Αναγκαστική είσπραξη ληξιπρόθεσμων χρεών ελλήνων φορολογούμενων στην Ευρωπαϊκή Ένωση!

0
339

Το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες έχουν φυγαδέψει την κινητή τους περιουσία σε ‘ασφαλείς’ οικονομικά χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης  προ της επιβολής των capital controls δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Το αποδεικνύουν τα δημοσιευμένα από την Τράπεζα της Ελλάδος στατιστικά στοιχεία. Πολλοί από αυτούς μάλιστα βρίσκονται – ή σύντομα θα βρεθούν – στο μικροσκόπιο των ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου Οικονομικών. Σε αυτούς θα προσθέσουμε και όσους έλαβαν νόμιμα ή παράνομα επιδοτήσεις τις οποίες δεν επένδυσαν ως όφειλαν αλλά μετέφεραν τα χρήματα σε λογαριασμούς του εξωτερικού.  Άλλοι πάλι, έχοντας σωρεύσει υπέρογκα ληξιπρόθεσμα χρέη, μετεγκαταστάθηκαν πραγματικά ή εικονικά επίσης σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και στις τρεις περιπτώσεις κοινός παρονομαστής, σε επίπεδο ψυχολογικό, είναι το γεγονός ότι πλέον νιώθουν άτρωτοι από τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης που προβλέπει ο Ν 4174/2013.
Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη. Ουδείς μπορεί να διαφύγει της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του προς το Δημόσιο. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους έλληνες φορολογούμενους. Ισχύει σε παγκόσμια κλίμακα. Ειδικά δε στην Ευρωπαϊκή Ένωση υφίσταται στιβαρό θεσμικό πλαίσιο που διευκολύνει τα κράτη – μέλη να περιορίσουν τις δημοσιονομικές τους απώλειες και να εφαρμόζουν τον εθνικό τους Κώδικα είσπραξης δημοσίων εσόδων ενιαία και χωρίς διακρίσεις, σε όλους τους νόμω σε καταβολή φόρων, τελών ή προστίμων υπόχρεους, ακόμα και εισπράττοντας αναγκαστικά εκτός της Επικράτειας (τόπος βεβαίωσης οφειλής).
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Οι ρυθμίσεις για την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της αναγκαστικής είσπραξης που προέκυπταν από ενέργειες οι οποίες αποτελούσαν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς θεσπίστηκαν αρχικά με την οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1976.
Η εν λόγω οδηγία καθώς και οι τροποποιητικές αυτής πράξεις κωδικοποιήθηκαν  με την οδηγία 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 2008, για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα .
Με τον τρόπο αυτό επιτεύχθηκε η πρώτη αλλά ωστόσο ανεπαρκής όπως αποδείχθηκε εν τοις πράγμασι προσπάθεια σύγκλισης των ισχυόντων εθνικών κανόνων. Κρίθηκε λοιπόν αναγκαία αφενός η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της αρχικής οδηγίας κι αφετέρου η καθιέρωση σαφέστερων και ακριβέστερων κανόνων που :
α) θα διευκόλυναν τον συντονισμό στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών χωρίς ωστόσο να επηρεάσουν την αρμοδιότητα αυτών όσον αφορά τον καθορισμό των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης, όπως αυτά αναλυτικά απαριθμούνται και αναλύονται στην εκάστοτε εθνική νομοθεσία,
β) θα εξασφάλιζαν ότι καλύπτονταν το συνεχώς διευρυνόμενο φάσμα των νομικών μορφωμάτων, αλλά και κάθε νέο μέσο που ενδέχεται να συστήσουν οι φορολογούμενοι
και γ) θα επέτρεπαν να λαμβάνονται υπόψη όλες οι μορφές που μπορούν να λάβουν οι απαιτήσεις των δημοσίων αρχών σχετικά με φόρους, δασμούς, εισφορές, επιστροφές και παρεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων όλων των χρηματικών απαιτήσεων κατά του οικείου φορολογούμενου ή κατά τρίτου διαδόχου ή συνυπόχρεου .
Σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν έπρεπε να παραβλεφθούν τα δικαιώματα των καθ΄ ων η αναγκαστική εκτέλεση όπως και η απόλυτη τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Η σχετική εθνική νομολογία (κυρίως ολλανδικών και γερμανικών δικαστηρίων) κατέδειξε πως οι οφειλέτες – φορολογούμενοι εγείρουν μέχρι σήμερα αντιρρήσεις κατά της διαδικασίας, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν την συνήθη παρελκυστική τακτική με σκοπό την έστω προσωρινή αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής είσπραξης. Έτσι λοιπόν χρειάσθηκε σοβαρός επαναπροσδιορισμός βασικών δικονομικών παραμέτρων.
Αρχικά εκδόθηκε η οδηγία 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου της 16ης Μαρτίου 2010 περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2012.
Ακολούθησε ο με αριθμό  1189/2011/ΕΕ  εκτελεστικός κανονισμός της Επιτροπής της 18ης Νοεμβρίου 2011 ο οποίος συμπλήρωσε ως προς τις τεχνικές της λεπτομέρειες τη νέα οδηγία.
Το Ελληνικό Κοινοβούλιο ενσωμάτωσε την οδηγία στην εθνική μας νομοθεσία στα άρθρα 295 έως 319 του ν.4072/2012 (σχετική η ΠΟΛ.1120/27.5.2013 καθώς και η 372/2014 γνωμοδότησή του ΝΣΚ που κατά τη γνώμη μας εκδόθηκε εκ περισσού) .
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Η οδηγία 2010/24/ΕΕ ισχύει για απαιτήσεις που αφορούν :
α) όλους τους φόρους και τους δασμούς, οι οποίοι επιβάλλονται από τα κράτη μέλη ή τις εδαφικές ή τις διοικητικές τους υποδιαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αρχών, ή για λογαριασμό τους, ή για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής  Ένωσης,
β) επιστροφές, παρεμβάσεις και άλλα μέτρα στο πλαίσιο του συστήματος ολικής ή μερικής χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου για την Αγροτική Ανάπτυξη (ΕΓΤΑΑ), συμπεριλαμβανομένων ποσών που πρέπει να συλλεχθούν σε σχέση με τις εν λόγω ενέργειες,
γ) εισφορές και άλλα τέλη που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς για τον τομέα της ζάχαρης,
δ) διοικητικές κυρώσεις, πρόστιμα, τέλη και προσαυξήσεις σχετικά με απαιτήσεις για τις οποίες είναι δυνατόν να ζητηθεί αμοιβαία συνδρομή σύμφωνα με τα α έως γ, που επιβάλλονται από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές για την επιβολή των σχετικών φόρων ή δασμών ή για τη διεξαγωγή σχετικών διοικητικών ερευνών ή επιβεβαιώνονται από διοικητικά ή δικαστικά όργανα κατ’ αίτηση των προαναφερόμενων διοικητικών αρχών,
ε) τέλη για πιστοποιητικά και συναφή έγγραφα που εκδίδονται στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν φόρους και δασμούς,
στ) τόκους και δαπάνες που συνδέονται με τις απαιτήσεις για τις οποίες είναι δυνατόν να ζητηθεί αμοιβαία συνδρομή σύμφωνα με τα α, β, γ, δ και ε (στα κονδύλια αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα έξοδα  με τα οποία επιβαρύνθηκε, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του , το Κράτος Β).
Διευκρινίζουμε πως στα ανωτέρω δεν περιλαμβάνονται :
– υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης πληρωτέες προς το κράτος μέλος ή μια υποδιαίρεση του κράτους μέλους ή προς τα ιδρύματα κοινωνικών ασφαλίσεων δημοσίου δικαίου,
– τέλη έκδοσης που δεν αναφέρονται στα δ, ε και στ ,
– οφειλές συμβατικής φύσης, όπως για την παροχή κοινωφελών υπηρεσιών,
– ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται στο πλαίσιο ποινικής δίωξης ή άλλες ποινικές κυρώσεις που δεν καλύπτονται από το δ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ
α- αίτηση είσπραξης
Η διαδικασία ενεργοποιείται τη στιγμή που το Κράτος Α (αιτούσα Αρχή) διαβιβάζει τυποποιημένη αίτηση στο Κράτος Β (αποδέκτρια Αρχή) το οποίο υποχρεούται να εισπράξει τις απαιτήσεις εντός της Επικράτειάς του.
Μαζί με την αίτηση συνυποβάλλονται και όλες οι χρήσιμες πληροφορίες που αναφέρονται στην υπόθεση, η οποία αποτελεί την αιτία της αίτησης είσπραξης.
Το κυριότερο όλων, η αίτηση συνοδεύεται από τον τίτλο (ενιαίος τίτλος) που αποτελεί τη μοναδική βάση των μέτρων είσπραξης και των ασφαλιστικών μέτρων που θα ληφθούν στο Κράτος Β. Δεν υπόκειται σε διαδικασία αναγνώρισης (αλλοδαπής απόφασης), συμπλήρωσης ή αντικατάστασης, εκτός εάν όργανο ή εθνικό δικαστήριο – είτε του Κράτους Α  είτε του Κράτους Β – επιληφθεί της υποθέσεως κατά τα όσα περιγράφονται παρακάτω και διατάξει διαφορετικά.
Περιέχει κατ΄ ελάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
– πληροφορίες σχετικά με τον προσδιορισμό του αρχικού τίτλου (μπορεί να αφορά μία ή περισσότερες απαιτήσεις) που επιτρέπει την εκτέλεση, περιγραφή της απαίτησης, που περιλαμβάνει τη φύση της, το χρονικό διάστημα που καλύπτεται από την απαίτηση, τυχόν σημαντικές ημερομηνίες της διαδικασίας εκτέλεσης καθώς και το ποσό της απαίτησης και τις διάφορες συνιστώσες του, όπως το κεφάλαιο και οι δεδουλευμένοι τόκοι κ.λπ.
– όνομα και λοιπά στοιχεία σχετικά με τον προσδιορισμό της ταυτότητας του οφειλέτη, του συνοφειλέτη ή συνυπόχρεου για τη διευθέτηση του φόρων, των δασμών κλπ καθώς και τα στοιχεία οποιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο κατέχει περιουσιακά στοιχεία τα οποία ανήκουν σε, ή έχει οφειλές προς, ένα από τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν
– όνομα, διεύθυνση και άλλες λεπτομέρειες επαφής όσον αφορά τόσο την Υπηρεσία του Κράτους Α που είναι αρμόδια για την βεβαίωση της απαίτησης και, εφόσον διαφέρει, την Υπηρεσία παροχής περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με την απαίτηση ή σχετικά με τις δυνατότητες αμφισβήτησης της υποχρέωσης καταβολής.
β- προϋποθέσεις
Το Κράτος Α οφείλει να έχει ήδη κινήσει τις προβλεπόμενες από την εθνική του νομοθεσία διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης εκτός εάν :
– είναι πρόδηλο ότι δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία προς είσπραξη στο Κράτος Α ή οι εν λόγω διαδικασίες δεν θα καταλήξουν στην πλήρη εξόφληση της απαίτησης, και το Κράτος Α έχει συγκεκριμένες πληροφορίες που καταδεικνύουν ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο διαθέτει περιουσιακά στοιχεία στο Κράτος Β
– η προσφυγή στις διαδικασίες αυτές στο Κράτος Α θα δημιουργούσε δυσανάλογες δυσχέρειες.
–   η απαίτηση και/ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεσή της στο Κράτος Α  αμφισβητείται εντός επικράτειας σύμφωνα με όσα ορίζονται στην εθνική του νομοθεσία
Το Κράτος Β μπορεί αιτιολογημένα ν΄ αρνηθεί την παροχή συνδρομής εφόσον:
– ενδέχεται η είσπραξη της απαίτησης, λόγω της καταστάσεως του οφειλέτη, να δημιουργήσει σοβαρές οικονομικές ή κοινωνικές δυσχέρειες στο Κράτος Β με την προϋπόθεση ότι, οι εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και οι διοικητικές πρακτικές επιτρέπουν την εξαίρεση αυτή για εθνικές απαιτήσεις.
–  η αίτηση αφορά απαιτήσεις παλαιότερες των πέντε ετών, που είτε χρονολογούνται από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμη και μη αμφισβητήσιμη δικαστικά η απαίτηση στο Κράτος Α έως την ημερομηνία κατά την οποία υπεβλήθη η αρχική αίτηση συνδρομής, είτε έχει χωρέσει ρύθμιση χρέους (στην περίπτωση αυτή η πενταετής προθεσμία νοείται ότι άρχεται από τη στιγμή που εκπνέει η συνολική προθεσμία πληρωμής).
–  εάν το συνολικό ποσό των απαιτήσεων, για το οποίο ζητείται συνδρομή, είναι μικρότερο των 1.500 EUR.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ
α) Στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης το Κράτος Β ασκεί τις προβλεπόμενες από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές εθνικές του διατάξεις εξουσίες και διαδικασίες που ισχύουν σχετικά με τον ίδιο ή, απουσία ιδίου, παρόμοιο φόρο ή δασμό. Στην περίπτωση όμως που το Κράτος Β θεωρεί ότι δεν επιβάλλονται στο έδαφός του οι ίδιοι ή παρόμοιοι φόροι ή δασμοί, ασκεί τις εξουσίες και τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές εθνικές διατάξεις που ισχύουν για απαιτήσεις σχετικά με το φόρο προσωπικού εισοδήματος.
Το Κράτος Β αφενός εισπράττει την απαίτηση στο δικό του νόμισμα κι αφετέρου επιβάλλει τόκους υπερημερίας (η τοκογονία τρέχει από την ημέρα που παραλαμβάνει την αίτηση) σύμφωνα με τις εθνικές του νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως ενδέχεται η εθνική του νομοθεσία να επιτρέπει την ρύθμιση σε δόσεις ή εντός ρητά τασσόμενης προθεσμίας.
β) Εφόσον το Κράτος Α το ζητήσει αιτιολογημένα κι εγγράφως με δεδομένο ότι κάτι τέτοιο προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και διοικητικές πρακτικές σε παρεμφερείς καταστάσεις του Κράτους Β, το τελευταίο λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα .
ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αρμόδια δικαστήρια – όργανα σχετικά με την επίλυση θεμάτων που αφορούν την απαίτηση, τον αρχικό τίτλο, ή τον ομοιόμορφο τίτλο (που επιτρέπει την εκτέλεση στο Κράτος Β) και διαφορές σχετικά με το κύρος της κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή του Κράτους Α είναι τα εθνικά δικαστήρια – όργανα του Κράτους Α.
Αντίθετα, για τις διαφορές σχετικά με τα μέτρα εκτέλεσης τα οποία ελήφθησαν στο Κράτος Β ή σχετικά με την εγκυρότητα της κοινοποίησης της αρμόδιας αρχής του Κράτους Β,  αρμόδια δικαστήρια – όργανα είναι αυτά του Κράτους Β. Στην περίπτωση αυτή εφαρμοστέο δίκαιο είναι αυτό του Κράτους Β.
ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
Εφαρμοστέο δίκαιο είναι αυτό του Κράτους Α.
Θα πρέπει ωστόσο να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα :
– όσον αφορά την αναστολή, διακοπή ή παράταση της προθεσμίας παραγραφής, οι πράξεις είσπραξης που πραγματοποιούνται από το Κράτος Β και έχουν ως αποτέλεσμα την αναστολή, διακοπή ή παράταση της προθεσμίας παραγραφής κατά το δίκαιο που ισχύει στο Κράτος Β, θεωρείται ότι έχουν το ίδιο αποτέλεσμα στο Κράτος Α, υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπεται η αντίστοιχη διάταξη δυνάμει του δικαίου που ισχύει σε αυτό το κράτος μέλος.
Εάν το δίκαιο που ισχύει στο Κράτος Β δεν προβλέπει τη δυνατότητα αναστολής, διακοπής ή παράτασης της προθεσμίας παραγραφής, οι πράξεις είσπραξης που πραγματοποιούνται από αυτό , εάν είχαν πραγματοποιηθεί από το Κράτος Α θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή, διακοπή ή παράταση της προθεσμίας παραγραφής κατά το δίκαιο που ισχύει στο Κράτος Α, θεωρούνται, όσον αφορά αυτό το αποτέλεσμα, ότι έχουν πραγματοποιηθεί σε αυτό το τελευταίο κράτος.
Κλείνοντας θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι η προθεσμία του άρθρου 57 παρ. 1 του Ν 4446/2016 εκπνέει την 31η Μαΐου, πριν δηλαδή εκδώσει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απόφαση σχετικά με το ποιές θεωρούνται τελικά παραγεγραμμένες χρήσεις και ποιές όχι. Οι φορολογούμενοι  στους οποίους αναφερθήκαμε στην αρχή του άρθρου μας θα έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν την φορολογική στρατηγική που έχουν χαράξει. Το Ελληνικό Δημόσιο αργά ή γρήγορα θα κάνει χρήση των δυνατοτήτων που η ενσωματωμένη πλέον στο ελληνικό δίκαιο οδηγία του δίνει και θα επιδιώξει την αναγκαστική είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών εκτός Επικράτειας. Το ποιός διατηρεί τι και μάλιστα με ακρίβεια ως προς το είδος και την ποσότητα εκτός συνόρων είναι ήδη γνωστό στον ελεγκτικό μηχανισμό.
 
ΝΕΝΑ Π. ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN.GR

Αναστάσιος Δουκέρης

Λογιστής - Φοροτεχνικός Α' Τάξης | Σύμβουλος επιχειρήσεων & ιδιωτών | Αρθρογράφος/Υπεύθυνος σύνταξης taxvoice.gr | Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογιστών - Οικονομολόγων

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ