Επιχειρηματικά δώρα – Χειρισμός του ΦΠΑ και της φορολογίας εισοδήματος
Τα επιχειρηματικά δώρα αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία δαπανών και η φορολογική τους μεταχείριση απαιτεί ιδιαίτερη αξιολόγηση και τεκμηρίωση της εκπεσιμότητάς τους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτά αφορούν δώρα με σκοπό τη διάθεσή τους σε πελάτες, σε προμηθευτές ή και σε άλλα πρόσωπα τα οποία έχουν σχέση με την επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης, για την προαγωγή των επιχειρηματικών σχέσεων.
Η φορολογική μεταχείριση των επιχειρηματικών δώρων αφορά τόσο τον ΦΠΑ όσο και τον φόρο εισοδήματος της επιχείρησης. Όσο αφορά τον ΦΠΑ, τα επιχειρηματικά δώρα διαχωρίζονται αφενός σε 1) δείγματα και δώρα μικρής αξίας, όπου η καθαρή αξία αυτών είναι έως 10 ευρώ ανά τεμάχιο, και αφετέρου σε 2) δώρα καθαρής αξίας άνω των 10 ευρώ ανά τεμάχιο.
Ο ΦΠΑ στα δείγματα και δώρα μικρής αξίας, έως 10 ευρώ.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) σημειώνετε ότι: «ως παράδοση αγαθών θεωρούνται οι ακόλουθες πράξεις, εφόσον η απόκτηση των αγαθών ή κατά περίπτωση των υλικών ή των υπηρεσιών, από τα οποία έχουν παραχθεί αυτά, παρέχει στον υποκείμενο δικαίωμα έκπτωσης του φόρου: α) η διάθεση αγαθών από υπαγόμενη στο φόρο δραστηριότητα σε άλλη μη υπαγόμενη του ίδιου υποκειμένου, β) η ανάληψη από υποκείμενο στον φόρο αγαθών της επιχείρησής του για την ικανοποίηση αναγκών του ή του προσωπικού της επιχείρησης και γενικά η δωρεάν διάθεση αγαθών για σκοπούς ξένους προς την άσκηση της επιχείρησης. Εξαιρούνται τα δώρα μέχρι αξίας δέκα (10) ευρώ και τα δείγματα που διαθέτει ο υποκείμενος στον φόρο για την εκπλήρωση των σκοπών της επιχείρησής του.». Ακόμη, στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ίδιου κώδικα ορίζετε ότι: «2.Δικαίωμα έκπτωσης του φόρου παρέχεται επίσης στον υποκείμενο κατά το μέρος που τα αγαθά ή οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται: … ε) για τη διάθεση δώρων μέχρις αξίας δέκα (10) ευρώ και δειγμάτων».
Η έννοια των δώρων μικρής αξίας και των δειγμάτων καθώς και οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή ή μη αυτών στο ΦΠΑ έχουν καθοριστεί με την ΑΥΟ Π 7015/690/27.10.1986, η οποία μεταξύ άλλων ορίζει:
«Ορίζουμε ότι, για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 7, της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 23 και του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Ν. 1642/1986 (προγενέστερος κώδικας ΦΠΑ) θεωρούνται:
α) ως δώρα μικρής αξίας, τα κινητά αγαθά που προσφέρονται από τον υποκείμενο στο φόρο σε πελάτες αυτού και στο κοινό χωρίς αντάλλαγμα, με σκοπό την προαγωγή των επαγγελματικών σχέσεων αυτού και την προβολή της επιχείρησης, εφόσον: 1) Η αξία κτήσης των προσφερόμενων σ΄ ένα άτομο αγαθών και σε περίπτωση έλλειψης αυτής, η κανονική αξία αυτών, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, δεν υπερβαίνει το ποσό των δραχμών τριών χιλιάδων (3.000), ήτοι 10 ευρώ. 2) Το αγαθό ή τα αγαθά δεν αποτελούν μέρος μιας διαδοχικής σειράς προσφορών προς το ίδιο πρόσωπο. 3) Η συνολική αξία των προσφερομένων αγαθών δεν υπερβαίνει σε ένα διαχειριστικό έτος το 1% των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης για το έτος αυτό. 4) Τα προσφερόμενα αγαθά δεν είναι του αυτού είδους με τα πωλούμενα, παραγόμενα ή κατασκευαζόμενα από την επιχείρηση.
β) ως δείγματα, τα κινητά αγαθά που προσφέρονται από τον υποκείμενο στο φόρο σε πελάτες αυτού και στο κοινό, χωρίς αντάλλαγμα, με σκοπό τη διαφημιστική προβολή αυτών, εφόσον: 1) Είναι όμοια με τα πωλούμενα, κατασκευαζόμενα ή παραγόμενα από την επιχείρηση. 2) Φέρουν την ένδειξη «δείγμα δωρεάν». 3) Προσφέρονται σε λογικές ποσότητες με σκοπό να γίνει γνωστή η ύπαρξή τους και να εκτιμηθεί η ποιότητά τους.
Ακόμη:
– Εξομοιώνονται με δείγματα τα βιβλία που διανέμονται «τιμής ένεκεν» από συγγραφείς υποκείμενους στο φόρο.
– Δε δύναται να αποτελούν δώρα μικρής αξίας και δείγματα οινοπνευματώδη ποτά και τα καπνοβιομηχανικά προϊόντα.
– Το βάρος της απόδειξης ότι τα διατιθέμενα άνευ ανταλλάγματος αγαθά αποτελούν δώρα μικρής αξίας ή δείγματα σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην παρούσα, φέρει ο υποκείμενος στο φόρο.
Επομένως, και με βάση τις παραπάνω διατάξεις, για τα δείγματα και τα δώρα καθαρής αξίας έως 10 ευρώ ανά τεμάχιο, τα οποία διαθέτουν οι επιχειρήσεις για την εκπλήρωση των σκοπών τους, δεν υπάρχει υποχρέωση διακανονισμού του φόρου κατά την παράδοσή τους, καθώς οι παραδόσεις αυτές δεν θεωρούνται παράδοση αγαθών κατά τις διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ ή γενικότερα ως φορολογητέα πράξη. Ακόμη, παρέχεται στις επιχειρήσεις το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για τη διάθεση δώρων μικρής αξίας. Σε κάθε περίπτωση επισημαίνετε ότι τα εν λόγω δώρα δεν μπορούν να είναι οινοπνευματώδη ποτά ή καπνοβιομηχανικά προϊόντα.
Ο ΦΠΑ στα δώρα αξίας άνω των 10 ευρώ.
Σύμφωνα και πάλι με τις διατάξεις που παρατίθενται ανωτέρω, στην περίπτωση επιχειρηματικών δώρων καθαρής αξίας άνω των 10 ευρώ ανά τεμάχιο (ανά δώρο) υφίσταται υποχρέωση της επιχείρησης για διακανονισμό του φόρου. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, πρέπει να αποδοθεί ο ΦΠΑ της τρέχουσας τιμής αγοράς του εν λόγω δώρου με απόδειξη αυτοπαράδοσης. Βέβαια, στην περίπτωση όπου κατά την αγορά ενός δώρου δεν ασκήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου, τότε δεν υφίσταται και υποχρέωση για τον διακανονισμό του.
Επιχειρηματικά δώρα και φορολογία εισοδήματος
Όσο αφορά τη φορολογία εισοδήματος, αξιολογούμε την εκπεσιμότητα των δαπανών αυτών με τη βοήθεια των άρθρων 22 και 23 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013). Σύμφωνα με το άρθρο 22 του ΚΦΕ, κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, εφόσον αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται ενώ αποδεικνύονται και με τα κατάλληλα δικαιολογητικά.
Συμπληρωματικά των παραπάνω, η εγκύκλιος ΠΟΛ 1113/2015 ορίζει ότι στις δαπάνες της περίπτωσης του άρθρου 22 του ΚΦΕ εμπίπτει κάθε δαπάνη, που κρίνεται απαραίτητη από τον επιχειρηματία ή τη διοίκηση της επιχείρησης για την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού, την ανάπτυξη των εργασιών, τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά, εφόσον αυτή ενεργείται στα πλαίσια της οικονομικής αποστολής της ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της και μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία εισοδήματος ή άλλως αποβλέπει στη διεύρυνση των εργασιών της και στην αύξηση του εισοδήματος της (βλέπε επίσης απόφαση ΣτΕ 2033/2012) ή στην υλοποίηση δράσεων στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Δεν επιτρέπεται, δε, στη φορολογική αρχή να ελέγχει τη σκοπιμότητα και το προσήκον μέτρο των δαπανών αυτών (βλέπε επίσης αποφάσεις ΣτΕ 2963/2013, ΣτΕ 1729/2013, ΣτΕ 1604/2011, κ.ά.), εκτός αν τούτο ορίζεται ρητά και ειδικά στο νόμο.
Επομένως οι δαπάνες για επιχειρηματικά δώρα, σε πελάτες, προμηθευτές, συνεργάτες της επιχείρησης, κ.λπ., εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων εφόσον τεκμηριωθεί επαρκώς από τις ίδιες αφενός η πραγματικότητα του γεγονότος και αφετέρου ότι πραγματοποιούνται προς το γενικότερο συμφέρον τους. Για την τεκμηρίωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάθε διαθέσιμο σχετικό αρχείο, έγγραφο, φορολογικό ή άλλο στοιχείο (π.χ. Δ. αποστολής στον παραλήπτη). Είναι προφανές ότι οι δαπάνες για επιχειρηματικά δώρα αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία δαπανών, η οποία ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα έκπτωσης των δαπανών και κάθε περίπτωση εξετάζεται από την αρμόδια ελεγκτική αρχή ξεχωριστά με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής.
Μια ακόμη ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν τα επιχειρηματικά δώρα αξίας άνω των 300 ευρώ τα οποία διατίθενται από την επιχείρηση σε υπαλλήλους, σε μέλη Δ.Σ. ή και σε μετόχους, καθώς σε συγγενικά πρόσωπα αυτών. Στην περίπτωση αυτή το υπερβάλλον ποσό των 300 ευρώ, εφόσον αυτό υφίσταται, θεωρείται παροχή σε είδος προς τα πρόσωπα αυτά, όπως προβλέπει η παρ. 1 του άρθρου 13 του ΚΦΕ και συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημά τους.
Επιχειρηματικά δώρα και δημοτικό τέλος
Μια ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν τα επιχειρηματικά δώρα τα οποία αναγράφουν την επωνυμία ή και το λογότυπο της επιχείρησης (π.χ. ημερολόγια, στυλό, κ.λπ.). Τότε, τα δώρα αυτά μπορεί να θεωρηθούν ως δώρα διαφημιστικής φύσεως και κατά συνέπεια υπάγονται σε δημοτικό τέλος 2%, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του Β.Δ. 24.9/20.10.1958. Σε περίπτωση που δεν αποδοθεί εμπρόθεσμα το σχετικό τέλος τότε οι δαπάνες αυτές δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων. Αναλυτικότερα, η ΠΟΛ 1113/2015, ορίζει ότι: «….. Οι δαπάνες διαφήμισης δεν εκπίπτουν στην περίπτωση εκπρόθεσμης απόδοσης των οφειλόμενων τελών διαφήμισης, δηλαδή μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, …… , ορίζεται ότι σε περίπτωση εκπρόθεσμης απόδοσης των οφειλόμενων τελών, οι σχετικές δαπάνες διαφήμισης δεν αναγνωρίζονται ως εκπεστέες από τα ακαθάριστα έσοδα, κατά τις φορολογικές διατάξεις….».