Δευτέρα, 23 Ιουνίου, 2025
    Αρχική Blog Σελίδα 62

    ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Σε ποια Υποκαταστήματα δεν υπολογίζεται Τέλος Επιτηδεύματος!

    Το Τέλος επιτηδεύματος θεσπίστηκε με τον Ν.3986/2011, στο άρθρο 31.

    Ένας αρκετά νεότερος νόμος ο Ν.4484/2017, στο άρθρο 12, παρ.1, ήρθε να αναφέρει τα εξής:

    • Αρθρο 12. Τροποποίηση του άρθρου 31 του ν. 3986/2011

      1. Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης δ΄της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) προστίθενται εδάφια ως εξής:

      «Ως υποκατάστηµα, για την εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νοείται κάθε επαγγελµατική εγκατάσταση του επιτηδευµατία στην ηµεδαπή, εκτός της έδρας της επιχείρησης, στην οποία ενεργείται παραγωγική ή συναλλακτική δραστηριότητα. Δεν λογίζονται ως υποκαταστήµατα, για την επιβολή του τέλους επιτηδεύµατος, οι προσωρινοί εκθεσιακοί χώροι και οι πρόσκαιρες επαγγελµατικές εγκαταστάσεις, που λειτουργούν για χρονικό διάστηµα µέχρι τριάντα (30) ηµέρες, οι επαγγελµατικές εγκαταστάσεις που στεγάζονται σε διαφορετικούς ορόφους, συνεχόµενους ή µη, του ίδιου κτιριακού συγκροτήµατος, οι εγκαταστάσεις τουριστικών καταλυµάτων εντός παραδοσιακών κτισµάτων, σύµφωνα µε το π.δ. 33/1979 (Α΄ 10), που λειτουργούν σε ξεχωριστά κτίρια, αλλά µε ενιαία άδεια λειτουργίας, η οποία εντάσσεται ως ενιαία εγκατάσταση στην ίδια τουριστική µονάδα, καθώς και οι αγροτικές εκµεταλλεύσεις της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010 (Α΄151), όπως ισχύει.»

      Με αυτή την τροποποίηση λοιπόν πλέον το άρθρο 31 του Ν.3986/2011, διαμορφώνεται ως εξής:

      • Αρθρο 31. Επιβολή τέλους επιτηδεύματος

        1. Οι επιτηδευματίες και οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον τηρούν βιβλία Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος, το οποίο ορίζεται ως εξής:

        α) Για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε οκτακόσια (800) ευρώ ετησίως.

        β) Για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε χίλια (1.000) ευρώ ετησίως.

        γ) Για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ ετησίως.

        δ) Για κάθε υποκατάστημα σε εξακόσια (600) ευρώ ετησίως. Ως υποκατάστημα, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νοείται κάθε επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία στην ημεδαπή, εκτός της έδρας της επιχείρησης, στην οποία ενεργείται παραγωγική ή συναλλακτική δραστηριότητα. Δεν λογίζονται ως υποκαταστήματα, για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, οι προσωρινοί εκθεσιακοί χώροι και οι πρόσκαιρες επαγγελματικές εγκαταστάσεις, που λειτουργούν για χρονικό διάστημα μέχρι τριάντα (30) ημέρες, οι επαγγελματικές εγκαταστάσεις που στεγάζονται σε διαφορετικούς ορόφους, συνεχόμενους ή μη, του ίδιου κτιριακού συγκροτήματος, οι εγκαταστάσεις τουριστικών καταλυμάτων εντός παραδοσιακών κτισμάτων, σύμφωνα με το π.δ. 33/1979 (Α’ 10), που λειτουργούν σε ξεχωριστά κτίρια, αλλά με ενιαία άδεια λειτουργίας, η οποία εντάσσεται ως ενιαία εγκατάσταση στην ίδια τουριστική μονάδα, καθώς και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις της περίπτωσης δ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010 (Α’ 151), όπως ισχύει.

        ε) Για τις Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις και τους Συνεταιρισμούς Εργαζομένων, σε πεντακόσια (500) ευρώ ετησίως.
        Ειδικά για τις Αστικές μη Κερδοσκοπικές Εταιρίες της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε., καθώς και για τα φυσικά πρόσωπα που το εισόδημά τους προέρχεται από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα και έχουν έγγραφη σύμβαση με μέχρι τρία (3) φυσικά ή/ και νομικά πρόσωπα, ή το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των ακαθάριστων εσόδων τους προέρχεται από ένα (1) φυσικό ή/ και νομικό πρόσωπο, τα ποσά του τέλους επιτηδεύματος, εξακολουθούν να ισχύουν όπως επιβλήθηκαν κατά το οικονομικό έτος 2012.

        Η περιοχή του Νομού Αττικής λογίζεται ως μια πόλη, καθώς και το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης.

        Από το οικονομικό έτος 2013 και εφεξής, εξαιρούνται από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος τα πρόσωπα που ασκούν ατομική εμπορική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα και παρουσιάζουν αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του ογδόντα τοις εκατό (80%).

        ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

        Δεν λογίζονται ως υποκαταστήματα, για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, οι προσωρινοί εκθεσιακοί χώροι και οι πρόσκαιρες επαγγελματικές εγκαταστάσεις, που λειτουργούν για χρονικό διάστημα μέχρι τριάντα (30) ημέρες, οι επαγγελματικές εγκαταστάσεις που στεγάζονται σε διαφορετικούς ορόφους, συνεχόμενους ή μη, του ίδιου κτιριακού συγκροτήματος, οι εγκαταστάσεις τουριστικών καταλυμάτων εντός παραδοσιακών κτισμάτων, σύμφωνα με το π.δ. 33/1979 (Α’ 10), που λειτουργούν σε ξεχωριστά κτίρια, αλλά με ενιαία άδεια λειτουργίας, η οποία εντάσσεται ως ενιαία εγκατάσταση στην ίδια τουριστική μονάδα, καθώς και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις της περίπτωσης δ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010 (Α’ 151), όπως ισχύει.

    ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Bonus και ασφαλιστικές εισφορές!

    Ένα πολύ συνηθισμένο λάθος που γίνεται από πολλά λογιστήρια είναι ο μη υπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών όταν δίνεται bonus σε ένα εργαζόμενο. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι είναι υποχρεωτικός ο καταλογισμός εισφορών είτε πρόκειται για μισθωτό, είτε για ημερομίσθιο! Παρακάτω παρατίθεται αυτούσιο ένα παλαιότερο έγγραφο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που ξεδιαλύνει με σαφή τρόπο το θολό τοπίο…

    IKA Αρ.Πρ. Α40/8 26.05.06 Ασφαλιστικές εισφορές bonus (χρηματικές επβραβεύσεις) τα οποία καταβάλονται σε μισθωτούς ή ημερομισθίους.

    (Ασφαλιστικές εισφορές bonus (χρηματικές επβραβεύσεις) τα οποία καταβάλονται σε μισθωτούς ή ημερομισθίους. )

    Κατηγορία: Ασφαλιστικά – ΙΚΑ – ΤΕΒΕ – Λοιπά (ΠΡΟ ΕΦΚΑ)

    IKA Αριθμ. Πρωτ. Α40/8 26.05.06 Ασφαλιστικές εισφορές bonus (χρηματικές επβραβεύσεις) τα οποία καταβάλονται σε μισθωτούς ή ημερομισθίους.

     

    Πρός

    Union Programming Group

    Τμήμα Ασφαλιστικών θεμάτων

     

    Σε απάντηση της από 5/5/06 επιστολής σας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

     

    Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 παρ. 4 του Α.Ν.1846/51, όπως ισχύουν σήμερα και 17 του Κανονισμού Ασφάλισης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, προκύπτει ότι, ως <<αποδοχές>> επί των οποίον υπολογίζονται ασφαλιστικές εισφορές, νοούνται οι πάσης φύσεως παροχές του εργοδότη προς τους μισθωτούς, σε χρήμα ή σε είδος, τακτικές ή έκτακτες, που χορηγούνται από συμβατική ή νόμιμη υποχρέωση, καθώς και όσες χορηγούνται οικειοθελώς από αυτόν, εξαιρουμένων ορισμένων έκτακτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρα, ρητά καθορισμένων με την υπ αριθμ. 38173/67 απόφαση του Υπουργείου Εργασίας.

    Κατ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων τα bonus (χρηματικές επιβραβεύσεις) τα οποία καταβάλλονται σε μισθωτούς ή ημερομίσθιους, θεωρούνται ότι περιλαμβάνονται στην έννοια του μισθού επί του οποίου υπολογίζονται  οι υπέρ του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ασφαλιστικές εισφορές. Η παροχή αυτή επιμερίζεται στις μισθολογικές περιόδους στις οποίες ανάγεται (π.χ. 12μηνο όταν αφορά ολόκληρο το έτος) και στη συνέχεια γίνεται υπολογισμός των υπέρ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εισφορών, σε συσχετισμό πάντοτε με τον περιορισμό καταβολής εισφορών μέχρι ποσού της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσεως για παλαιό ασφαλισμένο (ασφάλιση σε οποιονδήποτε φορέα πλην ΟΓΑ μέχρι την 1/1/93) και μέχρι του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων μηνιαίων αποδοχών για τους νεοασφαλιζόμενους (ασφάλιση σε οποιονδήποτε φορέα μετά την 1/1/93) όπως ισχύουν κάθε έτος.

    Ο προαναφερόμενος επιμερισμός του bonus πρέπει να γίνεται σε μισθολογικές περιόδους κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο δικαιούχος εργαζόμενος ή απουσίασε από την εργασία του λόγω ανυπαίτιου κωλύματος του, πλην όμως δικαιούνται αποδοχών σύμφωνα με όσα προβλέπουν τα άρθρα 657 & 658 του Α.Κ. (εγκ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ 68/92).

    Το taxvoice.gr ήρθε για να μείνει! Ο καθημερινός απαραίτητός σας σύμβουλος! Ο σύμβουλος που εμπιστεύεστε!

     

    Το taxvoice.gr έρχεται από το μέλλον για να κατακτήσει το παρόν της συμβουλευτικής, χτίζοντας με τον καθένα από εσάς, μακροχρόνιες σχέσεις εμπιστοσύνης.
    Το taxvoice.gr δεν είναι ένας απλός καθημερινός σας σύμβουλος. Είναι ο σύμβουλος που εμπιστεύεστε! Είναι ο σύμβουλος που στέκεται δίπλα σας στα εύκολα, αλλά και στα δύσκολα.
    Καθημερινά, όλα γύρω μας αλλάζουν. Όλοι μας πάνω σε συζητήσεις κάνουμε το εξής απλό ερώτημα: Και τώρα για αυτό το θέμα ποιόν να εμπιστευτώ;
    Το taxvoice.gr αποτελεί τον καλύτερο σύμμαχό σας για θέματα που αφορούν την τσέπη σας! Μέσα από αυστηρά επιλεγμένη αρθρογραφία, σας κατευθύνει με μοναδικό γνώμονα το κέρδος σας! Μοναδικό μας μέλημα η επίλυση των δικών σας θεμάτων, με υπευθυνότητα, αξιοπιστία αλλά και οικονομία για εσάς!
    Η παροχή ολοκληρωμένων πακέτων υπηρεσιών παίρνει σάρκα και οστά, μέσα από την συνεργασία των πλέον καταξιωμένων επαγγελματιών από όλους τους κλάδους.
    Εσείς, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να μας εμπιστευτείτε μας και αφήστε όλα τα υπόλοιπα πάνω μας!
    Η συμβουλευτική με την οπτική γωνία του μέλλοντος. Η συμβουλευτική, με την οπτική του taxvoice.gr!

    Υπενθύμιση: Ποιοι θεωρούνται κατ’επάγγελμα αγρότες και ποια η φορολογία τους;

    Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010 (Α’151), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 του ν. 4389/2016 (Α’94):
    «α) Επαγγελματίας αγρότης είναι το ενήλικο φυσικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα εγγραφής στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων, εφόσον πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
    αα) Είναι κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης.
    αβ) Ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευσή του τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του.
    αγ) Λαμβάνει από την απασχόλησή του σε αγροτική δραστηριότητα το 50% τουλάχιστον του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του και
    αδ) Είναι ασφαλισμένος ο ίδιος και η αγροτική του εκμετάλλευση, όπου απαιτείται, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
    αε) Τηρεί λογιστικά βιβλία, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
    »

    Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι τα κέρδη από ατομική αγροτική επιχείρηση φορολογούνται αυτοτελώς με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15. Ο φόρος που προκύπτει για το εισόδημα από ατομική αγροτική επιχείρηση μειώνεται κατά το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 16. Στην περίπτωση που αποκτάται εισόδημα από μισθούς και συντάξεις μαζί με εισόδημα ατομικής αγροτικής επιχείρησης, η μείωση φόρου υπολογίζεται μία φορά για το σύνολο των εισοδημάτων. Στην περίπτωση που αποκτάται εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή και από ατομική αγροτική επιχείρηση μαζί με εισόδημα από λοιπές κατηγορίες, η μείωση του φόρου θα είναι αυτή που αναλογεί μόνο στο μέρος του εισοδήματος που προέρχεται αποκλειστικά από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή και από ατομική αγροτική επιχείρηση.

    Επίσης, με το τελευταίο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του ως άνω άρθρου και νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 34 του ν.4474/2017, η μείωση του φόρου της παραγράφου αυτής για τους ασκούντες αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα εφαρμόζεται μόνο για τους κατ’ επάγγελμα αγρότες, όπως αυτοί ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία, εφόσον τουλάχιστον το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα. Στο εισόδημα του προηγούμενου εδάφιου δεν περιλαμβάνονται η κύρια σύνταξη από τον ΟΓΑ, οι αμοιβές από παροχή εργασίας με εργόσημο, οι αμοιβές εργαζομένων υπαγόμενων σε ασφάλιση ΟΓΑ σε τυποποιητήρια, συσκευαστήρια και σε συναφείς χώρους, για έως εκατόν πενήντα (150) ημερομίσθια ανά έτος, καθώς και οι αμοιβές μελών αγροτικών ή/και γυναικείων συνεταιρισμών, που απασχολούνται περιστασιακά και υπάγονται στη ασφάλιση του ΟΓΑ. 
    Τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη ισχύουν από 1.1.2016.

    ΔΟΥΚΕΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
    ΛΟΓΙΣΤΗΣ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

    Πώς αναγράφονται στο Ε9, τα ακίνητα που έχουν υποστεί ουσιώδεις ζημιές; Έχουν κάποια έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ;

    Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΦΚ A 1119612 ΕΞ 2017 Τρόπος αναγραφής Ε9 για ακίνητα που έχουν υποστεί ζημιές από κατολισθήσεις, σεισμούς κ.λπ.

    (Τρόπος αναγραφής Ε9 για ακίνητα που έχουν υποστεί ζημιές από κατολισθήσεις, σεισμούς κ.λπ.)

    Κατηγορία: Φορολογία Κεφαλαίου

    Αθήνα, 8/8/2017
    Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΦΚ A 1119612 ΕΞ 2017/08-08-2017

    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟΥ
    ΤΜΗΜΑ Α’
    ΘΕΜΑ: ΕΝ.Φ.Ι.Α. σε ακίνητα που έχουν υποστεί κατολισθήσεις.
    Σε απάντηση του ΑΤΚΕ 0008776 / ΕΞ2017/1687 Υπηρεσιακού Σημειώματος σας, σχετικά με την υπ’ αριθ. 7751 / 1-8-2017 ερώτηση που κατέθεσε ο βουλευτής κ. Ιωάννης Αντωνιάδης και όσον αφορά θέματα αρμοδιότητάς μας θέτουμε υπόψη σας τα εξής:
    Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Η φορολογική ισότητα, η οποία θεσπίζεται με την εν λόγω διάταξη, πραγματώνεται με γνώμονα τις αρχές της καθολικότητας, της αναλογικότητας και της φοροδοτικής ικανότητας. Περιλαμβάνει επομένως όλα τα πρόσωπα φυσικά και νομικά, ημεδαπά και αλλοδαπά, δημιουργεί όμως από πλευράς του νομοθέτη την υποχρέωση να χειρίζεται κατά τρόπο ομοιόμορφο τις όμοιες περιπτώσεις.
    Με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.4223/2013 (ΦΕΚ 287 Α) ορίζονται ρητά και περιοριστικά οι απαλλαγές από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α., στις οποίες δεν περιλαμβάνεται απαλλαγή για λόγους ανωτέρας βίας λόγω θεομηνιών, σεισμών, κατολισθήσεων κ.λπ.. Επιπλέον, με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ανωτέρω νόμου, όπως ισχύουν, καθορίστηκε αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού του κύριου και συμπληρωματικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., αντίστοιχα, ο οποίος (υπολογισμός φόρου) εκπληρώνει την πιο πάνω συνταγματική επιταγή, αφού λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ακινήτου.
    Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1237/11.11.2014 εγκύκλιο, με την οποία μεταξύ άλλων καθορίζεται και ο τρόπος αναγραφής των περιουσιακών δικαιωμάτων στη δήλωση στοιχείων ακινήτων, ορίζεται ότι κτίσμα στο οποίο υπάρχει μερική έλλειψη στέγης ή άλλες ουσιώδεις βλάβες, που το καθιστούν μη λειτουργικό, χαρακτηριστικά που παραπέμπουν ευθέως σε κτίσμα σεισμόπληκτο, πυρόπληκτο, πλημμυροπαθές ή πληγέν από ανεμοστρόβιλο κλπ., αναγράφεται ως ημιτελές, εφόσον υπάρχει το οικείο παραστατικό που τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου. Αυτός ο τρόπος αναγραφής επιφέρει μείωση της φορολογητέας αξίας του κτίσματος κατά τον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ.
    ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ Α.Α.Δ.Ε.
    Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
    α/α
    ΑΝΝΑ ΑΔΑΜ ΚΟΛΛΙΑ

    Το τέλος των απλογραφικών βιβλίων με τη μορφή που τα ξέραμε ως τώρα;

     

    Γράφει ο Δουκέρης Αναστάσιος, λογιστής-φοροτεχνικός Α’τάξης και υπεύθυνος του taxvoice.gr!

     

     

    Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, όλοι οι συνάδερφοι λογιστές ανά την επικράτεια, ζούμε στο ίδιο έργο θεατές…Αλλαγές επί αλλαγών επί καθημερινής βάσης, εκατοντάδες νόμοι, διευκρινιστικές και μετά από λίγο διευκρινιστικές επί διευκρινιστικών!

    Τα χτυπήματα που δεχόμαστε είναι και απανωτά και ακαριαία…Η απλοποίηση των φορολογικών και εργατικών νόμων είναι ένα άπιαστο όνειρο…Αντί αυτού η πολυπλοκότητα που φέρνουν όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις στον τρόπο που κάνουμε την δουλειά μας, το μόνο που επιφέρει είναι μια απίστευτη σύγχυση….ένα τεράστιο γιατί;

    • Γιατί ενώ η οικονομία ασθαίνει και οι μικρές επιχειρήσεις φυτοζωούν ζητούνται ολοένα και περισσότερα οικονομικά, ακόμα και στατιστικά στοιχεία;
    • Γιατί ενώ μέσα από την απλότητα και τη σαφήνεια, θα μπορούσε ο λογιστής να επιτελέσει ένα κομβικό ρόλο ακόμα και ελεγκτικό, βοηθώντας επί της ουσίας τις αρχές, τον βάζουν να αναλώνεται με ανούσιες δουλειές, χωρίς καν να γνωρίζει για ποιο λόγο ακριβώς τις εκτελεί;
    • Γιατί ενώ επί των τύπων γίνεται δημόσια διαβούλευση πριν από κάθε αλλαγή ενός νέου εντύπου, ποτέ δεν λαμβάνονται υπόψιν από τους ιθύνοντες οι απόψεις των μαχόμενων λογιστών;
    • Γιατί χάνουμε το δάσος και βλέπουμε μόνο το δέντρο;
    • Γιατί δεν βοηθάμε την μικρή επιχειρηματικότητα, που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, απλοποιώντας δομές και διαδικασίες, αλλά την εξωθούμε μια ώρα αρχύτερα στο γκρεμό;
    • Γιατί δε βοηθάμε το λογιστή φοροτεχνικό να κάνει σωστά τη δουλειά του και να ασχολείται με την ουσία και τον οδηγούμε μαθηματικά σε ένα αδιέξοδο δρόμο, γεμάτο άγχος, σύγχυση και ανασφάλεια;
    • Γιατί δεν ακολουθούμε πραγματικά παραδείγματα άλλων αναπτυγμένων χωρών που είναι 200 χρόνια μπροστά από εμάς και προσπαθούμε να ανακαλύψουμε μόνοι μας την “Αμερική”;

     

    Η εισαγωγή στη ζωή μας του νέου εντύπου Ε3, έρχεται σαν “κερασάκι στη τούρτα”…μετά από τη θέσπιση του νέου φορολογικού νόμου 4172/2013, την καθιέρωση των νέων Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, τη διενέργεια σε ευρύ επίπεδο των ηλεκτρονικών συναλλαγών, καθώς και την εφαρμογή δεκάδων νόμων και εγκυκλίων, που αφορούν τη μνημονιακή, αλλά και μεταμνημονιακή περίοδο….

    Η μεγάλη πλειοψηφία των λογιστικών γραφείων της χώρας, υποστηρίζει λογιστικά και φοροτεχνικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες και τηρούν το λεγόμενο απλογραφικό σύστημα. Το απλογραφικό αυτό σύστημα, πέραν της εμφανούς μη παρακολούθησης υπολοίπων πελατών-προμηθευτών, ταμείου, καθώς και εισπράξεων πληρωμών, είχε πάντοτε ως βασικό στόχο τη διευκόλυνση αφενός των πολύ μικρών οντοτήτων στις καθημερινές συναλλαγές τους και αφετέρου την εξυπηρέτηση των συναδέρφων, ώστε να μπορούν αξιοπρεπώς να διαχειρίζονται αυξημένο όγκο εργασίας.

    Βασικός κορμός της λογιστικής παρακολούθησης στα απλογραφικά βιβλία ήταν η λεγόμενη φορολογική βάση. Φορολογική βάση με απλά λόγια είναι η τήρηση ενός αξιόπιστου λογιστικού συστήματος( βιβλίου εσόδων-εξόδων), που παρακολουθεί κάθε συναλλαγή με βάση τον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με σκοπό την συμμόρφωση των επιχειρήσεων με τη φορολογική νομοθεσία και τη σωστή απόδοση των πάσης φύσεως οφειλόμενων φόρων.

    Η έννοια που ήρθε και τάραξε τα νερά στον κλάδο μετά την καθιέρωση των ενιαίων λογιστικών κανόνων για όλες τις κατηγορίες των οντοτήτων, με βάση τα ΕΛΠ, είναι αυτή της λογιστικής βάσης. Λογιστική βάση με απλά λόγια για οποιαδήποτε επιχείρηση μικρή ή μεγάλη είναι η εφαρμογή των λογιστικών κανόνων των νέων Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων(Ν.4308/2014). Αναπόφευκτα λίγο αργότερα ήρθαν στο προσκήνιο έννοιες όπως Διαφορές Λογιστικής και Φορολογικής Βάσης, Προσωρινές Διαφορές Λογιστικής-Φορολογικής Βάσης, Μόνιμες διαφορές Λογιστικής-Φορολογικής Βάσης, κλπ…

    Φυσικό επακόλουθο των ραγδαίων αυτών αλλαγών για τα απλογραφικά βιβλία, είναι η τήρηση ενός πιο πολύπλοκου λογιστικού σχεδίου λογαριασμών, κατά τα πρότυπα του διπλογραφικού συστήματος, αλλά και η παροχή από την πλευρά των επιχειρήσεων ολοένα και περισσότερων πληροφοριών προς τις φορολογικές αρχές.

    Οι πληροφορίες αυτές, απαιτούνται όχι μόνο για την ορθή τήρηση της λογιστικής βάσης(που παλαιότερα δεν εζητείτο στα τότε βιβλία Β κατηγορίας ΚΒΣ), αλλά  κυρίως της φορολογικής βάσης, της οποίας ο χειρισμός δυσκολεύει λόγω των αλλεπάλληλων αλλαγών, αλλά και διφορούμενων ερμηνειών σε θέματα φορολογίας.

    Χαρακτηριστικά παραδείγματα της διαρκώς αυξανόμενης πολυπλοκότητας στους λογιστικούς και φορολογικούς χειρισμούς είναι η αντιμετώπιση της έκπτωσης των ασφαλιστικών εισφορών, ο ΕΝΦΙΑ, η παρακολούθηση των πληρωμών τιμολογίων άνω των 500 ευρώ, οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, ο λογιστικός και φορολογικός χειρισμός φόρων και τελών, οι δαπάνες μη εκπιπτόμενες, οι επιχειρήσεις που απαλλάσονται από το ΦΠΑ λόγω τζίρου, το σύστημα παρακολούθησης ΦΠΑ με βάση την είσπραξη και δεκάδες  άλλα παραδείγματα…

    Άμεση συνέπεια της ορθής συμμόρφωσης επιχειρήσεων και λογιστών με τη συστηματική και  και αναλυτική παρακολούθηση τόσο της λογιστικής, όσο και της φορολογικής βάσης, είναι η ανάπτυξη ενός πολύπλοκου, τεκμηριωμένου και επαρκούς λογιστικού συστήματος, που όχι μόνο δεν μοιάζει με αυτό που ξέραμε όλοι ως τώρα ως βιβλίο εσόδων-εξόδων, αλλά ολοένα και συγκλίνει με ένα μίνι διπλογραφικό σύστημα, το οποίο παρέχει στις αρχές και σε κάθε ενδιαφερόμενο μια πολύπλευρη ανάλυση ποικίλλων πληροφοριών…Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως πλέον στα απλογραφικά βιβλία, οι πληροφορίες που απαιτούνται, επιτάσσουν την τήρηση ενός απλοποιημένου διπλογραφικού συστήματος, όχι γιατί αυτό επιβάλλεται δια νόμου, αλλά γιατί διαφορετικά δεν δύνανται να παρασχεθούν στις αρχές με τεκμηριωμένο τρόπο, όλες αυτές οι ουκ ολίγες πληροφορίες.

    Τέλος η εισαγωγή του ανανεωμένου εντύπου Ε3, έρχεται και ανακατεύει την τράπουλα…ακόμα περισσότερο, υπενθυμίζοντας μας, πως η υποβολή του είναι κοινή τόσο για τα διπλογραφικά, όσο και τα απλογραφικά βιβλία, ζητώντας ακριβώς τις ίδιες πληροφορίες, με γνώμονα τα ΕΛΠ, που μέχρι σήμερα όλοι αμφέβαλλαν αν έχουν σαφή πεδίο εφαρμογής στα απλογραφικά βιβλία…

    Μήπως ήδη ξεκίνησε το τέλος των απλογραφικών βιβλίων με τη μορφή που τα γνωρίζαμε ως σήμερα; Αυτό τι συνέπειες θα έχει για τον κλάδο μας, σε συνδυασμό και με την ηλεκτρονική τήρηση βιβλίων και στοιχείων;

    Ο καιρός γαρ εγγύς…..

     

    Υπενθύμιση: Μείωση φόρου και ηλεκτρονικές συναλλαγές! Σχετικές διατάξεις!

    ΠΟΛ.1062/2017 Διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν.4172/2013 καθώς και της ΑΥΟ ΠΟΛ. 1005/2017 (ΦΕΚ Β’145) σχετικά με τη μείωση του φόρου εισοδήματος.

    (Διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν.4172/2013 καθώς και της ΑΥΟ ΠΟΛ. 1005/2017 (ΦΕΚ Β’145) σχετικά με τη μείωση του φόρου εισοδήματος.)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    ΑΘΗΝΑ, 12 Απριλίου 2017
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α’
    Ταχ. Δ/νση: ΚΑΡ. ΣΕΡΒΙΑΣ 10
    Ταχ. Κώδικας: 10184 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες:  Σ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ
    Τηλέφωνο: 2103375315-6
    Fax: 2103375001
    E-Mail: [email protected]
    ΠΟΛ:1062
    ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν.4172/2013 καθώς και της ΑΥΟ ΠΟΛ. 1005/2017 (ΦΕΚ Β’145) σχετικά με τη μείωση του φόρου εισοδήματος.
    Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν τεθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Η μείωση του φόρου που προβλέπεται στο άρθρο 16 του ν.4172/2013 υπολογίζεται στα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις του άρθρου 12, καθώς και στην προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων που σύμφωνα με τις περιπτώσεις α’ και δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 34 φορολογείται με την κλίμακα του άρθρου 15 του ν.4172/2013 που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2017 και εφεξής.
    Επιπλέον, οι μειώσεις του φόρου του άρθρου 16 του ν.4172/2013 εφαρμόζονται και για τους κατ’ επάγγελμα αγρότες όπως αυτοί ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία (άρθρο 65 του ν.4389/2016), εφόσον δηλαδή τουλάχιστον το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα. Στην περίπτωση που αποκτάται εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή/και από ατομική αγροτική επιχείρηση μαζί με εισόδημα από λοιπές κατηγορίες, η μείωση του φόρου που προβλέπεται στο άρθρο 16 θα είναι αυτή που αναλογεί μόνο στο μέρος του εισοδήματος που προέρχεται αποκλειστικά από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή/και από ατομική αγροτική επιχείρηση. Ωστόσο, όταν αποκτάται εισόδημα από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, μαζί με εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, η μείωση του φόρου που προβλέπεται στο άρθρο 16 υπολογίζεται μόνον στο εισόδημα που αποκτάται από την αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το εάν αυτός χαρακτηρίζεται ως κατ’ επάγγελμα αγρότης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και του ποσοστού συμμετοχής του εισοδήματός του από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα σε σχέση με το συνολικό εισόδημα (σχετική η ΠΟΛ1107/2016 εγκύκλιος).
    2. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1005/12.1.2017, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της περ. στ’ της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 4172/2013, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για να διατηρηθεί η μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν.4172/2013, ο φορολογούμενος απαιτείται να πραγματοποιήσει δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών στην ημεδαπή ή σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ., οι οποίες να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως ενδεικτικά κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες (χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, προπληρωμένες κάρτες (prepaid card)), μέσω λογαριασμού πληρωμών Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010 (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές, τραπεζικές ή ταχυδρομικές επιταγές), μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet), κ.λπ..
    Διευκρινίζεται ότι όταν η καταβολή των φορολογουμένων προς τους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών του ν.3862/2010 για την εξόφληση της δαπάνης γίνεται με μετρητά (σε γκισέ ή σε easy-pay μηχάνημα) λαμβάνεται υπόψη για τη διατήρηση της μείωσης φόρου του άρθρου 16 του ν.4172/2013.
    3. Με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1005/12.1.2017 ορίζονται οι δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών που λαμβάνονται υπόψη. Οι δαπάνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται μέσα στο τρέχον φορολογικό έτος (2017) και ειδικά σε ό,τι αφορά τις δαπάνες που εξοφλούνται με πιστωτικές κάρτες, δεν εξετάζεται ο τρόπος εξόφλησης αυτών (εφάπαξ ή σε δόσεις).
    Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις κοινών τραπεζικών λογαριασμών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (κάθε μορφής στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό) οι πραγματικοί δικαιούχοι, οι οποίοι καθορίζονται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις, μπορούν να χρησιμοποιούν τους εν λόγω λογαριασμούς ανάλογα με τις πραγματοποιούμενες δαπάνες τους. Τα ίδια ισχύουν και για πιστωτικές κάρτες με δικαιούχους κύρια και πρόσθετα μέλη.
    Σημειώνεται ότι ειδικά για τους λογαριασμούς ΔΕΚΟ που είναι σε όνομα διαφορετικό από αυτόν που καταβάλλει, γίνονται δεκτές οι εν λόγω δαπάνες, εφόσον ο καταβάλλων την δαπάνη είναι και ο πραγματικός χρήστης του ακινήτου.
    Διευκρινίζεται ότι προκειμένου να διατηρηθεί η μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν.4172/2013, στην περίπτωση δαπανών των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες εξοφλούνται από τον διαχειριστή της πολυκατοικίας με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, οι εν λόγω δαπάνες θα λαμβάνονται υπόψη μετά τον επιμερισμό τους στους ενοίκους ή στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών.
    4. Για την απόδειξη της εξόφλησης με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής των δαπανών απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1005/12.1.2017, γίνεται δεκτό κάθε πρόσφορο μέσο όπως ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, κατάσταση κίνησης τραπεζικού λογαριασμού (bank statement) ή αντίγραφο κίνησης τραπεζικού λογαριασμού, αναλυτική εικόνα καρτών, αποδεικτικά κατάθεσης ή εξόφλησης, αντίγραφο του τερματικού μηχανήματος (POS) κ.λπ. και δεν απαιτείται η συλλογή αποδείξεων.
    Επισημαίνεται ότι τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την απόδειξη της δαπάνης για απόκτηση αγαθών και λήψης υπηρεσιών φυλάσσονται από τους φορολογούμενους μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης.
    5. Όσον αφορά τους φορολογούμενους που εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για την πραγματοποίηση των δαπανών τους, αλλά απαιτείται να προσκομίσουν αποδείξεις ίσης αξίας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1005/12.1.2017, για να διατηρηθεί η μείωση φόρου του άρθρου 16 του ν.4172/2013, οι αποδείξεις αυτές θα πρέπει να έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4308/2014 (ΕΛΠ).
    Διευκρινίζεται ότι στην ως άνω περίπτωση εμπίπτουν μεταξύ άλλων οι φορολογούμενοι οι οποίοι μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους πραγματοποίησης των δαπανών έχουν συμπληρώσει το εβδομηκοστό (70ο) έτος της ηλικίας. Για το τρέχον δηλαδή έτος όσοι έχουν γεννηθεί έως και την 31.12.1947.
    Σημειώνεται ότι οι εν λόγω φορολογούμενοι που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 3 της ίδιας ως άνω ΑΥΟ, εφόσον το επιθυμούν έχουν τη δυνατότητα να εξοφλούν τις δαπάνες τους και με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
    6. Με το άρθρο 5 της εν λόγω ΑΥΟ Π0Λ.1005/2017 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση που καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δυο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών. Όταν ένας εκ των δυο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης πραγματοποιεί δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών αλλά δεν δικαιούται την προβλεπόμενη μείωση φόρου του άρθρου 16 του ν.4172/2013 με βάση τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 της παρούσας, το ποσό των δαπανών δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών.
    7. Τέλος, σημειώνεται ότι οι δαπάνες για απόκτηση αγαθών και λήψης υπηρεσιών είναι αυτές που πραγματοποιεί στην ημεδαπή ή σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ. ο φορολογούμενος για τον ίδιο ή τον άλλο σύζυγό του ή το άλλο μέλος του συμφώνου συμβίωσης καθώς και για τα εξαρτώμενα μέλη αυτού όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 11 του ν.4172/2013.
    Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
    Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Φορολογικές δηλώσεις: Τί πρέπει να προσέξουμε με τις αποδείξεις; Σχετικές αποφάσεις!

    ΠΟΛ.1005/2017 Καθορισμός δαπανών για τις οποίες απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή/και συλλογής αποδείξεων για το φορολογικό έτος 2017

    (Καθορισμός δαπανών για τις οποίες απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή/και συλλογής αποδείξεων για το φορολογικό έτος 2017)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 2017
    (ΦΕΚ Β’ 145/25-01-2017)
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α’
    Ταχ. Δ/νση:Καρ.Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδικας:10184
    Πληροφορίες:Σ.Κυριακίδου – Θ. Σαφαρής
    Τηλέφωνο:210.3375446- 192
    Fax:210.3375001
    E-Mail:[email protected]
    ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
    ΠΟΛ 1005/2017
    ΘΕΜΑ: Καθορισμός δαπανών για τις οποίες απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή/και συλλογής αποδείξεων για το φορολογικό έτος 2017.

    ΑΠΟΦΑΣΗ
    Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    Έχοντας υπόψη:
    1. Τις διατάξεις της περ. στ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 4172/2013 (Α’ 167), όπως ισχύουν.
    2. Τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 15, των άρθρων 16, 20, 29 και 34 του ν. 4172/2013.
    3. Τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4174/2013 (Α’ 170).
    4. Τις διατάξεις της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 (Α’ 94).
    5. Το Π.Δ. 111/2014 (Α’ 178/2014 και Α’ 25/2015) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει.
    6. Το Π.Δ. 125/2016 (Α’ 210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
    7. Την υπ’ αριθ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016/14.11.2016 (Β’ 3696/15.11.2016) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών περί «Ανάθεσης αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».
    8. Την ανάγκη καθορισμού των δαπανών για τις οποίες απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή/και συλλογής αποδείξεων, την ανάγκη κατανομής των δαπανών μεταξύ των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης, τις κατηγορίες των φορολογουμένων που εξαιρούνται από την υποχρέωση αυτή, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
    9. Το γεγονός ότι με την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
    αποφασίζουμε:
    Άρθρο 1

    Για να διατηρηθεί η μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 4172/2013, ο φορολογούμενος απαιτείται να πραγματοποιήσει δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών στην ημεδαπή ή σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ., οι οποίες να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, δηλαδή κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών Παροχών Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010 (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές), και διενεργούνται μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet) κ.λπ., το ελάχιστο ποσό των οποίων προσδιορίζεται ως ποσοστό του φορολογητέου εισοδήματος του, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

    Εισόδημα (σε ευρώ) Ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή Και μέσα πληρωμής με κάρτα (Προοδευτική εφαρμογή)
    1-10.000 10%
    10.000,01-30.000 15%
    30.000,01 και άνω 20% και μέχρι 30.000 ευρώ

    Η κλίμακα της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται προοδευτικά, έτσι ώστε ο συντελεστής του επόμενου κλιμακίου να υπολογίζεται μόνον στο υπερβάλλον ποσό του εισοδήματος.
    Άρθρο 2
    Οι δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών λαμβάνονται υπόψη, εφόσον περιλαμβάνονται στις ακόλουθες ομάδες του δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛ.ΣΤΑΤ.:
    Ομάδα 1 (Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά).
    Ομάδα 2 (Αλκοολούχα ποτά και καπνός).
    Ομάδα 3 (Ένδυση και υπόδηση).
    Ομάδα 4 (Στέγαση), εξαιρουμένων των ενοικίων.
    Ομάδα 5 (Διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες).
    Ομάδα 6 (Υγεία).
    Ομάδα 7 (Μεταφορές), εξαιρουμένης της δαπάνης για τέλη κυκλοφορίας και της αγοράς οχημάτων, πλην των ποδηλάτων.
    Ομάδα 8 (Επικοινωνίες).
    Ομάδα 9 (Αναψυχή, πολιτιστικές δραστηριότητες), εξαιρουμένης της αγοράς σκαφών, αεροπλάνων και αεροσκαφών.
    Ομάδα 10 (Εκπαίδευση).
    Ομάδα 11 (Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια).
    Ομάδα 12 (Άλλα αγαθά και υπηρεσίες).
    Άρθρο 3
    1. Εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν.4172/2013, οι φορολογούμενοι εβδομήντα (70) ετών και άνω, άτομα με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του ν. 4172/2013, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα και φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
    2. Εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και οι παρακάτω κατηγορίες φορολογουμένων:
    α. Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της παρούσας.
    β. Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και φορολογούνται με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων.
    γ. Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
    δ. Οι φορολογούμενοι που δεν έχουν εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχουν εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν.4172/2013.
    ε. Οι φορολογούμενοι που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ, για τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος τους, σύμφωνα με την περ.δ’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν.4172/2013.
    στ. Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ).
    ζ. Οι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
    η. Οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών).
    3. Οι φορολογούμενοι των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου υποχρεούνται να προσκομίσουν αποδείξεις ίσης αξίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1 και 2 της παρούσας. Οι αποδείξεις φυλάσσονται για μελλοντικό έλεγχο.
    Άρθρο 4
    Εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και προσκόμισης αποδείξεων για την πραγματοποίηση δαπανών, οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών, οι στρατιωτικοί, εφόσον υπηρετούν στην αλλοδαπή, οι υπηρετούντες στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα και οι φυλακισμένοι.
    Άρθρο 5
    Το ποσό των δαπανών δηλώνεται ατομικά από κάθε σύζυγο ή από κάθε μέρος συμφώνου συμβίωσης. Σε περίπτωση που καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δυο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών.
    Εάν δεν καλύπτεται το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό της κλίμακας του άρθρου 1 της παρούσας, τότε ο φόρος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).
    Άρθρο 6
    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

    Κατόπιν της παραπάνω πολύ σημαντικής εγκυκλίου, εκδόθηκε μια ακόμα απόφαση σχετικά με τις ιατρικές δαπάνες, η οποία και παρατίθεται αυτούσια.(η παραπάνω ΠΟΛ 1005/17, εμφανίζεται κωδικοποιημένη, όπως τροποποιήθηκε με την νέα ΠΟΛ 1100/2017):

    ΠΟΛ.1100/2017 Και οι ιατρικές δαπάνες για το «χτίσιμο» του αφορολόγητου

    (Τροποποίηση της ΠΟΛ.1005/2017 απόφασης της Υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 145/2017))

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    ΑΘΗΝΑ, 7 Ιουλίου 2017
    (ΦΕΚ 2381 B΄/12.7.2017)
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΡΑΦΕΙΟ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ
    2. 
    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α΄
    Ταχ. Δ/νση : ΚΑΡ. ΣΕΡΒΙΑΣ 10
    Ταχ. Κώδικας : 10184 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες : Σ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ
    Τηλέφωνο : 2103375315-6
    Fax : 2103375001
    E-Mail : [email protected]
    ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
    ΠΟΛ 1100/2017
    ΘΕΜΑ: Τροποποίηση της ΠΟΛ. 1005/2017 Απόφασης της Υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 145/2017) .

    ΑΠΟΦΑΣΗ
    Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝΈχοντας υπόψη:
    1. Τις διατάξεις της περ. στ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α’ 167), όπως ισχύουν.
    2. Τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 15, των άρθρων 16, 20, 29 και 34 του ν. 4172/2013.
    3. Τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170).
    4. Τις διατάξεις της περ. β’ της παρ.2 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α’94).
    5. Το π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ Α’ 210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
    6. Την υπ’ αριθ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016/14.11.2016 (ΦΕΚ Β’ 3696/15.11.2016) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών περί «Ανάθεσης αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».
    7. Την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/10.3.2017 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β’ 968), με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
    8. Την ανάγκη καθορισμού των δαπανών για τις οποίες απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή/και συλλογής αποδείξεων, την ανάγκη κατανομής των δαπανών μεταξύ των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης, τις κατηγορίες των φορολογουμένων που εξαιρούνται από την υποχρέωση αυτή, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
    9. Το γεγονός ότι με την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
    αποφασίζουμε:
    Άρθρο 1
    Στο άρθρο 2 της ΠΟΛ.1005/12.1.2017 (ΦΕΚ Β’ 145/2017) απόφασης της Υφυπουργού Οικονομικών, μετά την Ομάδα 5 (Διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες), προστίθεται νέα ομάδα που έχει ως εξής:
    «- Ομάδα 6 (Υγεία)».
    Άρθρο 2
    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    Αθήνα, 7 Ιουλίου 2017
    Η Υφυπουργός Οικονομικών
    ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

    Υπενθύμιση: Ποιοι επαγγελματίες δεν είναι υποχρεωμένοι σε τήρηση βιβλίων;

     

    ΠΟΛ.1007/9.1.2015 Απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης λογιστικών αρχείων (βιβλίων) των αγροτών και λοιπών περιπτώσεων

    (Απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης λογιστικών αρχείων (βιβλίων) των αγροτών και λοιπών περιπτώσεων)

    Κατηγορία: Ελληνικά λογιστικά πρότυπα

    Αθήνα, 9/1/2015
    (ΦΕΚ Β’ 73/16-01-2015)
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
    ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΚΦΑΣ
    Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κωδ. : 101 84 Αθήνα
    Πληροφορίες :
    Τηλέφωνο : 210-3638389
    210-3627090
    ΠΟΛ 1007/2015
    ΘΕΜΑ: «Απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης λογιστικών αρχείων (βιβλίων) των αγροτών και λοιπών περιπτώσεων.»
    ΑΠΟΦΑΣΗ
    Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    Έχοντας υπόψη:
    1. Τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 30 του Ν. 4308/2014 (ΦΕΚ 251 Α΄).
    2. Το Π.Δ. 111/2014 (ΦΕΚ 178 Α΄) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών».
    3. Ότι, από 1.1.2015, με την καθιέρωση των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, επέρχονται ορισμένες διαφοροποιήσεις ως προς την έκδοση αποδείξεων (παραστατικών πώλησης) λιανικών συναλλαγών και την τήρηση βιβλίων από συγκεκριμένες κατηγορίες οντοτήτων, και ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητο να παρασχεθούν οι αναγκαίες διευκολύνσεις για την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, ειδικά στις μικρές αγροτικές επιχειρήσεις.
    4. Τις διατάξεις του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ (Ν. 2859/2000 − ΦΕΚ 248 Α΄), όπως ισχύουν.
    5. Τις διατάξεις της υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α΄), όπως ισχύει, περί σύστασης θέσης Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
    6. Την πράξη 20/25−6−2014 του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 360 ΥΟΔΔ), περί επιλογής και διορισμού Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
    7. Ότι με την παρούσα δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
    αποφασίζουμε:
    Άρθρο 1
    1. Παρέχεται η δυνατότητα, από το φορολογικό έτος (περίοδο) 2015 και εφεξής, μη ενημέρωσης λογιστικών βιβλίων στους αγρότες − φυσικά πρόσωπα οι οποίοι λόγω υπέρβασης των ορίων της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του Ν. 2859/2000 εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α. και υποχρεούνται στην τήρηση λογιστικών αρχείων (βιβλίων και στοιχείων), εφόσον:
    α) τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και την παροχή αγροτικών υπηρεσιών δεν υπερβαίνουν το ενάμιση εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ,
    β) τα λογιστικά στοιχεία τηρούνται με τάξη και πληρότητα ώστε να εκπληρούνται με ορθότητα οι φορολογικές ή άλλες υποχρεώσεις του υπόχρεου και να διευκολύνεται η διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου, και
    γ) δεν ασκείται άλλη δραστηριότητα, για την οποία υπάρχει υποχρέωση τήρησης βιβλίων.
    2. Όσοι αγρότες − φυσικά πρόσωπα του κανονικού καθεστώτος Φ.Π.Α. δεν ασκήσουν την επόμενη διαχειριστική περίοδο την αγροτική τους εκμετάλλευση ούτε δικαιούνται να λάβουν δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης, δεν υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων.
    Στην περίπτωση που μέχρι το τέλος της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου δεν προκύπτει το ύψος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της προ−προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου.
    Επί μεταβίβασης δε, των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, η υποχρέωση για τήρηση λογιστικών αρχείων (βιβλίων και στοιχείων) καταλαμβάνει τους αγρότες με εναπομείναντα δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης πάνω από το προβλεπόμενο όριο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
    Άρθρο 2
    Απαλλάσσονται από το φορολογικό έτος (περίοδο) 2015 και εφεξής μόνο από την ενημέρωση λογιστικών αρχείων (βιβλία) οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2.γ του άρθρου 1 του Ν. 4308/2014 οι οποίες:
    1. Είναι ατομικές επιχειρήσεις (φυσικά πρόσωπα) που πωλούν αγαθά ή προσφέρουν υπηρεσίες, αποκλειστικά από σταθερά σημεία μετά από άδεια των αρμόδιων υπηρεσιών, με εξαίρεση τις λαϊκές αγορές και τα παζάρια.
    Στην απαλλαγή της παραγράφου αυτής εντάσσονται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, οι στιλβωτές υποδημάτων καθώς και οι πωλητές κουλουριών, ψημένων καλαμποκιών, κάστανων, ξηρών καρπών, καρύδας ή άλλων αγαθών, που πωλούνται ή προσφέρονται.
    2. Είναι ατομικές επιχειρήσεις (φυσικά πρόσωπα) που απαλλάσσονται από το Φ.Π.Α. λόγω ύψους ακαθαρίστων εσόδων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄) με εξαίρεσή τους εκμεταλλευτές ΤΑΞΙ, τα πρατήρια υγρών καυσίμων και τους πωλητές πετρελαίου θέρμανσης.
    3. Είναι ατομικές επιχειρήσεις (φυσικά πρόσωπα) − πλανόδιοι λιανοπωλητές λαχείων.
    4. Είναι οντότητες που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς κατ’ αποκοπή καταβολής του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 του Ν. 2859/2000.
    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

    Ποιοι επαγγελματίες εξαιρούνται από την καταβολή Τέλους Επιτηδεύματος;

    Η πρόσφατη ΠΟΛ 1068/2018 στο άρθρο 4 Α.5, αναφέρει ξεκάθαρα:
    Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις καταβολής του τέλους επιτηδεύματος, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητα τους σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους. Για τη διαπίστωση των πληθυσμιακών εξαιρέσεων από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος ή την επιβολή μειωμένου τέλους, λαμβάνεται υπόψη η τελευταία επίσημη Απογραφή Μόνιμου Πληθυσμού της Χώρας. Στην περίπτωση που η δραστηριότητα δεν ασκείται ολόκληρο το φορολογικό έτος σε περιοχή που απαλλάσσεται, αλλά λόγω μεταφοράς έδρας ασκείται κάποιους μήνες και σε περιοχή που δεν υπάρχει η πληθυσμιακή εξαίρεση, το τέλος επιτηδεύματος επιβάλλεται αναλογικά για τους μήνες λειτουργίας στη μη απαλλασσόμενη περιοχή.
    Με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν.4484/2017 τροποποιήθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, ως προς την έννοια του υποκαταστήματος για την εφαρμογή των διατάξεων επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και δόθηκαν σχετικές οδηγίες με την ΠΟΛ.1156/2017 εγκύκλιο. Συνεπώς, για τις εγκαταστάσεις που δεν νοούνται ως υποκαταστήματα για τις ανάγκες επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και οι οποίες δηλώνονται στον κωδικό 008 του εντύπου Ε3, δεν υπολογίζεται τέλος επιτηδεύματος.

    Υπενθύμιση: Ποιες οντότητες με απλογραφικά βιβλία δεν είναι υποχρεωμένες να κάνουν απογραφή αποθεμάτων;

    ΠΟΛ.1019/16.1.2015 Απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών οντοτήτων που εφαρμόζουν απλογραφικό λογιστικό σύστημα στην τήρηση λογιστικών αρχείων (βιβλίων) από την τήρηση αρχείου αποθεμάτων και τη διενέργεια φυσικής απογραφής

    (Απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών οντοτήτων που εφαρμόζουν απλογραφικό λογιστικό σύστημα στην τήρηση λογιστικών αρχείων (βιβλίων) από την τήρηση αρχείου αποθεμάτων και τη διενέργεια φυσικής απογραφής)

    Κατηγορία: Ελληνικά λογιστικά πρότυπα

    Αθήνα, 16/1/2015
    (ΦΕΚ Β’ 221/17-02-2015)
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ
    ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
    ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ Κ.Φ.Α.Σ.
    Ταχ. Κωδ. : 101 84 Αθήνα
    Πληροφορίες :
    Τηλέφωνο : 210-3638389
    210-3627090
    ΠΟΛ 1019/2015
    ΘΕΜΑ: Απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών οντοτήτων που εφαρμόζουν απλογραφικό λογιστικό σύστημα στην τήρηση λογιστικών αρχείων (βιβλίων) από την τήρηση αρχείου αποθεμάτων και τη διενέργεια φυσικής απογραφής.
    ΑΠΟΦΑΣΗ
    Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

    Έχοντας υπόψη:
    1. Τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 30 του Ν. 4308/2014 (ΦΕΚ 251 Α΄).

    2. Το Π.Δ. 111/2014 (ΦΕΚ 178 Α΄) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών»
    3. Τις διατάξεις της υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α΄), όπως ισχύει, περί σύστασης θέσης Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
    4. Την Πράξη 20/25−6−2014 του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 360 ΥΟΔΔ), περί επιλογής και διορισμού Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
    5. Ότι, από 1.1.2015, με την καθιέρωση των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, επέρχονται ορισμένες διαφοροποιήσεις ως προς την τήρηση βιβλίων από συγκεκριμένες κατηγορίες οντοτήτων και ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητο να παρασχεθούν σε αυτές τις κατηγορίες, οι αναγκαίες διευκολύνσεις για την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
    6. Ότι υπάρχουν κατηγορίες επιτηδευματιών οι οποίοι:
    α) είτε αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα για τη σύνταξη απογραφής λόγω, διαζευκτικά ή αθροιστικά, του μικρού μεγέθους του αντικειμένου των εργασιών τους, ή του μεγάλου αριθμού ειδών ή/και παρεμφερούς φύσης ή/και μικρής αξίας ανά τεμάχιο αποθεμάτων, είτε
    β) δεν διαθέτουν αξιόλογα αποθέματα αγαθών στο τέλος της χρήσης ή/και τα αποθέματά τους δεν παρουσιάζουν διακύμανση από έτος σε έτος, και ως εκ τούτου η απογραφή τους δεν παρουσιάζει ουσιαστικό φορολογικό ενδιαφέρον.
    7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν δημιουργείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
    αποφασίζουμε:
    Άρθρο 1
    1. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου οντότητες που εμπίπτουν στην παράγραφο 2γ του άρθρου 1 του Ν. 4308/2014, όταν κατατάσσονται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων του άρθρου 2 του ιδίου νόμου και εκ του λόγου αυτού συντάσσουν μόνο Κατάσταση Αποτελεσμάτων (απλογραφικό λογιστικό σύστημα), δύνανται να μη διενεργούν φυσική απογραφή των αποθεμάτων τους στο τέλος της ετήσιας περιόδου (φορολογικό έτος) καθώς και να μην τηρούν το αρχείο της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν. 4308/2014.
    2. Η δυνατότητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου παρέχεται όταν η οντότητα έχει ως κύριο αντικείμενο των εργασιών της (άνω του 50% του συνόλου του καθαρού κύκλου εργασιών από πώληση αγαθών) μία από τις παρακάτω δραστηριότητες:

    2.1. Εκμετάλλευση λατομείου (απλή εξόρυξη αργών λίθων επεξεργασία λατομικών προϊόντων).
    2.2. Κατασκευή ή εμπορία σφραγίδων, επιγραφών, σημάτων.
    2.3. Εκμετάλλευση τυπογραφείου γενικά.
    2.4. Φωτογραφείο και εργαστήριο εμφανίσεως φίλμς − εκτυπώσεις φωτογραφιών γενικώς.
    2.5. Εκδόσεις εφημερίδων και περιοδικών.
    2.6. Βιβλιοδετείο.
    2.7. Εργαστήριο φωτοτυπιών και πολυγραφήσεων.
    2.8. Αρτοποιείο, πρατήριο άρτου, ειδών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, εργαστήριο ζαχαροπλαστικής (πώληση σε ιδιώτες καταναλωτές, λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.9. Γαλακτοζαχαροπλαστείο και γαλακτοπώλης γενικά (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.10. Εμπορία ειδών διατροφής (παντοπωλείο, μίνι μάρκετ, σούπερ μάρκετ, κ.λπ., πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.11. Εμπορία νωπών και κατεψυγμένων ιχθύων (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.12. Οπωρολαχανοπώλης (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.13. Εμπορία ρακών ή απορριμμάτων.
    2.14. Εμπορία ψιλικών (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.15. Πρακτορείο εφημερίδων και περιοδικών γενικά.
    2.16. Ανθοπωλείο.
    2.17. Εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, κέντρα διασκέδασης, μπαρ, καφετέριες, κυλικεία, αναψυκτήρια ή συναφείς δραστηριότητες, καθώς και οι αυτόματοι πωλητές συναφών ειδών.
    2.18. Εμπορία ειδών βιβλιοπωλείου (πώληση χονδρική − λιανική).
    2.19. Εμπορία ειδών χαρτοπωλείου (φάκελοι, γραφική ύλη, κ.λπ.), ειδών σχεδιάσεως και συναφών οργάνων (πώληση χονδρική − λιανική).
    2.20. Εκδόσεις βιβλίων γενικά.
    2.21. Παραγωγή ή εμπορία τυροπιτών, σάντουιτς και συναφών ειδών (πώληση χονδρική − λιανική).
    2.22. Φαρμακείο.
    2.23. Πωλήσεις ηλεκτρονικών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων (χονδρική ή λιανική).
    2.24. Υλικά ραπτικής και υποδηματοποιίας (χονδρική − λιανική).
    2.25. Πωλήσεις σιδηρικών εργαλείων χειρός και ειδών κιγκαλερίας (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.26. Είδη υγιεινής διατροφής (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.27. Παλαιοσίδερα, σίδηρος και παλαιά μέταλλα (σκραπ).
    2.28. Μεταχειρισμένα ανταλλακτικά αυτοκινήτων και λοιπών αυτοκινούμενων μηχανημάτων (που αγοράζονται με το βάρος). Σε περίπτωση σύνταξης απογραφής των ειδών αυτών, αυτή δύναται α διενεργείται με το βάρος και όχι κατ’ είδος.
    2.29. Εμπορία ψιλικών και ζαχαρωδών προϊόντων (πώληση χονδρική − λιανική).
    2.30. Εμπορία παλαιών γραμματοσήμων και συναφών.
    2.31. Εμπορία ψιλικών − κλωστικών ραφής και πλεξίματος, νημάτων, εργόχειρων, κεντημάτων και συναφών ειδών (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.32. Αγρότες (ειδικού και κανονικού καθεστώτος Φ.Π.Α.) και αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
    2.33. Παλαιοπώλης (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.34. Εμπορία μεταχειρισμένων ειδών ένδυσης και υφασμάτων λαϊκής κατανάλωσης (που αγοράζονται ή πωλούνται με το βάρος).
    2.35. Εμπορία ψευδοκοσμημάτων γενικά (πώληση λιανική ή χονδρική).
    2.36. Εμπορία αγαθών που προέρχονται από πλειστηριασμούς.
    2.37. Πρατήρια καπνοβιομηχανικών προϊόντων (πώληση χονδρική).
    2.38. Εμπορία ωδικών πτηνών, μικρών ζώων, τροφών και εξαρτημάτων αυτών, διακοσμητικών ψαριών, πτηνών, ζώων και συναφών (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.39. Εμπορία χρωμάτων βερνικιών στόκων και λοιπών συναφών (λιανικώς ή κυρίως λιανικώς).
    2.40. Κτηνιατρικά φαρμακεία.
    2.41. Κρεοπώλες (πώληση λιανική ή κυρίως λιανική).
    2.42. Εκμεταλλευτής περιπτέρου.
    2.43. Πωλήσεις οπωρολαχανικών, νωπών αλιευμάτων και λοιπών αγροτικών προϊόντων αποκλειστικά στις κινητές λαϊκές αγορές ή πλανοδίως, καθώς και ο αγρότης που πωλεί τα προϊόντα παραγωγής του από λαϊκές αγορές.

    3. Μια οντότητα θεωρείται ότι πωλεί κυρίως λιανικά (κυρίως λιανική πώληση) όταν οι πωλήσεις σε ιδιώτες καταναλωτές υπερβαίνουν το 50% του συνόλου του καθαρού κύκλου εργασιών από πώληση αγαθών.
    Άρθρο 2
    1. Η πολύ μικρή οντότητα, βάσει της παραγράφου 2γ του άρθρου 1 του Ν. 4308/2014 και της παραγράφου 11 του άρθρου 30 του ίδιου νόμου, που συντάσσει μόνο Κατάσταση Αποτελεσμάτων (απλογραφικό λογιστικό σύστημα) και έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία (πρατήριο) υγρών καυσίμων ή/και πετρελαίου θέρμανσης, προσδιορίζει τα αποθέματά της βάσει του συστήματος εισροών−εκροών.
    2. Η οντότητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου που πωλεί, πέραν των υγρών καυσίμων και του πετρελαίου θέρμανσης, λιπαντικά ή και τσιγάρα, δύναται να μη διενεργεί απογραφή αυτών των ειδών όταν ο ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών εξ’ αυτών των αγαθών (λιπαντικά και τσιγάρα) δεν υπερβαίνει το ποσό της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του νόμου 4308/2014 (150.000 ευρώ).
    3. Όταν η οντότητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου διατηρεί και άλλη δραστηριότητα πώλησης αγαθών, πέραν των αναφερόμενων αγαθών στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, η άλλη δραστηριότητα κρίνεται αυτοτελώς σε ό,τι αφορά τη διενέργεια απογραφής αποθεμάτων. Συγκεκριμένα, η οντότητα αυτή δύναται να μη διενεργεί φυσική απογραφή για τα αγαθά της εν λόγω δραστηριότητας, όταν ο ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών της δραστηριότητας αυτής δεν υπερβαίνει το ποσό της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του νόμου 4308/2014 (150.000 ευρώ).
    4. Η οντότητα του παρόντος άρθρου δεν εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 1 της παρούσας απόφασης.
    Άρθρο 3
    Η παρούσα ισχύει για το φορολογικό έτος (περίοδο) 2015 και εφεξής.
    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    Ακριβές Αντίγραφο
    Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης
    Η Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
    ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

    Υπενθύμιση: Δαπάνες μη εκπιπτόμενες και συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων αντισυμβαλλομένων!

    ΠΟΛ.1158/2016 Πρόσθετες διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν.4172/2013 σε περίπτωση συμψηφισμού αμοιβαίων ανταπαιτήσεων αντισυμβαλλομένων

    (Πρόσθετες διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν.4172/2013 σε περίπτωση συμψηφισμού αμοιβαίων ανταπαιτήσεων αντισυμβαλλομένων)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 24 Οκτωβρίου 2016
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ: Β’
    Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
    Πληροφορίες : Ε. Πλάνη
    Τηλέφωνο: 210.3375312
    Fax:  210. 3375001
    e-mail:  [email protected]

    ΠΟΛ 1158/2016
    ΘΕΜΑ: Πρόσθετες διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν.4172/2013 σε περίπτωση συμψηφισμού αμοιβαίων ανταπαιτήσεων αντισυμβαλλομένων.

    Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν.4172/2013, με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά οι μη εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν εκπίπτει κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής (περ. β’).
    2. Όπως διευκρινίστηκε με την ΠΟΛ.1216/1.10.2014 εγκύκλιό μας, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι ως άνω διατάξεις, για την εφαρμογή της περίπτωσης β’ του άρθρου αυτού, στην έννοια της αγοράς των αγαθών και της λήψης των υπηρεσιών εμπίπτουν οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εμπορευμάτων, υλικών, παγίων κ.λπ., οι πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης καθώς και οι πάσης φύσεως υπηρεσίες που λαμβάνει η
    επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 και δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις λοιπές περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.
    Επίσης, διευκρινίσθηκε ότι σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, επιτρέπεται να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συμψηφισμούς, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει σε διατάξεις άλλων νόμων. Όταν η διαφορά που απομένει μετά τον συμψηφισμό είναι μεγαλύτερη των 500 ευρώ, τότε για να αναγνωρισθεί το σύνολο των αγορών απαιτείται η εξόφλησή της με τραπεζικό μέσο πληρωμής.
    3. Κατόπιν των ανωτέρω, διευκρινίζεται ότι τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1216/1.10.2014 εγκύκλιό μας, αναφορικά με τους λογιστικούς συμψηφισμούς σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, ισχύουν και για κάθε περίπτωση συμψηφισμού υποχρεώσεων από αγορές αγαθών ή υπηρεσιών με απαιτήσεις έναντι των ίδιων προσώπων που έχουν γεννηθεί από άλλη αιτία (π.χ. απαιτήσεις των αγροτικών συνεταιρισμών έναντι των μελών τους για την κάλυψη της συνεταιριστικής τους μερίδας, απαίτηση για απόδοση των ποσών που εισέπραξε εταιρεία ταχυμεταφορέων – courier – «εισπράκτορα για λογαριασμό τρίτων» κατ’ εντολή της επιχείρησης από πελάτες της, κ.λπ.).
    Επομένως, σε περίπτωση που οι σχετικές υποχρεώσεις εξοφλούνται δια συμψηφισμού τους με απαιτήσεις έναντι των ίδιων προσώπων, οι αντίστοιχες δαπάνες αγοράς αγαθών ή λήψης υπηρεσιών, κατά το μέρος που διαμορφώνουν το κόστος πωληθέντων κάθε φορολογικού έτους, αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης των απαιτήσεων αυτών.
    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι σε περίπτωση που, μετά τον συμψηφισμό, η εναπομένουσα υποχρέωση από την αγορά αγαθών ή τη λήψη υπηρεσιών υπερβαίνει τα 500 ευρώ, η εξόφλησή της θα πρέπει να γίνει με τραπεζικό μέσο πληρωμής προκειμένου να αναγνωρισθεί προς έκπτωση το σύνολο του κόστους πωληθέντων που αναλογεί στις σχετικές αγορές.
    Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Έκδοση στοιχείων λιανικής με το σύστημα της παραγγελιοληψίας από καταστήματα εστίασης!

    Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Δ 1157368 ΕΞ 2017 Παροχή διευκρινίσεων για την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με το σύστημα της παραγγελιοληψίας, από οντότητες – εκμεταλλευτές καταστημάτων, που διαθέτουν στο κοινό οποιοδήποτε είδος τροφής ή ποτού

    (Παροχή διευκρινίσεων για την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με το σύστημα της παραγγελιοληψίας, από οντότητες – εκμεταλλευτές καταστημάτων, που διαθέτουν στο κοινό οποιοδήποτε είδος τροφής ή ποτού)

    Κατηγορία: Ελληνικά λογιστικά πρότυπα

    Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017
    Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Δ 1157368 ΕΞ2017/20-10-2017
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Δ’- ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
    Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ.Κώδικας :10184 Αθήνα
    Πληροφορίες :Α. Λουγκάνη
    Τηλέφωνο:2103610065, 2103610030
    Fax:2103615052
    E-Mail:[email protected]
    Url:www.aade.gr
    ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ
    ΘΕΜΑ: Παροχή διευκρινίσεων για την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με το σύστημα της παραγγελιοληψίας, από οντότητες – εκμεταλλευτές καταστημάτων, που διαθέτουν στο κοινό οποιοδήποτε είδος τροφής ή ποτού.
    1. Με την παράγραφο 9.2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012, η οποία διατηρείται σε ισχύ με τις διατάξεις του ν. 4308/2014, ορίζεται το περιεχόμενο των δελτίων Προσωρινών Αποδείξεων που εκδίδονται με Φορολογικό Ηλεκτρονικό Μηχανισμό (Φ.Η.Μ.) με πρόγραμμα εστιατορίου. Όπως αναφέρεται δε στην υποπαράγραφο 9.2.1 (περ. 10) της ανωτέρω απόφασης, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο των δελτίων προσωρινών αποδείξεων, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται και μια τουλάχιστον γραμμή για κάθε είδος, στην οποία αναγράφεται η ονομασία, η αξία και η ποσότητα του είδους.
    2. Όπως έχει γίνει δεκτό (υπ’ αριθμ. ΔΕΛ Ζ ΚΦΑΣ 1142901 ΕΞ 2015/26.10.2015 έγγραφό μας), οι εκδίδοντες αποδείξεις λιανικής με τη χρήση Η/Υ και μηχανισμού Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ., μπορούν να κάνουν ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων στην Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012 και αντί να εκδίδουν σημασμένες αποδείξεις λιανικής πώλησης με κάθε σερβίρισμα, να εκδίδουν προσωρινές αποδείξεις – δελτία παραγγελίας με σήμανση και για το «κλείσιμο» του λογαριασμού του τραπεζιού μια απόδειξη λιανικής πώλησης με σήμανση, για το σύνολο των σερβιρισθέντων ειδών.
    3. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι τα καταστήματα εστιάσεως που χρησιμοποιούν «πρόγραμμα εστιατορίου» πρέπει να εφαρμόζουν τα οριζόμενα στην Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012.
    4. Τέλος, στις περιπτώσεις που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012, αναφορικά με τον τρόπο και το περιεχόμενο των προσωρινών αποδείξεων – δελτίων παραγγελίας (ήτοι εκδίδονται δελτία παραγγελίας στα οποία δεν αναγράφονται αξίες), εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4308/2014, και οι υπόχρεοι οφείλουν να εκδίδουν τα στοιχεία λιανικής πώλησης, με σήμανση από μηχανισμό Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ., κατά τον χρόνο παράδοσης των αγαθών, ήτοι με κάθε σερβίρισμα.
    Ο ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Υπενθύμιση: Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων!

    Ακολουθεί ένα πολύ χρήσιμο έγγραφο- απάντηση σε ερώτημα από το Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο παραθέτει αναλυτικά τη σχετική νομολογία.

    Παρατήρηση: Οι σχετικές παραπομπές του εγγράφου ως προς το Ε3 αντιστοιχούν στο παλιό έντυπο!

     

    Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1031152 ΕΞ 2018 Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων

    (Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 23 Φεβρουαρίου 2018
    Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1031152 ΕΞ2018/23-02-2018
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α’
    ΘΕΜΑ: Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων
    ΣΧΕΤ: Η από 12.2.2018 αίτηση
    Απαντώντας στη σχετική αίτηση του κ. ………………. αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, η οποία υποβλήθηκε για λογαριασμό του κ. ………………. (φορολογούμενου αρμοδιότητάς σας), σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Με τις διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 112 του ν. 4387/2016, ορίζεται ότι ειδικά, για τους ασκούντες ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνονται εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, μόνο η βασική ενίσχυση καθώς και, κατά το ποσό που υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, οι πράσινες και συνδεδεμένες ενισχύσεις.
    2. Από τις ανωτέρω διατάξεις και με βάση όσα έχουν διευκρινισθεί με την ΠΟΛ.1043/2017 εγκύκλιό μας, προκύπτει ότι η βασική ενίσχυση φορολογείται από το πρώτο ευρώ ενώ οι πράσινες και οι συνδεδεμένες φορολογούνται μόνο κατά το μέρος που, αθροιζόμενες, υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. Ωστόσο, κάθε περίπτωση αγροτικής επιδότησης/ενίσχυσης φέρει υποχρέωση αναγραφής στην πρώτη σελίδα του εντύπου Ε3, αρχικά, για πληροφοριακούς σκοπούς (Πίνακας Ε’, κωδικοί 901, 902, 903, 907, 908, 910, 911, 912, 913 και 914). Το ποσό της βασικής ενίσχυσης (κωδ. 901) από το πρώτο ευρώ καθώς και το άθροισμα των πράσινων (κωδ. 902) και συνδεδεμένων ενισχύσεων (κωδ. 903) για το μέρος άνω των 12.000 ευρώ, μεταφέρεται στη δεύτερη σελίδα του εντύπου για να προσμετρηθούν στη διαμόρφωση του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (Πίνακας ΣΤ’ κωδικός 644). Σημειώνεται ότι οι τρεις αυτές κατηγορίες αποτελούν εισοδηματικές ενισχύσεις ενώ όλες οι περιπτώσεις των επενδυτικών επιδοτήσεων (κωδικοί 907, 910 και 913) καθώς και οι λοιπές περιπτώσεις των εισοδηματικών ενισχύσεων (κωδικοί 908, 911 και 914) δεν λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (σχετικό και το 175019/01.12.2016 έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ).
    Οι υπόλοιπες κατηγορίες των εισοδηματικών αγροτικών επιδοτήσεων (λοιπές περιπτώσεις επιδοτήσεων/ενισχύσεων, κωδικοί 908, 911 και 914) καθώς και το μέρος των πρασίνων και συνδεδεμένων που δεν λήφθηκε υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (αθροιζόμενες δηλαδή μέχρι τις 12.000 ευρώ), δύνανται να καλύπτουν τεκμήρια, κατ’ εφαρμογή της ΠΟΛ.1116/2015εγκυκλίου. Για αυτό τον λόγο, τα ποσά αυτά, αναγράφονται στους κωδικούς 659-660 του εντύπου Ε1 της δήλωσης φόρου εισοδήματος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για τα ποσά των επενδυτικών ενισχύσεων/επιδοτήσεων (κωδικοί 907, 910 και 913) τα οποία και  συμπληρώνονται για πληροφοριακούς λόγους. Η κατηγορία της πρόωρης συνταξιοδότησης (κωδικός 912), αν και δεν προσμετράται, στον προσδιορισμό του κέρδους, αντιμετωπίζεται φορολογικά όπως οι εισοδηματικές ενισχύσεις/επιδοτήσεις, δύναται δηλαδή να καλύπτει τεκμήρια και ως εκ τούτου αναγράφεται στους κωδικούς 659-660 του εντύπου Ε1. Κατ’ ανάλογη εφαρμογή με όσα ισχύουν για την επιχειρηματική δραστηριότητα γενικά, οι αγροτικές αποζημιώσεις (κωδικός 909) δεν δύνανται να καλύπτουν τεκμήριο (σχετική η ΠΟΛ.1116/2015 εγκύκλιος).
    Από τα ανωτέρω είναι σαφές ότι δεν υπάρχει πλαφόν 12.000 ευρώ στους κωδικούς 659-660 που αφορά αγροτικές επιδοτήσεις/ενισχύσεις. Στους κωδικούς 659-660 μεταφέρεται το μέρος των πρασίνων και συνδεδεμένων που δεν λήφθηκε υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (αθροιζόμενες δηλαδή μέχρι τις 12.000 ευρώ) αλλά και οι υπόλοιπες κατηγορίες των εισοδηματικών αγροτικών επιδοτήσεων (κωδικοί 908, 911 και 914).
    Η Αναπληρώτρια Προϊσ/νη Δ/νσης
    Μ. ΗΛΙΟΚΑΥΤΟΥ
    Ακολουθεί το ερώτημα προς την ΑΑΔΕ:
    I. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    Α. Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α΄
    ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΡΩΤΟΥΝΤΟΣ:
    • ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
    • ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ : …………

    ΘΕΜΑ: «ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΑΓΡΟΤΩΝ – ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ»

    ΕΡΩΤΗΜΑ:
    ΑΓΡΟΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΕΡΝΕΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ φ.ε 2016:
    ΒΑΣΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ 10.900 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 901),
    ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ 5.250 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 902),
    ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ 1.500 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 903),
    ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 1” 3.910 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 908),
    ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 2” 3.300 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 911).
    ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛ.1043/2017 ”Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 112 (Μέρος Β, παράγραφος 3) του ν. 4387/2016, που αντικαθιστά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013, ειδικά, για τους ασκούντες ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνονται εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, μόνο η βασική ενίσχυση καθώς και, κατά το ποσό που υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, οι πράσινες και συνδεδεμένες ενισχύσεις.
    Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η βασική ενίσχυση φορολογείται από το πρώτο ευρώ ενώ οι πράσινες και οι συνδεδεμένες φορολογούνται μόνο κατά το μέρος που, αθροιζόμενες, υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. Ωστόσο κάθε περίπτωση αγροτικής επιδότησης/ενίσχυσης φέρει υποχρέωση αναγραφής στην πρώτη σελίδα του εντύπου Ε3, αρχικά, για πληροφοριακούς σκοπούς (Πίνακας Ε’, κωδικοί 901, 902, 903, 907, 908, 910, 911, 912, 913 και 914). Το ποσό της βασικής ενίσχυσης (κωδ.901) από το πρώτο ευρώ καθώς και το άθροισμα των πράσινων (κωδ.902) και συνδεδεμένων ενισχύσεων (κωδ.903) για το μέρος άνω των 12.000 ευρώ, μεταφέρεται στη δεύτερη σελίδα του εντύπου για να προσμετρηθούν στη διαμόρφωση του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (Πίνακας ΣΤ’ κωδικός 644). Σημειώνεται ότι οι τρεις αυτές κατηγορίες αποτελούν εισοδηματικές ενισχύσεις ενώ όλες οι περιπτώσεις των επενδυτικών επιδοτήσεων (κωδικοί 907, 910 και 913) καθώς και οι λοιπές περιπτώσεις των εισοδηματικών ενισχύσεων (κωδικοί 908, 911 και 914) δεν λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (σχετικό το 175019/01.12.2016 έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ).’’
    Έτσι στο Ε3 (Πίνακας ΣΤ’ κωδικός 644) έβαλα το ποσό της Βασικής ενίσχυσης 10.900 ευρώ και το προσμέτρησα στη διαμόρφωση του κέρδους.
    Στο Ε1, πινάκας 6 κωδ. 659 μετέφερα το σύνολο των υπόλοιπων ενισχύσεων 13.960 ευρώ.
    Όμως το τμήμα εισοδήματος της ΔOΥ …………… μας απάντησαν πως αυτός ο τρόπος είναι λανθασμένος. Ισχυρίζονται ότι στο Ε1, πινάκας 6 κωδ. 659, πάει ποσό ως 12.000 ευρώ (δεν μπορεί να είναι πάνω από τα 12.000 ευρώ).
    Επομένως στην εκκαθάριση που έκανε  στο Ε1, πινάκας 6 κωδ. 659 έβαλε ποσό 12.000 ευρώ και την διαφορά 1960 ευρώ (13.960 -12.000= 1.960 ευρώ) την προσμέτρησε στη διαμόρφωση του κέρδους.
    Το  Ε3, κατά τις υποδείξεις της Δ.Ο.Υ., διαμορφώθηκε ως εξής:
    ΒΑΣΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ: 10.900 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 901),
    ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ: 5.250 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 902),
    ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ: 1.500 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 903),
    ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 1”: 3.910 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 908), (δεν τα άλλαξε)
    Ενώ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 2” :1.340 ευρώ  (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 911)
    (αντί για ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 2” 3.300 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 911) και Αγροτικές αποζημιώσεις: 1.960 ευρώ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 909) (ενώ δεν είχε αποζημίωση καμία).
    Πάντως όλη αυτή η διαφοροποίηση της εκκαθάρισης αφορά δύο σκέλη και αυτό είναι και το ερώτημά μας:
    1) υπάρχει πλαφόν 12.000,00€ στον κωδικό 659 που αφορά αγροτικές ενισχύσεις;
    2) στο αγροτικό φορολογητέο εισόδημα λαμβάνονται υπόψη, πέρα από τη βασική, το υπερβάλλον ποσό πέρα από τις 12.000,00€ των πράσινων και συνδεδεμένων (άποψή μας) ή το ποσό πέρα από τις 12.000,00€ όλων των ενισχύσεων (πλην της βασικής) (άποψη της Δ.Ο.Υ.);
    3) Η επιδότηση νέων αγροτών που ανήκει στον «Πυλώνα 2» (κωδικός Ε3 911) και το ύψος της είναι 14.000€. Αυτή η περίπτωση πως αντιμετωπίζεται φορολογικά; (ποιο ποσό θα αναγραφεί στον κωδικό του Ε1 659 και το υπολειπόμενο θα φορολογηθεί ή όχι;)

    Υπενθύμιση: Πότε παραγράφονται οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές προς τον ΕΦΚΑ;

     

    Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 39/2017 Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 που αφορούν θέματα παραγραφής αξιώσεων του Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές

    (Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 που αφορούν θέματα παραγραφής αξιώσεων του Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές)

    Κατηγορία: Ασφαλιστικά ΕΦΚΑ

    Αθήνα: 19/10/2017
    Α.Π. : Δ.ΕΙΣΦ.Μ./589/1379602
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
    ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

    Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α
    ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ και ΕΛΕΓΧΩΝ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
    ΤΜΗΜΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
    Ταχ. Διεύθυνση: Σατωβριάνδου 18
    104 32 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Βασιλική Οικονόμου
    Αναστασία Κοσμέα
    Αριθ. τηλ.:210 52 85 518 – 615
    210 52 85 642- 639-536
    E – mail: [email protected]
    ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ. : 39
    ΘΕΜΑ: «Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 που αφορούν θέματα παραγραφής αξιώσεων του Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές»

    Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 (Φ.Ε.Κ. 85/τ.Α712-5-2016) με τίτλο «Παραγραφή αξιώσεων Ε.Φ.Κ.Α. – Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων – Εξουσιοδοτικές διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την παράγραφο 2 του άρθρου 29 του Ν. 4445/2016 (Φ.Ε.Κ. 236/τ.Α719-12-2016) και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την εφαρμογή τους:
    ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
    Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις ορίζονται τα ακόλουθα:
    «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες, κατά την έναρξη του παρόντος διατάξεις, απαιτήσεις. Η παραγραφή των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης αλλά δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται εικοσαετής και άρχεται από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.»
    ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΤΑΣΣΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ Ε.Φ.Κ.Α. ΦΟΡΕΩΝ
    1. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ τ. Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.
    1.1. ΠΡΟΪΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

    • Άρθρο 27 παρ. 7 του Α.Ν. 1846/1951
    • Άρθρο 44 παρ. 2 του Ν.Δ. 2698/1953
    • Άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2556/1997 (Φ.Ε.Κ. 270/τ.Α’/24-12-1997)
    • Άρθρο 15 παρ. 2 του Ν. 2972/2001 (Φ.Ε.Κ. 291/τ.Α’/27-12-2001)
    Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, το δικαίωμα του Ι.ΚΑ.: 1.1.Α.«Για βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία». 1.1. Β.« Προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεών του (από ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές, πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, πρόστιμα, τόκους, δικαστικά έξοδα, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και αχρεωστήτως ληφθείσες παροχές), καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακά)».
    1.2. ΙΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
    Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις, τροποποιείται ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.
    Ειδικότερα για την παραγραφή των απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές ισχύουν τα εξής:
    1.2 Α. Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και των οργανισμών, ταμείων και λογαριασμών των οποίων οι εισφορές συνεισπράττονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και που προέρχονται από ασφαλιστικές εισφορές αλλά και αναλογούντα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, παραγράφονται μετά εικοσαετία, η οποία αρχίζει απο την πρώτη ημέρα του επομενου έτους απο εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    Συνεπώς, η δυνατότητα των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων να βεβαιώνουν υπό την ευρεία έννοια, δηλαδή να συντάσσουν νόμιμους τίτλους (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ), ισχύει για είκοσι χρόνια από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    Παραδείγματα:
    1. Μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές μισθολογικών περιόδων απασχόλησης από 1/1/2005 έως 31/12/2005. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων ίσχυε μέχρι και 31/12/2015 και παρεγράφη 1/1/2016 (σύμφωνα με το προϊσχύον καθεστώς στο τ. Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.).
    2. Μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές μισθολογικών περιόδων απασχόλησης από 1/1/2006 έως 31/12/2006. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ) ισχύει μέχρι και 31/12/2026 (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
    3. Μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές μισθολογικών περιόδων απασχόλησης από 1/1/2011 έως 31/12/2011. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ) ισχύει μέχρι και 31/12/2031 (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
    1.2.Β. Η παραγραφή των κάθε είδους χρηματικών απαιτήσεων του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και των οργανισμών, ταμείων και λογαριασμών των οποίων οι εισφορές συνεισπράττονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και που έχουν δημιουργηθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, αλλά δεν έχουν υποπέσει για οποιοδήποτε λόγο σε παραγραφή (αναστολή, διακοπή), ορίζεται εικοσαετής και αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    Παραδείγματα:
    1. Στις 22/12/2005, βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια «ταμειακά», Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 04/12/2005, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 1/1/2005 έως 30/9/2005. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής παρεγράφη στις 31/12/2015. (σύμφωνα με το προϊσχύον καθεστώς στο τ. Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.).
    2. Στις 22/12/2006, βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια «ταμειακά», Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 04/12/2006, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 1/1/2006 έως 31/10/2006. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής παραγράφεται στις 31/12/2026. (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
    3. Στις 20/05/1999, βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια «ταμειακά», Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 20/03/1999, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 01/01/1995-31/12/1996. Η τελευταία διακοπή της παραγραφής πραγματοποιήθηκε στις 31/12/2009. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής εκτείνεται έως 31/12/2029 (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
    2. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΏΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΝΤΑΣΣΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ Ε.Φ.Κ.Α. ΦΟΡΕΩΝ (πλην τ. Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.)
    2.1. ΠΡΟΪΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
    Για την παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές των φορέων, τομέων και κλάδων που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., εφαρμόζονταν ειδικές καταστατικές διατάξεις.
    Σε Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν υπήρχαν ειδικές καταστατικές διατάξεις, εφαρμόζονταν τα οριζόμενα στο άρθρο 249 του Αστικού Κώδικα, περί εικοσαετούς παραγραφής.
    2.2. ΙΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
    Από την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. (01/01/2017), για όλους τους εντασσόμενους σε αυτόν φορείς, τομείς και κλάδους, οι χρηματικές απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    3. ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ε.Φ.Κ.Α. ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
    Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις, δεν μεταβάλλεται ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων του Ε.Φ.Κ.Α. κατά του Δημοσίου – τόσο για τη βεβαίωση όσο και για την είσπραξη – ο οποίος παραμένει πέντε έτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995.
    Συγκεκριμένα το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α.:
    – Για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, παραγράφεται μετά πενταετία η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    – Για την είσπραξη των απαιτήσεών του κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν υπό στενή έννοια, δηλ. ταμειακά.
    Επισημαίνεται ότι, οι ετήσιες εκτυπώσεις των παραγραφόμενων οφειλών του Δημοσίου, θα αποστέλλονται πλέον στην Κεντρική Υπηρεσία του Κ.Ε.Α.Ο., για τις απαραίτητες ενέργειες «διακοπής» αυτών.
    4. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ – ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΕΙΣ
    4.1. Οι κοινοποιούμενες με την παρούσα διατάξεις δεν εφαρμόζονται στις ήδη παραγεγραμμένες απαιτήσεις κατά την έναρξη ισχύος της εφαρμογής του Νόμου, ήτοι από 12/05/2016.
    4.2. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια των παντός είδους χρηματικών απαιτήσεών του, από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου 1, Ν. 4093/2012 (Εγκ. 80/2012 τ. Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.)
    4.3. Στο πεδίο εφαρμογής των κοινοποιούμενων διατάξεων, δεν εμπίπτουν οι χρηματικές απαιτήσεις του Ε.Φ.Κ.Α., από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, οι οποίες παραγράφονται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν υπό στενή έννοια (ταμειακά), σύμφωνα με τις διατάξεις παρ. 2 του άρθρου 15, Ν.2972/2001 (Φ.Ε.Κ. 291/τ.Α’/27-12-2001).
    Κατόπιν των ανωτέρω, εφιστούμε την προσοχή στις αρμόδιες Υπηρεσίες Εσόδων των Υποκ/των Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α., όπως μεριμνήσουν εγκαίρως για την αναζήτηση και τον καταλογισμό των χρηματικών απαιτήσεών του, που πρόκειται να υποπέσουν σε παραγραφή στις 31/12/2017.
    Τέλος, σας γνωρίζουμε ότι για θέματα Αναστολής, Διακοπής και Συνεπειών Παραγραφής, θα ακολουθήσουν νεότερες οδηγίες από την Κεντρική Υπηρεσία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.).
    O ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Ε.Φ.Κ.Α.
    ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ

    Υπενθύμιση: Υπάρχει υποχρέωση θεώρησης του ειδικού βιβλίου μεταπωλητών του άρθρου 45 του κώδικα ΦΠΑ;

    ΠΟΛ.1217/2017 Κατάργηση υποχρέωσης θεώρησης του ειδικού βιβλίου των μεταπωλητών του άρθρου 45 του Κώδικα Φ.Π.Α.

    (Κατάργηση υποχρέωσης θεώρησης του ειδικού βιβλίου των μεταπωλητών του άρθρου 45 του Κώδικα Φ.Π.Α.)

    Κατηγορία: Φ.Π.Α.

    Αθήνα, 21/12/2017
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α΄ ΦΠΑ
    Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2 – 4
    Ταχ. Κώδικας: 106 72 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Μ. Κακούνη
    Τηλέφωνο: 210 3645848
    Fax: 210 3645413
    E-Mail: [email protected]
    Url: www.aade.gr
    ΠΟΛ. 1217
    Θέμα: Κατάργηση υποχρέωσης θεώρησης του ειδικού βιβλίου των μεταπωλητών του άρθρου 45 του Κώδικα ΦΠΑ.

    Κατόπιν υποβολής γραπτών και προφορικών ερωτημάτων σχετικά με την υποχρέωση θεώρησης του ειδικού βιβλίου που υποχρεούνται να τηρούν οι υποκείμενοι στο φόρο μεταπωλητές και με σκοπό την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, σάς γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    Με την παρούσα καταργείται η υποχρέωση θεώρησης του ειδικού βιβλίου μεταχειρισμένων το οποίο ορίζεται στην περίπτωση α΄, της παραγράφου 8, του άρθρου 45 του Κώδικα ΦΠΑ και του οποίου η υποχρέωση θεώρησης προβλέπεται στην εγκύκλιο 1043712/1633/468/ΠΟΛ.1104/10.4.1995 για τους υποκείμενους στο φόρο μεταπωλητές που εφαρμόζουν το ειδικό καθεστώς του άρθρου 45 του ανωτέρω Κώδικα.
    Σημειώνεται ότι η μη θεώρηση του εν λόγω ειδικού βιβλίου αποτελεί συνέχεια της κατάργησης θεώρησης βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται για σκοπούς ΦΠΑ που έγινε με τις αποφάσεις ΠΟΛ.1081/19.3.2014 (ΦΕΚ Β΄964/16.4.2014) και ΠΟΛ.1153/27.5.2014 (ΦΕΚ Β΄ 1432/4.6.2014).
    Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
    Γ. Πιτσιλής

    Επισήμανση: Αναγνωρίζονται προς έκπτωση οι δαπάνες εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτα πρόσωπα;

    ΠΟΛ.1055/2016 Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν. 4172/2013 σε περίπτωση εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτους

    (Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν. 4172/2013 σε περίπτωση εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτους)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 26 Απριλίου 2016
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑΤΑ: Β’, Α’
    Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Ε. Πλάνη, Β. Γιοβά
    Τηλέφωνο: 210 – 3375312
    ΦΑΞ: 210 – 3375001
    ΠΟΛ 1055/2016
    ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν. 4172/2013 σε περίπτωση εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτους.

    Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν τεθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν.4172/2013, με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά οι μη εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν εκπίπτει κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής (περ. β’).
    2. Με την ΠΟΛ.1216/1.10.2014 εγκύκλιό μας, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι ως άνω διατάξεις, διευκρινίσθηκε, ότι για την εφαρμογή της περίπτωσης β’ του άρθρου αυτού, στην έννοια της αγοράς των αγαθών και της λήψης των υπηρεσιών εμπίπτουν οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εμπορευμάτων, υλικών, παγίων κ.λπ., οι πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης καθώς και οι πάσης φύσεως υπηρεσίες που λαμβάνει η επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 και δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις λοιπές περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.
    Επίσης, διευκρινίσθηκε ότι ως τραπεζικό μέσο πληρωμής, προκειμένου για την εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων, νοείται η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα), η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρίας που πραγματοποιεί την πληρωμή, η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων, η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τραπέζης, η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
    4. Από τη γραμματική διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι ο νόμος απαιτεί η εξόφληση να γίνεται με τραπεζικό μέσο πληρωμής, προκειμένου να αποδεικνύεται η ύπαρξη και η πραγματοποίηση της συναλλαγής, χωρίς να κάνει διάκριση ως προς το πρόσωπο του καταβάλλοντος, ούτε να θέτει ως προϋπόθεση όπως το πρόσωπο στο οποίο ανήκει ο λογαριασμός μέσω του οποίου εξοφλούνται οι σχετικές δαπάνες να είναι και αυτό που είχε τη σχετική απαίτηση από τον καταβάλλοντα (άμεσα αντισυμβαλλόμενος).
    5. Κατόπιν των ανωτέρω, σε περίπτωση εξόφλησης σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή – πιστωτή από τρίτο πρόσωπο (ημεδαπό ή αλλοδαπό), το οποίο, κατ’ εντολή της επιχείρησης, εξοφλεί τη σχετική υποχρέωση προς απόσβεση ισόποσης υποχρέωσης αυτού προς αυτή, η σχετική δαπάνη εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, αρκεί να αποδεικνύεται με βάση τα κατάλληλα στοιχεία (τραπεζικά παραστατικά ή άλλα έγγραφα) η εξόφληση του προμηθευτή καθώς και ο λόγος εξόφλησης των δαπανών από τον τρίτο.
    Ομοίως, σε περίπτωση που, με βάση τα ανωτέρω, η εξόφληση γίνεται, κατ’ εντολή της επιχείρησης, από τρίτο, πελάτη της, προς απόσβεση δικής του υποχρέωσης από αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών από την επιχείρηση, η σχετική δαπάνη αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα του τρίτου με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις και εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται για την εκπεσιμότητα των δαπανών με τις διατάξεις του ν.4172/2013, παρόλο που ο τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο κατατέθηκαν τα μετρητά ή μεταφέρθηκαν τα σχετικά εμβάσματα δεν ανήκει σε πρόσωπο έναντι του οποίου υφίστατο και η σχετική υποχρέωση.
    6. Τέλος, διευκρινίζεται ότι για την εξασφάλιση του δικαιώματος έκπτωσης μιας δαπάνης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23του ν. 4172/2013, η καταβολή μπορεί να γίνεται και σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή σε αλλοδαπή τράπεζα, του νόμου μη διακρίνοντος.
    Ακριβές Αντίγραφο
    Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης
    Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Υπενθύμιση: Πώς υπολογίζονται οι ημέρες ασφάλισης για τους καθηγητές στα φροντιστήρια;

    Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 45/2017 Yπολογισμός ημερών των εργαζομένων σε Φροντιστήρια και Κέντρα Ξένων Γλωσσών

    (Yπολογισμός ημερών των εργαζομένων σε Φροντιστήρια και Κέντρα Ξένων Γλωσσών)

    Κατηγορία: Ασφαλιστικά ΕΦΚΑ

    Αθήνα 7/12/2017
    Α.Π. : Δ. ΑΣΦ.1280/1595239
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

    Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α
    ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
    Ταχ. Διεύθυνση: Σατωβριάνδου 18
    104 32 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Ρ. Παναγιωτοπούλου
    Γ. Θεοδωρακάκης
    Αριθ. τηλεφώνου: 210 5285573 – 592
    E – mail: [email protected]
    ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ.: 45
    ΘΕΜΑ: «Yπολογισμός ημερών των εργαζομένων σε Φροντιστήρια και Κέντρα Ξένων Γλωσσών»
    ΣΧΕΤ.: Το υπ’αριθμ. 50967/1053/7-11-2016 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης)
    Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του Ν.4415/2016 (ΦΕΚ 159/τ.Α’/6-9-2016) με τίτλο «Ρυθμίσεις για τα θέματα Φροντιστηρίων και Κέντρων Ξένων Γλωσσών», όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 56 του Ν.4472/2017 (ΦΕΚ 74/τ.Α’/19-5-2017) και σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. ΓΕΝΙΚΑ
    Οι καθηγητές που αποδεδειγμένα παρέχουν υπηρεσίες με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας σε ιδιωτικά φροντιστήρια εκπαίδευσης και ξένων γλωσσών και ως 31/12/2016 υπάγονταν στην ασφάλιση του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ καταβάλουν από 1/1/2017 εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του Ν. 4387/2016 (Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών). Για την απασχόληση αυτή καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Κλάδου Κύριας Σύνταξης, Υγειονομικής Περίθαλψης, Επικουρικής Ασφάλισης και υπέρ ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και ΟΕΕ, ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής (μηνιαίος μισθός, ημερομίσθιο, ωρομίσθιο κ.λ.π.) και της διάρκειας απασχόλησης.
    2. ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
    Σύμφωνα με τις κοινοποιούμενες διατάξεις ορίζεται ότι: «Το εβδομαδιαίο ωράριο πλήρους διδακτικής απασχόλησης στα φροντιστήρια και τα κέντρα ξένων γλωσσών καθορίζεται στις (21) διδακτικές ώρες, κατ’αναλογία με το ωράριο των εκπαιδευτικών της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ως ο μέσος όρος του μέγιστου και του ελάχιστου ωραρίου τους. Η συμπλήρωση πλήρους εβδομαδιαίου ωραρίου αντιστοιχεί σε είκοσι πέντε (25) ένσημα μηνιαίως, ανεξαρτήτως της κατανομής των διδακτικών ωρών μέσα στην εβδομάδα».
    Οι κοινοποιούμενες διατάξεις έχουν εφαρμογή από την ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου, ήτοι από 6/9/2016.
    Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, για τους διδάσκοντες καθηγητές στα φροντιστήρια και στα κέντρα ξένων γλωσσών, οι είκοσι μία (21) διδακτικές ώρες αποτελούν το νόμιμο πλήρες εβδομαδιαίο ωράριο απασχόλησης, η συμπλήρωση του οποίου, σε μηνιαία βάση, αντιστοιχεί σε είκοσι πέντε (25) ημέρες ασφάλισης.
    Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση που το εβδομαδιαίο ωράριο δεν είναι πλήρες (δηλαδή 21 ώρες εβδομαδιαίως) τότε και οι ημέρες ασφάλισης υπολογίζονται κατά αναλογία.
    3. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΥ
    Έχοντας υπόψη τις κοινοποιούμενες διατάξεις και τις διευκρινίσεις του σχετικού εγγράφου του Υπουργείου και για την ενιαία αντιμετώπιση, ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων παρέχονται οι παρακάτω οδηγίες:
    Το νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας πλήρους απασχόλησης για τους εργαζόμενους των Φροντιστηρίων και των Κέντρων Ξένων Γλωσσών καθορίζεται στις είκοσι μία (21) ώρες και κατά συνέπεια ο υπολογισμός του ωρομισθίου, προκύπτει ως ακολούθως:
    6/21/25*Νόμιμος ή Συμφωνημένος Μισθός = Ωρομίσθιο
    Όπου «Νόμιμος ή Συμφωνημένος Μισθός» είναι αυτός του συγκρίσιμου εργαζόμενου με καθεστώς πλήρους απασχόλησης
    Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της περ.γ’ της παρ. 2 του άρθρου 38 του Ν. 4387/2016, όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 27 του Ν.4445/2016, η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς των μισθωτών με πλήρη απασχόληση και των εργοδοτών τους είναι το ποσό που αντιστοιχεί στο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ο οποίος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.3 (περ.α) της υποπαρ.ΙΑ.11 του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012, ανέρχεται στο ποσό των 586,08€ και ισχύει από 1-1-2017.
    Στις περιπτώσεις που ο μισθωτός είναι έως 25 ετών η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς των μισθωτών με πλήρη απασχόληση και των εργοδοτών τους είναι η προβλεπόμενη με τις διατάξεις της παρ.3 (περ.β’) της υποπαρ.ΙΑ.11 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (Α’222) ήτοι 510,95 ευρώ.
    Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 περ. α και β του άρθρου 38 του Ν.4387/2016, το ανώτατο όριο των ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς μισθωτού και εργοδότη, ανέρχεται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Συνεπώς το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κύριας σύνταξης των μισθωτών και των εργοδοτών ανέρχεται στο ποσό των 5.860,80€ και ισχύει από 1-1-2017.
    Επιπλέον, επειδή κατά τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 2 του Ν. 3846/2010, «οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης», οι αποδοχές των μερικώς απασχολούμενων με ημερήσια ή μηνιαία αμοιβή, είναι συνάρτηση του ύψους του ημερομισθίου ή μηνιαίου μισθού που αντιστοιχεί σε πλήρη ημερησία ή μηνιαία απασχόληση, του κατά περίπτωση ισχύοντος συμβατικού ωραρίου και των
    ωρών ημερήσιας ή εβδομαδιαίας απασχόλησης.
    4. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
    > Κατά τις ημέρες αργιών οι διδάσκοντες καθηγητές δικαιούνται τις αντίστοιχες αποδοχές, χωρίς να υποχρεούνται να εργάζονται. Στην περίπτωση απασχόλησης κατά τις Κυριακές και τις διακοπές, οι αποδοχές καταβάλλονται προσαυξημένες σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
    > Σύμφωνα και σε συνδυασμό των διατάξεων του εδαφίου 2 της υποπαρ. ΙΑ13, της παρ. ΙΑ, του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012, όπως ισχύει, του άρθρου 80 του Ν.4144/2013, όπως ισχύει, καθώς και των σχετικών διατάξεων του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010, η εργασία που παρέχεται πέραν των χρονικών ορίων εργασίας που καθορίζονται εκάστοτε από τη νομοθεσία, νοείται ως υπερωριακή. Ως εκ τούτου οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά, πέραν των 21 ωρών, εφόσον έχει καταχωρηθεί η υπερωριακή αυτή απασχόλησή τους, πριν από την έναρξη πραγματοποίησης της, στο Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών, που τηρείται από τον εργοδότη, δικαιούνται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, μέχρι την συμπλήρωση των 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 40%. (Η «διδακτική ώρα» αντιστοιχεί, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, σε χρονική διάρκεια σαράντα πέντε (45) λεπτών της ώρας).
    Τέλος, για διευκόλυνσή σας παραθέτουμε παραδείγματα σχετικά με τον υπολογισμό του ωρομισθίου καθώς και των υπολογισμό των ημερών ασφάλισης στην περίπτωση της μερικής απασχόλησης (ήτοι απασχόληση κάτω των 21 ωρών εβδομαδιαίως) – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Του παρόντος με ευθύνη των Προϊσταμένων των Δ/νσεων και των Τμημάτων να λάβει γνώση ενυπόγραφα το προσωπικό αρμοδιότητάς σας.
    O ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΕΦΚΑ
    ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ
    ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
    Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
    ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΥ
    > Καθηγητής φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, 45 ετών, με μηνιαίο μισθό τον κατώτερο άνω των 25 ετών, με ατομική σύμβαση απασχόλησης – εργασία 21 ωρών την εβδομάδα και μηνιαίες αποδοχές 586,08 €.
    ((6/21)/25) x 586,08 = 6,70 €
    κατώτατο ωρομίσθιο πλήρους απασχόλησης >25 ετών με 25 ΗΑ
    > Καθηγητής φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, 24 ετών, με μηνιαίο μισθό τον κατώτερο κάτω των 25 ετών, με ατομική σύμβαση απασχόλησης – εργασία 21 ωρών την εβδομάδα και μηνιαίες αποδοχές 510,95 €.
    ((6/21)/25) x 510,95 = 5,84 €
    κατώτατο ωρομίσθιο πλήρους απασχόλησης <25 ετών, με 25 ΗΑ
    > Καθηγητής φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης, 55 ετών, με μηνιαίο μισθό, με ατομική σύμβαση απασχόλησης – εργασία 21 ωρών την εβδομάδα και μηνιαίες συμφωνημένες αποδοχές 700,00 €.
    ((6/21)/25) x 700,00 = 8,00 €,
    ωρομίσθιο απασχόλησης με συμφωνία μισθού 700,00 € , με 25 ΗΑ
    > Καθηγητής φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης, 55 ετών, με μηνιαίο μισθό, με ατομική σύμβαση απασχόλησης – εργασία 16 ωρών την εβδομάδα και μηνιαίες συμφωνημένες αποδοχές 650,00 €.
    ((6/21)/25) x 650,00 = 7,43 €,
    ωρομίσθιο απασχόλησης με συμφωνία μισθού 650,00 €
    Οι ημέρες ασφάλισης υπολογίζονται κατά αναλογία ως εξής: (25×16)/21= 19 ημέρες ασφάλισης το μήνα

    Υπενθύμιση: Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας! Η πρόσφατη θέση της φορολογικής διοίκησης!

    ΠΟΛ.1175/2017 Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας

    (Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 2017
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    TMHMA A’
    Πληροφορίες: Σ. Πίνη
    2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
    TMHMATA A’, B’
    Πληροφορίες: Μ. Μαμάκου
    Μ.Α. Γκανούρη
    Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κωδ.: 101 84, Αθήνα
    Τηλέφωνο: 210-3375316
    FAX: 210-3375001
    E-Mail: [email protected]
    Url: www.aade.gr
    ΠΟΛ.1175
    ΘΕΜΑ: «Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας»

    Σε συνέχεια ερωτημάτων που αφορούν στη διενέργεια ελέγχων αναφορικά με προσαύξηση περιουσίας φορολογουμένων, ανεξαρτήτως του τρόπου ή της μεθόδου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης και κατόπιν πρόσφατης σχετικής νομολογίας του ΣτΕ, επισημαίνονται τα εξής:
    1. Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (π.χ. εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα Δ’ πηγής του ν.2238/1994, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.τλ.), ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγονται φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματος, ο καταλογισμός δεν θα γίνεται κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά των, κατά περίπτωση, εφαρμοστέων διατάξεων του ν.2238/1994 ή του ν.4172/2013, αναλόγως του είδους του εισοδήματος.
    2. Γενικά, επισημαίνεται ότι πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013 του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.
    Σημειώνεται ότι ο φορολογούμενος οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.
    Σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμού ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενου, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει.
    Σε κάθε περίπτωση, εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.
    3. Η διάταξη του εδαφίου β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν (εφόσον, βέβαια, δεν έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος στη νομοθεσία χρόνος παραγραφής) και σε υποθέσεις, στις οποίες η περιουσιακή προσαύξηση, άγνωστης πηγής ή αιτίας, προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30.9.2010 (ΣτΕ 1225/2017884/20161897/2016).
    4. Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά με έμβασμα χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του (στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή) δεν αποτελεί προσαύξηση της περιουσίας του. Συνεπώς, κρίσιμος δεν είναι, τουλάχιστον κατ’ αρχήν ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσης του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματα του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του (ΣτΕ 1225/2017884/2016435/2017). Ο προσδιορισμός του ως άνω κρίσιμου χρόνου πρέπει να γίνεται από την ελεγκτική αρχή με βάση πρόσφορα και επαρκή στοιχεία τα οποία συλλέγονται κατόπιν της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων, ενόψει των περιστάσεων, μέτρων ελέγχου στα οποία συμπεριλαμβάνονται ιδίως η κλήση του φορολογούμενου για παροχή εξηγήσεων και η αναζήτηση πληροφοριών και στοιχείων από τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αν η εντός ευλόγου χρόνου συλλογή στοιχείων σχετικά με τη διαπίστωση του χρόνου προσαύξησης της περιουσίας καθίσταται αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής, γεγονός που πρέπει να βεβαιώνεται από τη φορολογική αρχή με ειδική αιτιολογία, αυτή μπορεί να διαπιστώσει τον κρίσιμο, κατά τα προεκτεθέντα, χρόνο με βάση όσα στοιχεία κατάφερε να συγκεντρώσει ο έλεγχος και, στην εξαιρετική περίπτωση παντελούς έλλειψης τέτοιων στοιχείων, να θεωρήσει κατά τεκμήριο ως κρίσιμο χρόνο εκείνον του εμβάσματος (ΣτΕ 884/2016).
    5. Ειδικότερα, σχετικά με τον έλεγχο υποθέσεων για προσαύξηση περιουσίας παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις προκειμένου να υπάρχει ομοιόμορφη αντιμετώπιση των υποθέσεων:
    5.1. Ως προς τον χρόνο μεταξύ ανάληψης και επανακατάθεσης ισχύουν τα αναγραφόμενα στο ΔΕΑΦ Α 1144110 ΕΞ 2015/5.11.2015 έγγραφό μας.
    5.2. Υπενθυμίζεται ότι για τα μερίσματα πλοιοκτητριών εταιρειών ή εταιρειών χαρτοφυλακίου ισχύει το άρθρο 44 του ν.4141/2013 και τα όσα έχουν διευκρινιστεί με την ΠΟΛ.1106/14.4.2014 εγκύκλιο.
    5.3. Το υπερβάλλον τίμημα από μεταβίβαση ακινήτου το οποίο διαπιστώνεται ως τέτοιο από τον έλεγχο και δηλώνεται από τον πωλητή με συμπληρωματικό συμβόλαιο ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του αρχικού συμβολαίου δεν αποτελεί προσαύξηση περιουσίας, δεδομένου ότι με την υποβολή του συμπληρωματικού συμβολαίου είναι γνωστή η πηγή προέλευσης και το υπερβάλλον τίμημα είτε έχει φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμη και αν δεν συνταχθεί συμπληρωματικό συμβόλαιο, εφόσον από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο έλεγχος αποδεικνύεται ότι τα σχετικά ποσά αποτελούν μη δηλωθέν τίμημα μεταβίβασης ακινήτου (όπως, ενδεικτικά, η ταυτόχρονη ή σχεδόν ταυτόχρονη με το συμβόλαιο μεταβίβαση κατάθεσης χρημάτων σε λογαριασμό του πωλητή από τον αγοραστή ή η ύπαρξη επιταγών). Κατά τον αντικειμενικό προσδιορισμό του εισοδήματος από ιδιοχρησιμοποίηση – ιδιοκατοίκηση ακινήτου σύμφωνα με τις παρ. 1 και παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν.4172/2013, λαμβάνεται υπόψη η αξία του ακινήτου ως οικοδομή, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου των στεγασμένων επιφανειών και δεν λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα υψούν, το οικόπεδο ή το αγροτεμάχιο. (σχετ. το 1064968/1070/Α0012/30.05.1994 έγγραφό μας).
    5.4. Ο χαρακτηρισμός μιας πίστωσης σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει ο ελεγχόμενος ως προερχόμενης ή σχετιζόμενης με ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα εξετάζεται ως πραγματικό γεγονός. Εφόσον αποδειχθεί ότι προέρχεται από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή προσδιορίζεται το είδος της παρασχεθείσας υπηρεσίας και ο λήπτης αυτής ή το πωληθέν αγαθό και ο αγοραστής αυτού, τότε φορολογείται, κατά περίπτωση, με τις οικείες διατάξεις του ν. 2238/1994 (άρθρα 284048 κ.λπ.) ή την παρ.1 του άρθρου 21 του ν .4172/2013 και υπόκειται σε τυχόν λοιπές φορολογίες (π.χ. ΦΠΑ), εάν δεν έχει ήδη φορολογηθεί.
    Στην περίπτωση που ο ελεγχόμενος συμμετέχει σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο (ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ), κοινωνία ή κοινοπραξία, και το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο είναι ποσό που αποδεικνύεται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας, δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας, καθώς είναι γνωστής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή το ποσό δύναται να συνιστά δάνειο (αν τούτο προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία), ή ταμειακή διευκόλυνση, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης, κατά την κρίση του ελέγχου.
    Επισημαίνεται ότι αν αυτό το ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο (ή κοινωνία ή κοινοπραξία) πριν από την διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση (ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά) για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο.
    Σε κάθε περίπτωση οι σχετικές πιστώσεις αξιολογούνται σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη και του αναλογούντος ΦΠΑ, ανάλογα με την περίπτωση. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επικαλείται μεν τη λήψη δανείου από ελληνική ή αλλοδαπή επιχείρηση, αλλά δεν υπάρχει σχετικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας ούτε και μπορεί να αποδειχθεί η λήψη του δανείου αυτού από άλλα στοιχεία (π.χ. κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών του δανειστή ή του δανειζόμενου από τις οποίες να προκύπτει δόση ή επιστροφή χρημάτων), τότε ο ισχυρισμός του φορολογούμενου περί δανείου δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
    6. Στις περιπτώσεις που έχει γίνει χρήση των διατάξεων περί επαναπατρισμού κεφαλαίων (άρθρο 38 του ν.3259/2004 και άρθρο 18 του ν. 3842/2010) και έχει καταβληθεί ο αναλογών φόρος, τότε εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για τα ποσά που δηλώθηκαν και για τα οποία καταβλήθηκε ο φόρος που προέβλεπαν οι σχετικές διατάξεις. Σε αυτή την περίπτωση τα εν λόγω ποσά μπορούν να επαναπατριστούν οποτεδήποτε το επιθυμεί ο ελεγχόμενος και, εφόσον επαναπατρισθούν (εισερχόμενο έμβασμα) αναγράφονται στους κωδικούς 783-784 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της οικείας φορολογικής δήλωσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
    Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Υπενθύμιση: Προυποθέσεις για την έκπτωση του ΦΠΑ! Πρόσφατη απόφαση ΣΤΕ!

     

    Κεντρικό συμπέρασμα απόφασης ΣΤΕ:

    “Εξάλλου, για την έκπτωση του ΦΠΑ δεν  ερευνάται η παραγωγικότητα της σχετικής δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα.”

    Ακολουθεί αυτούσια η απόφαση, την οποία αξίζει να διαβάσουμε αναλυτικά, καθώς παραπέμπει σε πολύ σημαντικά στοιχεία της νομολογίας.
    ΣτΕ   444/2017
    Kατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ν. 1642/1986 και 12 παρ. 1, 3, 9 και 11 του π.δ/τος 186/1992 (ΚΒΣ), για την έκπτωση του φόρου εισροών από τον φόρο εκροών, ερευνάται η συνδρομή των τασσομένων στον ν. 1642/1986 προϋποθέσεων, όπως αν ο προς έκπτωση φόρος έχει βαρύνει παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που έγιναν στον υποκείμενο στον φόρο για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων, χωρίς, ωστόσο, να ερευνάται η παραγωγικότητα της δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα. 
    Οπως, όμως, κρίθηκε περαιτέρω, για να αποτελεί τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών πρέπει να περιέχει τα κατα τον νόμον στοιχεία, μεταξύ των οποίων και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών, προκειμένου δε ειδικότερα περί πολλαπλών συναφών υπηρεσιών, όπως υπηρεσιών (συστεγάσεως, προβολής προϊόντων κ.λ.π.) που παρέχονται από συγγενική επιχείρηση σε άλλη, το τιμολόγιο αρκεί μεν να περιγράφει συνοπτικά τις εν λόγω υπηρεσίες, θα πρέπει, όμως, επιπροσθέτως, εν όψει των οριζομένων στην παράγραφο 11 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., να γίνεται σ’ αυτό αναφορά σε έγγραφη σύμβαση των μερών, από την οποία θα προκύπτουν οι προσφερόμενες υπηρεσίες και ο τρόπος τιμολόγησής τους.
    Συνεπώς για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου αρκεί να έχει εκδοθεί ή να προσκομίζεται για την αγορά των επίμαχων αγαθών ή την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών το οικείο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι πράγματι έλαβε χώρα η συναλλαγή που θεμελιώνει το δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου.
    Τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του τιμολογίου, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος προς έκπτωση, εφόσον, πάντως, υπάρχουν τα αναγκαία στοιχεία για τη διαπίστωση της συνδρομής των ανωτέρω ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου. 
    Επιπροσθέτως με την ΣτΕ 5372/2012 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κρίθηκε, τελικά, ότι εφόσον στο οικείο τιμολόγιο αναγράφονταν οι υποχρεωτικές, κατά το άρθρο 22 παρ. 3 της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, ενδείξεις (τιμή υπηρεσίας και αναλογών επ’ αυτής φ.π.α.), τούτο αρκούσε για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του επίδικου φόρου, καθόσον από αυτό προέκυπτε καταρχήν η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε αυτές οι προϋποθέσεις δεν αμφισβητήθηκαν περαιτέρω από τη φορολογική αρχή, οι τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του που αποδόθηκαν από τη φορολογική αρχή, δεν μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος εκπτώσεως του ένδικου φόρου. 
    Αριθμός 444/2017 
    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Β’
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 18 Νοεμβρίου 2015,  με την εξής σύνθεση: Α-Γ. Βωρος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Γ. Τσιμέκας, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ο.-Μ. Βασιλάκη,
    Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
    Για να δικάσει την από 19 Δεκεμβρίου 2012 αίτηση:
    του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Πολύχρονη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………………”, που εδρεύει στην Αθήνα (……………………), η οποία δεν παρέστη.
    Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 774/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
    Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ο.-Μ. Βασιλάκη.
    Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
    Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
    Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
    Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
    1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 774/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της 5434/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης, ακυρώθηκε η υπ’ αριθμ. 1094/7.10.2003 οριστική πράξη προσδιορισμού  Φ.Π.Α. του προϊστάμενου του Π.Ε.Κ Αθηνών, διαχειριστικής περιόδου 1.1 έως 31.12.2000, με την οποία είχε επιβληθεί στην τελευταία φόρος προστιθέμενης αξίας 81.510.486 δραχμών και προσαύξηση 106.778.736 δραχμών λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας εκκαθαριστικής δηλώσεως.
    2. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου από 1.1.2011, αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ,…».
    Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως επί διαφοράς η οποία έχει χρηματικό αντικείμενο, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και των αναφερομένων στην παρ. 3 προϋποθέσεων (βλ. ΣτΕ 2659/2013 επταμ., ΣτΕ 856/2013 επταμ., ΣτΕ 1875/2012 επταμ., ΣτΕ 2177/2011 επταμ. κ.α.).
    Επομένως, επί διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το τιθέμενο όριο από το νόμο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεως του, με τη δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του ζητήματος δε  αυτού, είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία -επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητος για την διάγνωση των σχετικών υποθέσεων- του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ενδεικτικώς ΣτΕ 3529/2015, ΣτΕ 4987/2012, ΣτΕ 3933/2012).
    Περαιτέρω, ενόψει του σκοπού της διάταξης, ήτοι του περιορισμού, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, άσκησης μεγάλου αριθμού αιτήσεων αναιρέσεως, ως νομολογία, κατά την έννοιά της, νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρισίμου νομικού ζητήματος και όχι επί αναλόγου ή παρομοίου (ΣτΕ 1271/2016, ΣτΕ 1195/2016, ΣτΕ 1026/2014, ΣτΕ 3964/2014 7μ., ΣτΕ 4222/2013, ΣτΕ 4043/2013, ΣτΕ 4163/2012 7μ., ΣτΕ 3971/2011).
    Περαιτέρω, αντίθεση νοείται κατ’ αρχήν προς οριστική απόφαση του Δικαστηρίου ή και προς προδικαστική απόφαση, εφόσον στην τελευταία περιέχεται αντίθετη οριστική κρίση επί του εριζόμενου νομικού ζητήματος. Εξάλλου, βασίμως προβάλλεται ο λόγος περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς προδικαστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην περίπτωση που με την τελευταία αυτή απόφαση το εριζόμενο ζήτημα παραπέμφθηκε προς επίλυση σε μείζονα σύνθεση Τμήματος ή στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και κρίθηκε οριστικώς κατά τρόπο αντίθετο προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 2583/2013, ΣτΕ 4991/2012, πρβλ ΣτΕ 4506/2011 7μ, ΣτΕ 62/2012 7μ).
    Κατά την περαιτέρω γνώμη του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα, αντίθεση νοείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, όχι μόνον όταν η απόφαση της μείζονος συνθέσεως επικυρώνει την παραπεμπτική απόφαση την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων ως αντίθετη προς την αναιρεσιβαλλομένη, κρίνοντας ομοίως προς αυτήν, αλλά και όταν επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα κατά τρόπο διαφορετικό από την παραπεμπτική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η τυχόν υπάρχουσα αντίθεση κρίνεται εν όψει των όσων δέχεται η μείζων σύνθεση, σε συνδυασμό με τους προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα σχετικούς ισχυρισμούς.
    3. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη, η οποία είχε ως έδρα την Αθήνα (………….) και αντικείμενο εργασιών τη διενέργεια υπαίθριων διαφημίσεων, τηρούσε δε βιβλία Γ κατηγορίας του ΚΒΣ, κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο (1.1-31.12.2000) έλαβε έξι (6) τιμολόγια εκδόσεως τρίτων προσώπων, με αναγραφή της αξίας εκάστης συναλλαγής και του ΦΠΑ και αιτιολογία την “παροχή υπηρεσιών”.
    Τα προκύπτοντα από τα ως άνω τιμολόγια ποσά φόρου εισροών η αναιρεσίβλητη τα συμψήφισε με τον φόρο εκροών που εισέπραξε κατά την ίδια χρήση, με αποτέλεσμα κατά την εκκαθαριστική δήλωση του έτους 2000 που υπέβαλε, να προκύψει χρεωστικό υπόλοιπο φόρου, ύψους 62.787.716 δραχμών. Ο διενεργηθείς σε βάρος της έλεγχος (σχ. η από 1.10.2003 έκθεση ελέγχου) θεώρησε ότι τα προναφερθέντα παραστατικά, ως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, δεν ήταν νόμιμα, για τον λόγο ότι δεν περιγραφόταν σε αυτά συγκεκριμένα το είδος της παρασχεθείσας υπηρεσίας και δεν αποδεικνυόταν η αναφερόμενη σε αυτά δαπάνη, συνεπώς η αναιρεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα έκπτωσης, κατ’ άρθρο 25 του ν. 1642/1986, του φόρου εισροών των συγκεκριμένων τιμολογίων από τον φόρο εκροών της. Εν όψει των διαπιστώσεων αυτών, εκδόθηκε η αναφερόμενη στην πρώτη σκέψη πράξη οριστικού προσδιορισμού ΦΠΑ, με την οποία αφενός μεν περιορίσθηκε ο φόρος εισροών της αναιρεσίβλητης από 435.149.689 δραχμές σε 353.639.203 δραχμές, αφετέρου δε επεβλήθη σε βάρος της κύριος φόρος 81.510.486 ευρώ, καθώς και πρόσθετος φόρος σε ποσοστό 131%, λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας εκκαθαριστικής δηλώσεως.
    Προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της πράξης αυτής έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο την ακύρωσε.Έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
    Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, ερμηνεύοντας, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ν.1642/1986, έκρινε ότι για την έκπτωση του φόρου εισροών από τον φόρο εκροών ερευνάται η συνδρομή των τασσομένων από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεων, όπως αν ο προς έκπτωση φόρος έχει βαρύνει δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο υποκείμενος στον φόρο για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων, χωρίς να ερευνάται η παραγωγικότητα της δαπάνης, όπως στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα.
    Στη συνέχεια, το ίδιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι :
    α) το κύρος και η γνησιότητα των προαναφερθέντων παραστατικών δεν αμφισβητήθηκε από τη φορολογική αρχή,
    β) από την απουσία και μόνο επαρκούς αιτιολογίας σε αυτά δε γεννάται αμφισβήτηση ως προς την καταβολή από την αναιρεσίβλητη προς τους εκδότες τους της αναγραφόμενης σε αυτά δαπάνης και του αναλογούντος ΦΠΑ κατά την πραγματοποίηση των συναλλαγών, αλλά μόνο ενδεχομένως αμφισβήτηση ως προς την παραγωγικότητα των σχετικών δαπανών για την επιχείρηση, που όμως δεν εξετάζεται κατά την προκείμενη φορολογία,
    γ) σύμφωνα με το περιεχόμενο των ως άνω τιμολογίων, η αναιρεσίβλητη υποβλήθηκε στις ένδικες δαπάνες για την πραγματοποίηση πράξεων υπαγόμενων στον ΦΠΑ και
    δ) δεν αμφισβητήθηκε από το Δημόσιο η απόδοση του φόρου σε αυτό από τους εκδότες τους, προκειμένου αυτός να υπολογισθεί ως εισροή και να εκπέσει από τον φόρο εκροών της αναιρεσίβλητης, έκρινε ότι ο ένδικος φόρος ήταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκπεστέος, επικυρώνοντας την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
    4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 28.12.2012 και, επομένως, διέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Όπως δε προκύπτει από το συνημμένο σε αυτήν σημείωμα της φορολογικής αρχής, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ.
    Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του ν. 1642/1986 και του ΚΒΣ, κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι το επίδικο τιμολόγιο, στο οποίο αναφερόταν αορίστως η ένδειξη “παροχή υπηρεσιών”, αποτελούσε νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών καθόσον αυτό δεν περιείχε τα οριζόμενα από τον νόμο (ΚΒΣ) αναγκαία στοιχεία, μεταξύ των οποίων και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών.
    Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού αναιρέσεως, το αναιρεσείον, με το εισαγωγικό δικόγραφο, ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση προς την «πάγια νομολογία» του Δικαστηρίου αναφορικώς με το ζήτημα των στοιχείων που απαιτείται να περιέχει το τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ώστε να αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών, γίνεται δε επίκληση- εντός παρενθέσεως- των υπ’ αριθμ. ΣτΕ 3558/2011 και ΣτΕ 1170/2007 αποφάσεων του Β Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
    5. Επειδή, με την πρώτη απόφαση του Τμήματος (ΣτΕ 3558/2011) που επικαλείται το αναιρεσείον, η οποία είναι παραπεμπτική στην μείζονα σύνθεσή του, κρίθηκε, κατ’ αρχάς, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ν. 1642/1986 και 12 παρ. 1, 3, 9 και 11 του π.δ/τος 186/1992 (ΚΒΣ), για την έκπτωση του φόρου εισροών από τον φόρο εκροών, ερευνάται η συνδρομή των τασσομένων στον ν. 1642/1986 προϋποθέσεων, όπως αν ο προς έκπτωση φόρος έχει βαρύνει παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που έγιναν στον υποκείμενο στον φόρο για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων, χωρίς, ωστόσο, να ερευνάται η παραγωγικότητα της δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα· όπως, όμως, κρίθηκε περαιτέρω, για να αποτελεί τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών πρέπει να περιέχει τα κατα τον νόμον στοιχεία, μεταξύ των οποίων και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών, προκειμένου δε ειδικότερα περί πολλαπλών συναφών υπηρεσιών, όπως υπηρεσιών (συστεγάσεως, προβολής προϊόντων κ.λ.π.) που παρέχονται από συγγενική επιχείρηση σε άλλη, το τιμολόγιο αρκεί μεν να περιγράφει συνοπτικά τις εν λόγω υπηρεσίες, θα πρέπει, όμως, επιπροσθέτως, εν όψει των οριζομένων στην παράγραφο 11 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., να γίνεται σ’ αυτό αναφορά σε έγγραφη σύμβαση των μερών, από την οποία θα προκύπτουν οι προσφερόμενες υπηρεσίες και ο τρόπος τιμολόγησής τους.
    Εν όψει αυτών, το Τμήμα υπό πενταμελή σύνθεση έκρινε, ακολούθως, ότι, τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών το οποίο (εκτός από την αξία της συναλλαγής και τον αναλογούντα φ.π.α.) φέρει ως μόνη αιτιολογία τη φράση “χρέωση αναλογίας δαπανών προβολής και διαφήμισης για τη χρήση […]” περιέχει αόριστη περιγραφή των παρεχομένων υπηρεσιών και, συνεπώς, αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 11 του ΚΒΣ, θα έπρεπε, στην περίπτωση αυτή, να μνημονεύεται περαιτέρω και η σύμβαση από την οποία προέκυπταν οι παρασχεθείσες (προς τον λήπτη) υπηρεσίες και ο τρόπος τιμολόγησής τους, πλην, ως εκ της “σπουδαιότητας” του εν λόγω ζητήματος, αλλά και της “αποκλίνουσας νομολογίας”, παρέπεμψε την οριστική επίλυσή του στην επταμελή σύνθεση αυτού.
    6. Επειδή, στη συνέχεια, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, δημοσιεύθηκε (31.12.2012) η 5372/2012 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, με την οποία, αφού, προηγουμένως, ερμηνεύθηκαν οι κρίσιμες διατάξεις της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ [οι οποίες, ως ίσχυαν, είναι εφαρμοστέες και στην παρούσα υπόθεση] και ειδικότερα αυτές των άρθρων 17 παρ. 1 και παρ. 2 στοιχ. α’ [όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση που επέφερε σε αυτό το άρθρο 28στ παρ. 1 αυτής, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 22 της Οδηγίας 91/680/ΕΟΚ], 18 παρ. 1 και 3α [όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 28στ] και 22 παρ. 3 και 8 [όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση που επέφερε σ’ αυτό το άρθρο 28η αυτής, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 22 της Οδηγίας 91/680/ΕΟΚ] ως έχουσες την έννοια ότι η κατοχή τιμολογίου ή άλλου στοιχείου που αποδεικνύει ότι πράγματι έλαβε χώρα η συναλλαγή στην οποία στηρίζεται η αίτηση εκπτώσεως αποτελεί μεν προϋπόθεση για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος (που αποσκοπεί στην πλήρη απαλλαγή του επιχειρηματία από το βάρος του οφειλομένου ή καταβληθέντος Φ.Π.Α. στο πλαίσιο όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων του και στην διασφάλιση πλήρους ουδετερότητας ως προς την φορολογική επιβάρυνσή τους υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιες οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε Φ.Π.Α.), πλην, τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του ή παραβάσεις λογιστικών υποχρεώσεων δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος εκπτώσεως, εφ’ όσον πάντως η φορολογική αρχή διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να διαπιστώσει ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκπτωση, κρίθηκαν, ακολούθως, κατά την ερμηνεία των οικείων εθνικών διατάξεων, τα εξής : σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του ν. 1642/1986 [άρθρα 23 παρ. 1, 25 παρ.1 και 29 παρ. 4 ] για την έκπτωση του φόρου εισροών από το φόρο εκροών απαιτείται ο προς έκπτωση φόρος να έχει βαρύνει παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που έγιναν στον υποκείμενο στο φόρο για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων.
    Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων τούτων, ερμηνευομένων υπό το φως […] της έκτης Οδηγίας, για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου αρκεί να έχει εκδοθεί ή να προσκομίζεται για την αγορά των επίμαχων αγαθών ή την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών το οικείο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι πράγματι έλαβε χώρα η συναλλαγή που θεμελιώνει το δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου […]
    Τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του τιμολογίου, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος προς έκπτωση, εφόσον, πάντως, υπάρχουν τα αναγκαία στοιχεία για τη διαπίστωση της συνδρομής των ανωτέρω ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου.
    Εξάλλου, για την έκπτωση του ΦΠΑ δεν  ερευνάται η παραγωγικότητα της σχετικής δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα. Εν όψει αυτών κρίθηκε, τελικά, ότι εφόσον στο οικείο τιμολόγιο αναγράφονταν οι υποχρεωτικές, κατά το άρθρο 22 παρ. 3 της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, ενδείξεις (τιμή υπηρεσίας και αναλογών επ’ αυτής φ.π.α.), τούτο αρκούσε για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του επίδικου φόρου, καθόσον από αυτό προέκυπτε καταρχήν η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε αυτές οι προϋποθέσεις δεν αμφισβητήθηκαν περαιτέρω από τη φορολογική αρχή, οι τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του που αποδόθηκαν από τη φορολογική αρχή, δεν μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος εκπτώσεως του ένδικου φόρου.
    Τέλος, με την αυτή απόφαση, ο ισχυρισμός του Δημοσίου κατά τον οποίο το δικαστήριο της ουσίας, πριν προβεί στην ακύρωση της καταλογιστικής του φόρου πράξεως, όφειλε να εξακριβώσει και να βεβαιώσει αιτιολογημένα την πραγματοποίηση της σχετικής συναλλαγής και την καταβολή της σχετικής δαπάνης, απορρίφθηκε ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η φορολογική αρχή δεν είχε, πάντως, αμφισβητήσει το αληθές της συναλλαγής, η διαφορά περιορίσθηκε στη διάγνωση της προϋποθέσεως της νομιμότητας του τιμολογίου από την άποψη του επαρκούς ή μη προσδιορισμού των παρασχεθεισών υπηρεσιών (κατ’ άρθρο 12 του Κ.Β.Σ.), και, συνεπώς, το δικαστήριο δεν μπορούσε να επεκταθεί σε έλεγχο προϋποθέσεων που δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης από την οικεία φορολογική εγγραφή.
    7. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρίση της 3558/2011 παραπεμπτικής αποφάσεως, κατά την οποία, τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών περιέχον συνοπτική περιγραφή παρασχεθεισών υπηρεσιών χωρίς τη μνεία της συμβάσεως από την οποία απορρέουν οι υπηρεσίες και ο τρόπος τιμολόγησής τους δεν αποτελεί, κατ’ άρθρο 12 παρ. 11 του ΚΒΣ, νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών, δεν επικυρώθηκε από την επταμελή σύνθεση του Τμήματος, η οποία, με την ως άνω 5372/2012 οριστική απόφασή της, έκρινε ότι τιμολόγιο στο οποίο αναγράφονται οι υποχρεωτικές ενδείξεις της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ αρκεί για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του επίδικου φόρου καθόσον από αυτό προκύπτει καταρχήν η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν αμφισβητούνται περαιτέρω από τη φορολογική αρχή, τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του ως άνω τιμολογίου δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου. Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά, εφόσον δηλαδή, η κρίση της ως άνω ΣτΕ 3558/2011 παραπεμπτικής απόφασης, την οποία επικαλείται ως “αντίθετη” το Δημόσιο, δεν επικυρώθηκε από την εν συνεχεία εκδοθείσα 5ΣτΕ 372/2012 οριστική απόφαση, οι δε κατά τα ανωτέρω (σκέψη 3) κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αφίστανται των κριθέντων με την τελευταία αυτή απόφαση, ο ως άνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για τη θεμελίωση αντιθέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς την ανωτέρω ΣτΕ 3558/2011 απόφαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
    Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα, ο εν λόγω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Τούτο δε, διότι η ως άνω ΣτΕ 5372/2012 οριστική απόφαση της επταμελούς συνθέσεως, δεχθείσα κρίνοντας κατά τρόπο διαφορετικό το ζήτημα που παραπέμφθηκε ενώπιον της [αν για να αποτελέσει νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών τιμολόγιο στο οποίο περιέχεται αόριστη  περιγραφή τω παρεχομένων υπηρεσιών θα έπρεπε να αναφέρεται η σύμβαση από την οποία προέκυπταν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες και ο  τρόπος τιμολόγησής τους]  ότι το εν λόγω τιμολόγιο αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του επίδικου φόρου υπό δύο σωρευτικώς συντρέχουσες προϋποθέσεις, ήτοι εφόσον α) από το τιμολόγιο αυτό (ή από άλλα αναγκαία στοιχεία) προκύπτει κατ’ αρχήν η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου και β) υπό την περαιτέρω προϋπόθεση ότι αυτές δεν αμφισβητούνται από την φορολογική αρχή, δεν ανέτρεψε την βασική παραδοχή της παραπεμπτικής απόφασης, την οποία επικαλείται ως αντίθετη προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων, ότι – εφόσον δεν συντρέχουν οι δύο αυτές προϋποθέσεις – «το τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για να αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών, πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος, μεταξύ των οποίων και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών» (σκέψη 3 αυτής).
    Εν προκειμένω δε, η φορολογική αρχή, επικαλούμενη ρητώς την αοριστία του περιεχομένου των επίμαχων τιμολογίων (στα οποία ως μόνη αιτιολογία αναφέρεται «παροχή υπηρεσιών»), αμφισβητεί ευθέως την πραγματοποίηση των συναλλαγών, δηλαδή τη συνδρομή των απαιτούμενων από το νόμο προϋποθέσεων έκπτωσης του φόρου και, συνεπώς, συντρέχει η προσβαλλόμενη αντίθεση.
    8. Επειδή, εξάλλου, με την δεύτερη απόφαση, την οποία επικαλείται το αναιρεσείον (ΣτΕ 1170/2007), κρίθηκε ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 1 του ν. 2238/1994 (Κ.Φ.Ε.) 18 παρ. 2 και 12 παρ. 9-11 του π.δ/τος 186/1992 (ΚΒΣ), για την έκπτωση ως παραγωγικής δαπάνης που αφορά προμήθειες σε τρίτους για πωλήσεις, αρκεί να αναγράφεται στο σχετικό τιμολόγιο, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου (εγγραφή στα βιβλία, απόδειξη διενέργειας της δαπάνης κλπ), το είδος των υπηρεσιών και η αμοιβή, χωρίς να απαιτείται για την ίδια την έκπτωση, η επί του τιμολογίου αναγραφή και των ονομάτων των πελατών που υποδείχθηκαν και των αριθμών των τιμολογίων των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν με τη μεσολάβηση των προσώπων αυτών.
    Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό, με την προαναφερθείσα απόφαση, αντιμετωπίσθηκε όχι το ίδιο, αλλά άλλο νομικό ζήτημα, που αφορά στο κατά νόμο περιεχόμενο τιμολογίου προκειμένου την έκπτωση δαπάνης ως παραγωγικής στη φορολογία εισοδήματος. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ούτε προς την ανωτέρω απόφαση, απορριπτομένου ως ερειδόμενου επί εσφαλμένης προϋπόθεσης του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Δημοσίου.
    9. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
    Δια ταύτα
    Απορρίπτει την αίτηση.
    Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017.