270/2014, με την οποία προστέθηκε νέος λόγος διακοπής της παραγραφής, εφαρμόζεται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (βλ. παρ. γ’ περίπτωση αα’ του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
    Επί περισσοτέρων συνοφειλετών, διαιρετώς ή εις ολόκληρον ευθυνομένων, περιλαμβανομένου και του εγγυητή, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης του Δημοσίου ως προς ένα από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών (παράγραφος 3 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
    Με την επιφύλαξη των ανωτέρω διατάξεων οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δημοσίου (παράγραφος 4 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
    III. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με το άρθρο 51 του Ν. 4174/2013

    Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν.4174/2013), για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014, διακόπτεται για τους παρακάτω λόγους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 51 αυτού:
    α) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη της ατομικής ειδοποίησης
    β) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη οποιασδήποτε πράξης αναγκαστικής
    εκτέλεσης,
    γ) με την αναγγελία:
    > προς επαλήθευση στην πτώχευση,
    > προς κατάταξη στον υπάλληλο του πλειστηριασμού,
    > στον εκκαθαριστή κληρονομιάς ή διαλυθέντος νομικού προσώπου και
    > στον ειδικό εκκαθαριστή επιχείρησης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
    δ) με την εγγραφή προσημείωσης ή υποθήκης επί οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του φορολογούμενου
    Σημείωση: Σε περίπτωση πτώχευσης εφαρμόζεται η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
    Επί αλληλεγγύως ευθυνομένων, η διακοπή της παραγραφής ως προς έναν από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών.
    IV. Λόγοι διακοπής της παραγραφής που προβλέπονται από τον Α.Κ.
    α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η αναγνώριση της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο.
    Σημείωση: Υπό την ισχύ του Ν.Δ. 321/1969, στην παρ. 1 του άρθρου 89 αυτού ορίζεται ότι η παραγραφή διακόπτεται για τους λόγους που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία «πλην του λόγου της καθ οιονδήποτε τρόπο αναγνωρίσεως της αξιώσεως υπό του Δημοσίου» .
    β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής.
    γ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει (μεταξύ άλλων) η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση (περ. 2). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 266 αυτού, η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
    δ) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα.
    Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονταν συμπληρωματικά μόνο με τις διατάξεις του άρθρου 89 του Ν Δ. 321/1969, δεδομένου ότι στα άρθρα 88 του Ν. 2362/1995 (παρ. 1, περ. στ) και 138 του Ν. 4270/2014 (παρ. 1, περ. στ) έχουν ενσωματωθεί αντίστοιχες ειδικές διατάξεις.
    ΣΤ. ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
    Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου έχει παραταθεί με τις ακόλουθες διατάξεις:
    I. του άρθρου 14 του Ν.2074/1992, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1993 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1992»,
    II. της παρ.5 του άρθρου 4 του ν.2187/1994, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1994 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1993»,
    III. της παρ. 13 του άρθρου έβδομου του Ν.2275/1994, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 30-6-1995 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονταν εντός του έτους 1994»,
    IV. της παρ. 34 του άρθρου 6 του Ν. 2386/1996, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1996 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1995 και 1996 πλήν των υπαγομένων στην διάταξη της παρ.13 του άρθρου εβδόμου του Ν. 2275/1994,
    V. της παρ. 23 του άρθρου 20 του Ν.2459/1997, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1997 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός των ετών 1996 και 1997. Η ισχύς της παραγράφου αρχίζει την 17-12-1996»,
    VI. της παρ. 12 του άρθρου 22 του Ν.2523/1997, βάσει της οποίας « παρατείνεται μέχρι 31-12-1998 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 1997 και 1998. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
    VII. της παρ.8 του άρθρου 17 του Ν.2753/1999, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2001 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των 30.000 δρχ. κατά βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται εντός των ετών 1999,2000 και 2001. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
    VIII. της παρ.5 του άρθρου 11 του Ν.2954/2001, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2003 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δρχ, (54.520 δρχ.) ή το ισόποσο των εκατόν εξήντα (160) ευρώ κατά την βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται την 31-12-2001 και εντός των ετών 2002, 2003. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
    IX. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν.3808/2009, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2011 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία του Κράτους, χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 2009, 2010»,
    X. της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν.3888/32010, βάσει της οποίας «από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι 31-12-2012 παρατείνεται η παραγραφή των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία χρεών» και
    XI. της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν.4098/2012, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2013 η προθεσμία παραγραφής των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία χρεών που παραγράφονται εντός των ετών 2012 και 2013».
    V. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
    Απαίτηση του Δημοσίου η οποία έχει υποπέσει σε παραγραφή αντιτάσσεται σε συμψηφισμό για τρία (3) έτη από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής (βλ. άρθρο 83, παρ. 3 του Ν.Δ. 356/1974-Κ.Ε.Δ.Ε., σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παρ. 2 του Ν. 4174/2013, προκειμένου για απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού, καθώς και τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 89 του Ν. 2362/1995 και 139 του Ν. 4270/2014, κατά περίπτωση).
    Στην περίπτωση που η οφειλή έχει διαγραφεί λόγω παραγραφής και αντιτάσσεται σε συμψηφισμό με ανταπαίτηση του οφειλέτη, η οφειλή που διεγράφη λόγω παραγραφής πρέπει να αναβιώσει σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 119 του Π.Δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας των Δ.Ο.Υ.».
    Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Σχετικά με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης !


    Σε επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή απάντησε η Υπουργός Εργασίας και κοινωνικής Ασφάλισης Εφη Αχτσιόγλου σχετικά με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης
    Αναλυτικά:
    Α.1. Με την ψήφιση του Ν. 3846/2010 «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις» (Α’ 66) όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας» (Α’ 212), θεσπίσθηκαν νέες διατάξεις και έγιναν τροποποιήσεις υφιστάμενων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, προκειμένου αφενός μεν να διασφαλίζονται τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων αλλά και η αναγκαία ευελιξία στην αγορά εργασίας, αφετέρου δε η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Οικονομίας. Βασικές συνιστώσες του νόμου είναι ο έλεγχος, η ρύθμιση και η πραγματοποίηση συγκεκριμένων παρεμβάσεων για εγγυήσεις που είχαν παραληφθεί ή που η πραγματικότητα ανέδειξε ως απολύτως αναγκαίες.
    α) Το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2639/1998 (Α’ 205), ορίζει ότι: «1. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικό ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες». Η ως άνω διάταξη εισάγει τεκμήριο υπέρ της μισθωτής εργασίας. Δεν μετατρέπει τις συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, το βάρος όμως της απόδειξης ότι δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, φέρει πλέον ο εργοδότης, εφόσον αμφισβητήσει το ανωτέρω τεκμήριο.
    β) Το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010, το οποίο αντικαθιστά το άρθρο 38 του ν. 1892/1990 (Α’ 101) όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 (Α’ 205) περί μερικής απασχόλησης, προβλέπει ότι: «1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.
    2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ως:
    α) «εργαζόμενος μερικής απασχόλησης», κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση.
    β) «συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση», κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας.
    3. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής.
    Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.
    Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου…
    Οι συμφωνίες ή αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας…».
    Το ως άνω άρθρο θεσπίζει μια σειρά νέων προστατευτικών διατάξεων υπέρ των εργαζομένων αυτής της κατηγορίας και τροποποιεί υφιστάμενες διατάξεις με σκοπό την περαιτέρω προστασία τους. Μεταξύ άλλων εισάγονται οι ορισμοί του «εργαζόμενου μερικής απασχόλησης» και του «συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση» ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ορίζεται και διασαφηνίζεται η έννοια της εκ περιτροπής απασχόλησης και γενικότερα διατηρούνται και διευρύνονται οι προστατευτικές διατάξεις υπέρ των εργαζομένων με μερική απασχόληση.
    Διατηρείται η αρχή της ελεύθερης προσφυγής στη μερική απασχόληση με κοινή συμφωνία των μερών και με τον έγγραφο τύπο ως συστατικό στοιχείο για την κατάρτιση της σύμβασης αυτής και αναγνωρίζεται το δικαίωμα του πλήρως απασχολούμενου (παρ. 12), εφόσον έχει συμπληρώσει ένα ημερολογιακό έτος εργασίας στον ίδιο εργοδότη, να ζητήσει με αίτησή του τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση. Με αυτή τη διάταξη δίνεται η δυνατότητα στους εργαζόμενους να αντιμετωπίσουν έκτακτες οικογενειακές ανάγκες ή ανάγκες που προκύπτουν για εκπαιδευτικούς λόγους και για όσο διάστημα διαρκούν αυτές, διατηρώντας δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση. Με την παρ. 8, λαμβάνεται μέριμνα ώστε η άρνηση ενός εργαζομένου να ενταχθεί από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση, να μην συνιστά από μόνη της δικαιολογία για τη λύση της σύμβασης εργασίας καθώς από την παρούσα διάταξη προβλέπεται ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης λόγω του ότι ο ήδη εργαζόμενος στην επιχείρηση με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης δεν αποδέχεται πρόταση του εργοδότη να μετατραπεί η σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Επίσης, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την παρ. 17 του ίδιου ως άνω άρθρου, κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για τους μερικώς απασχολούμενους όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
    γ) Με την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου προβλέπεται ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής.
    Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας…
    Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος (παρ. 3 του άρθρου 17 του Ν. 3899/2010), μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ 240/2006 (ΦΕΚ 252 Α’) και του ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63 Α’).
    Από την εισηγητική Έκθεση του νόμου όπου αναφέρεται ότι: «….0 εργοδότης σε περίπτωση περιορισμού της οικονομικής του δραστηριότητας και προκειμένου να μην προβεί σε καταγγελία της σύμβασης των εργαζομένων του δύναται να επιβάλει μονομερώς σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης, μόνο όμως για χρονικό διάστημα    » συνάγεται ότι σκοπός της διάταξης περί μονομερούς επιβολής συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης είναι η αντιμετώπιση πρόσκαιρων οικονομικών προβλημάτων με αποτέλεσμα τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης και την αποφυγή απολύσεων.
    Συνεπώς, ο λόγος για τον οποίο ο εργοδότης δικαιούται να επιβάλει μονομερώς την εκ περιτροπής απασχόληση, είναι η αποφυγή απολύσεων, κατ’ επέκταση δε και η αποφυγή αύξησης της ανεργίας, με την επιλογή λύσεων ευνοϊκότερων για τους εργαζόμενους. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή ο νόμος θεωρεί ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο τη μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας από την απώλεια της θέσης εργασίας, με βάση και την αρχή ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί την έσχατη λύση. Προς τούτο παρέχεται στον εργοδότη, στο πλαίσιο του γενικότερου διευθυντικού του δικαιώματος, η δυνατότητα να διατηρήσει το προσωπικό του τροποποιώντας τους όρους εργασίας, προσαρμόζοντας τους στις νέες ανάγκες της επιχείρησης, για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών ετησίως, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον περιορισμό της οικονομικής του δραστηριότητας.
    Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι η επιβαλλόμενη με μονομερή πράξη του εργοδότη εκ περιτροπής απασχόληση αποτελεί υποκατάστατο της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης – δεδομένου ότι επιβάλλεται ως μέτρο προληπτικό κατά των απολύσεων, «αντί καταγγελίας της σύμβασης» – και επιτρέπεται υπό τις εξής δύο προϋποθέσεις που πρέπει αθροιστικά να συντρέχουν:
    α) ο περιορισμός των δραστηριοτήτων της επιχείρησης (ουσιαστική προϋπόθεση) και
    β) η προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση του εργοδότη με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, στην περίπτωση δε που δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, η ενημέρωση και διαβούλευση με το σύνολο των εργαζομένων (τυπική προϋπόθεση).
    Έχει κριθεί ότι ο εργοδότης, προκειμένου να επιβάλλει μονομερώς σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης, έχει υποχρέωση να προχωρήσει σε σοβαρή συζήτηση με το προσωπικό του για τους λόγους που υπαγορεύουν αυτή την επιχειρηματική απόφαση, να δώσει τα οικονομικά στοιχεία και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων. Αν δεν γίνει ενημέρωση με διαβίβαση στοιχείων, ώστε να λάβουν γνώση οι εργαζόμενοι της πρόσφατης και της πιθανής εξέλιξης των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς και της κατάστασης, της διάρθρωσης και της πιθανής εξέλιξης της απασχόλησης σ’ αυτή (επιχείρηση) και δεν δοθεί από τον εργοδότη ένα χρονικό διάστημα διαβούλευσης, τότε η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας θα είναι παράνομη, ανεξαρτήτως του αν υφίσταται η ουσιαστική προϋπόθεση του περιορισμού των δραστηριοτήτων της εργοδότριας επιχείρησης (Μον. Πρωτ. Αθηνών 8606/2011).
    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ένας εργοδότης δύναται να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στους εργαζόμενους που απασχολεί, λόγω μείωσης της οικονομικής δραστηριότητάς του, που σημαίνει ότι αδυνατεί να τους απασχολεί κατά πλήρες ωράριο (λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της επιχείρησης). Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση από τον εργοδότη του συγκεκριμένου δικαιώματος πρέπει να γίνεται όπως επιβάλλουν ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του και η αρχή της καλής πίστης σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ. (Β. Δούκα: Μερική απασχόληση / Το καθεστώς των μερικώς απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα», σελ. 236) και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ίσης μεταχείρισης και της μη διάκρισης.
    Άλλωστε, με τη διαδικασία των διαβουλεύσεων, αφενός μεν δίδεται στους εργαζόμενους η ευκαιρία και το δικαίωμα να πληροφορηθούν με σαφήνεια και επαρκή αιτιολογία τους λόγους που επιβάλουν τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου, σε περίπτωση δε μονομερούς επιβολής του, χωρίς να δικαιολογείται από τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση τους ή αν εκ των υστέρων  αποδειχθεί ανακριβής ο ισχυρισμός του εργοδότη περί περιορισμού της δραστηριότητας του, οι εργαζόμενοι μπορούν να ζητήσουν να ελεγχθεί δικαστικά η μονομερής επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας για τυχόν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και να αναγνωρισθεί η ακυρότητά της, αφετέρου δε μπορούν να διεκδικήσουν την καταβολή αποζημίωσης, η οποία αντιστοιχεί στις αποδοχές που θα ελάμβαναν αν δεν είχε επιβληθεί το συγκεκριμένο σύστημα (I. Κουκιάδης: Εργατικό Δίκαιο/ Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και το Δίκαιο της Ευελιξίας της Εργασίας, Γ’ Εκδ., σελ. 421).
    2.    Κατά το άρθρο 655, εδάφιο α’ του Αστικού Κώδικα «αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά, ενώ σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη».
    Έχει γίνει δεκτό και από τα δικαστήρια ότι ο μισθός του μισθωτού, ο οποίος συμφωνείται κατά μήνα (μηνιαίος μισθός) καταβάλλεται στο τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα (Εφ. Αθηνών 670/70, 11560/89, 8141/86, Εφ. Θεσ/κης 3531/1989, Εφ. Αθηνών 4598/1994, ΑΠ 1244/2001, Ολ. ΑΠ 39/2002, Α.Π 644/2005). Ειδικότερα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η διάταξη του άρθρου 655 Α.Κ. συμπληρώνεται με την αριθμ. 95/1949 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955 (Α’ 138), και έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12 της εν λόγω Δ.Σ.Ε., ο μισθός πρέπει να καταβάλλεται σε κανονικά χρονικά διαστήματα. Τα διαστήματα αυτά, αν δεν υπάρχουν άλλες συμφωνίες που να τα καθορίζουν κατά τρόπο ικανοποιητικό, καθορίζονται με την εθνική νομοθεσία ή με συλλογικές συμβάσεις ή με αποφάσεις διαιτησίας.
    Ο συμφωνημένος χρόνος πληρωμής δεν μπορεί να αλλάξει μονομερώς από τον εργοδότη (Κουκιάδης: Εργ. Δικ. 1995, σελ. 621-‘Έγγραφο Υπ. Εργασίας 14032/22.4.1980 ΔΕΝ 1981, σελ. 188). Έτσι το αδίκημα της καθυστέρησης του μισθού, θεωρείται ότι έχει συντελεστεί, όταν παρέλθει ο προβλεπόμενος χρόνος πληρωμής του μισθού, όπως έχει προσδιοριστεί, χωρίς να έχει καταβληθεί αυτός.
    Δεν είναι αναγκαία η όχληση του εργοδότη ή οποιουδήποτε εκπροσώπου του από τον εργαζόμενο, όταν δεν του καταβάλλεται ο μισθός, διότι η ημέρα που έπρεπε να πληρωθεί και δεν πληρώθηκε από το νόμο ή συμφωνία, θεωρείται με την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 341 του Αστικού Κώδικα «δήλη» μέρα και συνεπώς από τότε αρχίζει η υπερημερία του και η ποινική του ευθύνη (Σιαμαντάς: Η ποινική διάσταση της μη καταβολής μισθού, ΔΕΝ 1985, σελ. 1121 – Βλαστός: Συμβ. Εξαρτ. Εργ. 1990, σελ. 869 κ. επ. – Κουκιάδης: Εργ. Δικ. 1995, σελ. 620 κ. επ., Εφ. Πειραιώς 555/2006).
    Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 341, 345 και 655 Α.Κ. προκύπτει ότι ο καθορισμός του τέλους κάθε μήνα ως δήλης ημέρας προς καταβολή του μηνιαίου μισθού, μετά την παρέλευση της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται σε τοκοδοσία, δεν αναφέρεται σε κάθε απαίτηση του μισθωτού από οποιαδήποτε αιτία, αλλά μόνο για το συμβατικό ή νόμιμο μισθό του υπό στενή έννοια. Και τούτο γιατί, μόνο στην περίπτωση αυτή, που το ύψος του μισθού είναι ακριβώς καθορισμένο από τη σύμβαση ή το νόμο, αρκεί για τη γένεση της σχετικής αξιώσεως μόνη η πάροδος του χρόνου, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή και άλλου περιστατικού, όπως συμβαίνει με τις λοιπές αποδοχές του μισθωτού για εργασία κατά Κυριακές, υπερωριακή εργασία, υπερεργασία, αποζημίωση αδείας και επιδόματα αδείας και εορτών (ΑΠ 174/1991, ΑΠ 2068/1990, ΑΠ  94/1972, Εφ. Αθηνών 2872/1996, ΔΕΝ 54/1998 σελ. 342).
    Ειδικότερα, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική συμφωνία για το χρόνο καταβολής του μισθού, θα θεωρηθεί ως δήλη ημέρα η τελευταία του χρονικού διαστήματος βάσει του οποίου υπολογίζεται ο μισθός, από την ημέρα δε αυτή, ο εργοδότης που δεν καταβάλει τον μισθό γίνεται υπερήμερος και επομένως οφείλει κατά το άρθρο 345 Α.Κ., τόκους υπερημερίας (Π.ΠΡ. ΑΘ. 2704/1994).
    Β. 1. Με τις διατάξεις του ν.4387/2016 αναμορφώνεται πλήρως το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, βασιζόμενο στις γενικές αρχές της εξασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. Στο πλαίσιο αυτό επιτυγχάνεται:
    α) Η ισονομία, γιατί για πρώτη φορά θεσπίζονται ενιαίοι κανόνες για όλους, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, εργαζόμενους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους. Οι ενιαίοι κανόνες αφορούν τόσο τις εισφορές όσο και τις παροχές, αφενός δηλαδή προβλέπονται ενιαία ποσοστά εισφορών με βάση τις πάσης φύσεως αποδοχές (μισθωτοί) ή το εισόδημα (αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες) και αφετέρου καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για όλους τους ασφαλισμένους, με βάση το μέσο εισόδημα και ίδια ποσοστά αναπλήρωσης για όλους, β) Η κοινωνική δικαιοσύνη μέσω του νέου θεσμού της εθνικής σύνταξης και της αναδιανομής, της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της εξασφάλισης επαρκούς σύνταξης για τις επισφαλείς κοινωνικά ομάδες (μακροχρόνια άνεργοι, εργαζόμενοι σε ατυπικές μορφές εργασίας, αμειβόμενοι με χαμηλούς μισθούς).
    γ) ο ανακαθορισμός, κατ’ επιταγή των αρχών της συμμετοχικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στο νέο, ενιαίο τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής σύνταξης για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, με παράλληλη εξασφάλιση της πλήρους προστασίας των κύριων συντάξεων, με πρόβλεψη προσωπικής διαφοράς, και προστασία του συντριπτικά μεγαλύτερου πληθυσμού των επικουρικών συνταξιούχων.
    2. Στο πλαίσιο αυτό διασφαλίζονται οι ήδη καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις, αφού μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής αυτές συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014. Στην περίπτωση που από τον επανυπολογισμό της κύριας σύνταξης προκύψει μικρότερο ποσό σύνταξης, η διαφορά συνεχίζει να καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά, ενώ στην περίπτωση που προκύψει μεγαλύτερο ποσό η καταβαλλόμενη σύνταξη προσαυξάνεται σταδιακά και ισόποσα εντός 5ετίας (2019-2023).
    Ενισχύεται, επίσης, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή η διατήρηση της ικανότητας του συστήματος να χορηγεί συντάξεις στους τωρινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους, υπηρετώντας έτσι το συμβόλαιο ανάμεσα στις γενιές που βρίσκεται στη βάση κάθε αναδιανεμητικού συστήματος. Με το προ ισχύον σύστημα, η σημερινή γενιά εργαζομένων θα πλήρωνε περισσότερα από όσα θα λάβει. Με το νέα σύστημα η αναλογικότητα αποκαθίσταται, αφού μόνο οι πιο αδύναμοι θα λάβουν περισσότερα από όσα έχουν δώσει μέσω των εισφορών τους στο σύστημα λόγω της εθνικής σύνταξης και άλλων ειδικών προβλέψεων για αυτούς.
    Γ. Τέλος, σας γνωρίζουμε ότι οι εκτιμήσεις των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές των απασχολούμενων με μισθωτή σχέση εργασίας για τις ανάγκες του ΜΠΔΣ 2017-2020, οι οποίες επηρεάζονται, μεταξύ άλλων, και από τις διαφορετικές μορφές απασχόλησης, βασίζονται στους μακροοικονομικούς δείκτες που προετοιμάζει το Υπουργείο Οικονομικών, λαμβάνοντας υπόψη σειρά στοιχείων που επηρεάζουν την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα, η εκτίμηση της μεταβολής των αμοιβών των απασχολουμένων με σχέση μισθωτής εργασίας για την περίοδο 2017-2020, η οποία προφανώς εμπεριέχει και την διαχρονική μεταβολή των μορφών απασχόλησης στη χώρα, είναι θετική και κινείται σε επίπεδα άνω του 3%.
    Πέραν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι η πολιτική του Υπουργείου μας για τον περιορισμό της ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας και τη μείωση της ανεργίας, είναι σταθερή και υλοποιείται με επί μέρους δράσεις και προγράμματα.
    Ωστόσο, είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι η γενίκευση της ευελιξίας στην απασχόληση, η ανασφάλιστη εργασία και η γενικότερη εργοδοτική αυθαιρεσία δεν προέκυψαν από την πολιτική της δικής μας κυβέρνησης. Αντίθετα, η πλήρης απορρύθμιση στην αγορά εργασίας που έλαβε χώρα με ιδιαίτερη ένταση την περίοδο 2010-2014 δημιούργησε γόνιμο έδαφος για την επέκταση και εφαρμογή αυτών των πρακτικών. Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια όχι μόνο δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας, αντιθέτως το ευνόησε να αναπτυχθεί.
    Η αύξηση της μερικής απασχόλησης σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνει τον μετασχηματισμό της παραβατικότητας από την «μαύρη» εργασία στην υποδηλωμένη. Στην δική μας αντίληψη, δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη πρόταση για την αντιμετώπιση του φαινομένου εάν δεν αναγνωρίσουμε την στενή σχέση ανάμεσα στην ανασφάλιστη και στην υποδηλωμένη εργασία. Ένα φαινόμενο που έχει επίπτωση όχι μόνο στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων αλλά και σε αυτό της κοινωνικής ασφάλισης. Συνεπώς, είναι άμεσο καθήκον μας να αντιμετωπίσουμε άμεσα και αποτελεσματικά τις ελαστικές σχέσεις και την ανασφάλιστη εργασία διότι αποτελεί κύρια συνισταμένη στην εξασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης τα επόμενα χρόνια.
    Προτεραιότητα του Υπουργείου Εργασίας είναι η επιβολή της νομιμότητας στην αγορά εργασίας καθώς και η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων. Γνωρίζουμε τις αντικειμενικές συνθήκες οι οποίες ορίζονται από την διάλυση που επιχείρησαν να επιβάλλουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Είναι όμως καθήκον της Κυβέρνησης να επαναφέρει την κανονικότητα στην αγορά εργασίας.
    Έτσι, εκτός των προαναφερθέντων, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πρόκειται να θεσπιστεί νομοθετικό πλαίσιο που θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της παραβατικότητας ενώ ενισχύουμε τους ελεγκτικούς μηχανισμούς με ανθρώπινο δυναμικό αλλά και με υλικοτεχνικά μέσα ώστε, άμεσα, να διευκολυνθεί αλλά και να γίνει αποτελεσματικότερη η δουλειά των ελεγκτών. Τα αποτελέσματα της παρέμβασης του ΣΕΠΕ το προηγούμενο διάστημα είναι ιδιαιτέρως ικανοποιητικά. Παράλληλα, αυστηροποιούμε τα πρόστιμα για όσους κατ’ επανάληψη παραβιάζουν την νομοθεσία ενώ τα χρήματα που θα συγκεντρώνονται θα κατευθύνονται άμεσα στην στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης και όχι στις εφορίες. Ταυτόχρονα, έχουμε σχεδιάσει την λειτουργία δομών ενημέρωσης των εργαζομένων για ζητήματα εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενώ εξελίσσεται η διαδικασία για την κύρωση της 129 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, κάτι που θα σημάνει τη δυνατότητα της Επιθεώρησης Εργασίας να πραγματοποιεί καθολικό έλεγχο των εργασιών στον αγροτικό χώρο όπου εντοπίζεται σωρεία προβλημάτων και αυθαιρεσίας.
    Ακόμη, επαναξιολογούμε συνολικά το πλαίσιο για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων αλλά και τις επαγγελματικές ασθένειες, με στόχο τη μείωση των εργατικών ατυχημάτων. Μέσω της επίτευξης διαλειτουργικότητας όλων των πληροφοριακών συστημάτων, θα μπορεί σύντομα το ΣΕΠΕ να πραγματοποιεί περισσότερο στοχευμένους και άρα αποτελεσματικότερους ελέγχους.
    Τέλος, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την επαναφορά της νομιμότητας και των εργασιακών δικαιωμάτων, βασική προϋπόθεση είναι η επαναφορά των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων ώστε οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν ξανά διαπραγματευτική ισχύ και να μπορέσουν να διεκδικήσουν καλύτερους όρους εργασίας ώστε να μην εξαναγκάζονται σε ελαστικές σχέσεις εργασίας με περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα.

    ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

    Υπενθύμιση:ΠΟΛ.1252/20.11.2015 Η ερμηνευτική εγκύκλιος των προστίμων του Κ.Φ.Δ!

    Υπενθύμιση: Τόπος ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών και τριγωνικές συναλλαγές σύμφωνα με τo άρθρο 15 του Ν. 2859/2000 – ΣΟΛ Α.Ε!

     

    Πως να αποφύγετε τις παγίδες στο έντυπο που στέλνουν οι τράπεζες προς συμπλήρωση!

     

    Υποτίθεται ότι η τράπεζα με την λήψη του συμπληρωμένου καταλόγου από τον δανειστή της, θα αξιολογήσει την οικονομική του κατάσταση, στην πραγματικότητα όμως αποκτά πλήρη εικόνα της προσωπικής και περιουσιακής κατάστασής του

    Τον τελευταίο καιρό που έχει αρχίσει η ισχύς του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όλοι οι οφειλέτες που έχουν δάνεια σε καθυστέρηση, λαμβάνουν ένα πακέτο εγγράφων από την τράπεζα που καλούνται να συμπληρώσουν.
    Ουσιαστικά πρόκειται για έναν κατάλογο ερωτημάτων που αφορούν τόσο την προσωπική, οικογενειακή αλλά κυρίως οικονομική και περιουσιακή κατάσταση των οφειλετών, με κάθε λεπτομέρεια.
    Υποτίθεται ότι η τράπεζα με την λήψη του συμπληρωμένου καταλόγου από τον δανειστή της, θα αξιολογήσει την οικονομική του κατάσταση, θα κατανοήσει την δυσχέρεια που έχει να αποπληρώνει τις δόσεις του και θα του κάνει μια πρόταση αποπληρωμής του υπολειπόμενου δανείου του, βιώσιμη, τέτοια ώστε να μπορεί να την εξυπηρετεί.
    Στην πραγματικότητα όμως αποκτά πλήρη εικόνα της προσωπικής και περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη της ακόμα και για περιουσιακά στοιχεία που μέχρι τότε δεν γνώριζε, με σκοπό φυσικά να τα αξιοποιήσει προς όφελός της.
    Με την συμπλήρωση του καταλόγου, ουσιαστικά αποφεύγουμε σε πρώτη φάση να περιληφθούμε στους κακοπληρωτές, εναντίον των οποίων η τράπεζα θα στραφεί μετά με καταγγελία του δανείου και έκδοση δγης πληρωμής.
    Ως «συνεργάσιμοι» με την τράπεζα, αυτή θα μας κάνει μια νέα πρόταση διακανονισμού του δανείου, την οποία φυσικά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε με τυφλά μάτια. Καλό θα ήταν σε αυτό το στάδιο να αποστείλουμε έγγραφη επιστολή εξηγώντας τους λόγους που δεν μπορούμε να δεχτούμε την πρόταση της τράπεζας και να προτείνουμε μια δική μας λύση αποπληρωμής του δανείου, αρκεί να είμαστε σίγουροι ότι αυτή την λύση μπορούμε να την υποστηρίξουμε.
    Σε περίπτωση που η τράπεζα αρνηθεί και δεν επέλθει διακανονισμός, τουλάχιστον θα έχουμε αποδείξεις ότι εμείς από την μεριά μας ήμασταν καλόπιστοι, συνεργάσιμοι και ότι η τράπεζα ουσιαστικά ήταν εκείνη η οποία δεν υποχώρησε ώστε να βρεθεί βιώσιμη λύση στο πρόβλημα.
    Εννοείται ότι οποιοδήποτε έγγραφο εγχειρίζουμε προς την τράπεζα φροντίζουμε πάντα να παίρνουμε και δικό μας αντίγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου ή έστω με ημερομηνία υπογραφή και σφραγίδα υπαλλήλου ότι το παρέλαβε.
    Πώς πρέπει να συμπληρώσουμε το έντυπο και τι πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα:
    -Υπάρχει ένα σημείο στο έντυπο που η τράπεζα αναφέρει τα υπόλοιπα των οφειλών μας. Αυτές οι οφειλές συνήθως διαμορφώνονται μετά από χρέωση καταχρηστικών και παράνομων επιτοκίων και προέρχονται από συμβάσεις που περιέχουν άκυρους όρους. Εμείς δεν αναγνωρίζουμε τα νούμερα αυτά. Τα διαγράφουμε. Αν τα αφήσουμε ως έχουν, η τράπεζα θα ισχυριστεί αργότερα, ότι έχουμε αναγνωρίσει την οφειλή ως έχει.
    Δίπλα από τις διαγραφές, γράφουμε το εξής:
    «Δεν αναγνωρίζω τις προδιατυπωμένες δανειακές μου οφειλές ως νόμιμες και αληθείς, διότι, προσδιορίστηκαν και προδιατυπώθηκαν μονομερώς από την τράπεζά σας, χωρίς να τεθούν υπόψη μου οι αναλυτικές κινήσεις των δανειακών λογαριασμών. Ως εκ τούτου, η παρούσα δήλωσή μου, ουδόλως αποτελεί οποιασδήποτε μορφής αναγνώριση χρέους και επιφυλάσσομαι παντός νομίμου δικαιώματός μου».
    Μονογράφουμε το ανωτέρω κειμενάκι.
    – Διαβάζουμε προσεκτικά τα ψιλά γράμματα στα κείμενα που περιλαμβάνονται στο φάκελο που παραλαμβάνουμε. Ψάχνουμε να βρούμε αν αναφέρεται, ότι παραιτούμαστε από το δικαίωμά μας να προσφύγουμε δικαστικά, ή εάν αναφέρεται, ότι δεσμευόμαστε να μην ζητήσουμε δικαστική προστασία. Οτιδήποτε τέτοιο το διαγράφουμε, με μια παραπομπή, που θα λέει:
    «Επιφυλάσσομαι παντός νομίμου δικαιώματός μου, όπως ιδίως και όλως ενδεικτικά αναφέρω, να επιδιώξω την παροχή δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρο 20 του Συντάγματος, με κάθε ένδικο μέσο ή/και βοήθημα, για την προάσπιση των εννόμων δικαιωμάτων και συμφερόντων μου». Μονογράφουμε και πάλι το κείμενό μας.
    – Προτείνουμε δόση με χαμηλό ποσό, που να είναι μέσα στις οικονομικές μας δυνατότητες. Πχ 15€/μήνα ή 20€/μήνα. Έτσι, εμείς θα είμαστε συνεργάσιμοι δανειολήπτες. Αν η τράπεζα απορρίψει την πρότασή μας, θα είναι αυτή μη συνεργάσιμη μαζί μας.
    – Οποιαδήποτε διαγραφή γίνεται με μια διαγώνια γραμμή ή με ένα «Χ», στην πρόταση ή/και την παράγραφο, που θέλουμε να διαγράψουμε. Η διαγραφή γίνεται με στυλό. Δεν χρησιμοποιούμε μπλάνκο ή οποιοδήποτε άλλο διορθωτικό (πχ γόμα).
    – Εάν χρειαστεί να κάνετε οποιαδήποτε διόρθωση, διαγράφουμε το λάθος, με μια γραμμή ή με ένα «Χ». Δεν χρησιμοποιούμε μπλάνκο ή οποιοδήποτε άλλο διορθωτικό (πχ γόμα).
    – Μονογράφουμε κάθε μεταβολή στο κείμενο, κάθε υποσημείωση, κάθε παραπομπή που κάνουμε. Έτσι, δεν είναι δυνατή η μεταγενέστερη μεταβολή του περιεχομένου του, δίχως να τεκμαίρεται η νόθευσή του.
    Αν δεν είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να συμπληρώσουμε ορθά το έντυπο, κατανοώντας πλήρως τα ανωτέρω και την σημασία τους, τότε συμβουλευόμαστε δικηγόρο είτε για να μας υποδείξει τα σημεία που χρήζουν προσοχής ή να συμπληρώσει το έντυπο.

    ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΗΛΙΟΥ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

    ΠΗΓΗ: https://www.lawspot.gr

     

    Υπενθύμιση: Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από δικαιώματα!

     

    Υπενθύμιση: Μετατροπή της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου σε ορισμένου!

     

    Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
    Λογιστής – Φοροτέχνης
    Σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648-« Έννοια. Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο , την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλλει τι συμφωνημένο μισθό. Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά της παρεχόμενης εργασίας ή κατ΄ αποκοπήν αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο χρόνο ή για αόριστο χρόνο»  και 669- «Αν η εργασία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, λογίζεται πως έχει σιωπηρά συμφωνηθεί μισθός.» του  Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
    Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
    Κατά τις διατάξεις του άρθρου 8  του Ν.2112/1920  όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (Ν.4558/1920, άρθρο 11 Α.Ν.547/1937 ), «Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλήν αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον. Το αυτό ισχύει και περί εθίμου. Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ΄ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου.»  και
    «Η αληθής έννοια της προηγουμένης παραγράφου είναι, ότι οιαδήποτε σύμβασις, συναπτομένη προ ή μετά την λύσιν της μισθώσεως εργασίας, είναι αυτοδικαίως άκυρος, πλην αν αύτη περιέχη αναγνώρισιν ή εξόφλησιν ειδικώς των εκ του νόμου τούτου αξιώσεων του υπαλλήλου ή είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον». Α.Π. 18/2013 (Τμ. Β1 Πολ.)
    Σύμφωνα με  τα ανωτέρω  είναι άκυρη η μετατροπή σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς προηγουμένως να καταγγελθεί η σύμβαση αορίστου χρόνου και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση καταγγελίας.
    ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

    Υπενθύμιση: Παροχή χρόνου διαλείμματος στον εργαζόμενο!

     
    Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
    Λογιστής – Φοροτέχνης
    Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Π.Δ. 88/1999 που ενσωμάτωσε  την Κοινοτική  Οδηγία  93/104/ΕΟΚ στο Ελληνικό Εργατικό Δίκαιο,
    «1. Όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξι ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα τουλάχιστον 15 λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Τα διαλείμματα αυτά δεν επιτρέπεται να χορηγούνται συνεχόμενα με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας»,  χορηγείται υποχρεωτικά διάλειμμα στον εργαζόμενο μετά από (6) έξι ώρες εργασίας και είναι τουλάχιστον 15 λεπτά της ώρας,  για εύλογο χρονικά διάστημα σύμφωνα με την καλή πίστη. Δεν επιτρέπεται να είναι συνεχόμενα  με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας και δεν αμείβεται εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.
    Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του Π.Δ. 88/1999 αναφέρει τα εξής:
    2. Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος και ιδίως η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του εφόσον δεν ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από την κείμενη νομοθεσία, καθορίζονται στο επίπεδο της επιχείρησης στα πλαίσια της διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων (Ν. 1264/82 “Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων” (79/Α)) ή των εκπροσώπων τους για θέματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων (άρθρα 2 (παράγραφος 4) και 10 του Π.Δ. 17/96] και σύμφωνα με την γραπτή εκτίμηση κινδύνου [ άρθρο 8 (παράγραφος 1) του Π.Δ. 17/96], στην οποία θα πρέπει να εκτιμώνται και οι κίνδυνοι που συνδέονται με την οργάνωση του χρόνου εργασίας.
    Συνεπώς από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι προϋπόθεση για να χορηγηθεί διάλειμμα θα πρέπει  ο χρόνος ημερήσιας εργασίας να υπερβαίνει τις έξι (6) ώρες.
    Εάν η απασχόληση είναι διάρκειας μέχρι έξι (6) ωρών δεν οφείλεται διάλειμμα, ούτε προκύπτει για μικρότερη απασχόληση αναλογία διαλείμματος.
    Ο χρόνος διαλείμματος δεν είναι εντός του οκταώρου εκτός εάν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο στην ατομική σύμβαση εργασίας ή εάν αυτό προβλέπεται από Συλλογική Σύμβαση εργασίας ή Διαιτητική Απόφαση.
    Τέλος, να αναφερθεί ότι οι εργαζόμενοι δικαιούνται να βρίσκονται εκτός χώρου εργασίας κατά το διάλειμμα.

    ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

    Υπενθύμιση: Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου!

     
    Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
    Λογιστής – Φοροτέχνης

    Σύμφωνα με το άρθρο 648 του Αστικού Κώδικα έννοια της σύμβασης εργασίας είναι όταν ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση  να παρέχει για ορισμένο χρόνο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό.
    Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά μονάδα της παρεχόμενης εργασίας ή κατ΄ αποκοπήν αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο.
    Άρθρο 669 του Αστικού Κώδικα.-Λήξη της σύμβασης. Η σύμβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για την οποία συνομολογήθηκε.
    Σύμβαση ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν η διάρκεια της είτε προσδιορίζεται ρητά από τα συμβαλλόμενα μέρη ,είτε από το είδος, είτε από το σκοπό της εργασίας. (Άρθρο 9 παρ.3 του Ν.3198/1955).
    Σύμφωνα με το άρθρο 40 του Ν.3986/2011 Μετατροπή σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου: Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνει όρο για πρόωρη καταγγελία της με εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας ως προς την αποζημίωση απόλυσης για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τις διατάξεις του Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 74 παράγραφοι 2 και 3 του Ν. 3863/2010, μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά την καταγγελία:
    Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους  δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη.
    1. Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, και η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους:
    α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) «συμπληρωμένους» μήνες έως δύο (2) έτη, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
    β) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) έτη συμπληρωμένα έως πέντε (5) έτη, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
    γ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) έτη συμπληρωμένα έως δέκα (10) έτη απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
    δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και άνω απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
    Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο το ήμισυ της κατά το επόμενο εδάφιο του παρόντος αποζημίωσης.
    3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.
    Και σύμφωνα με το άρθρο 672 του Αστικού Κώδικα .Καταγγελία για σοβαρό λόγο. Καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία .Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία.
    Αν σπουδαίος λόγος για τον οποίο έγινε η καταγγελία συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της σύμβασης εκείνος που την αθέτησε έχει την υποχρέωση σε αποζημίωση. (Άρθρο 674 του Αστικού Κώδικα)
    Αν π.χ υπογραφθεί σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας  (10) δέκα μηνών και στην σχετική σύμβαση υπάρχει παραπομπή και αναφέρει ότι σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας   μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τότε αν η σύμβαση αυτή λυθεί μετά από  (5)πέντε  μήνες  δεν οφείλεται αποζημίωση  διότι  σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 74 του Ν.3863/2010 η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους 12 (δώδεκα) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη. Σε περίπτωση που δεν αναγράφεται ο όρος αυτός στην σύμβαση τότε αν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλει τις αποδοχές των υπόλοιπων μηνών μέχρι τη λήξη της συμβάσεως.
    Τέλος σύμφωνα και με την απόφαση του Μον.Πρωτ. Θες/νίκης 4082/2014 η οποία αναφέρει: της από 02-05-2012 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που συνήφθη  μεταξύ των διαδίκων, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτολεξεί στην αγωγή, προβλέπεται ότι « ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ελεύθερα και πριν την πάροδο της συμφωνημένης διάρκειας, τηρώντας τις διατάξεις για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου». Συνεπώς με τον όρο αυτό ο οποίος αποτελεί περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και συνήφθη μεταξύ των διάδικων στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 Α.Κ.), η εναγόμενη επεφύλαξε ρητά το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, τηρώντας τις διατάξεις που διέπουν την καταγγελία της συμβάσεως αορίστου χρόνου.
    Άρθρο 361.- Ενοχή από σύμβαση. Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
    είναι έγκυρη η καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου χωρίς σπουδαίο λόγο, αλλά εγγράφως, όταν υπάρχει ρήτρα περί δικαιώματος του εργοδότου να καταγγείλει ελεύθερα την σύμβαση και πριν την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, τηρώντας τις διατάξεις περί καταγγελίας της συμβάσεως αορίστου χρόνου.

    ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

    Άρθρα Μέθοδοι έμμεσων τεχνικών ελέγχου!