Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
    Αρχική Blog Σελίδα 62

    Υπενθύμιση: Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων!

    Ακολουθεί ένα πολύ χρήσιμο έγγραφο- απάντηση σε ερώτημα από το Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο παραθέτει αναλυτικά τη σχετική νομολογία.

    Παρατήρηση: Οι σχετικές παραπομπές του εγγράφου ως προς το Ε3 αντιστοιχούν στο παλιό έντυπο!

     

    Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1031152 ΕΞ 2018 Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων

    (Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 23 Φεβρουαρίου 2018
    Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1031152 ΕΞ2018/23-02-2018
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α’
    ΘΕΜΑ: Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων
    ΣΧΕΤ: Η από 12.2.2018 αίτηση
    Απαντώντας στη σχετική αίτηση του κ. ………………. αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, η οποία υποβλήθηκε για λογαριασμό του κ. ………………. (φορολογούμενου αρμοδιότητάς σας), σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Με τις διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 112 του ν. 4387/2016, ορίζεται ότι ειδικά, για τους ασκούντες ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνονται εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, μόνο η βασική ενίσχυση καθώς και, κατά το ποσό που υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, οι πράσινες και συνδεδεμένες ενισχύσεις.
    2. Από τις ανωτέρω διατάξεις και με βάση όσα έχουν διευκρινισθεί με την ΠΟΛ.1043/2017 εγκύκλιό μας, προκύπτει ότι η βασική ενίσχυση φορολογείται από το πρώτο ευρώ ενώ οι πράσινες και οι συνδεδεμένες φορολογούνται μόνο κατά το μέρος που, αθροιζόμενες, υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. Ωστόσο, κάθε περίπτωση αγροτικής επιδότησης/ενίσχυσης φέρει υποχρέωση αναγραφής στην πρώτη σελίδα του εντύπου Ε3, αρχικά, για πληροφοριακούς σκοπούς (Πίνακας Ε’, κωδικοί 901, 902, 903, 907, 908, 910, 911, 912, 913 και 914). Το ποσό της βασικής ενίσχυσης (κωδ. 901) από το πρώτο ευρώ καθώς και το άθροισμα των πράσινων (κωδ. 902) και συνδεδεμένων ενισχύσεων (κωδ. 903) για το μέρος άνω των 12.000 ευρώ, μεταφέρεται στη δεύτερη σελίδα του εντύπου για να προσμετρηθούν στη διαμόρφωση του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (Πίνακας ΣΤ’ κωδικός 644). Σημειώνεται ότι οι τρεις αυτές κατηγορίες αποτελούν εισοδηματικές ενισχύσεις ενώ όλες οι περιπτώσεις των επενδυτικών επιδοτήσεων (κωδικοί 907, 910 και 913) καθώς και οι λοιπές περιπτώσεις των εισοδηματικών ενισχύσεων (κωδικοί 908, 911 και 914) δεν λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (σχετικό και το 175019/01.12.2016 έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ).
    Οι υπόλοιπες κατηγορίες των εισοδηματικών αγροτικών επιδοτήσεων (λοιπές περιπτώσεις επιδοτήσεων/ενισχύσεων, κωδικοί 908, 911 και 914) καθώς και το μέρος των πρασίνων και συνδεδεμένων που δεν λήφθηκε υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (αθροιζόμενες δηλαδή μέχρι τις 12.000 ευρώ), δύνανται να καλύπτουν τεκμήρια, κατ’ εφαρμογή της ΠΟΛ.1116/2015εγκυκλίου. Για αυτό τον λόγο, τα ποσά αυτά, αναγράφονται στους κωδικούς 659-660 του εντύπου Ε1 της δήλωσης φόρου εισοδήματος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για τα ποσά των επενδυτικών ενισχύσεων/επιδοτήσεων (κωδικοί 907, 910 και 913) τα οποία και  συμπληρώνονται για πληροφοριακούς λόγους. Η κατηγορία της πρόωρης συνταξιοδότησης (κωδικός 912), αν και δεν προσμετράται, στον προσδιορισμό του κέρδους, αντιμετωπίζεται φορολογικά όπως οι εισοδηματικές ενισχύσεις/επιδοτήσεις, δύναται δηλαδή να καλύπτει τεκμήρια και ως εκ τούτου αναγράφεται στους κωδικούς 659-660 του εντύπου Ε1. Κατ’ ανάλογη εφαρμογή με όσα ισχύουν για την επιχειρηματική δραστηριότητα γενικά, οι αγροτικές αποζημιώσεις (κωδικός 909) δεν δύνανται να καλύπτουν τεκμήριο (σχετική η ΠΟΛ.1116/2015 εγκύκλιος).
    Από τα ανωτέρω είναι σαφές ότι δεν υπάρχει πλαφόν 12.000 ευρώ στους κωδικούς 659-660 που αφορά αγροτικές επιδοτήσεις/ενισχύσεις. Στους κωδικούς 659-660 μεταφέρεται το μέρος των πρασίνων και συνδεδεμένων που δεν λήφθηκε υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (αθροιζόμενες δηλαδή μέχρι τις 12.000 ευρώ) αλλά και οι υπόλοιπες κατηγορίες των εισοδηματικών αγροτικών επιδοτήσεων (κωδικοί 908, 911 και 914).
    Η Αναπληρώτρια Προϊσ/νη Δ/νσης
    Μ. ΗΛΙΟΚΑΥΤΟΥ
    Ακολουθεί το ερώτημα προς την ΑΑΔΕ:
    I. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    Α. Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α΄
    ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΡΩΤΟΥΝΤΟΣ:
    • ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
    • ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ : …………

    ΘΕΜΑ: «ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΑΓΡΟΤΩΝ – ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ»

    ΕΡΩΤΗΜΑ:
    ΑΓΡΟΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΕΡΝΕΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ φ.ε 2016:
    ΒΑΣΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ 10.900 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 901),
    ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ 5.250 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 902),
    ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ 1.500 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 903),
    ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 1” 3.910 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 908),
    ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 2” 3.300 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 911).
    ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛ.1043/2017 ”Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 112 (Μέρος Β, παράγραφος 3) του ν. 4387/2016, που αντικαθιστά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013, ειδικά, για τους ασκούντες ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνονται εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, μόνο η βασική ενίσχυση καθώς και, κατά το ποσό που υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, οι πράσινες και συνδεδεμένες ενισχύσεις.
    Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η βασική ενίσχυση φορολογείται από το πρώτο ευρώ ενώ οι πράσινες και οι συνδεδεμένες φορολογούνται μόνο κατά το μέρος που, αθροιζόμενες, υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. Ωστόσο κάθε περίπτωση αγροτικής επιδότησης/ενίσχυσης φέρει υποχρέωση αναγραφής στην πρώτη σελίδα του εντύπου Ε3, αρχικά, για πληροφοριακούς σκοπούς (Πίνακας Ε’, κωδικοί 901, 902, 903, 907, 908, 910, 911, 912, 913 και 914). Το ποσό της βασικής ενίσχυσης (κωδ.901) από το πρώτο ευρώ καθώς και το άθροισμα των πράσινων (κωδ.902) και συνδεδεμένων ενισχύσεων (κωδ.903) για το μέρος άνω των 12.000 ευρώ, μεταφέρεται στη δεύτερη σελίδα του εντύπου για να προσμετρηθούν στη διαμόρφωση του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (Πίνακας ΣΤ’ κωδικός 644). Σημειώνεται ότι οι τρεις αυτές κατηγορίες αποτελούν εισοδηματικές ενισχύσεις ενώ όλες οι περιπτώσεις των επενδυτικών επιδοτήσεων (κωδικοί 907, 910 και 913) καθώς και οι λοιπές περιπτώσεις των εισοδηματικών ενισχύσεων (κωδικοί 908, 911 και 914) δεν λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (σχετικό το 175019/01.12.2016 έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ).’’
    Έτσι στο Ε3 (Πίνακας ΣΤ’ κωδικός 644) έβαλα το ποσό της Βασικής ενίσχυσης 10.900 ευρώ και το προσμέτρησα στη διαμόρφωση του κέρδους.
    Στο Ε1, πινάκας 6 κωδ. 659 μετέφερα το σύνολο των υπόλοιπων ενισχύσεων 13.960 ευρώ.
    Όμως το τμήμα εισοδήματος της ΔOΥ …………… μας απάντησαν πως αυτός ο τρόπος είναι λανθασμένος. Ισχυρίζονται ότι στο Ε1, πινάκας 6 κωδ. 659, πάει ποσό ως 12.000 ευρώ (δεν μπορεί να είναι πάνω από τα 12.000 ευρώ).
    Επομένως στην εκκαθάριση που έκανε  στο Ε1, πινάκας 6 κωδ. 659 έβαλε ποσό 12.000 ευρώ και την διαφορά 1960 ευρώ (13.960 -12.000= 1.960 ευρώ) την προσμέτρησε στη διαμόρφωση του κέρδους.
    Το  Ε3, κατά τις υποδείξεις της Δ.Ο.Υ., διαμορφώθηκε ως εξής:
    ΒΑΣΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ: 10.900 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 901),
    ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ: 5.250 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 902),
    ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ: 1.500 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 903),
    ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 1”: 3.910 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 908), (δεν τα άλλαξε)
    Ενώ ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 2” :1.340 ευρώ  (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 911)
    (αντί για ΛΟΙΠΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ”ΠΥΛΩΝΑ 2” 3.300 ΕΥΡΩ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 911) και Αγροτικές αποζημιώσεις: 1.960 ευρώ (ΚΩΔΙΚΟΣ Ε3 909) (ενώ δεν είχε αποζημίωση καμία).
    Πάντως όλη αυτή η διαφοροποίηση της εκκαθάρισης αφορά δύο σκέλη και αυτό είναι και το ερώτημά μας:
    1) υπάρχει πλαφόν 12.000,00€ στον κωδικό 659 που αφορά αγροτικές ενισχύσεις;
    2) στο αγροτικό φορολογητέο εισόδημα λαμβάνονται υπόψη, πέρα από τη βασική, το υπερβάλλον ποσό πέρα από τις 12.000,00€ των πράσινων και συνδεδεμένων (άποψή μας) ή το ποσό πέρα από τις 12.000,00€ όλων των ενισχύσεων (πλην της βασικής) (άποψη της Δ.Ο.Υ.);
    3) Η επιδότηση νέων αγροτών που ανήκει στον «Πυλώνα 2» (κωδικός Ε3 911) και το ύψος της είναι 14.000€. Αυτή η περίπτωση πως αντιμετωπίζεται φορολογικά; (ποιο ποσό θα αναγραφεί στον κωδικό του Ε1 659 και το υπολειπόμενο θα φορολογηθεί ή όχι;)

    Υπενθύμιση: Πότε παραγράφονται οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές προς τον ΕΦΚΑ;

     

    Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 39/2017 Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 που αφορούν θέματα παραγραφής αξιώσεων του Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές

    (Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 που αφορούν θέματα παραγραφής αξιώσεων του Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές)

    Κατηγορία: Ασφαλιστικά ΕΦΚΑ

    Αθήνα: 19/10/2017
    Α.Π. : Δ.ΕΙΣΦ.Μ./589/1379602
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
    ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

    Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α
    ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ και ΕΛΕΓΧΩΝ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
    ΤΜΗΜΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
    Ταχ. Διεύθυνση: Σατωβριάνδου 18
    104 32 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Βασιλική Οικονόμου
    Αναστασία Κοσμέα
    Αριθ. τηλ.:210 52 85 518 – 615
    210 52 85 642- 639-536
    E – mail: [email protected]
    ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ. : 39
    ΘΕΜΑ: «Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 που αφορούν θέματα παραγραφής αξιώσεων του Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές»

    Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 95 του Ν. 4387/2016 (Φ.Ε.Κ. 85/τ.Α712-5-2016) με τίτλο «Παραγραφή αξιώσεων Ε.Φ.Κ.Α. – Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων – Εξουσιοδοτικές διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την παράγραφο 2 του άρθρου 29 του Ν. 4445/2016 (Φ.Ε.Κ. 236/τ.Α719-12-2016) και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την εφαρμογή τους:
    ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
    Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις ορίζονται τα ακόλουθα:
    «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες, κατά την έναρξη του παρόντος διατάξεις, απαιτήσεις. Η παραγραφή των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης αλλά δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται εικοσαετής και άρχεται από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.»
    ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΤΑΣΣΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ Ε.Φ.Κ.Α. ΦΟΡΕΩΝ
    1. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ τ. Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.
    1.1. ΠΡΟΪΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

    • Άρθρο 27 παρ. 7 του Α.Ν. 1846/1951
    • Άρθρο 44 παρ. 2 του Ν.Δ. 2698/1953
    • Άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2556/1997 (Φ.Ε.Κ. 270/τ.Α’/24-12-1997)
    • Άρθρο 15 παρ. 2 του Ν. 2972/2001 (Φ.Ε.Κ. 291/τ.Α’/27-12-2001)
    Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, το δικαίωμα του Ι.ΚΑ.: 1.1.Α.«Για βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία». 1.1. Β.« Προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεών του (από ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές, πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, πρόστιμα, τόκους, δικαστικά έξοδα, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και αχρεωστήτως ληφθείσες παροχές), καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακά)».
    1.2. ΙΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
    Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις, τροποποιείται ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.
    Ειδικότερα για την παραγραφή των απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές ισχύουν τα εξής:
    1.2 Α. Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και των οργανισμών, ταμείων και λογαριασμών των οποίων οι εισφορές συνεισπράττονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και που προέρχονται από ασφαλιστικές εισφορές αλλά και αναλογούντα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, παραγράφονται μετά εικοσαετία, η οποία αρχίζει απο την πρώτη ημέρα του επομενου έτους απο εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    Συνεπώς, η δυνατότητα των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων να βεβαιώνουν υπό την ευρεία έννοια, δηλαδή να συντάσσουν νόμιμους τίτλους (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ), ισχύει για είκοσι χρόνια από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    Παραδείγματα:
    1. Μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές μισθολογικών περιόδων απασχόλησης από 1/1/2005 έως 31/12/2005. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων ίσχυε μέχρι και 31/12/2015 και παρεγράφη 1/1/2016 (σύμφωνα με το προϊσχύον καθεστώς στο τ. Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.).
    2. Μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές μισθολογικών περιόδων απασχόλησης από 1/1/2006 έως 31/12/2006. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ) ισχύει μέχρι και 31/12/2026 (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
    3. Μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές μισθολογικών περιόδων απασχόλησης από 1/1/2011 έως 31/12/2011. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για σύνταξη καταλογιστικών πράξεων (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ) ισχύει μέχρι και 31/12/2031 (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
    1.2.Β. Η παραγραφή των κάθε είδους χρηματικών απαιτήσεων του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και των οργανισμών, ταμείων και λογαριασμών των οποίων οι εισφορές συνεισπράττονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και που έχουν δημιουργηθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, αλλά δεν έχουν υποπέσει για οποιοδήποτε λόγο σε παραγραφή (αναστολή, διακοπή), ορίζεται εικοσαετής και αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    Παραδείγματα:
    1. Στις 22/12/2005, βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια «ταμειακά», Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 04/12/2005, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 1/1/2005 έως 30/9/2005. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής παρεγράφη στις 31/12/2015. (σύμφωνα με το προϊσχύον καθεστώς στο τ. Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.).
    2. Στις 22/12/2006, βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια «ταμειακά», Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 04/12/2006, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 1/1/2006 έως 31/10/2006. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής παραγράφεται στις 31/12/2026. (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
    3. Στις 20/05/1999, βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια «ταμειακά», Π.Ε.Ε. που συντάχθηκε στις 20/03/1999, μισθολογικών περιόδων απασχόλησης 01/01/1995-31/12/1996. Η τελευταία διακοπή της παραγραφής πραγματοποιήθηκε στις 31/12/2009. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για είσπραξη της οφειλής εκτείνεται έως 31/12/2029 (σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς).
    2. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΏΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΝΤΑΣΣΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ Ε.Φ.Κ.Α. ΦΟΡΕΩΝ (πλην τ. Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.)
    2.1. ΠΡΟΪΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
    Για την παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές των φορέων, τομέων και κλάδων που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., εφαρμόζονταν ειδικές καταστατικές διατάξεις.
    Σε Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν υπήρχαν ειδικές καταστατικές διατάξεις, εφαρμόζονταν τα οριζόμενα στο άρθρο 249 του Αστικού Κώδικα, περί εικοσαετούς παραγραφής.
    2.2. ΙΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
    Από την έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α. (01/01/2017), για όλους τους εντασσόμενους σε αυτόν φορείς, τομείς και κλάδους, οι χρηματικές απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    3. ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ε.Φ.Κ.Α. ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
    Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις, δεν μεταβάλλεται ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων του Ε.Φ.Κ.Α. κατά του Δημοσίου – τόσο για τη βεβαίωση όσο και για την είσπραξη – ο οποίος παραμένει πέντε έτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995.
    Συγκεκριμένα το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α.:
    – Για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, παραγράφεται μετά πενταετία η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.
    – Για την είσπραξη των απαιτήσεών του κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν υπό στενή έννοια, δηλ. ταμειακά.
    Επισημαίνεται ότι, οι ετήσιες εκτυπώσεις των παραγραφόμενων οφειλών του Δημοσίου, θα αποστέλλονται πλέον στην Κεντρική Υπηρεσία του Κ.Ε.Α.Ο., για τις απαραίτητες ενέργειες «διακοπής» αυτών.
    4. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ – ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΕΙΣ
    4.1. Οι κοινοποιούμενες με την παρούσα διατάξεις δεν εφαρμόζονται στις ήδη παραγεγραμμένες απαιτήσεις κατά την έναρξη ισχύος της εφαρμογής του Νόμου, ήτοι από 12/05/2016.
    4.2. Το δικαίωμα του Ε.Φ.Κ.Α. για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια των παντός είδους χρηματικών απαιτήσεών του, από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου 1, Ν. 4093/2012 (Εγκ. 80/2012 τ. Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.)
    4.3. Στο πεδίο εφαρμογής των κοινοποιούμενων διατάξεων, δεν εμπίπτουν οι χρηματικές απαιτήσεις του Ε.Φ.Κ.Α., από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, οι οποίες παραγράφονται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν υπό στενή έννοια (ταμειακά), σύμφωνα με τις διατάξεις παρ. 2 του άρθρου 15, Ν.2972/2001 (Φ.Ε.Κ. 291/τ.Α’/27-12-2001).
    Κατόπιν των ανωτέρω, εφιστούμε την προσοχή στις αρμόδιες Υπηρεσίες Εσόδων των Υποκ/των Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α., όπως μεριμνήσουν εγκαίρως για την αναζήτηση και τον καταλογισμό των χρηματικών απαιτήσεών του, που πρόκειται να υποπέσουν σε παραγραφή στις 31/12/2017.
    Τέλος, σας γνωρίζουμε ότι για θέματα Αναστολής, Διακοπής και Συνεπειών Παραγραφής, θα ακολουθήσουν νεότερες οδηγίες από την Κεντρική Υπηρεσία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.).
    O ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Ε.Φ.Κ.Α.
    ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ

    Υπενθύμιση: Υπάρχει υποχρέωση θεώρησης του ειδικού βιβλίου μεταπωλητών του άρθρου 45 του κώδικα ΦΠΑ;

    ΠΟΛ.1217/2017 Κατάργηση υποχρέωσης θεώρησης του ειδικού βιβλίου των μεταπωλητών του άρθρου 45 του Κώδικα Φ.Π.Α.

    (Κατάργηση υποχρέωσης θεώρησης του ειδικού βιβλίου των μεταπωλητών του άρθρου 45 του Κώδικα Φ.Π.Α.)

    Κατηγορία: Φ.Π.Α.

    Αθήνα, 21/12/2017
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α΄ ΦΠΑ
    Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2 – 4
    Ταχ. Κώδικας: 106 72 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Μ. Κακούνη
    Τηλέφωνο: 210 3645848
    Fax: 210 3645413
    E-Mail: [email protected]
    Url: www.aade.gr
    ΠΟΛ. 1217
    Θέμα: Κατάργηση υποχρέωσης θεώρησης του ειδικού βιβλίου των μεταπωλητών του άρθρου 45 του Κώδικα ΦΠΑ.

    Κατόπιν υποβολής γραπτών και προφορικών ερωτημάτων σχετικά με την υποχρέωση θεώρησης του ειδικού βιβλίου που υποχρεούνται να τηρούν οι υποκείμενοι στο φόρο μεταπωλητές και με σκοπό την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, σάς γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    Με την παρούσα καταργείται η υποχρέωση θεώρησης του ειδικού βιβλίου μεταχειρισμένων το οποίο ορίζεται στην περίπτωση α΄, της παραγράφου 8, του άρθρου 45 του Κώδικα ΦΠΑ και του οποίου η υποχρέωση θεώρησης προβλέπεται στην εγκύκλιο 1043712/1633/468/ΠΟΛ.1104/10.4.1995 για τους υποκείμενους στο φόρο μεταπωλητές που εφαρμόζουν το ειδικό καθεστώς του άρθρου 45 του ανωτέρω Κώδικα.
    Σημειώνεται ότι η μη θεώρηση του εν λόγω ειδικού βιβλίου αποτελεί συνέχεια της κατάργησης θεώρησης βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται για σκοπούς ΦΠΑ που έγινε με τις αποφάσεις ΠΟΛ.1081/19.3.2014 (ΦΕΚ Β΄964/16.4.2014) και ΠΟΛ.1153/27.5.2014 (ΦΕΚ Β΄ 1432/4.6.2014).
    Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
    Γ. Πιτσιλής

    Επισήμανση: Αναγνωρίζονται προς έκπτωση οι δαπάνες εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτα πρόσωπα;

    ΠΟΛ.1055/2016 Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν. 4172/2013 σε περίπτωση εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτους

    (Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν. 4172/2013 σε περίπτωση εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτους)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 26 Απριλίου 2016
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑΤΑ: Β’, Α’
    Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Ε. Πλάνη, Β. Γιοβά
    Τηλέφωνο: 210 – 3375312
    ΦΑΞ: 210 – 3375001
    ΠΟΛ 1055/2016
    ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν. 4172/2013 σε περίπτωση εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτους.

    Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν τεθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. Με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν.4172/2013, με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά οι μη εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν εκπίπτει κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής (περ. β’).
    2. Με την ΠΟΛ.1216/1.10.2014 εγκύκλιό μας, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι ως άνω διατάξεις, διευκρινίσθηκε, ότι για την εφαρμογή της περίπτωσης β’ του άρθρου αυτού, στην έννοια της αγοράς των αγαθών και της λήψης των υπηρεσιών εμπίπτουν οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εμπορευμάτων, υλικών, παγίων κ.λπ., οι πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης καθώς και οι πάσης φύσεως υπηρεσίες που λαμβάνει η επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 και δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις λοιπές περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.
    Επίσης, διευκρινίσθηκε ότι ως τραπεζικό μέσο πληρωμής, προκειμένου για την εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων, νοείται η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα), η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρίας που πραγματοποιεί την πληρωμή, η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων, η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τραπέζης, η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
    4. Από τη γραμματική διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι ο νόμος απαιτεί η εξόφληση να γίνεται με τραπεζικό μέσο πληρωμής, προκειμένου να αποδεικνύεται η ύπαρξη και η πραγματοποίηση της συναλλαγής, χωρίς να κάνει διάκριση ως προς το πρόσωπο του καταβάλλοντος, ούτε να θέτει ως προϋπόθεση όπως το πρόσωπο στο οποίο ανήκει ο λογαριασμός μέσω του οποίου εξοφλούνται οι σχετικές δαπάνες να είναι και αυτό που είχε τη σχετική απαίτηση από τον καταβάλλοντα (άμεσα αντισυμβαλλόμενος).
    5. Κατόπιν των ανωτέρω, σε περίπτωση εξόφλησης σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή – πιστωτή από τρίτο πρόσωπο (ημεδαπό ή αλλοδαπό), το οποίο, κατ’ εντολή της επιχείρησης, εξοφλεί τη σχετική υποχρέωση προς απόσβεση ισόποσης υποχρέωσης αυτού προς αυτή, η σχετική δαπάνη εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, αρκεί να αποδεικνύεται με βάση τα κατάλληλα στοιχεία (τραπεζικά παραστατικά ή άλλα έγγραφα) η εξόφληση του προμηθευτή καθώς και ο λόγος εξόφλησης των δαπανών από τον τρίτο.
    Ομοίως, σε περίπτωση που, με βάση τα ανωτέρω, η εξόφληση γίνεται, κατ’ εντολή της επιχείρησης, από τρίτο, πελάτη της, προς απόσβεση δικής του υποχρέωσης από αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών από την επιχείρηση, η σχετική δαπάνη αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα του τρίτου με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις και εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται για την εκπεσιμότητα των δαπανών με τις διατάξεις του ν.4172/2013, παρόλο που ο τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο κατατέθηκαν τα μετρητά ή μεταφέρθηκαν τα σχετικά εμβάσματα δεν ανήκει σε πρόσωπο έναντι του οποίου υφίστατο και η σχετική υποχρέωση.
    6. Τέλος, διευκρινίζεται ότι για την εξασφάλιση του δικαιώματος έκπτωσης μιας δαπάνης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23του ν. 4172/2013, η καταβολή μπορεί να γίνεται και σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή σε αλλοδαπή τράπεζα, του νόμου μη διακρίνοντος.
    Ακριβές Αντίγραφο
    Ο Προϊστάμενος του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης
    Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Υπενθύμιση: Πώς υπολογίζονται οι ημέρες ασφάλισης για τους καθηγητές στα φροντιστήρια;

    Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 45/2017 Yπολογισμός ημερών των εργαζομένων σε Φροντιστήρια και Κέντρα Ξένων Γλωσσών

    (Yπολογισμός ημερών των εργαζομένων σε Φροντιστήρια και Κέντρα Ξένων Γλωσσών)

    Κατηγορία: Ασφαλιστικά ΕΦΚΑ

    Αθήνα 7/12/2017
    Α.Π. : Δ. ΑΣΦ.1280/1595239
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

    Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α
    ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
    Ταχ. Διεύθυνση: Σατωβριάνδου 18
    104 32 ΑΘΗΝΑ
    Πληροφορίες: Ρ. Παναγιωτοπούλου
    Γ. Θεοδωρακάκης
    Αριθ. τηλεφώνου: 210 5285573 – 592
    E – mail: [email protected]
    ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ.: 45
    ΘΕΜΑ: «Yπολογισμός ημερών των εργαζομένων σε Φροντιστήρια και Κέντρα Ξένων Γλωσσών»
    ΣΧΕΤ.: Το υπ’αριθμ. 50967/1053/7-11-2016 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης)
    Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του Ν.4415/2016 (ΦΕΚ 159/τ.Α’/6-9-2016) με τίτλο «Ρυθμίσεις για τα θέματα Φροντιστηρίων και Κέντρων Ξένων Γλωσσών», όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 56 του Ν.4472/2017 (ΦΕΚ 74/τ.Α’/19-5-2017) και σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
    1. ΓΕΝΙΚΑ
    Οι καθηγητές που αποδεδειγμένα παρέχουν υπηρεσίες με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας σε ιδιωτικά φροντιστήρια εκπαίδευσης και ξένων γλωσσών και ως 31/12/2016 υπάγονταν στην ασφάλιση του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ καταβάλουν από 1/1/2017 εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του Ν. 4387/2016 (Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών). Για την απασχόληση αυτή καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Κλάδου Κύριας Σύνταξης, Υγειονομικής Περίθαλψης, Επικουρικής Ασφάλισης και υπέρ ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και ΟΕΕ, ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής (μηνιαίος μισθός, ημερομίσθιο, ωρομίσθιο κ.λ.π.) και της διάρκειας απασχόλησης.
    2. ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
    Σύμφωνα με τις κοινοποιούμενες διατάξεις ορίζεται ότι: «Το εβδομαδιαίο ωράριο πλήρους διδακτικής απασχόλησης στα φροντιστήρια και τα κέντρα ξένων γλωσσών καθορίζεται στις (21) διδακτικές ώρες, κατ’αναλογία με το ωράριο των εκπαιδευτικών της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ως ο μέσος όρος του μέγιστου και του ελάχιστου ωραρίου τους. Η συμπλήρωση πλήρους εβδομαδιαίου ωραρίου αντιστοιχεί σε είκοσι πέντε (25) ένσημα μηνιαίως, ανεξαρτήτως της κατανομής των διδακτικών ωρών μέσα στην εβδομάδα».
    Οι κοινοποιούμενες διατάξεις έχουν εφαρμογή από την ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου, ήτοι από 6/9/2016.
    Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, για τους διδάσκοντες καθηγητές στα φροντιστήρια και στα κέντρα ξένων γλωσσών, οι είκοσι μία (21) διδακτικές ώρες αποτελούν το νόμιμο πλήρες εβδομαδιαίο ωράριο απασχόλησης, η συμπλήρωση του οποίου, σε μηνιαία βάση, αντιστοιχεί σε είκοσι πέντε (25) ημέρες ασφάλισης.
    Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση που το εβδομαδιαίο ωράριο δεν είναι πλήρες (δηλαδή 21 ώρες εβδομαδιαίως) τότε και οι ημέρες ασφάλισης υπολογίζονται κατά αναλογία.
    3. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΥ
    Έχοντας υπόψη τις κοινοποιούμενες διατάξεις και τις διευκρινίσεις του σχετικού εγγράφου του Υπουργείου και για την ενιαία αντιμετώπιση, ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων παρέχονται οι παρακάτω οδηγίες:
    Το νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας πλήρους απασχόλησης για τους εργαζόμενους των Φροντιστηρίων και των Κέντρων Ξένων Γλωσσών καθορίζεται στις είκοσι μία (21) ώρες και κατά συνέπεια ο υπολογισμός του ωρομισθίου, προκύπτει ως ακολούθως:
    6/21/25*Νόμιμος ή Συμφωνημένος Μισθός = Ωρομίσθιο
    Όπου «Νόμιμος ή Συμφωνημένος Μισθός» είναι αυτός του συγκρίσιμου εργαζόμενου με καθεστώς πλήρους απασχόλησης
    Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της περ.γ’ της παρ. 2 του άρθρου 38 του Ν. 4387/2016, όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 27 του Ν.4445/2016, η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς των μισθωτών με πλήρη απασχόληση και των εργοδοτών τους είναι το ποσό που αντιστοιχεί στο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ο οποίος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.3 (περ.α) της υποπαρ.ΙΑ.11 του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012, ανέρχεται στο ποσό των 586,08€ και ισχύει από 1-1-2017.
    Στις περιπτώσεις που ο μισθωτός είναι έως 25 ετών η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς των μισθωτών με πλήρη απασχόληση και των εργοδοτών τους είναι η προβλεπόμενη με τις διατάξεις της παρ.3 (περ.β’) της υποπαρ.ΙΑ.11 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (Α’222) ήτοι 510,95 ευρώ.
    Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 περ. α και β του άρθρου 38 του Ν.4387/2016, το ανώτατο όριο των ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς μισθωτού και εργοδότη, ανέρχεται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Συνεπώς το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κύριας σύνταξης των μισθωτών και των εργοδοτών ανέρχεται στο ποσό των 5.860,80€ και ισχύει από 1-1-2017.
    Επιπλέον, επειδή κατά τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 2 του Ν. 3846/2010, «οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης», οι αποδοχές των μερικώς απασχολούμενων με ημερήσια ή μηνιαία αμοιβή, είναι συνάρτηση του ύψους του ημερομισθίου ή μηνιαίου μισθού που αντιστοιχεί σε πλήρη ημερησία ή μηνιαία απασχόληση, του κατά περίπτωση ισχύοντος συμβατικού ωραρίου και των
    ωρών ημερήσιας ή εβδομαδιαίας απασχόλησης.
    4. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
    > Κατά τις ημέρες αργιών οι διδάσκοντες καθηγητές δικαιούνται τις αντίστοιχες αποδοχές, χωρίς να υποχρεούνται να εργάζονται. Στην περίπτωση απασχόλησης κατά τις Κυριακές και τις διακοπές, οι αποδοχές καταβάλλονται προσαυξημένες σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
    > Σύμφωνα και σε συνδυασμό των διατάξεων του εδαφίου 2 της υποπαρ. ΙΑ13, της παρ. ΙΑ, του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012, όπως ισχύει, του άρθρου 80 του Ν.4144/2013, όπως ισχύει, καθώς και των σχετικών διατάξεων του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010, η εργασία που παρέχεται πέραν των χρονικών ορίων εργασίας που καθορίζονται εκάστοτε από τη νομοθεσία, νοείται ως υπερωριακή. Ως εκ τούτου οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά, πέραν των 21 ωρών, εφόσον έχει καταχωρηθεί η υπερωριακή αυτή απασχόλησή τους, πριν από την έναρξη πραγματοποίησης της, στο Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών, που τηρείται από τον εργοδότη, δικαιούνται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, μέχρι την συμπλήρωση των 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 40%. (Η «διδακτική ώρα» αντιστοιχεί, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, σε χρονική διάρκεια σαράντα πέντε (45) λεπτών της ώρας).
    Τέλος, για διευκόλυνσή σας παραθέτουμε παραδείγματα σχετικά με τον υπολογισμό του ωρομισθίου καθώς και των υπολογισμό των ημερών ασφάλισης στην περίπτωση της μερικής απασχόλησης (ήτοι απασχόληση κάτω των 21 ωρών εβδομαδιαίως) – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Του παρόντος με ευθύνη των Προϊσταμένων των Δ/νσεων και των Τμημάτων να λάβει γνώση ενυπόγραφα το προσωπικό αρμοδιότητάς σας.
    O ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΕΦΚΑ
    ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΜΠΑΚΑΛΕΞΗΣ
    ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
    Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
    ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΥ
    > Καθηγητής φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, 45 ετών, με μηνιαίο μισθό τον κατώτερο άνω των 25 ετών, με ατομική σύμβαση απασχόλησης – εργασία 21 ωρών την εβδομάδα και μηνιαίες αποδοχές 586,08 €.
    ((6/21)/25) x 586,08 = 6,70 €
    κατώτατο ωρομίσθιο πλήρους απασχόλησης >25 ετών με 25 ΗΑ
    > Καθηγητής φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, 24 ετών, με μηνιαίο μισθό τον κατώτερο κάτω των 25 ετών, με ατομική σύμβαση απασχόλησης – εργασία 21 ωρών την εβδομάδα και μηνιαίες αποδοχές 510,95 €.
    ((6/21)/25) x 510,95 = 5,84 €
    κατώτατο ωρομίσθιο πλήρους απασχόλησης <25 ετών, με 25 ΗΑ
    > Καθηγητής φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης, 55 ετών, με μηνιαίο μισθό, με ατομική σύμβαση απασχόλησης – εργασία 21 ωρών την εβδομάδα και μηνιαίες συμφωνημένες αποδοχές 700,00 €.
    ((6/21)/25) x 700,00 = 8,00 €,
    ωρομίσθιο απασχόλησης με συμφωνία μισθού 700,00 € , με 25 ΗΑ
    > Καθηγητής φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης, 55 ετών, με μηνιαίο μισθό, με ατομική σύμβαση απασχόλησης – εργασία 16 ωρών την εβδομάδα και μηνιαίες συμφωνημένες αποδοχές 650,00 €.
    ((6/21)/25) x 650,00 = 7,43 €,
    ωρομίσθιο απασχόλησης με συμφωνία μισθού 650,00 €
    Οι ημέρες ασφάλισης υπολογίζονται κατά αναλογία ως εξής: (25×16)/21= 19 ημέρες ασφάλισης το μήνα

    Υπενθύμιση: Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας! Η πρόσφατη θέση της φορολογικής διοίκησης!

    ΠΟΛ.1175/2017 Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας

    (Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας)

    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 2017
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    TMHMA A’
    Πληροφορίες: Σ. Πίνη
    2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
    TMHMATA A’, B’
    Πληροφορίες: Μ. Μαμάκου
    Μ.Α. Γκανούρη
    Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
    Ταχ. Κωδ.: 101 84, Αθήνα
    Τηλέφωνο: 210-3375316
    FAX: 210-3375001
    E-Mail: [email protected]
    Url: www.aade.gr
    ΠΟΛ.1175
    ΘΕΜΑ: «Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας»

    Σε συνέχεια ερωτημάτων που αφορούν στη διενέργεια ελέγχων αναφορικά με προσαύξηση περιουσίας φορολογουμένων, ανεξαρτήτως του τρόπου ή της μεθόδου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης και κατόπιν πρόσφατης σχετικής νομολογίας του ΣτΕ, επισημαίνονται τα εξής:
    1. Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (π.χ. εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα Δ’ πηγής του ν.2238/1994, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.τλ.), ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγονται φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματος, ο καταλογισμός δεν θα γίνεται κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά των, κατά περίπτωση, εφαρμοστέων διατάξεων του ν.2238/1994 ή του ν.4172/2013, αναλόγως του είδους του εισοδήματος.
    2. Γενικά, επισημαίνεται ότι πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013 του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.
    Σημειώνεται ότι ο φορολογούμενος οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.
    Σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμού ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενου, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει.
    Σε κάθε περίπτωση, εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.
    3. Η διάταξη του εδαφίου β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν (εφόσον, βέβαια, δεν έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος στη νομοθεσία χρόνος παραγραφής) και σε υποθέσεις, στις οποίες η περιουσιακή προσαύξηση, άγνωστης πηγής ή αιτίας, προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30.9.2010 (ΣτΕ 1225/2017884/20161897/2016).
    4. Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά με έμβασμα χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του (στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή) δεν αποτελεί προσαύξηση της περιουσίας του. Συνεπώς, κρίσιμος δεν είναι, τουλάχιστον κατ’ αρχήν ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσης του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματα του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του (ΣτΕ 1225/2017884/2016435/2017). Ο προσδιορισμός του ως άνω κρίσιμου χρόνου πρέπει να γίνεται από την ελεγκτική αρχή με βάση πρόσφορα και επαρκή στοιχεία τα οποία συλλέγονται κατόπιν της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων, ενόψει των περιστάσεων, μέτρων ελέγχου στα οποία συμπεριλαμβάνονται ιδίως η κλήση του φορολογούμενου για παροχή εξηγήσεων και η αναζήτηση πληροφοριών και στοιχείων από τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αν η εντός ευλόγου χρόνου συλλογή στοιχείων σχετικά με τη διαπίστωση του χρόνου προσαύξησης της περιουσίας καθίσταται αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής, γεγονός που πρέπει να βεβαιώνεται από τη φορολογική αρχή με ειδική αιτιολογία, αυτή μπορεί να διαπιστώσει τον κρίσιμο, κατά τα προεκτεθέντα, χρόνο με βάση όσα στοιχεία κατάφερε να συγκεντρώσει ο έλεγχος και, στην εξαιρετική περίπτωση παντελούς έλλειψης τέτοιων στοιχείων, να θεωρήσει κατά τεκμήριο ως κρίσιμο χρόνο εκείνον του εμβάσματος (ΣτΕ 884/2016).
    5. Ειδικότερα, σχετικά με τον έλεγχο υποθέσεων για προσαύξηση περιουσίας παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις προκειμένου να υπάρχει ομοιόμορφη αντιμετώπιση των υποθέσεων:
    5.1. Ως προς τον χρόνο μεταξύ ανάληψης και επανακατάθεσης ισχύουν τα αναγραφόμενα στο ΔΕΑΦ Α 1144110 ΕΞ 2015/5.11.2015 έγγραφό μας.
    5.2. Υπενθυμίζεται ότι για τα μερίσματα πλοιοκτητριών εταιρειών ή εταιρειών χαρτοφυλακίου ισχύει το άρθρο 44 του ν.4141/2013 και τα όσα έχουν διευκρινιστεί με την ΠΟΛ.1106/14.4.2014 εγκύκλιο.
    5.3. Το υπερβάλλον τίμημα από μεταβίβαση ακινήτου το οποίο διαπιστώνεται ως τέτοιο από τον έλεγχο και δηλώνεται από τον πωλητή με συμπληρωματικό συμβόλαιο ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του αρχικού συμβολαίου δεν αποτελεί προσαύξηση περιουσίας, δεδομένου ότι με την υποβολή του συμπληρωματικού συμβολαίου είναι γνωστή η πηγή προέλευσης και το υπερβάλλον τίμημα είτε έχει φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμη και αν δεν συνταχθεί συμπληρωματικό συμβόλαιο, εφόσον από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο έλεγχος αποδεικνύεται ότι τα σχετικά ποσά αποτελούν μη δηλωθέν τίμημα μεταβίβασης ακινήτου (όπως, ενδεικτικά, η ταυτόχρονη ή σχεδόν ταυτόχρονη με το συμβόλαιο μεταβίβαση κατάθεσης χρημάτων σε λογαριασμό του πωλητή από τον αγοραστή ή η ύπαρξη επιταγών). Κατά τον αντικειμενικό προσδιορισμό του εισοδήματος από ιδιοχρησιμοποίηση – ιδιοκατοίκηση ακινήτου σύμφωνα με τις παρ. 1 και παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν.4172/2013, λαμβάνεται υπόψη η αξία του ακινήτου ως οικοδομή, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου των στεγασμένων επιφανειών και δεν λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα υψούν, το οικόπεδο ή το αγροτεμάχιο. (σχετ. το 1064968/1070/Α0012/30.05.1994 έγγραφό μας).
    5.4. Ο χαρακτηρισμός μιας πίστωσης σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει ο ελεγχόμενος ως προερχόμενης ή σχετιζόμενης με ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα εξετάζεται ως πραγματικό γεγονός. Εφόσον αποδειχθεί ότι προέρχεται από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή προσδιορίζεται το είδος της παρασχεθείσας υπηρεσίας και ο λήπτης αυτής ή το πωληθέν αγαθό και ο αγοραστής αυτού, τότε φορολογείται, κατά περίπτωση, με τις οικείες διατάξεις του ν. 2238/1994 (άρθρα 284048 κ.λπ.) ή την παρ.1 του άρθρου 21 του ν .4172/2013 και υπόκειται σε τυχόν λοιπές φορολογίες (π.χ. ΦΠΑ), εάν δεν έχει ήδη φορολογηθεί.
    Στην περίπτωση που ο ελεγχόμενος συμμετέχει σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο (ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ), κοινωνία ή κοινοπραξία, και το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο είναι ποσό που αποδεικνύεται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας, δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας, καθώς είναι γνωστής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή το ποσό δύναται να συνιστά δάνειο (αν τούτο προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία), ή ταμειακή διευκόλυνση, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης, κατά την κρίση του ελέγχου.
    Επισημαίνεται ότι αν αυτό το ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο (ή κοινωνία ή κοινοπραξία) πριν από την διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση (ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά) για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο.
    Σε κάθε περίπτωση οι σχετικές πιστώσεις αξιολογούνται σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη και του αναλογούντος ΦΠΑ, ανάλογα με την περίπτωση. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επικαλείται μεν τη λήψη δανείου από ελληνική ή αλλοδαπή επιχείρηση, αλλά δεν υπάρχει σχετικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας ούτε και μπορεί να αποδειχθεί η λήψη του δανείου αυτού από άλλα στοιχεία (π.χ. κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών του δανειστή ή του δανειζόμενου από τις οποίες να προκύπτει δόση ή επιστροφή χρημάτων), τότε ο ισχυρισμός του φορολογούμενου περί δανείου δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
    6. Στις περιπτώσεις που έχει γίνει χρήση των διατάξεων περί επαναπατρισμού κεφαλαίων (άρθρο 38 του ν.3259/2004 και άρθρο 18 του ν. 3842/2010) και έχει καταβληθεί ο αναλογών φόρος, τότε εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για τα ποσά που δηλώθηκαν και για τα οποία καταβλήθηκε ο φόρος που προέβλεπαν οι σχετικές διατάξεις. Σε αυτή την περίπτωση τα εν λόγω ποσά μπορούν να επαναπατριστούν οποτεδήποτε το επιθυμεί ο ελεγχόμενος και, εφόσον επαναπατρισθούν (εισερχόμενο έμβασμα) αναγράφονται στους κωδικούς 783-784 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της οικείας φορολογικής δήλωσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
    Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

    Υπενθύμιση: Προυποθέσεις για την έκπτωση του ΦΠΑ! Πρόσφατη απόφαση ΣΤΕ!

     

    Κεντρικό συμπέρασμα απόφασης ΣΤΕ:

    “Εξάλλου, για την έκπτωση του ΦΠΑ δεν  ερευνάται η παραγωγικότητα της σχετικής δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα.”

    Ακολουθεί αυτούσια η απόφαση, την οποία αξίζει να διαβάσουμε αναλυτικά, καθώς παραπέμπει σε πολύ σημαντικά στοιχεία της νομολογίας.
    ΣτΕ   444/2017
    Kατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ν. 1642/1986 και 12 παρ. 1, 3, 9 και 11 του π.δ/τος 186/1992 (ΚΒΣ), για την έκπτωση του φόρου εισροών από τον φόρο εκροών, ερευνάται η συνδρομή των τασσομένων στον ν. 1642/1986 προϋποθέσεων, όπως αν ο προς έκπτωση φόρος έχει βαρύνει παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που έγιναν στον υποκείμενο στον φόρο για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων, χωρίς, ωστόσο, να ερευνάται η παραγωγικότητα της δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα. 
    Οπως, όμως, κρίθηκε περαιτέρω, για να αποτελεί τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών πρέπει να περιέχει τα κατα τον νόμον στοιχεία, μεταξύ των οποίων και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών, προκειμένου δε ειδικότερα περί πολλαπλών συναφών υπηρεσιών, όπως υπηρεσιών (συστεγάσεως, προβολής προϊόντων κ.λ.π.) που παρέχονται από συγγενική επιχείρηση σε άλλη, το τιμολόγιο αρκεί μεν να περιγράφει συνοπτικά τις εν λόγω υπηρεσίες, θα πρέπει, όμως, επιπροσθέτως, εν όψει των οριζομένων στην παράγραφο 11 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., να γίνεται σ’ αυτό αναφορά σε έγγραφη σύμβαση των μερών, από την οποία θα προκύπτουν οι προσφερόμενες υπηρεσίες και ο τρόπος τιμολόγησής τους.
    Συνεπώς για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου αρκεί να έχει εκδοθεί ή να προσκομίζεται για την αγορά των επίμαχων αγαθών ή την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών το οικείο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι πράγματι έλαβε χώρα η συναλλαγή που θεμελιώνει το δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου.
    Τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του τιμολογίου, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος προς έκπτωση, εφόσον, πάντως, υπάρχουν τα αναγκαία στοιχεία για τη διαπίστωση της συνδρομής των ανωτέρω ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου. 
    Επιπροσθέτως με την ΣτΕ 5372/2012 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κρίθηκε, τελικά, ότι εφόσον στο οικείο τιμολόγιο αναγράφονταν οι υποχρεωτικές, κατά το άρθρο 22 παρ. 3 της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, ενδείξεις (τιμή υπηρεσίας και αναλογών επ’ αυτής φ.π.α.), τούτο αρκούσε για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του επίδικου φόρου, καθόσον από αυτό προέκυπτε καταρχήν η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε αυτές οι προϋποθέσεις δεν αμφισβητήθηκαν περαιτέρω από τη φορολογική αρχή, οι τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του που αποδόθηκαν από τη φορολογική αρχή, δεν μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος εκπτώσεως του ένδικου φόρου. 
    Αριθμός 444/2017 
    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Β’
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 18 Νοεμβρίου 2015,  με την εξής σύνθεση: Α-Γ. Βωρος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Γ. Τσιμέκας, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ο.-Μ. Βασιλάκη,
    Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
    Για να δικάσει την από 19 Δεκεμβρίου 2012 αίτηση:
    του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Πολύχρονη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………………”, που εδρεύει στην Αθήνα (……………………), η οποία δεν παρέστη.
    Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 774/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
    Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ο.-Μ. Βασιλάκη.
    Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
    Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
    Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
    Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
    1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 774/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της 5434/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης, ακυρώθηκε η υπ’ αριθμ. 1094/7.10.2003 οριστική πράξη προσδιορισμού  Φ.Π.Α. του προϊστάμενου του Π.Ε.Κ Αθηνών, διαχειριστικής περιόδου 1.1 έως 31.12.2000, με την οποία είχε επιβληθεί στην τελευταία φόρος προστιθέμενης αξίας 81.510.486 δραχμών και προσαύξηση 106.778.736 δραχμών λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας εκκαθαριστικής δηλώσεως.
    2. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου από 1.1.2011, αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ,…».
    Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως επί διαφοράς η οποία έχει χρηματικό αντικείμενο, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και των αναφερομένων στην παρ. 3 προϋποθέσεων (βλ. ΣτΕ 2659/2013 επταμ., ΣτΕ 856/2013 επταμ., ΣτΕ 1875/2012 επταμ., ΣτΕ 2177/2011 επταμ. κ.α.).
    Επομένως, επί διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το τιθέμενο όριο από το νόμο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεως του, με τη δικονομική υποχρέωση να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του ζητήματος δε  αυτού, είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία -επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητος για την διάγνωση των σχετικών υποθέσεων- του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ενδεικτικώς ΣτΕ 3529/2015, ΣτΕ 4987/2012, ΣτΕ 3933/2012).
    Περαιτέρω, ενόψει του σκοπού της διάταξης, ήτοι του περιορισμού, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, άσκησης μεγάλου αριθμού αιτήσεων αναιρέσεως, ως νομολογία, κατά την έννοιά της, νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρισίμου νομικού ζητήματος και όχι επί αναλόγου ή παρομοίου (ΣτΕ 1271/2016, ΣτΕ 1195/2016, ΣτΕ 1026/2014, ΣτΕ 3964/2014 7μ., ΣτΕ 4222/2013, ΣτΕ 4043/2013, ΣτΕ 4163/2012 7μ., ΣτΕ 3971/2011).
    Περαιτέρω, αντίθεση νοείται κατ’ αρχήν προς οριστική απόφαση του Δικαστηρίου ή και προς προδικαστική απόφαση, εφόσον στην τελευταία περιέχεται αντίθετη οριστική κρίση επί του εριζόμενου νομικού ζητήματος. Εξάλλου, βασίμως προβάλλεται ο λόγος περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς προδικαστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην περίπτωση που με την τελευταία αυτή απόφαση το εριζόμενο ζήτημα παραπέμφθηκε προς επίλυση σε μείζονα σύνθεση Τμήματος ή στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και κρίθηκε οριστικώς κατά τρόπο αντίθετο προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 2583/2013, ΣτΕ 4991/2012, πρβλ ΣτΕ 4506/2011 7μ, ΣτΕ 62/2012 7μ).
    Κατά την περαιτέρω γνώμη του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα, αντίθεση νοείται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, όχι μόνον όταν η απόφαση της μείζονος συνθέσεως επικυρώνει την παραπεμπτική απόφαση την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων ως αντίθετη προς την αναιρεσιβαλλομένη, κρίνοντας ομοίως προς αυτήν, αλλά και όταν επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα κατά τρόπο διαφορετικό από την παραπεμπτική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η τυχόν υπάρχουσα αντίθεση κρίνεται εν όψει των όσων δέχεται η μείζων σύνθεση, σε συνδυασμό με τους προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα σχετικούς ισχυρισμούς.
    3. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη, η οποία είχε ως έδρα την Αθήνα (………….) και αντικείμενο εργασιών τη διενέργεια υπαίθριων διαφημίσεων, τηρούσε δε βιβλία Γ κατηγορίας του ΚΒΣ, κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο (1.1-31.12.2000) έλαβε έξι (6) τιμολόγια εκδόσεως τρίτων προσώπων, με αναγραφή της αξίας εκάστης συναλλαγής και του ΦΠΑ και αιτιολογία την “παροχή υπηρεσιών”.
    Τα προκύπτοντα από τα ως άνω τιμολόγια ποσά φόρου εισροών η αναιρεσίβλητη τα συμψήφισε με τον φόρο εκροών που εισέπραξε κατά την ίδια χρήση, με αποτέλεσμα κατά την εκκαθαριστική δήλωση του έτους 2000 που υπέβαλε, να προκύψει χρεωστικό υπόλοιπο φόρου, ύψους 62.787.716 δραχμών. Ο διενεργηθείς σε βάρος της έλεγχος (σχ. η από 1.10.2003 έκθεση ελέγχου) θεώρησε ότι τα προναφερθέντα παραστατικά, ως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, δεν ήταν νόμιμα, για τον λόγο ότι δεν περιγραφόταν σε αυτά συγκεκριμένα το είδος της παρασχεθείσας υπηρεσίας και δεν αποδεικνυόταν η αναφερόμενη σε αυτά δαπάνη, συνεπώς η αναιρεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα έκπτωσης, κατ’ άρθρο 25 του ν. 1642/1986, του φόρου εισροών των συγκεκριμένων τιμολογίων από τον φόρο εκροών της. Εν όψει των διαπιστώσεων αυτών, εκδόθηκε η αναφερόμενη στην πρώτη σκέψη πράξη οριστικού προσδιορισμού ΦΠΑ, με την οποία αφενός μεν περιορίσθηκε ο φόρος εισροών της αναιρεσίβλητης από 435.149.689 δραχμές σε 353.639.203 δραχμές, αφετέρου δε επεβλήθη σε βάρος της κύριος φόρος 81.510.486 ευρώ, καθώς και πρόσθετος φόρος σε ποσοστό 131%, λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας εκκαθαριστικής δηλώσεως.
    Προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της πράξης αυτής έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο την ακύρωσε.Έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
    Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, ερμηνεύοντας, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ν.1642/1986, έκρινε ότι για την έκπτωση του φόρου εισροών από τον φόρο εκροών ερευνάται η συνδρομή των τασσομένων από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεων, όπως αν ο προς έκπτωση φόρος έχει βαρύνει δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο υποκείμενος στον φόρο για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων, χωρίς να ερευνάται η παραγωγικότητα της δαπάνης, όπως στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα.
    Στη συνέχεια, το ίδιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι :
    α) το κύρος και η γνησιότητα των προαναφερθέντων παραστατικών δεν αμφισβητήθηκε από τη φορολογική αρχή,
    β) από την απουσία και μόνο επαρκούς αιτιολογίας σε αυτά δε γεννάται αμφισβήτηση ως προς την καταβολή από την αναιρεσίβλητη προς τους εκδότες τους της αναγραφόμενης σε αυτά δαπάνης και του αναλογούντος ΦΠΑ κατά την πραγματοποίηση των συναλλαγών, αλλά μόνο ενδεχομένως αμφισβήτηση ως προς την παραγωγικότητα των σχετικών δαπανών για την επιχείρηση, που όμως δεν εξετάζεται κατά την προκείμενη φορολογία,
    γ) σύμφωνα με το περιεχόμενο των ως άνω τιμολογίων, η αναιρεσίβλητη υποβλήθηκε στις ένδικες δαπάνες για την πραγματοποίηση πράξεων υπαγόμενων στον ΦΠΑ και
    δ) δεν αμφισβητήθηκε από το Δημόσιο η απόδοση του φόρου σε αυτό από τους εκδότες τους, προκειμένου αυτός να υπολογισθεί ως εισροή και να εκπέσει από τον φόρο εκροών της αναιρεσίβλητης, έκρινε ότι ο ένδικος φόρος ήταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκπεστέος, επικυρώνοντας την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
    4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 28.12.2012 και, επομένως, διέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Όπως δε προκύπτει από το συνημμένο σε αυτήν σημείωμα της φορολογικής αρχής, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ.
    Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του ν. 1642/1986 και του ΚΒΣ, κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι το επίδικο τιμολόγιο, στο οποίο αναφερόταν αορίστως η ένδειξη “παροχή υπηρεσιών”, αποτελούσε νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών καθόσον αυτό δεν περιείχε τα οριζόμενα από τον νόμο (ΚΒΣ) αναγκαία στοιχεία, μεταξύ των οποίων και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών.
    Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού αναιρέσεως, το αναιρεσείον, με το εισαγωγικό δικόγραφο, ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση προς την «πάγια νομολογία» του Δικαστηρίου αναφορικώς με το ζήτημα των στοιχείων που απαιτείται να περιέχει το τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ώστε να αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών, γίνεται δε επίκληση- εντός παρενθέσεως- των υπ’ αριθμ. ΣτΕ 3558/2011 και ΣτΕ 1170/2007 αποφάσεων του Β Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
    5. Επειδή, με την πρώτη απόφαση του Τμήματος (ΣτΕ 3558/2011) που επικαλείται το αναιρεσείον, η οποία είναι παραπεμπτική στην μείζονα σύνθεσή του, κρίθηκε, κατ’ αρχάς, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 23 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του ν. 1642/1986 και 12 παρ. 1, 3, 9 και 11 του π.δ/τος 186/1992 (ΚΒΣ), για την έκπτωση του φόρου εισροών από τον φόρο εκροών, ερευνάται η συνδρομή των τασσομένων στον ν. 1642/1986 προϋποθέσεων, όπως αν ο προς έκπτωση φόρος έχει βαρύνει παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που έγιναν στον υποκείμενο στον φόρο για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων, χωρίς, ωστόσο, να ερευνάται η παραγωγικότητα της δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα· όπως, όμως, κρίθηκε περαιτέρω, για να αποτελεί τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών πρέπει να περιέχει τα κατα τον νόμον στοιχεία, μεταξύ των οποίων και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών, προκειμένου δε ειδικότερα περί πολλαπλών συναφών υπηρεσιών, όπως υπηρεσιών (συστεγάσεως, προβολής προϊόντων κ.λ.π.) που παρέχονται από συγγενική επιχείρηση σε άλλη, το τιμολόγιο αρκεί μεν να περιγράφει συνοπτικά τις εν λόγω υπηρεσίες, θα πρέπει, όμως, επιπροσθέτως, εν όψει των οριζομένων στην παράγραφο 11 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., να γίνεται σ’ αυτό αναφορά σε έγγραφη σύμβαση των μερών, από την οποία θα προκύπτουν οι προσφερόμενες υπηρεσίες και ο τρόπος τιμολόγησής τους.
    Εν όψει αυτών, το Τμήμα υπό πενταμελή σύνθεση έκρινε, ακολούθως, ότι, τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών το οποίο (εκτός από την αξία της συναλλαγής και τον αναλογούντα φ.π.α.) φέρει ως μόνη αιτιολογία τη φράση “χρέωση αναλογίας δαπανών προβολής και διαφήμισης για τη χρήση […]” περιέχει αόριστη περιγραφή των παρεχομένων υπηρεσιών και, συνεπώς, αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 11 του ΚΒΣ, θα έπρεπε, στην περίπτωση αυτή, να μνημονεύεται περαιτέρω και η σύμβαση από την οποία προέκυπταν οι παρασχεθείσες (προς τον λήπτη) υπηρεσίες και ο τρόπος τιμολόγησής τους, πλην, ως εκ της “σπουδαιότητας” του εν λόγω ζητήματος, αλλά και της “αποκλίνουσας νομολογίας”, παρέπεμψε την οριστική επίλυσή του στην επταμελή σύνθεση αυτού.
    6. Επειδή, στη συνέχεια, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, δημοσιεύθηκε (31.12.2012) η 5372/2012 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, με την οποία, αφού, προηγουμένως, ερμηνεύθηκαν οι κρίσιμες διατάξεις της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ [οι οποίες, ως ίσχυαν, είναι εφαρμοστέες και στην παρούσα υπόθεση] και ειδικότερα αυτές των άρθρων 17 παρ. 1 και παρ. 2 στοιχ. α’ [όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση που επέφερε σε αυτό το άρθρο 28στ παρ. 1 αυτής, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 22 της Οδηγίας 91/680/ΕΟΚ], 18 παρ. 1 και 3α [όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 28στ] και 22 παρ. 3 και 8 [όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση που επέφερε σ’ αυτό το άρθρο 28η αυτής, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 22 της Οδηγίας 91/680/ΕΟΚ] ως έχουσες την έννοια ότι η κατοχή τιμολογίου ή άλλου στοιχείου που αποδεικνύει ότι πράγματι έλαβε χώρα η συναλλαγή στην οποία στηρίζεται η αίτηση εκπτώσεως αποτελεί μεν προϋπόθεση για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος (που αποσκοπεί στην πλήρη απαλλαγή του επιχειρηματία από το βάρος του οφειλομένου ή καταβληθέντος Φ.Π.Α. στο πλαίσιο όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων του και στην διασφάλιση πλήρους ουδετερότητας ως προς την φορολογική επιβάρυνσή τους υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιες οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε Φ.Π.Α.), πλην, τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του ή παραβάσεις λογιστικών υποχρεώσεων δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος εκπτώσεως, εφ’ όσον πάντως η φορολογική αρχή διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να διαπιστώσει ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκπτωση, κρίθηκαν, ακολούθως, κατά την ερμηνεία των οικείων εθνικών διατάξεων, τα εξής : σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του ν. 1642/1986 [άρθρα 23 παρ. 1, 25 παρ.1 και 29 παρ. 4 ] για την έκπτωση του φόρου εισροών από το φόρο εκροών απαιτείται ο προς έκπτωση φόρος να έχει βαρύνει παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που έγιναν στον υποκείμενο στο φόρο για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων.
    Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων τούτων, ερμηνευομένων υπό το φως […] της έκτης Οδηγίας, για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου αρκεί να έχει εκδοθεί ή να προσκομίζεται για την αγορά των επίμαχων αγαθών ή την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών το οικείο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι πράγματι έλαβε χώρα η συναλλαγή που θεμελιώνει το δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου […]
    Τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του τιμολογίου, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ., δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος προς έκπτωση, εφόσον, πάντως, υπάρχουν τα αναγκαία στοιχεία για τη διαπίστωση της συνδρομής των ανωτέρω ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου.
    Εξάλλου, για την έκπτωση του ΦΠΑ δεν  ερευνάται η παραγωγικότητα της σχετικής δαπάνης, όπως συμβαίνει στη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο εισόδημα. Εν όψει αυτών κρίθηκε, τελικά, ότι εφόσον στο οικείο τιμολόγιο αναγράφονταν οι υποχρεωτικές, κατά το άρθρο 22 παρ. 3 της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, ενδείξεις (τιμή υπηρεσίας και αναλογών επ’ αυτής φ.π.α.), τούτο αρκούσε για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του επίδικου φόρου, καθόσον από αυτό προέκυπτε καταρχήν η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε αυτές οι προϋποθέσεις δεν αμφισβητήθηκαν περαιτέρω από τη φορολογική αρχή, οι τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του που αποδόθηκαν από τη φορολογική αρχή, δεν μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος εκπτώσεως του ένδικου φόρου.
    Τέλος, με την αυτή απόφαση, ο ισχυρισμός του Δημοσίου κατά τον οποίο το δικαστήριο της ουσίας, πριν προβεί στην ακύρωση της καταλογιστικής του φόρου πράξεως, όφειλε να εξακριβώσει και να βεβαιώσει αιτιολογημένα την πραγματοποίηση της σχετικής συναλλαγής και την καταβολή της σχετικής δαπάνης, απορρίφθηκε ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η φορολογική αρχή δεν είχε, πάντως, αμφισβητήσει το αληθές της συναλλαγής, η διαφορά περιορίσθηκε στη διάγνωση της προϋποθέσεως της νομιμότητας του τιμολογίου από την άποψη του επαρκούς ή μη προσδιορισμού των παρασχεθεισών υπηρεσιών (κατ’ άρθρο 12 του Κ.Β.Σ.), και, συνεπώς, το δικαστήριο δεν μπορούσε να επεκταθεί σε έλεγχο προϋποθέσεων που δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης από την οικεία φορολογική εγγραφή.
    7. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρίση της 3558/2011 παραπεμπτικής αποφάσεως, κατά την οποία, τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών περιέχον συνοπτική περιγραφή παρασχεθεισών υπηρεσιών χωρίς τη μνεία της συμβάσεως από την οποία απορρέουν οι υπηρεσίες και ο τρόπος τιμολόγησής τους δεν αποτελεί, κατ’ άρθρο 12 παρ. 11 του ΚΒΣ, νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών, δεν επικυρώθηκε από την επταμελή σύνθεση του Τμήματος, η οποία, με την ως άνω 5372/2012 οριστική απόφασή της, έκρινε ότι τιμολόγιο στο οποίο αναγράφονται οι υποχρεωτικές ενδείξεις της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ αρκεί για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του επίδικου φόρου καθόσον από αυτό προκύπτει καταρχήν η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν αμφισβητούνται περαιτέρω από τη φορολογική αρχή, τυπικές παραλείψεις στο περιεχόμενο του ως άνω τιμολογίου δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου. Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά, εφόσον δηλαδή, η κρίση της ως άνω ΣτΕ 3558/2011 παραπεμπτικής απόφασης, την οποία επικαλείται ως “αντίθετη” το Δημόσιο, δεν επικυρώθηκε από την εν συνεχεία εκδοθείσα 5ΣτΕ 372/2012 οριστική απόφαση, οι δε κατά τα ανωτέρω (σκέψη 3) κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αφίστανται των κριθέντων με την τελευταία αυτή απόφαση, ο ως άνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για τη θεμελίωση αντιθέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς την ανωτέρω ΣτΕ 3558/2011 απόφαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
    Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα, ο εν λόγω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Τούτο δε, διότι η ως άνω ΣτΕ 5372/2012 οριστική απόφαση της επταμελούς συνθέσεως, δεχθείσα κρίνοντας κατά τρόπο διαφορετικό το ζήτημα που παραπέμφθηκε ενώπιον της [αν για να αποτελέσει νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών τιμολόγιο στο οποίο περιέχεται αόριστη  περιγραφή τω παρεχομένων υπηρεσιών θα έπρεπε να αναφέρεται η σύμβαση από την οποία προέκυπταν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες και ο  τρόπος τιμολόγησής τους]  ότι το εν λόγω τιμολόγιο αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο για την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του επίδικου φόρου υπό δύο σωρευτικώς συντρέχουσες προϋποθέσεις, ήτοι εφόσον α) από το τιμολόγιο αυτό (ή από άλλα αναγκαία στοιχεία) προκύπτει κατ’ αρχήν η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου και β) υπό την περαιτέρω προϋπόθεση ότι αυτές δεν αμφισβητούνται από την φορολογική αρχή, δεν ανέτρεψε την βασική παραδοχή της παραπεμπτικής απόφασης, την οποία επικαλείται ως αντίθετη προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων, ότι – εφόσον δεν συντρέχουν οι δύο αυτές προϋποθέσεις – «το τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για να αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση του φόρου εισροών, πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος, μεταξύ των οποίων και επαρκή προσδιορισμό των παρασχεθεισών υπηρεσιών» (σκέψη 3 αυτής).
    Εν προκειμένω δε, η φορολογική αρχή, επικαλούμενη ρητώς την αοριστία του περιεχομένου των επίμαχων τιμολογίων (στα οποία ως μόνη αιτιολογία αναφέρεται «παροχή υπηρεσιών»), αμφισβητεί ευθέως την πραγματοποίηση των συναλλαγών, δηλαδή τη συνδρομή των απαιτούμενων από το νόμο προϋποθέσεων έκπτωσης του φόρου και, συνεπώς, συντρέχει η προσβαλλόμενη αντίθεση.
    8. Επειδή, εξάλλου, με την δεύτερη απόφαση, την οποία επικαλείται το αναιρεσείον (ΣτΕ 1170/2007), κρίθηκε ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 1 του ν. 2238/1994 (Κ.Φ.Ε.) 18 παρ. 2 και 12 παρ. 9-11 του π.δ/τος 186/1992 (ΚΒΣ), για την έκπτωση ως παραγωγικής δαπάνης που αφορά προμήθειες σε τρίτους για πωλήσεις, αρκεί να αναγράφεται στο σχετικό τιμολόγιο, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου (εγγραφή στα βιβλία, απόδειξη διενέργειας της δαπάνης κλπ), το είδος των υπηρεσιών και η αμοιβή, χωρίς να απαιτείται για την ίδια την έκπτωση, η επί του τιμολογίου αναγραφή και των ονομάτων των πελατών που υποδείχθηκαν και των αριθμών των τιμολογίων των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν με τη μεσολάβηση των προσώπων αυτών.
    Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό, με την προαναφερθείσα απόφαση, αντιμετωπίσθηκε όχι το ίδιο, αλλά άλλο νομικό ζήτημα, που αφορά στο κατά νόμο περιεχόμενο τιμολογίου προκειμένου την έκπτωση δαπάνης ως παραγωγικής στη φορολογία εισοδήματος. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ούτε προς την ανωτέρω απόφαση, απορριπτομένου ως ερειδόμενου επί εσφαλμένης προϋπόθεσης του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Δημοσίου.
    9. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
    Δια ταύτα
    Απορρίπτει την αίτηση.
    Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017.

    Επισήμανση:Προϋποθέσεις επιδότησης ανεργίας λόγω καταγγελίας κατόπιν μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας!

     

    ΟΑΕΔ αριθμ. πρωτ.: 7495/2018 Εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρ. 7 του ν. 1545/1985 (Α ‘ 91), όπως προσετέθησαν με το άρθρ. 51 του ν. 4488/2017 (Α’ 137)

    (Εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρ. 7 του ν. 1545/1985 (Α ‘ 91), όπως προσετέθησαν με το άρθρ. 51 του ν. 4488/2017 (Α’ 137))

    Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση

    Α.Π.:7495/1.2.2018 
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
    ΟΑΕΔ
    ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
    ΔΙΟΙΚΗΣΗ
    Α’ ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ -Α6
    Ταχ. Δ/νση: Εθνικής Αντιστάσεως 8, Άλιμος,
    Τ.Κ.: 17456 Πληροφορίες: Γ. Τερζή
    Τηλ.: 210 9989138
    ΘΕΜΑ: «Εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρ. 7 του ν. 1545/1985 (Α ‘ 91), όπως προσετέθησαν με το άρθρ. 51 του ν. 4488/2017(Α’ 137)»
    Με το άρθρ. 51 του ν. 4488/2017 (Α’/137/13.09.2017): «Προϋποθέσεις επιδότησης ανεργίας λόγω καταγγελίας κατόπιν μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας» προστίθεται παράγραφος 6 στο άρθρ. 7 του ν. 1545/1985 (Α’91) ως εξής:
    «6. α) Ο άνεργος, ο οποίος έχει ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρo 7 του ν. 2112/1920 (Α’ 67) και έχει θεωρήσει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ως καταγγελία της σχέσης εργασίας από τον εργοδότη, επιδοτείται, εάν μαζί με την αίτηση για επιδότηση, προσκομίσει στον ΟΑΕΔ την εξώδικη δήλωση με την οποία άσκησε το εν λόγω δικαίωμα, καθώς και αποδεικτικό της κοινοποίησής της στον εργοδότη έγγραφο. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία για την υποβολή αίτησης για επιδότηση ξεκινά από την κοινοποίηση της εξώδικης δήλωσης στον εργοδότη.
    β) Εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή της αίτησης για επιδότηση, ο άνεργος οφείλει να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΔ είτε έγγραφα που αποδεικνύουν την εξόφληση της αποζημίωσης απόλυσης από τον εργοδότη είτε την αγωγή που άσκησε κατά του εργοδότη με βάση το ασκηθέν δικαίωμα που του παρέχει το άρθρo 7 του ν. 2112/1920. Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και εάν η ασκηθείσα αγωγή δεν γίνει τελεσίδικα δεκτή, η επιδότηση ανεργίας διακόπτεται και τα ήδη καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται αναδρομικά. Εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί επί της αγωγής, τόσο ο άνεργος όσο και ο εναγόμενος εργοδότης, εφόσον έχει ενημερωθεί από τον ΟΑΕΔ για την επιδότηση του ανέργου, υποχρεούνται να προσκομίσουν στον ΟΑΕΔ την εκδοθείσα απόφαση, ειδάλλως επιβάλλεται πρόστιμο ύψους τριακοσίων (300) ευρώ σε βάρος καθενός από τους υπόχρεους.
    γ) Αντί να λάβει το επίδομα ανεργίας, κατά τα ανωτέρω, ο άνεργος, με σχετική αίτησή του προς τον ΟΑΕΔ, η οποία κατατίθεται ταυτόχρονα με την προσκόμιση της εξώδικης δήλωσης της περίπτωσης α’, μπορεί να επιλέξει να λάβει αναδρομικά το σύνολο της επιδότησης ανεργίας που δικαιούται, εφόσον προσκομίσει στον ΟΑΕΔ δικαστική απόφαση που κάνει τελεσίδικα δεκτή την αγωγή που άσκησε κατά του εργοδότη με βάση το ασκηθέν δικαίωμα που του παρέχει το άρθρo 7 του ν. 2112/1920».
    Στο άρθρo 7 του ν. 2112/1920 (Α’ 67), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ορίζονται τα εξής:
    «α. Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ήν ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου.
    β. Ως μία τοιαύτη θεωρείται εν πάση περιπτώσει η μετάθεσις του υπαλλήλου εις γραφείον λειτουργούν εν τη αλλοδαπή, εφ’ όσον δεν αποδέχεται την μετάθεσιν ο μετατιθέμενος υπάλληλος.
    γ. Επίσης θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης».
    Με τις αναφερόμενες διατάξεις επαναπροσδιορίζονται ως κατωτέρω οι προϋποθέσεις τακτικής επιδότησης λόγω ανεργίας σε περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας, την οποία ο μισθωτός θεωρεί ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ασκώντας το δικαίωμα του άρθρo 7 του ν. 2112/1920 με την κατάθεση εξώδικης δήλωσης ή/ και αγωγής εναντίον του εργοδότη του.
    1. ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ – ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ
    Συγκεκριμένα, οι ασφαλισμένοι που άσκησαν το δικαίωμα του νόμου προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές μπορούν να τύχουν επιδότησης, εφόσον υποβάλουν σχετική αίτηση στην αρμόδια Υπηρεσία ΚΠΑ2 του ΟΑΕΔ εντός 60 ημερών από την επομένη της επιδόσεως στον εργοδότη της αρχικής1εξωδίκου δηλώσεως ή της αγωγής εναντίον του, προσκομίζοντας πλέον των λοιπόν απαιτούμενων για την επιδότηση δικαιολογητικών:
    • την εξώδικη δήλωση και την έκθεση επίδοσής της στον εργοδότη ή
    • την αγωγή που απευθείας ασκήθηκε κατά του εργοδότη και την έκθεση επίδοσής της σε αυτόν.
    Στην παρούσα διάταξη εντάσσονται όσοι ασφαλισμένοι έχουν υποβάλει αίτηση τακτικής επιδότησης ανεργίας από την 13.09.2017 και εξής.
    Όσον αφορά στην ημερομηνία επίδοσης της εξωδίκου δηλώσεως ή της αγωγής, αυτή είναι δυνατόν να είναι προγενέστερη της 13.09.2017, υπό την προϋπόθεση ότι έως την ημερομηνία υποβολής αιτήσεως δεν παρήλθε η προθεσμία των 60 ημερών.
    Σημειώνεται ότι δεν νοείται υπαγωγή στις εν λόγω διατάξεις με την προσκόμιση εξώδικης δήλωσης που επιδόθηκε στον εργοδότη μετά την κατάθεση αγωγής εναντίον του.
    2. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ
    Η Υπηρεσία προβαίνει σε έκδοση δελτίου ανεργίας και αναγνώριση της αξίωσης του αιτούντος – εφόσον, βέβαια, πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις επιδότησης- ως εξής:
    Α. άμεσα, με βάση την εξώδικη δήλωση ή την αγωγή που προσκομίστηκε για την υποβολή της αίτησης.
    Πρόκειται για «πρόδρομη», υπό αίρεση επιδότηση, εφόσον χορηγείται πριν αποδειχθεί η καταγγελία της σύμβασης του ασφαλισμένου είτε εξωδικαστικά, με βάση το πραγματικό γεγονός της καταβολής αποζημίωσης (βλ. σχετικά παρ. A.2.i), είτε δια της δικαστικής οδού, με βάση τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί της αγωγής που κατατίθεται (βλ. σχετικά παρ. Α.4), σύμφωνα με το β’ εδάφιο της παρ. 6 του άρθρ. 7 του ν. 1545/1985 (Α’ 91), όπως προσετέθη με το άρθρ. 51 του ν. 4488/2017 (Α’ 137).
    Β. αναδρομικά, αφού η καταγγελία της σύμβασης του ασφαλισμένου αναγνωρισθεί με τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής του.
    Πρόκειται για επιδότηση που καταβάλλεται χωρίς την επιφύλαξη της ως άνω περίπτωσης, εφόσον το γεγονός της απόλυσης έχει αναγνωρισθεί από τα αρμόδια δικαστήρια.
    Η επιδότηση κατά την Α’ ή τη Β’ ως άνω περίπτωση εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του ασφαλισμένου, όπως αυτή ενυπόγραφα καταγράφεται σε Υπεύθυνη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση επιδότησής του (βλ. συνημμένα Υποδείγματα 1α, 1β, 1γ).
    Η διαδικασία που ακολουθείται ανάλογα με την υπαγωγή στην επιδότηση κατά την Α’ ή τη Β’ περίπτωση είναι αναλυτικά η παρακάτω:
    Α. ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ /ΑΓΩΓΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΙΑΣ
    Α.1. Γενικές Πληροφορίες

    Ως ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης θα λογίζεται η αναγραφόμενη στην εξώδικη δήλωση/αγωγή ημερομηνία λύσης της εργασιακής σχέσης (όχι η ημερομηνία της επιδόσεως αυτής στον εργοδότη ή της άσκησης της αγωγής). Για λόγους επιείκειας, όταν η ημερομηνία αυτή απέχει χρονικά από την ημερομηνία υποβολής αιτήσεως και ο ασφαλισμένος είναι νέος επιδοτούμενος, αφετηρία για την καταμέτρηση των ημερών εργασίας της παρ. 1 του άρθρ. 5 του ν. 1545/1985 (των 80 ημερών ασφάλισης κατ’ έτος) θα αποτελεί η δήλη2 ημερομηνία της καταγγελίας σύμβασης και όχι η ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως. Όσον αφορά στην ημερομηνία έναρξης της επιδότησης, εξυπακούεται ότι θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρ. 18 του ν. 2961/54 (Α’197)3.
    Με εξαίρεση όσων αναλύονται λεπτομερώς στις παρακάτω παραγράφους, κατά τα λοιπά ισχύουν οι κείμενες περί τακτικής ανεργίας διατάξεις.
    Α.2. Επιδότηση με βάση την εξώδικη δήλωση
    Εφόσον ο ασφαλισμένος αιτείται επιδότησης προσκομίζοντας εξώδικη δήλωση βάσει της οποίας επιθυμεί να επιδοτηθεί, αναλαμβάνει στην Υπεύθυνη Δήλωσή του την υποχρέωση εντός της αποκλειστικής προθεσμίας 6 μηνών4 από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεώς του να προσκομίσει στην Υπηρεσία είτε έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ξεκίνησε η καταβολή αποζημίωσής του από τον εργοδότη λόγω της απόλυσής του είτε την αγωγή που θα ασκήσει κατά του εργοδότη του, δηλώνοντας παράλληλα ότι θα προσκομίσει την τελεσίδικη επ’ αυτής απόφαση εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσιεύσεώς της, άλλως υποχρεούται σε καταβολή προστίμου ύψους 300,00€ (βλ. σχετικά παρ. Α.5).
    Μετά την έγκριση της επιδότησης και, εφόσον ο ασφαλισμένος προσκομίζει εντός του 6μήνου:
    i. δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την καταβολή μέρους ή την εξόφληση της αποζημίωσής του (ενδεικτικά: απόδειξη καταβολής α’ δόσης αποζημίωσης, βεβαίωση εργοδότη περί καταβολής αποζημίωσης κ.ο.κ.), η επιδότηση συνεχίζεται για όσο διάστημα έχει εγκριθεί, εφόσον δεν έχει ήδη ανασταλεί ή λήξει, παύοντας πλέον να είναι υπό αίρεση, καθώς στηρίζεται στο πραγματικό γεγονός της απόλυσης, όπως αυτή αποδεικνύεται από την καταβολή αποζημίωσης, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή και η προσκόμιση εντύπου καταγγελίας σύμβασης.
    ii. την αγωγή που τελικά κατέθεσε:
    • η επιδότηση καταβάλλεται έως τη λήξη της – εφόσον δεν έχει ήδη ανασταλεί ή λήξει – παραμένει, όμως, υπό αίρεση μέχρι την καθ’ οιονδήποτε τρόπο τελεσιδικία της υποθέσεως,
    • η Υπηρεσία ενημερώνει παράλληλα τον εργοδότη εγγράφως και επί αποδείξει παραλαβής για την επιδότηση του ασφαλισμένου και για την απορρέουσα εκ του νόμου υποχρέωση του ιδίου να προσκομίσει στον ΟΑΕΔ αντίγραφο της τελεσιδίκου αποφάσεως εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσιεύσεως αυτής, επί ποινή προστίμου ύψους 300,00€ (βλ. σχετικά συνημμένο Υπόδειγμα 2 και παρ. Α.5).
    Σε κάθε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν προσκομίσει εντός της 6μηνης προθεσμίας τα δικαιολογητικά για τα οποία δεσμεύτηκε, δηλαδή ούτε δικαιολογητικά αποζημίωσης λόγω απόλυσης ούτε την αγωγή εναντίον του εργοδότη του, η Υπηρεσία θα προβαίνει σε ανάκληση του δελτίου ανεργίας και της επιδότησης καθώς και σε καταλογισμό χρέους σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ανεξαρτήτως των λόγων μη προσκόμισης αυτών (π.χ. αμέλεια του ενδιαφερομένου κ.ο.κ.). Στην περίπτωση μη καταβολής του καταλογισθέντος χρέους, ακολουθείται η διαδικασία σύνταξης πράξης βεβαίωσης οφειλής σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
    Α.3 Επιδότηση με βάση την αγωγή
    Εφόσον ο ασφαλισμένος αιτείται επιδότησης προσκομίζοντας την αγωγή που κατέθεσε εναντίον του εργοδότη του και δηλώνει ότι επιθυμεί να επιδοτηθεί άμεσα με βάση αυτήν, δεσμεύεται στην Υπεύθυνη Δήλωσή του μόνο για την προσκόμιση της τελεσίδικης επ’ αυτής απόφασης εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσιεύσεώς της, επί ποινή προστίμου ύψους 300,00 €.
    Κατά τα λοιπά ισχύουν τα αναφερόμενα στην ως άνω παράγραφο Α.2. Α.4. Προσκόμιση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης
    Στις περιπτώσεις που ο ασφαλισμένος επιδοτήθηκε ή επιδοτείται προσκομίζοντας είτε εξαρχής την αγωγή του είτε εντός της 6μηνης προθεσμίας, όταν η υπόθεση τελεσιδικήσει με οποιονδήποτε τρόπο (είτε αφού καταστεί τελεσίδικη η αρχική απόφαση του Πρωτοδικείου με την παρέλευση της προθεσμίας που είχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη για την άσκηση έφεσης είτε αφού εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση από το Εφετείο) και η σχετική απόφαση περιέλθει στην Υπηρεσία, η επιδότηση:
    α. παύει να τελεί υπό αίρεση, αν με την τελεσίδικη απόφαση αναγνωρίζεται η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ασφαλισμένου ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, β. ανακαλείται και καταλογίζεται ως χρέος στον ασφαλισμένο το σύνολο των καταβληθέντων επιδομάτων και των αναλογούντων καταβληθέντων δώρων, χωρίς, ωστόσο, να ανακαλείται και το δελτίο ανεργίας, αν με την τελεσίδικη απόφαση δεν αναγνωρίζεται η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ασφαλισμένου ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του αλλά ως οικειοθελής αποχώρηση αυτού. Στην περίπτωση μη καταβολής του καταλογισθέντος χρέους, ακολουθείται η διαδικασία σύνταξης πράξης βεβαίωσης οφειλής σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
    Α.5 Επιβολή Προστίμου
    Κατά τη διάρκεια της κατά τα ως άνω εγκριθείσας επιδότησης των ασφαλισμένων – και δη κατά την προσέλευση αυτών για τη δήλωση της τρίμηνης παρουσίας τους-, οι Υπηρεσίες οφείλουν να ζητούν από τους ασφαλισμένους πληροφόρηση για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής τους. Ομοίως, και μετά την αναστολή ή τη λήξη της επιδότησης, και εφόσον οι ασφαλισμένοι δεν έχουν προσκομίσει ακόμα τη δημοσιευθείσα τελεσίδικη απόφαση, οι Υπηρεσίες οφείλουν να επικοινωνούν σε τακτά χρονικά διαστήματα τόσο με τους υποχρέους (ασφαλισμένο και εργοδότη) όσο και με τη Γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου προκειμένου για την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας.
    Μη προσκόμιση της τελεσίδικης απόφασης από τον ασφαλισμένο ή /και τον εργοδότη εντός της προθεσμίας των 60 ημερών, επιφέρει ως κύρωση την επιβολή προστίμου ύψους 300,00€ στο υπόχρεο μέρος που παρέβη την υποχρέωση, ανεξαρτήτως της εκπλήρωσης της υποχρέωσης από το άλλο υπόχρεο μέρος και της δικαστικής έκβασης της υπόθεσης.
    Αρμόδιο όργανο για την επιβολή του προστίμου ορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 1449/10.1.2018 απόφαση της Διοικήτριας του Οργανισμού ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας ΚΠΑ2, η δε διαδικασία επιβολής και είσπραξής του είναι η εξής:
    • κλήση του υποχρέου στην Υπηρεσία για ακρόαση των απόψεών του,
    • σύνταξη πρακτικού, στο οποίο θα καταγράφονται οι απόψεις του υποχρέου,
    • έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου (βλ. συνημμένα υποδείγματα 3α και 3β,)
    • κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο και γνωστοποίηση της υποχρέωσης καταβολής του προστίμου στον τραπεζικό λογαριασμό 040/546080-80 (IBAN: GR7701100400000004054608080),
    • προσκόμιση στην Υπηρεσία ΚΠΑ2 από τον υπόχρεο του αποδεικτικού κατάθεσης της τραπέζης, για να εκδοθεί το Γραμμάτιο Είσπραξης.
    Η διαδικασία καταβολής προστίμου και προσκόμισης του αποδεικτικού στην Υπηρεσία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός 30 ημερών από της κοινοποιήσεως. Στην περίπτωση μη καταβολής του προστίμου, ακολουθείται η διαδικασία σύνταξης πράξης βεβαίωσης οφειλής σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
    Σημειώνεται ότι η επιβολή του προστίμου δεν επηρεάζει τη χορήγηση της επιδότησης.
    Τυχόν αντιρρήσεις κατά της πράξης επιβολής προστίμου θα εξετάζονται από τις αρμόδιες ΕΠ.ΕΚ.Ε.Π. σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 130/02/16.1.2018 απόφαση του ΔΣ του Οργανισμού μας.
    Β. ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
    Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της αίτησής του δηλώνει ότι επιθυμεί να επιδοτηθεί μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κατατεθείσας αγωγής του, στην ίδια Υπεύθυνη Δήλωση αναλαμβάνει την υποχρέωση να προσκομίσει την απόφαση αυτή εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσιεύσεώς της.
    Η Υπηρεσία θέτει την αίτηση σε εκκρεμότητα μέχρι την προσκόμιση της αποφάσεως και, εφόσον με αυτήν αναγνωρίζεται η καταγγελία της σύμβασης του ασφαλισμένου, προβαίνει σε αναδρομική καταβολή του συνόλου της επιδοτήσεως με βάση τις ημερομηνίες αρχικής αιτήσεως και καταγγελίας της σύμβασης. Σημειώνεται ότι η ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, στην περίπτωση δε που η ημερομηνία αυτή απέχει χρονικά από την ημερομηνία υποβολής αιτήσεως και ο ασφαλισμένος είναι νέος επιδοτούμενος ισχύουν τα αναφερόμενα στην παρ. Α.1 της παρούσας.
    Δικαστική απόρριψη της αγωγής του ασφαλισμένου συνεπάγεται την απόρριψη και του αιτήματός του για τακτική επιδότηση ανεργίας λόγω οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία του.
    Εκπρόθεσμη προσκόμιση της απόφασης δεν επιφέρει την επιβολή προστίμου, συνεπάγεται όμως την απόρριψη του αιτήματος του ασφαλισμένου.
    3. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΤΑΞΗ – ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ
    Η παρακολούθηση της εκπλήρωσης:
    • της υποχρέωσης του ασφαλισμένου να προσκομίσει εντός 6 μηνών είτε έγγραφα που αποδεικνύουν την αποζημίωσή του λόγω απόλυσης είτε την αγωγή που κατέθεσε ή
    • της υποχρέωσης του ασφαλισμένου και του εργοδότη να προσκομίσουν την τελεσίδικη απόφαση εντός 60 ημερών από της δημοσιεύσεώς της, εφόσον δεν καταβλήθηκε από τον εργοδότη αποζημίωση απόλυσης αλλά και η παρακολούθηση σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο Α.5 της παρούσας:
    • των ενεργειών στις οποίες η ίδια η Υπηρεσία οφείλει να προβαίνει κατά τη διάρκεια της επιδότησης και μετά τη λήξη αυτής μέχρι την προσκόμιση της τελεσίδικης απόφασης
    • της διαδικασίας επιβολής και καταβολής προστίμου θα γίνεται από τις Υπηρεσίες με καταγραφή των απαιτούμενων στοιχείων σε αρχείο excel (θα αποσταλεί ηλεκτρονικά σχετικό υπόδειγμα 4) μέχρι τη μηχανογραφική υλοποίηση σχετικής εφαρμογής, για την οποία θα ακολουθήσουν οδηγίες από τη Δ/νση Μηχανογράφησης.
    4. ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
    Από τη νέα διάταξη σε συνδυασμό με τις ισχύουσες περί προθεσμιών υποβολής αιτήσεων μετά την άσκηση αγωγής διατάξεις, προκύπτει ότι οι ασφαλισμένοι που προσφεύγουν στα δικαστήρια διατηρούν το δικαίωμά τους να υποβάλουν αίτηση είτε κατά τα ως άνω είτε εντός 60 ημερών από την επομένη της δημοσίευσης της τελεσίδικης απόφασης (σχετική η υπ’ αριθμ. 103085/8.6.1988 εγκύκλιος της Δ/νσης Ασφάλισης).
    Η επιδότηση των ασφαλισμένων που χορηγήθηκε βάσει της παρούσας διάταξης με την προσκόμιση εξώδικης δήλωσης μη αρχικής, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων και βάσει της τελεσίδικης απόφασης του δικαστηρίου, δεν επηρεάζεται, όταν η απόφαση αναγνωρίζει ως γεγονός την καταγγελία της σύμβασης, εντασσόμενη στις προγενέστερες διατάξεις περί επιδότησης κατόπιν έγερσης αγωγής (σχετική η υπ’ αριθμ. 103085/8.6.1988 εγκύκλιος). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η ένταξη στις προγενέστερες διατάξεις, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με την ως άνω εγκύκλιο, δεν αίρει την υποχρέωση τόσο του ασφαλισμένου όσο και του εργοδότη να προσκομίσουν την τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου, η δε τυχόν μη εμπρόθεσμη προσκόμιση αυτής επιφέρει την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παρ. Α.5 της παρούσας.
    5. ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΩΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΧΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
    Στις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρ. 7 του ν. 1545/1985 (Α’ 91), όπως προσετέθησαν με το άρθρ. 51 του ν. 4488/2017 (Α’ 137), είναι δυνατόν να ενταχθούν και οι ασφαλισμένοι που είχαν προβεί αρχικά σε επίσχεση εργασίας, αλλά, εν συνεχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερθέντος γ’ εδαφίου του άρθρ. 7 του ν. 2112/1920 (Α’ 67), θεώρησαν την αξιόλογη καθυστέρηση στην καταβολή των μισθών τους ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας τους και αυτήν ως καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης σύμφωνα με το α’ εδάφιο του ίδιου άρθρου.
    Στις περιπτώσεις αυτές η εξώδικη δήλωση και μόνο συνιστά και παραίτηση από το δικαίωμα της επίσχεσης, βάσει δε αυτής ανακαλείται τυχόν επιδότηση λόγω επίσχεσης, εκδίδεται δελτίο ανεργίας και εφαρμόζονται τα αναφερόμενα στην παρ. Α’: «Καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη ή τον σύνδικο μετά από πτώχευση της επιχείρησης, είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά τη λήξη ή αναστολή της επιδότησης ανεργίας λόγω επίσχεσης» της υπ’ αριθμ. 71211/16.9.2016 εγκυκλίου της Δ/νσης Ασφάλισης.
    Από της δημοσιεύσεως του νόμου οποιαδήποτε άλλη εγκύκλιος ή οδηγία έρχεται σε αντίθεση με τα παραπάνω καταργείται.
    Με ευθύνη των Προϊσταμένων να λάβουν γνώση οι αρμόδιοι υπάλληλοι.
    Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
    Δ. ΜΠΟΥΓΙΑΚΛΗΣ
    ___________________________
    1 Αρχική θεωρείται η πρώτη σε χρονική σειρά εξώδικη δήλωση, στην περίπτωση που έχουν υποβληθεί περισσότερες από μία εξώδικες δηλώσεις για το ίδιο θέμα.
    2 Η αναφερόμενη στην εξώδικη δήλωση/αγωγή ως ημερομηνία καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης.
    3 Έναρξη επιδότησης μετά την πάροδο του 6ήμερου αναμονής.
    4 Άρθρο 241 Α.Κ.: «Η προθεσμία αρχίζει την επομένη της ημέρας όπου έγινε το γεγονός και αποτελεί την αφετηρία της[…]», άρθρ. 242 Α.Κ.: «Η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα και, αν είναι κατά τον νόμο εορτάσιμη, όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη» και άρθρ. 243 Α.Κ.: «[…]Προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μηνός που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, και, αν δεν υπάρχει αντίστοιχη, η τελευταία ημέρα του μηνός[…]».

    ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ: Ποια εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων δεν δηλώνονται στο Ε9!

    Στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων δεν αναγράφονται:

    • Τα δικαιώματα αποκλειστικής χρήσης σε κήπους, ακάλυπτους
      χώρους ή ταράτσες, καθώς και λοιπές δουλείες (πλην της
      οίκησης και της επικαρπίας), με εξαίρεση τα δικαιώματα
      αποκλειστικής χρήσης για θέση στάθμευσης σε πυλωτή ή στον
      ακάλυπτο χώρο ή αποθήκης ή κολυμβητικής δεξαμενής που
      αποτελούν παρακολούθημα ακινήτου. Αν όμως έχουν
      νομιμοποιηθεί με τους ν. 3843/2010, 4084/2011 και 4178/2013
      χώροι κύριας χρήσης, οι οποίοι βρίσκονται επί κοινοκτήτων ή
      κοινοχρήστων χώρων αυτοί αναγράφονται από όλους τους
      συνιδιοκτήτες (ανάλογη εφαρμογή της οικίας του θυρωρού).
    • Τα γήπεδα κοιμητηρίων, καθώς και τα οστεοφυλάκια, οι
      νεκροθάλαμοι, τα αποτεφρωτήρια και τα χωνευτήρια, τα οποία
      βρίσκονται εντός αυτών. Στις περιπτώσεις όμως, που
      υπάρχουν κτίσματα στους χώρους των κοιμητηρίων (όπως π.χ.
      τα κυλικεία, τα οποία θεωρούνται επαγγελματικές στέγες),
      αυτά δηλώνονται χωρίς οικόπεδο.
    • Οι τάφοι και τα δικαιώματα σε αυτούς είτε βρίσκονται σε
      δημοτικά κοιμητήρια είτε σε ιδιωτικές εκτάσεις.
    • Τα ακίνητα της χερσονήσου του Άθω, από τη Μεγάλη Βίγλα
      και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους,
      λόγω και της συνταγματικής κατοχύρωσης του ειδικού
      καθεστώτος του (άρθρο 105 Συντάγματος της Ελλάδος). και,
      από το έτος 2015, όλα τα ακίνητα που ανήκουν σε μονές του
      Αγίου Όρους, ανεξάρτητα από το που αυτά βρίσκονται
    • Τα πηγάδια νερού.
    • Οι ανοιχτές υδατοδεξαμενές (στέρνες).
    •  Οικίσκος στέγασης αντλητικού συγκροτήματος σε γεώτρηση,
      εφόσον πρόκειται για απόληξη γεώτρησης μικρής επιφάνειας
      μη δυνάμενη να αποτελέσει χώρο επαγγελματικής ή άλλης
      δραστηριότητας ή χρήσης (π.χ. αποθήκη κ.λπ.). Η επιφάνεια
      του οικίσκου δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) τ.μ.
    • Κτίσμα, το οποίο έχει παντελή έλλειψη στέγης
    • Τα ενοχικά δικαιώματα εκμετάλλευσης λατομείων,
      μεταλλείων, εκμετάλλευσης δασών (όπως ρητινοσυλλογής,
      ξύλευσης) κ.λπ.
    • Οι κοινόχρηστοι χώροι, κατά την έννοια του άρθρου 967 του
      Αστικού Κώδικα, των Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης
      εφόσον έχουν δημοσιευθεί σε σχετικό ΦΕΚ.

    ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΝΑΣ ΑΔΑΜ ΚΟΛΛΙΑ
    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017

    ΕΡΓΑΤΙΚΑ: Εκ περιτροπής απασχόληση!

    Αριθ. πρωτ.: 35958/666/2017 Εκ περιτροπής εργασία

    (Εκ περιτροπής εργασία)

    Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση

    Αθήνα, 31-07-2017
    Αριθ. Πρωτ.: 35958/666
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
    ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
    Δ/ΝΣΗ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α’
    Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 29
    Ταχ. Κώδικας: 10559
    TELEFAX: 2105295402
    Τηλέφωνο:2131516447/384
    E-mail : [email protected]
    ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ
    ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
    Θ Ε Μ Α : Εκ περιτροπής εργασία
    Με αφορμή ερωτήματα που προέκυψαν σχετικά με την εφαρμογή του μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας εκδίδεται η παρούσα εγκύκλιος, προς διασαφήνιση των σχετικώς αναφυόμενων ζητημάτων:
    Ι. Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, η εκ περιτροπής εργασία εντάσσεται στον θεσμό της μερικής απασχόλησης. Στο άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως ισχύει, και ειδικότερα στην παρ. 3 εδ. α’ και β’ αυτού ορίζεται ότι «Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου».
    Περαιτέρω, στο εδ. δ’ της παρ. 3 ορίζεται ότι «Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας».
    Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η εκ περιτροπής απασχόληση δεν αναφέρεται σε λιγότερες ώρες παροχής εργασίας σε ημερήσια βάση, αλλά σε παροχή εργασίας κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή εβδομάδες τον μήνα ή μήνες μέσα στο έτος ή συνδυασμό των ανωτέρω δυνατοτήτων, πάντα όμως κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο. Επίσης, συνάγεται ότι, μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης θα είναι συνεχής, ο εργαζόμενος θα παρέχει την εργασία του ορισμένες μόνο ημέρες της εβδομάδας, του μήνα ή του έτους, εναλλασσόμενος ατομικά ή ομαδικά με άλλους εργαζόμενους, σε τακτά χρονικά διαστήματα.
    ΙΙ. Η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δυο ειδικότερες μορφές: α) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας και β) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση.
    Α) Στην πρώτη περίπτωση (συμφωνημένη εκ περιτροπής εργασία), η σχέση εκ περιτροπής εργασίας ιδρύεται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου είτε πρωτογενώς, κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, είτε κατά τη διάρκεια μιας σύμβασης πλήρους απασχόλησης με μεταγενέστερη συμφωνία των μερών, που λογίζεται ως τροποποίηση της αρχικής.
    Με τη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας συμφωνείται η εναλλαγή περιόδων εργασίας και μη εργασίας, με ανάλογη μείωση των καταβαλλόμενων αποδοχών. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς, δίχως μάλιστα οι χρονικές ενότητες εργασίας και μη εργασίας να είναι απαραίτητα της ίδιας χρονικής έκτασης, με μόνο περιορισμό η εργασία να παρέχεται κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο. Έτσι, επιτρέπεται να συμφωνηθεί μειωμένη εβδομαδιαία εργασία (λ.χ. επί συστήματος πενθήμερης εργασίας να παρέχεται η εργασία από μία έως τέσσερις ημέρες την εβδομάδα) ή συνδυασμός μειωμένης εβδομαδιαίας εργασίας για κάποιες μόνο εβδομάδες του μήνα (λ.χ. τρεις ημέρες εργασίας κάθε δεύτερη εβδομάδα) ή εναλλαγή πλήρους μηνιαίας εργασίας με μήνες περιορισμένου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας κ.ο.κ.
    Περαιτέρω, η εγκυρότητα μιας τέτοιας συμφωνίας δεν υπόκειται σε περιορισμούς ως προς τη χρονική της διάρκεια ούτε συνδέεται με κάποια άλλη ουσιαστική προϋπόθεση (λ.χ. ύπαρξη συγκεκριμένου λόγου επιλογής της). Θα πρέπει, ωστόσο, η σχετική συμφωνία να είναι έγγραφη. Ο έγγραφος τύπος επιβάλλεται ως συστατικός, με αποτέλεσμα η έλλειψή του να συνεπάγεται την ακυρότητα της συμφωνίας.
    Τέλος, η συμφωνία παροχής εκ περιτροπής εργασίας πρέπει να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας. Η μη γνωστοποίηση της συμφωνίας εκ περιτροπής εργασίας κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας συνεπάγεται την κατά τεκμήριο ύπαρξη σχέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ενώ η μη γνωστοποίηση της συμφωνίας εκ περιτροπής εργασίας κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με τους ίδιους όρους και συμφωνίες που ίσχυαν πριν την κατάρτισή της.
    Β) Στη δεύτερη περίπτωση (επιβολή εκ περιτροπής εργασίας με μονομερή απόφαση του εργοδότη) παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη, σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς του, να επιβάλει στην επιχείρησή του σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, μέχρι εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος.
    Προϋποθέσεις της σύννομης μονομερούς επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας αποτελούν: 1) ο περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη, 2) η προηγούμενη της επιβολής ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, 3) η επιβολή να λαμβάνει τον χαρακτήρα συστήματος, αναφερόμενου στο σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης, της εκμετάλλευσης ή του τμήματος της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, 4) η διάρκεια της επιβολής να μην υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και 5) η απόφαση του εργοδότη να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.
    Ειδικότερα:
    1) Η επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας προβλέπεται αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας σε περιπτώσεις περιορισμού της δραστηριότητας του εργοδότη. Με τον όρο «περιορισμός της δραστηριότητας» δεν νοείται η απλή μείωση του οικονομικού αποτελέσματος της επιχείρησης, της εκμετάλλευσης ή του τμήματος της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η ενδεχόμενη μείωση των κερδών της ή και η ζημιογόνος χρήση της, αλλά απαιτείται ο περιορισμός του όγκου της δραστηριότητας, δηλ. η μείωση της παραγωγής ή της ανάγκης για παροχή υπηρεσιών, κατά τρόπον ώστε να προκύπτει πλεονάζον προσωπικό λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εκ περιτροπής εργασία επιβάλλεται ως ακραίο αλλά ηπιότερο της καταγγελίας μέσο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι κατά την επιβολή της θα υπάρχει η πρόγνωση ότι διά της επιβολής του εν λόγω μέτρου η επιχείρηση θα μπορέσει σε εύλογο χρονικό διάστημα να ανακάμψει.
    Σε κάθε περίπτωση, οι μονομερώς επιβαλλόμενοι όροι της εκ περιτροπής εργασίας τελούν σε απόλυτη εξάρτηση προς τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες της επιχείρησης.
    Έτσι, οι όροι και οι συνθήκες της εκ περιτροπής εργασίας (ημέρες απασχόλησης, μείωση αμοιβής κλπ.) πρέπει να είναι ευθέως ανάλογοι του είδους και της έκτασης του περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
    2) Πριν από τη μονομερή επιβολή εκ περιτροπής εργασίας από τον εργοδότη απαιτείται η προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του ν. 1767/1988, δίχως ωστόσο να απαιτείται αυτές να καταλήξουν σε συμφωνία.
    Η πρόσκληση που απευθύνει ο εργοδότης προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων για την έναρξη των διαβουλεύσεων θα πρέπει να περιλαμβάνει, πέρα από τον τόπο και τον χρόνο των διαβουλεύσεων, τους λόγους που καθιστούν αναγκαία την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, παρέχοντας ταυτόχρονα κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης και η πιθανή διάρκειά του, την προτεινόμενη έκταση της εκ περιτροπής εργασίας (λ.χ. εφαρμογή αυτής σε ορισμένα τμήματα της επιχείρησης ή σε ολόκληρη την επιχείρηση), την προτεινόμενη χρονική διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που ο εργοδότης προτίθεται να επιλέξει.
    Μεταξύ του χρονικού σημείου της ανακοίνωσης και του χρόνου πραγματοποίησης της διαβούλευσης θα πρέπει να μεσολαβεί επαρκές χρονικό διάστημα για την προετοιμασία των εργαζομένων. Το διάστημα αυτό μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αριθμού των εργαζομένων, της πληθώρας και της πολυπλοκότητας των ζητημάτων, της εσωτερικής διάρθρωσης της επιχείρησης κ.λπ.
    3) Από την πρόβλεψη «συστήματος» εκ περιτροπής εργασίας προκύπτει, ήδη από τον σκοπό της διάταξης, ο συλλογικός του χαρακτήρας. Επομένως, το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας επιβάλλεται στο σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας όπου εντοπίζεται ο περιορισμός της δραστηριότητας με συνέπεια την εμφάνιση πλεονάζοντος προσωπικού. Με γνώμονα την αποφυγή της απόλυσης του πλεονάζοντος αυτού προσωπικού, επιβάλλεται το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, ώστε η διαθέσιμη εργασία να κατανέμεται στους -υπεράριθμους πλέον- εργαζομένους. Άλλωστε, η συλλογική διάσταση του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι πριν από την επιβολή του μέτρου, και για την εγκυρότητα αυτού, ο εργοδότης υποχρεούται να προσέλθει σε διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης.
    Το σύστημα αυτό προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων της ίδιας επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμήματος επιχείρησης ή εκμετάλλευσης στην ίδια ή σε περισσότερες θέσεις εργασίας, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αλλά σε τακτά χρονικά διαστήματα, την ίδια στιγμή που η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται είτε κατά ομάδες εργαζομένων, εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και στη μη απασχόληση, είτε από έναν εργαζόμενο τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας εργαζόμενος θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, όταν οι υπόλοιποι θα καλύπτουν τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας.
    Δεδομένου του συλλογικού χαρακτήρα του επιβαλλόμενου μέτρου, είναι ανεπίτρεπτη η επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας επιλεκτικά σε συγκεκριμένους μόνο εργαζόμενους, όταν οι υπόλοιποι εξακολουθούν να εργάζονται κατά πλήρη απασχόληση. Για τους ίδιους λόγους, ανεπίτρεπτη είναι η επιβολή του συστήματος αυτού και όταν το αντικείμενο εργασίας καλύπτεται από έναν μόνο εργαζόμενο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να αντικατασταθεί από άλλον κατά τον χρόνο της υποχρεωτικής απουσίας του.
    4) Σε αντίθεση προς την περίπτωση της συμφωνημένης εκ περιτροπής εργασίας, όταν το σύστημα αυτό επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη τίθεται συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός, σύμφωνα με τον οποίο η μέγιστη διάρκεια του επιβαλλόμενου μέτρου δεν δύναται να ξεπερνά τους εννέα (9) μήνες στο αυτό ημερολογιακό έτος.
    5) Η μονομερής απόφαση επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας πρέπει να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.
    Τηρουμένων των ανωτέρω προϋποθέσεων, γεννάται και ασκείται σύννομα το δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας. Το εν λόγω δικαίωμα, εντασσόμενο στο εν ευρεία εννοία διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, ασκείται με μονομερή δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους. Με τη σχετική του δήλωση ο εργοδότης οφείλει να καθορίζει το διάστημα που θα ισχύσει στην επιχείρηση το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, τον τρόπο και τον χρόνο εναλλαγής των εργαζομένων ανά χρονικά διαστήματα της επιλογής του, καθώς και κάθε στοιχείο αναγκαίο για την απρόσκοπτη εφαρμογή του συστήματος.
    Με την περιέλευση της δήλωσης του εργοδότη στους εργαζόμενους επιβάλλεται δίχως άλλο και εφαρμόζεται εφεξής το σύστημα εκ περιτροπής εργασίας. Συναφώς, για το διάστημα της νόμιμης επιβολής, μεταβάλλεται η κύρια συμβατική υποχρέωση των εργαζομένων (ως προς το επιμέρους στοιχείο του χρόνου παροχής της εργασίας), ενώ ταυτόχρονα μεταβάλλεται και η κύρια συμβατική υποχρέωση του εργοδότη (καταβολή αναλόγως μειωμένων αποδοχών).
    Με την απονομή από τον νόμο στον εργοδότη του δικαιώματος μονομερούς επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας θεσπίζεται εξαιρετικό δίκαιο. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της ρύθμισης επιβάλλει τη στενή ερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και την ακριβή τήρηση των σχετικών προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος. Τηρουμένων αυτών, η μονομερής επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι νόμιμη και δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, διότι λαμβάνει χώρα κατ’ ενάσκηση δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο και ασκούμενου κατά τους όρους αυτού. Αντιθέτως, εάν δεν πληρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται ή δεν ασκείται νόμιμα το σχετικό δικαίωμα του εργοδότη και συνεπώς η επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν πραγματοποιείται νομίμως. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η παρά τις προϋποθέσεις του νόμου μονομερής επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του συνόλου των εργαζομένων που αφορά, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, των σχετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα, αλλά και των άρθρων 23 επ. του ν. 3996/2011. Μονομερής βλαπτικής μεταβολή των όρων εργασίας συντρέχει και όταν η εκ περιτροπής εργασία επιβάλλεται κατ’ αρχήν συννόμως, πλην όμως το δικαίωμα του εργοδότη να επιβάλει ένα τέτοιο μέτρο, ή ο τρόπος εφαρμογής του μέτρου αυτού, γίνεται κατά τρόπο που συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
    Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
    ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ

    Υπενθύμιση: Φορολογική μεταχείριση εισοδημάτων ιατρών του ΕΣΥ από απογευματινά ιατρεία!

     
    Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

    Αθήνα, 7 Ιουλίου 2017
    ΑρΙθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ A 1103945 ΕΞ 2017/07-07-2017
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
    ΤΜΗΜΑ Α’
    Ταχ. Δ/νση Καρ.Σερβίας 10
    Ταχ. Κώδικας 10184 Αθήνα
    Πληροφορίες Δ. Παπαγιάννης
    Τηλέφωνο 210.3375315-6
    Fax 210.3375001
    Αυτοτελές Γραφείο Κοινοβουλευτικού Ελέγχου
    Θέμα: Φορολογική μεταχείριση εισοδημάτων ιατρών του ΕΣΥ από απογευματινά ιατρεία. 
    ΣΧΕΤ.: Το αριθ. πρωτ. ΑΤΚΕ 0007428 ΕΞ2017/1526/4.7.2017 υπηρεσιακό σας σημείωμα.
    Απαντώντας σε ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή Βουλευτής, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και σε ζητήματα δικής μας αρμοδιότητας, σας γνωρίζουμε τα εξής:
    1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του ν.2889/2001 ορίζεται ότι τα εισοδήματα των ιατρών του Ε.Σ.Υ., από την απογευματινή εργασία της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του νόμου αυτού, καθώς και αυτά των πανεπιστημιακών ιατρών από την απογευματινή εργασία των παραγράφων 1 και 4 του ίδιου άρθρου, όπως επίσης και η προβλεπόμενη στην επόμενη παράγραφο 6 του άρθρου αυτού ειδική αμοιβή για την παροχή κλινικού και εργαστηριακού έργου από πανεπιστημιακούς ιατρούς, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. ή των Α.Ε.Ι., θεωρούνται ότι προέρχονται από άσκηση ιδιωτικού έργου και φορολογούνται σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης Ζ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν.2238/1994 (εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων και από κάθε άλλη πηγή).
    2. Με τις μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 26 του άρθρου 72 του ν.4172/2013 (νέος Κ.Φ.Ε.) ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του ν.4172/2013 παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του ν.2238/1994, συμπεριλαμβανομένων και όλων των κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού.
    Συνεπώς, παύουν να ισχύουν οι κατηγορίες Α’-Ζ’ εισοδήματος που προβλέπονταν από τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 4 του ν.2238/1994 και περαιτέρω, για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2014 και μετά, ισχύουν οι νέες κατηγορίες α’-δ’ ακαθάριστων εισοδημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 7 του ν.4172/2013 (εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εισόδημα από κεφάλαιο και εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, αντίστοιχα).
    3. Δεδομένου ότι βάσει των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του ν.2889/2001 οι εν λόγω αμοιβές προέρχονται από την άσκηση ιδιωτικού έργου, αυτές βάσει των ανωτέρω υπάγονται στην κατηγορία του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 29 του ν.4172/2013.
    4. Αλλαγή της προαναφερθείσας φορολογικής μεταχείρισης απαιτεί τροποποίηση των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του ν.2889/2001.
     
    Ο ΓΕΝ. Δ/ΝΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

    Υπενθύμιση: Τι απαντά η ΑΑΔΕ για την διαγραφή πτωχευμένων επιχειρήσεων από τον κατάλογο ληξιπρόθεσμων οφειλών!

    Σε επίκαιρη ερώτηση βουλευτή απάντησε το υπουργείο οικονομικών μέσω της ΑΑΔΕ, σχετικά με το θέμα της διαγραφής των πτωχευμένων επιχειρήσεων από τον κατάλογο των οφειλετών του δημοσίου.
    Αναλυτικά η ερώτηση του βουλευτή: 
    Θέμα: «Διαγραφές χρεών πτωχευμένων επιχειρήσεων.»
    Μικρό καλάθι κρατούν οι οικονομικές υπηρεσίες στην Αχαία και σε όλη την Ελλάδα. Ζήτημα αν είναι σε θέση ο κόσμος να πληρώσει πάνω από 20% των οφειλών. Πολλές οφειλές προέρχονται από πτωχευμένες επιχειρήσεις, από φορολογούμενους χωρίς εισόδημα, καταθέσεις ή περιουσιακά στοιχεία.
    Ξεπερνούν τα 95 δισ. ευρώ τα χρέη 4 εκατ. πολιτών προς την εφορία με τις οφειλές να αυξάνονται κατά 1 δισ. ευρώ περίπου κάθε μήνα και ακόμα δεν έχουν εκδοθεί όλα τα εκκαθαριστικά για τον φόρο που θα πρέπει να πληρωθεί μέσα το 2017.
    Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), στις εφορίες της Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου τα χρέη αγγίζουν τα 5,5 δισ. ευρώ, όμως εισπράξιμα θεωρούνται περίπου 1,9 δισ. ευρώ, αφού πολλές από αυτές τις οφειλές προέρχονται από πτωχευμένες επιχειρήσεις, από φορολογούμενους που δεν έχουν κανένα εισόδημα, καταθέσεις ή περιουσιακά στοιχεία, ενώ πολλοί άλλοι έχουν πεθάνει.
    Επιτέλους είναι καιρός να διαγραφούν οφειλές των πτωχευμένων επιχειρήσεων και να ενισχυθεί με ικανούς υπαλλήλους ο φορολογικός μηχανισμός.

    Ερωτάσθε:
    1. Γιατί δεν διαγράφετε τα χρέη του Λαδόπουλου της Πειραϊκής- Πατραϊκής που δεν λειτουργούν εδώ και τέσσερις δεκαετίες, όπως και άλλων πτωχευμένων επιχειρήσεων;
    2. Τι δείχνουν αυτά τα στοιχεία;

    Η απάντηση του Υπ. Οικονομικών μέσω της ΑΑΔΕ:
    Αθήνα, 19 Ιουλίου 2017
    Αριθ. Πρωτ.:Δ.ΕΙΣΠΡ. Ε 1110366 ΕΞ 2017
    Αναφορικά με την ερώτηση, που κατέθεσε στη Βουλή των Ελλήνων βουλευτής θέτουμε υπ’ όψιν σας τα εξής:
    Προϋπόθεση για τη διαγραφή οφειλής προς το Δημόσιο κατ’ άρθρο 82Α του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974) είναι ο χαρακτηρισμός αυτής ως ανεπίδεκτης είσπραξης υπό τις προϋποθέσεις και με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα ΠΟΛ.1259/5.12.2013, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν (σχετική η εγκύκλιος οδηγία ΠΟΛ.1151/11.10.2016), και η πάροδος 10 ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου έγινε καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, με εξαίρεση την περίπτωση σωρευτικής συνδρομής των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 82Α του Κ.Ε.Δ.Ε., οπότε υφίσταται δυνατότητα διαγραφής και πριν από την πάροδο δεκαετίας. Τα προαναφερθέντα ισχύουν και σε περίπτωση οφειλών πτωχευσάντων οφειλετών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Επιπλέον θέτουμε υπ’ όψιν σας τις γενικής ισχύος διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί της δυνατότητας απαλλαγής του πτωχού οφειλέτη φυσικού προσώπου από το υπόλοιπο των πτωχευτικών χρεών του με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρα 167-169 του ν. 3588/2007-Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση αυτού με του υ. 4446/2016-ΦΕΚ 240 Α’), οι οποίες εφαρμόζονται σε νέες πτωχεύσεις φυσικών προσώπων που ήταν εκκρεμείς κατά τις 22/12/2016 (έναρξη ισχύος του ν. 4446/2016) ή κηρύχθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή.
    Όσον αφορά τη διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο λόγω παραγραφής, θέτουμε υπ’ όψιν σας ότι το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για την παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου είναι οι διατάξεις του Δημοσίου Λογιστικού (άρθρα 86 έως 89 του ν. 2362/1995-ΦΕΚ 247 Α’ ή 136 έως 139 του ν. 4270/2014-ΦΕΚ 143 Α, ανάλογα με το χρόνο βεβαίωσης των προς είσπραξη οφειλών) ή του άρθρου 51 του ν. 4174/2013-ΦΕΚ 170Α’ (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), κατά περίπτωση. Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου περιλαμβάνεται στην εγκύκλιο οδηγία ΠΟΛ.1154/12.10.2016. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι η προθεσμία παραγραφής πτωχευτικών χρεών διακόπτεται με την αναγγελία στην πτώχευση και αρχίζει εκ νέου με την οριστική περάτωση αυτής (βλ. άρθρο 266 Αστικού Κώδικα), σε ορισμένες δε περιπτώσεις, βάσει ειδικών διατάξεων του Δημόσιου Λογιστικού (βλ. άρθρο 88 παρ. 1 γ του ν. 2362/1995 και 138 παρ. 1γ του ν. 4270/2014), δεν αρχίζει νέος χρόνος παραγραφής μετά το πέρας της πτώχευσης.
    Περαιτέρω, όσον αφορά την «ενδεικτική» αναφορά που γίνεται στο πρώτο ερώτημα του βουλευτή σε ορισμένη ανώνυμη εταιρεία-οφειλέτη του Δημοσίου, θέτουμε υπ’ όψιν σας ότι η εν λόγω εταιρεία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «πτωχευμένων επιχειρήσεων», στις οποίες αναφέρεται η υπ’ αριθ. 7099/10-7-2017 ερώτηση, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία που τηρούνται στο αρχείο της Υπηρεσίας μας, δεν έχει κηρυχθεί σε πτώχευση. Σε περίπτωση που αντικείμενο του κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι, εκτός από το ζήτημα της διαγραφής χρεών πτωχευμένων επιχειρήσεων, και η πορεία είσπραξης των οφειλών της συγκεκριμένης εταιρείας προς το Δημόσιο, αυτό πρέπει, κατά την άποψή μας, να διευκρινιστεί από τον ερωτώντα βουλευτή, ώστε, στην περίπτωση αυτή, η Υπηρεσία μας να ζητήσει από την αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης Υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, επικαιροποιημένα στοιχεία σχετικά με τη σημερινή νομική κατάσταση της εν λόγω επιχείρησης και την πορεία είσπραξης των οφειλών αυτής προς το Δημόσιο. Όσον αφορά δε τη μνεία που γίνεται σε ορισμένο επώνυμο φυσικού προσώπου, ως οφειλέτη του Δημοσίου, απαιτείται εξειδίκευση των στοιχείων ταυτότητας αυτού, προκειμένου να προσδιοριστεί ο οφειλέτης του Δημοσίου, στον οποίο αναφέρεται ο κοινοβουλευτικός έλεγχος.
    Τέλος, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία των ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σχετικά με την Παρακολούθηση της Φορολογικής Διοίκησης και αποτυπώνουν μία εποπτική εικόνα του θέματος. Από την προσεκτική μελέτη των στοιχείων διαπιστώνονται σημεία βελτίωσης, τα οποία αναφέρονται στα εξής:
    Ι. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα του πίνακα Είσπραξης Ληξιπροθέσμων Οφειλών, οι εισπράξεις τα τελευταία έτη παρουσιάζουν συνεχή αύξηση. Επιπλέον διαπιστώνεται μείωση στη διαμόρφωση νέων ληξιπροθέσμων οφειλών, οι οποίες συσσωρεύονται στο συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο. Από τον συνδυασμό των δύο προαναφερόμενων στοιχείων προκύπτει περιορισμός του ρυθμού αύξησης του συνολικού ληξιπροθέσμου υπολοίπου το τελευταίο χρονικό διάστημα.
    ΙΙ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αποδίδονται στον πίνακα των Αναγκαστικών Μέτρων Είσπραξης, ο συνολικός αριθμός των οφειλετών, οι οποίοι διακρατούν το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, παρουσιάζει μία συνεχή αποκλιμάκωση διατηρούμενος ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.
    Με εντολή Διοικητή
    Ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης
    ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΪΤΗΣ

    Εργατικά: Χρόνος καταβολής αποζημίωσης απόλυσης σε υπαλλήλους!

    Το άρθρο 74 του Ν.3863/2010, αναφέρει ρητά και ξεκάθαρα:
    Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.

    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

    Εφ’ όσον δεν καταβληθεί ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης άμεσα, ο εργοδότης δύναται να καταβάλλει την αποζημίωση με δόσεις, με τον περιορισμό ότι κατά την απόλυση θα καταβάλλει 2 μηνιαίους μισθούς και το υπόλοιπο ποσό σε διμηνιαίες δόσεις, μέχρι την εξόφλησή της(αν το ποσό της αποζημίωσης είναι μεγαλύτερο από 2 μισθούς..).

     

    Επισήμανση: Παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών από 1/1/2018!

    Η αιτιολογική έκθεση του άρθρου 60 του Ν.4172/2013, ανέφερε:
    Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 60 ορίζεται η παρακράτηση φόρου στο μηνιαίο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις μετά από προηγούμενη αναγωγή του σε ετήσιο.
    Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού ορίζονται οι συντελεστές παρακράτησης φόρου στο εισόδημα από μισθωτή εργασία που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετεί σε πλοία του εμπορικού ναυτικού.
    Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μειώνεται κατά 1,5 % κατά την παρακράτησή του. 
    Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού παρέχεται η εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να καθορίζει με απόφασή του τον τρόπο αναγωγής του μηνιαίου εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις σε ετήσιο, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
    Η αιτιολογική έκθεση του Ν.4472/2017, αναφέρει:
    Με την παράγραφο 1 του προτεινόµενου άρθρου καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 4172/2013 στο πλαίσιο του προγράµµατος δηµοσιονοµικής προσαρµογής.
    Με την παράγραφο 2 του προτεινόµενου άρθρου καταργούνται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60 του ν.4172/2013, στο πλαίσιο του προγράµµατος δηµοσιονοµικής προσαρµογής.
    Άρα συμπεραίνουμε ότι:
     
    η παράγραφος 3 του άρθρου 60 η οποία καταργήθηκε, ισχύει για παρακρατήσεις εισοδημάτων έως και το φορολογικό έτος 2017 και ορίζει ότι :
    “Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου μειώνεται κατά ποσοστό ενάμισυ τοις εκατό (1,5%) κατά την παρακράτησή του. “
    Η παράγραφος 2, του άρθρου 69 ν.4472/2017 αναφέρει:
    2. Η παρ. 3 του άρθρου 60 του ν. 4172/2013 καταργείται.
    Επίσης η παράγραφος 4 του ίδιου νόμου 4472/2017 λέει:
    4. Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου ισχύει για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2017 και εφεξής και η παράγραφος 2 ισχύει για παρακρατήσεις σε εισοδήματα που αποκτώνται κατά τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1.1.2018 και εφεξής.

    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
    Από 1/1/2018, καταργείται η μείωση 1,5% της παρακράτησης φόρου μισθωτών υπηρεσιών!
    ΔΟΥΚΕΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
    ΛΟΓΙΣΤΗΣ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

    Δαπάνες μη εκπιπόμενες-Πρακτικό παράδειγμα για απλογραφικά βιβλία!

    Το άρθρο 22 του νέου ΚΦΕ(Ν.4172/2013) αναφέρει ξεκάθαρα,ως προς τις δαπάνες που αναγνωρίζονται φορολογικά:

    Κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες:
    α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, συμπεριλαμβανομένων και δράσεων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
    β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση,
    γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.
    Ειδικά οι δαπάνες για δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης εκπίπτουν υπό την προϋπόθεση η επιχείρηση να εμφανίζει λογιστικά κέρδη χρήσης κατά τον χρόνο πραγματοποίησής τους. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που η δράση εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος του Δημοσίου.

    Οι δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποσβέσεις του εξοπλισμού και των οργάνων, που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες εκτέλεσης της επιστημονικής και της τεχνολογικής έρευνας, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων κατά το χρόνο της πραγματοποίησης τους προσαυξημένες κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%). Τα κριτήρια χαρακτηρισμού των πιο πάνω δαπανών καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Αν προκύψουν ζημίες μετά την αφαίρεση του ως άνω ποσοστού μεταφέρονται με βάση το άρθρο 27 του παρόντος.

    Συγχρόνως με την υποβολή της φορολογικής της δήλωσης η επιχείρηση υποβάλλει στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τις δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας που πραγματοποίησε. Ο έλεγχος και η πιστοποίηση των δαπανών αυτών διενεργούνται μέσα σε χρονικό διάστημα δέκα (10) μηνών. Σε κάθε περίπτωση, το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ενημερώνει σχετικά το Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στην κοινή υπουργική απόφαση της παραγράφου 1.

    α) Για τη δαπάνη αγοράς μηνιαίων ή ετήσιων καρτών απεριορίστων διαδρομών μέσων μαζικής μεταφοράς, χορηγείται στην επιχείρηση δυνατότητα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά της, κατά τον χρόνο πραγματοποίησής της, προσαυξημένης κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%).
    β) Για τη δαπάνη μίσθωσης εταιρικού επιβατικού αυτοκινήτου μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 g CO2/Km, με μέγιστη Λιανική Τιμή Προ Φόρων (ΛΤΠΦ) έως τις σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ, χορηγείται στην επιχείρηση δυνατότητα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά της, κατά τον χρόνο πραγματοποίησής της, προσαυξημένης κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%).
    γ) Για τη δαπάνη αγοράς, εγκατάστασης και λειτουργίας δημόσια προσβάσιμων σημείων φόρτισης οχημάτων μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 g CO2/Km, χορηγείται στην επιχείρηση δυνατότητα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά της, κατά τον χρόνο πραγματοποίησής της, προσαυξημένης κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%).

    Το επόμενο άρθρο(του ίδιου νόμου αναφέρεται στις δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται φορολογικά ως εξής:(άρθρο 23 Ν.4172/2013, όπως αυτό ισχύει μετάτην εφαρμογή του Ν.4646/2019).

    Οι ακόλουθες δαπάνες δεν εκπίπτουν: 

    α) τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, εκτός από τα τραπεζικά δάνεια,διατραπεζικά δάνεια, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες και τα χρεωστικά ομόλογα που εκδίδουν πιστωτικοί συνεταιρισμοί που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν την ημερομηνία δανεισμού,
    β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής,
    γ) οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές,
    δ) προβλέψεις εκτός των οριζομένων στο άρθρο 26,
    ε) πρόστιμα και ποινές, περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων,
    στ. Η παροχή αμοιβών σε χρήμα ή είδος που συνιστούν ποινικό αδίκημα,
    ζ) ο φόρος εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων του τέλους επιτηδεύματος και των έκτακτων εισφορών, που επιβάλλεται για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., καθώς και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (Φ. Π. Α.) που αναλογεί σε μη εκπιπτόμενες δαπάνες, εφόσον δεν είναι εκπεστέος ως Φ. Π. Α. εισροών,
    η) το τεκμαρτό μίσθωμα της παραγράφου 2 του άρθρου 39 σε περίπτωση ιδιόχρησης κατά το μέτρο που υπερβαίνει το τρία τοις εκατό (3%) επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου,
    θ) οι δαπάνες για την οργάνωση και διεξαγωγή ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων που αφορούν στη σίτιση και διαμονή πελατών ή εργαζομένων της κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το μισό τοις εκατό (0,5%) επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματος της επιχείρησης,
    ι) οι δαπάνες για τη διεξαγωγή εορταστικών εκδηλώσεων, σίτισης και διαμονής φιλοξενούμενων προσώπων κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το μισό τοις εκατό (0,5%) επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματος της επιχείρησης,
    ια) οι δαπάνες ψυχαγωγίας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η επιχειρηματική δραστηριότητα του φορολογούμενου έχει ως κύριο αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ψυχαγωγίας και οι δαπάνες αυτές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής,
    ιβ) προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες και
    ιγ) το σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε., εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν αποκλείει την έκπτωση των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εφόσον υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και αυτού του κράτους – μέλους.
    ιδ) Οι δαπάνες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4172/2013, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.
    ιε) Οι δαπάνες ενοικίων, εφόσον η εξόφλησή τους δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

    Το άρθρο 30 παρ.4 του Ν.2859/2000 περί ΦΠΑ αναφέρει ρητά:

    Δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες:

    α) αγοράς, εισαγωγής ή ενδοκοινοτικής απόκτησης καπνοβιομηχανιών προϊόντων,

    β) αγοράς, εισαγωγής ή ενδοκοινοτικής απόκτησης οινοπνευματωδών ή αλκοολούχων ποτών, εφόσον αυτά προορίζονται για την πραγματοποίηση μη φορολογητέων πράξεων,

    γ) δεξιώσεων, ψυχαγωγίας και φιλοξενίας γενικά,

    δ) στέγασης, τροφής, ποτών, μετακίνησης και ψυχαγωγίας για το προσωπικό ή τους εκπροσώπους της επιχείρησης,

    ε) αγοράς, εισαγωγής ή ενδοκοινοτικής απόκτησης επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης μέχρι εννέα (9) θέσεων, μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων, σκαφών και αεροσκαφών ιδιωτικής χρήσης που προορίζονται για αναψυχή ή αθλητισμό, καθώς και οι δαπάνες καυσίμων, επισκευής, συντήρησης, μίσθωσης και κυκλοφορίας αυτών γενικά.

    Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται για τα πιο πάνω μεταφορικά μέσα, εφόσον προορίζονται για πώληση, μίσθωση ή μεταφορά προσώπων με κόμιστρο.

    Παράδειγμα:

    ΟΕ με αντικείμενο το εμπόριο ενδυμάτων λαμβάνει στις 30/11/2017 ένα τιμολόγιο από ένα εστιατόριο, στο οποίο δείπνησε για προσωπικούς λόγους ένα στέλεχός της, αξίας 1000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% 240 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 1240 ευρώ.

    Το τιμολόγιο κόπηκε στο όνομα της εταιρίας, ενώ ξεκάθαρα δεν αφορούσε την επαγγελματική δραστηριότητα της επιχείρησης, αλλά εξυπηρετούσε καθαρά προσωπικούς λόγους ψυχαγωγίας του στελέχους και κακώς κόπηκε με τη μορφή του τιμολογίου στην εταιρία, ενώ θα έπρεπε να κοπεί μια απλή Απόδειξη Λιανικής Πώλησης σε ιδιώτη. Ζητείται να τεκμηριωθεί ο λογιστικός και φορολογικός χειρισμός του παραπάνω τιμολογίου.

    Α) Λογιστική και φορολογική αντιμετώπιση:

    Εφ’ όσον το παραπάνω έξοδο ναι μεν κόπηκε στο όνομα της εταιρίας, αν και δε θα έπρεπε γιατί δεν αποτελεί παραγωγική δαπάνη ,ωστόσο ο λογιστής οφείλει να το καταχωρίσει στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης, για να απεικονίσει ορθά την λογιστική βάση της οντότητας με βάση τα ΕΛΠ(Ν.4308/2014).

    Ως προς τη φορολογική βάση το έξοδο αυτό με βάση τα άρθρα 22 και 23του ν.4172/2013 δεν αναγνωρίζεται φορολογικά και αποτελώντας “μόνιμη διαφορά μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης”, αναμορφώνεται φορολογικά , κατά την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος( εντυπο Ν), ως λογιστική διαφορά, στην δεύτερη σελίδα του εντύπου και στον κωδικό 455(μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες), οπότε και προστίθεται στα κέρδη. Αυτονόητο είναι ότι θα συμπληρωθεί και ο αντίστοιχος κωδικός του εντύπου της φορολογικής αναμόρφωσης που συνυποβάλλεται.

    Ως προς το χειρισμό του ΦΠΑ, λαμβάνοντας υπόψιν το προαναφερθέν άρθρο 30, παρ.4δ, διαπιστώνουμε ότι το δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου(240 ευρώ) για το τιμολόγιο αυτό, άρα κατά την καταχώριση του τιμολογίου ο αναλογούν ΦΠΑ των 240 ευρώ θα εξοδοποιηθεί.

    Συνεπώς το έξοδο που θα πρέπει να καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία είναι 1240 ευρώ και όχι 1000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 240 ευρώ. Στην ΜΥΦ βέβαια θα πρέπει να φαίνεται διακριτά τόσο η καθαρή αξία των 1000 ευρώ, όσο και ο αναλογούν ΦΠΑ των 240 ευρώ.

    Συνδυαστικά τώρα ως προς το ΦΠΑ και το Εισόδημα λαμβάνοντας υπόψιν εκτός των παραπάνω και την περίπτωση ζ του άρθρου 23 του ΚΦΕ, συμπεραίνουμε ότι το έξοδο που θα αναμορφωθεί φορολογικά και δε θα εκπέσει εν τέλει, είναι τόσο η καθαρή αξία του τιμολογίου, αλλά και ο αναλογούν ΦΠΑ(που τον εξοδοποιήσαμε), δηλαδή το σύνολο της αξίας του, διότι δεν εκπίπτει φορολογικά και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (Φ. Π. Α.) που αναλογεί σε μη εκπιπτόμενες δαπάνες, εφόσον δεν είναι εκπεστέος ως Φ. Π. Α. εισροών.

    Β) Βιβλία-ΜΥΦ-Έντυπο περιοδικής ΦΠΑ:

    • Η δαπάνη αυτή των 1240 ευρώ δεν θα συμπεριληφθεί στο έντυπο Φ2 του ΦΠΑ, καθώς αποτελεί δαπάνη χωρίς δικαίωμα έκπτωσης.
    • Στην ΜΥΦ θα φαίνεται διακριτά:
    1. Δαπανες ψυχαγωγίας μη εκπιπτόμενες: 1000 ευρώ
    2. ΦΠΑ αναλογούν:                                             240 ευρώ
    • Στο βιβλίο εσόδων εξόδων(λογιστική βάση) θα κάνουμε την εξής εγγραφή:

              Δαπάνες ψυχαγωγίας μη εκπιπτόμενες:   1240 ευρώ

    Γ) Κλείσιμο χρήσης-Σύνταξη ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος:

    • Λογιστική βάση: Δαπάνες ψυχαγωγίας μη εκπιπτόμενες:         1240 ευρώ
    • Φορολογική βάση:Δαπάνες ψυχαγωγίας μη εκπιπτόμενες:       0     ευρώ
    • Μόνιμη διαφορά μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης: 1240 ευρώ
    • Έντυπο φορολογικής αναμόρφωσης: κωδικός 2011 :δαπάνες ψυχαγωγίας(περ.ια άρθρου 23 Ν.4172/2013):                                                                   1240 ευρώ
    • Έντυπο Ε3: Κωδικός 534(διάφορα έξοδα εμπορίας)                     1240 ευρώ
    • Έντυπο Ν: 2η σελίδα κωδικός 455(μη εκπιπτόμ.επιχ.δαπάνες) 1240 ευρώ

    Συνεπώς ολόκληρο το ποσό του τιμολογίου συμπεριλαμβανομένης τόσο της καθαρής αξίας όσο και του ΦΠΑ, θα προστεθεί στα λογιστικά κέρδη της οντότητας, σαν να μη πραγματοποιήθηκε ποτέ η δαπάνη αυτή!

     

    Εργατικά: Ασθένεια μισθωτού μικρότερη των τριών ημερών!

     

    Ξεκινώντας την ανάλυσή μας για το θέμα αυτό, παραθέτουμε μια αντιπροσωπευτική απόφαση του ΙΚΑ, η οποία σε ένα σημείο της αναφέρει:

    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    Αθήνα 26 Ιουνίου 1992
    ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
    Αρ.Πρωτ.: Α23/269/3
    ΔΙΟΙΚΗΣΗ
    ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ: 68
    ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΣΦ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ – ΕΣΟΔΩΝ
    ΤΜΗΜΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

    1. Τριήμερο αναμονής

    Κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του αν. ν. 178/1967 που προστέθηκαν στο άρθρο 38 παρ. 2 του αν. ν. 1846/51 σε περίπτωση αποχής μισθωτού από την εργασία του, λόγω ασθένειας, ο εργοδότης, για το χρονικό διάστημα από την αναγγελία της ανικανότητας μέχρι την έναρξη της επιδότησής του από το ΙΚΑ – που κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 3 του αν.ν. 1846/51 όπως τροποποιήθηκαν από το άρθρο 39 του Ν.Δ. 2698/53 καταβάλλεται προκειμένου περί ασφ/νων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία από την 4η ημέρα -υποχρεούται στην πληρωμή μόνο του μισού ημερομισθίου ή του αναλογούντος μισθού, αποκλείεται δε η συμπλήρωση αυτών από το ΙΚΑ.
    Κατά το τριήμερο αναμονής δηλαδή ο μισθωτός δικαιούται μέρος των αποδοχών του και κατά συνέπεια έχουμε και συνέχιση της ασφάλισης σύμφωνα με όσα προστέθηκαν.

    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ( λαμβάνοντας υπόψιν και το εγγρ.υπ.εργασίας 126732/83, εγγρ.υπ.εργασ.13466/92, εγγρ.υπ.εργασ. 2039/96, εγγρ.υπ.εργασ. 2763/94, καθώς και τις δικαστηριακές αποφάσεις του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 308/59, 1012/72  και την εγκύκλιο 342/67 του ΙΚΑ, αλλά και τις διατάξεις του αστικού κώδικα):

    • Όταν η απουσία του μισθωτού λόγω ασθένειας είναι μικρότερη των 3 ημερών, τότε ο εργαζόμενος αμείβεται από την επιχείρηση στο 1/2 του ημερομισθίου για τις αντίστοιχες μέρες ασθενείας.
    • Για το ποσό αυτό και και για τον αντίστοιχο αριθμό ημερών ασθενείας( 1 έως 3), ασφαλίζεται κανονικά στο ΙΚΑ.
    • Για το χρονικό διάστημα αυτών των ημερών ασθενείας( 1 έως 3), αφού το ΙΚΑ δεν καταβάλλει επίδομα ασθενείας οι ασφαλιστικές εισφορές θα υπολογίζονται στο 1/2 των αποδοχών που υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης.
    • Στην ΑΠΔ, οι αποδοχές ασθενείας καταχωρούνται με τύπο αποδοχών “08-αποδοχές ασθενείας”.
    • Ο τριήμερος αυτός χρόνος αναμονής υπολογίζεται κατ’ αρχήν για 1 φορά κατά τη διάρκεια του υπό εξέταση εργασιακού έτους.
    • Αν ο μισθωτός ασθενήσει εκ νέου σε ένα έτος, για να δικαιούται επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ, από την πρώτη μέρα της ασθένειάς του, πρέπει η ασθένεια να διαρκέσει πάνω από 3 μέρες.
    • Συνυπολογίζονται στις αποδοχές ασθενείας και οι προσαυξήσεις 75% για Κυριακές και 25% για νύχτες, μόνο εφ’όσον κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα απασχολούνταν ο μισθωτός κατά τις Κυριακές και τις νύχτες αυτές που ασθένησε, όχι όμως και η αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης,ούτε και τα έξοδα κίνησης και τα οδοιπορικά
    • Ο μισθωτός δε δικαιούται να πάρει κανένα επίδομα από το ΙΚΑ, για αυτές τις 3 πρώτες μέρες ασθενείας, όσες φορές και αν επαναλαμβάνονται.
    • Ασθένεια μέχρι 3 μέρες, μπορεί να συμβεί και άλλες φορές στο ίδιο έτος, μέχρι να συμπληρωθούν οι 13 εργάσιμες μέρες ή το 1/2 του μισθού(μισός μήνας) κατά τον πρώτο χρόνο απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση, ή οι 26 εργάσιμες μέρες για τους εργάτες και ο ένας μισθός(ένας μήνας) για τους υπαλλήλους, αν είναι ο δεύτερος και έπειτα χρόνος απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση, σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω.

     

    Εργατικά: Εκπρόθεσμη υποβολή ΑΠΔ!

    Σύμφωνα με τον Ν. 4075/2012: Θέματα Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ ΕΤΑΜ, Ασφαλιστικών Φορέων, προσαρμογή της νομοθεσίας στην Οδηγία 2010/18/ΕΕ και λοιπές διατάξεις, στο άρθρο 19 αναφέρεται ρητά:

    Αρθρο 19. Εκπρόθεσμη υποβολή ΑΠΔ – Κείμενο νόμου

    1. Η περίπτωση β’ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν.2972/2001 (Α’ 291), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 3232/2004 (Α’48), αντικαθίσταται ως εξης:
    «β. Υποβάλλουν εκπρόθεσμα την ΑΠΔ, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 3% επί του ποσού των εισφορών που δηλώνεται σε αυτή, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για την υποβολή της επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ και προσαυξάνεται κατά 1% μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της κάθε επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ και μέχρι 30% συνολικά.»
    2. Μετά την παρέλευση τεσσάρων μηνών από την πρώτη εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 16 και ανά τέσσερις μήνες, συντάσσεται έκθεση οικονομικών αποτελεσμάτων από τη Διοίκηση του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ. Στην περίπτωση αύξησης των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές σε σχέση με τις προϋπολογιζόμενες, δύναται να παρέχεται έκπτωση στις αναλογούσες εργοδοτικές εισφορές για τους επόμενους τέσσερις μήνες. Η έκπτωση παρέχεται στις Κοινές Επιχειρήσεις πλην Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλουν ανελλιπώς τις τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές και είναι ασφαλιστικά ενήμερες για την ασφάλιση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του προσωπικού που απασχολούν.
    Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που εκδίδεται μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ καθορίζεται το ποσοστό της έκπτωσης και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας.
    Στους εργοδότες Κοινών Επιχειρήσεων, πλην Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού που καταβάλλουν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας τις τρέχουσες εισφορές τριών συνεχών μισθολογικών περιόδων παρέχεται η δυνατότητα εντός των επόμενων 21 συνεχών μισθολογικών περιόδων καταβολής των τρεχουσών εισφορών μίας μισθολογικής περιόδου μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του έκτου μήνα από το μήνα απασχόλησης και εάν τους έχει παρασχεθεί η έκπτωση της παραγράφου αυτής, παύουν εφεξής να τη δικαιούνται.
    Τέλος αντίστοιχη μνεία για το παρόν θέμα κάνει και η εγκύκλιος 56/2012 του ΙΚΑ, όπου σε ένα σημείο της αναφέρει:
    Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν.2972/2001 (Α΄291), όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της από την παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν.3232/2004 (Α΄ 48), αντικαθίσταται ως εξής:
    «β΄» Σε όσους υποβάλλουν εκπρόθεσμα Α.Π.Δ., επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 3% επί του ποσού των εισφορών που δηλώνεται σε αυτή, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για την υποβολή της επόμενης κατά περίπτωση Α.Π.Δ. και προσαυξάνεται κατά 1% μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της κάθε επόμενης κατά περίπτωση Α.Π.Δ. και μέχρι 30% συνολικά.
    Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους εργοδότες με σύνταξη Πράξης Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε.) για παραβάσεις τους σχετικά με την υποβολή Α.Π.Δ. διαμορφώνονται από 11-4-2012 ως εξής:
    • Για εκπρόθεσμη υποβολή Α.Π.Δ. όταν αυτή πραγματοποιείται πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της επόμενης Κανονικής (01) Α.Π.Δ. ποσοστό 3%, επί των εισφορών της εκπρόθεσμης Α.Π.Δ.
    • Για εκπρόθεσμη υποβολή Α.Π.Δ. όταν αυτή πραγματοποιείται μετά τη λήξη της προθεσμίας της επόμενηςΚανονικής (01) Α.Π.Δ. ποσοστό προσαυξημένο κατά 1% και για κάθε επόμενη κατά περίπτωση Α.Π.Δ. μέχρι 30% συνολικά, επί των εισφορών της εκπρόθεσμης Α.Π.Δ.
    Τα ως άνω ποσοστά προσαυξήσεων υπολογίζονται στο ποσό των εισφορών που δηλώνονται στην κάθε συγκεκριμένη κατά περίπτωση Α.Π.Δ..

    ΔΟΥΚΕΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

    ΛΟΓΙΣΤΗΣ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

     

    Εργατικά: Κυρώσεις για τον εργοδότη αν απασχολήσει επιδοτούμενο άνεργο!

     
    Σύμφωνα με τον Ν. 4144/2013:
    Αντιμετώπιση της παραβατικότητας στην Κοινωνικής Ασφάλιση και στην αγορά εργασίας και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.
    (ΦΕΚ Α’ 88/18-04-2013), στο άρθρο 19 αναφέρεται ξεκάθαρα:

    • Αρθρο 19. Κυρώσεις σε περιπτώσεις παράνομης απασχόλησης επιδοτούμενου ανέργου

    1. Αν κατά τη διενέργεια ελέγχου από τους Επιθεωρητές του ΣΕΠΕ ή από οποιοδήποτε άλλο ελεγκτικό όργανο και μετά τη διαβίβαση του δελτίου ελέγχου τους στην αρμόδια υπηρεσία του Ο.Α.Ε.Δ. προς διασταύρωση, διαπιστώνεται, ότι κάποιος απασχολείται με οποιαδήποτε μορφή απασχόλησης σε εργοδότη, χωρίς ο τελευταίος να τον έχει δηλώσει νομίμως στις αρμόδιες αρχές, ενώ και από την ανωτέρω διασταύρωση προκύπτει ότι είναι επιδοτούμενος άνεργος, επιβάλλονται στον εργοδότη, πλέον των προβλεπομένων στο άρθρο 25 του ν. 3996/2011 και πάντως σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 του ίδιου νόμου, οι κάτωθι διοικητικές κυρώσεις:
    α. πρόστιμο ύψους τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε απασχολούμενο επιδοτούμενο άνεργο ή
    β. πρόστιμο ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε απασχολούμενο επιδοτούμενο άνεργο, όταν έχει προηγηθεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον ίδιο εργοδότη.
    Κατά της πράξης επιβολής προστίμου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3996/2011.
    Αιτιολογική έκθεση άρθρου 19:
    Η ρύθμιση του άρθρου 19 συμπληρώνει το πλέγμα κυρώσεων στην ειδική περίπτωση αδήλωτης εργασίας, στην οποία ο απασχολούμενος λαμβάνει ταυτόχρονα επίδομα ανεργίας.
    Καταρχάς η διάταξη θεσπίζει υποχρέωση του ΣΕΠΕ να ενημερώνει άμεσα τον Ο.Α.Ε.Δ. για περιπτώσεις που αφορούν στην απασχόληση, με οποιαδήποτε μορφή, εργαζομένου που δεν έχει δηλωθεί νομίμως από τον εργοδότη στις αρμόδιες αρχές, προκειμένου – μέσω διασταυρώσεων – να διαπιστωθεί εάν ο παραπάνω εργαζόμενος λαμβάνει επίδομα ανεργίας, λόγω καταγγελίας ή λήξης σύμβασης εργασίας στον ίδιο ή άλλο εργοδότη.
    Επιπλέον, η διάταξη ορίζει ότι, πέραν των προβλεπομένων στο άρθρο 25 του ν. 3996/2011 και πάντως σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 του ίδιου νόμου, επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο 3.000 ευρώ για κάθε επιδοτούμενο άνεργο που απασχολεί.
    Το πρόστιμο αυξάνεται στις 5.000 ευρώ, εάν ο παράνομα απασχολούμενος λαμβάνει επίδομα ανεργίας, λόγω καταγγελίας σύμβασης εργασίας από τον ίδιο εργοδότη, καθώς η περίπτωση αυτή υποκρύπτει εικονικότητα της παραπάνω καταγγελίας σύμβασης. Κατά της πράξης επιβολής προστίμου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 του ν. 3996/2011 και 27 παρ. 8 του ν. 2961/54.
    Απαιτείται λοιπόν ιδιαίτερη προσοχή στο χειρισμό αυτού του ευαίσθητου θέματος, από τον εργοδότη λόγω αυξημένων προστίμων, αλλά και από τον εργαζόμενο για το θέμα του Ταμείου Ανεργίας από τον ΟΑΕΔ… Ο υπεύθυνος λογιστής φοροτεχνικός οφείλει να ενημερώνει επαρκώς και χωρίς διακρίσεις και τις 2 πλευρές για τις πιθανές συνέπειες..
     

    ΔΟΥΚΕΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

    ΛΟΓΙΣΤΗΣ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

    Κυρώσεις στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεων Φ.Π.Α!

     
    Στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης Φ.Π.Α. αφετηρία για τον χρόνο επιβολής των κυρώσεων λαμβάνεται η επόμενη ημέρα της καταληκτικής προθεσμίας για την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης.
    α) Για φορολογικές περιόδους που λήγουν έως και 31.12.2013:
    αα) στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής ή μη υποβολής πιστωτικής ή μηδενικής δήλωσης επιβάλλονται κυρώσεις βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 (Α’ 179), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 72, παρ. 19, του ν. 4174/2013 (Α’ 170),
    ββ) στην περίπτωση εκπρόθεσμης, ανακριβούς ή μη υποβολής χρεωστικής περιοδικής δήλωσης, για τις οποίες προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή, επιβάλλονται κυρώσεις βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 72, παρ. 18, του ν. 4174/2013.
    β) Για φορολογικές περιόδους που λήγουν από 1.1.2014 και μετά:
    αα) Για τις χρεωστικές δηλώσεις υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκου στην περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του οφειλόμενου φόρου (σχετ. το άρθρο 53 του ν.4174/2013 – Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας).
    Αν οποιοδήποτε ποσό φόρου δεν καταβληθεί εντός της νόμιμης προθεσμίας, ο φορολογούμενος υποχρεούται να καταβάλει τόκους επί του εν λόγω ποσού φόρου από την επόμενη μέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής. Ως εκ τούτου, ακόμη και στην περίπτωση εμπρόθεσμων δηλώσεων Φ.Π.Α., εφόσον υποβληθεί τροποποιητική που δημιουργεί ή αυξάνει το χρεωστικό υπόλοιπο, οφείλεται τόκος. Η καταβολή τόκων είναι ανεξάρτητη από την επιβολή προστίμου.
    ββ) Στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης Φ.Π.Α. επιβάλλεται πρόστιμο ως εξής (σχετ. το άρθρο 54 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας – ν. 4174/2013):
    • Για πιστωτική ή μηδενική δήλωση Φ.Π.Α. ή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα (π.χ. ανακεφαλαιωτικός πίνακας), επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) Ευρώ.
    • Για χρεωστική δήλωση Φ.Π.Α., επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) ευρώ για υποκείμενους που δεν έχουν υποχρέωση τήρησης λογιστικών βιβλίων, διακόσια πενήντα (250) Ευρώ για υποκείμενους που υποχρεούνται σε τήρηση απλογραφικού λογιστικού συστήματος και πεντακοσίων (500) Ευρώ για υποκείμενους που υποχρεούνται σε τήρηση διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
    • Στις περιπτώσεις των ως άνω εκπρόθεσμων αρχικών δηλώσεων, όταν υποβάλλονται και τροποποιητικές δηλώσεις, τα πρόστιμα που αναφέρονται παραπάνω, επιβάλλονται εκ νέου.
    Για παράδειγμα, στην περίπτωση που υπόχρεος υποβάλλει εκπρόθεσμη αρχική δήλωση Φ.Π.Α. από την οποία προκύπτει πιστωτικό υπόλοιπο, του επιβάλλεται πρόστιμο 100 Ευρώ, αν ωστόσο υποβάλλει και τροποποιητική δήλωση η οποία του αυξάνει/μειώνει το πιστωτικό υπόλοιπο, του επιβάλλεται εκ νέου το πρόστιμο των 100 Ευρώ.

    ΠΗΓΗ: ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΑΔΕ

     

    Τα του οίκου μας… Κώδικας δεοντολογίας Λογιστών!

    Αριθμ. 57088 /ΔΙΟΕ-1033/18.12.2013
    Κώδικας Δεοντολογίας Λογιστών
    Αριθμ. 57088 /ΔΙΟΕ-1033
    (ΦΕΚ Β’ 3314/24-12-2013)
    Το παρόν ΦΕΚ επανεκτυπώθηκε λόγω σφάλματος
    Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
    Έχοντας υπόψη:
    1. Τις διατάξεις:
    α. του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α’98),
    β. του Ν. 4072/2012, άρθρο 246, παρ. 2 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος-Νέα εταιρική μορφή- Σήματα-Μεσίτες Ακινήτων- Ρύθμιση θεμάτων Ναυτιλίας, λιμένων και άλλες διατάξεις» (Α’ 86), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 46 του Ν. 4177/2013 (Α’173),
    γ. του Ν. 1100/1980 « Περί ιδρύσεως Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας» (Α’295) και ιδίως των άρθρων 1 περ. ζ, 10 και 11 αυτού,
    δ. του π.δ. 546/1988 « Οργανισμός Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας» (Α’257),
    ε. του άρθρου 1 του Ν. 2515/1997 (Α’154) «Άσκηση επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού, λειτουργία Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών (ΣΟΕ) και άλλες διατάξεις»,
    στ. του Π.Δ. 340/1998 «Περί του επαγγέλματος του Λογιστή – Φοροτεχνικού και της αδείας ασκήσεώς του» (Α’228),
    ζ. του π.δ. 699/1982 «Τρόπος είσπραξης και απόδοσης των εσόδων του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας» (Α’148),
    η. του π.δ. 277/1986 «Διαδικασία Πειθαρχικών Οργάνων του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας» (Α’127), θ. του Ν. 3470/2006 «Εθνικό Συμβούλιο Εξαγωγών, φορολογικές ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (Α’132),
    ι. του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 και ιδίως την παρ. Η του άρθρου 246 παρ. 2 αυτού (Α’222),
    ια. του Ν. 3693/2008 «Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/43/ΕΚ περί υποχρεωτικών ελέγχων των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των Οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της Οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου και άλλες διατάξεις» (Α’174),
    ιβ. του άρθρου 6 της από 19.11.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Ρυθμίσεις κατεπειγόντων θεμάτων του Ν. 4046/2012 και του Ν. 4093/2012» (Α’229), η οποία κυρώθηκε στις 14-01-2013,
    2. Την με αριθμ. 27857/ΔΙΟΕ/547/26-6-2013 (Β’1653) απόφαση «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας Παναγιώτη Μηταράκη»,
    3. το με αρ. πρωτ. 35428/3571/12.08.2013 έγγραφο του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας,
    4. τη με αρ. πρωτ. Φ/2/6885/28.08.2013 εισήγηση σχεδίου Κώδικα Δεοντολογίας Λογιστών Φοροτεχνικών, όπως αυτή εγκρίθηκε από την Κεντρική Διοίκηση του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας στην Κ/106/ 27-08-2013 συνεδρίασή της.
    5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται καμία δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
    αποφασίζει:
    Την θέσπιση Κώδικα Δεοντολογίας Λογιστών Φοροτεχνικών ως εξής:
    ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΛΟΓΙΣΤΩΝ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ
    I. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
    Άρθρο 1
    Σκοπός

    Ο παρών Κώδικας έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της ποιότητας και της διαφάνειας των παρεχομένων υπηρεσιών από τους Λογιστές και Φοροτεχνικούς για την προστασία τόσο του ηθικού και επαγγελματικού κύρους τους και των νόμιμων δικαιωμάτων κάθε Φυσικού ή Νομικού Προσώπου που χρησιμοποιεί υποχρεωτικά ή προαιρετικά τις υπηρεσίες τους, όσο και του δημοσίου συμφέροντος.
    Άρθρο 2
    Πεδίο και Έκταση Εφαρμογής

    1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλους ανεξαιρέτως τους Λογιστές και Φοροτεχνικούς, ελεύθερους επαγγελματίες ή μισθωτούς, μέλη ή μη του Οικονομικού Επιμελητηρίου (ΟΕΕ), οι οποίοι υποχρεούνται να τηρούν τους γενικούς και ειδικούς κανόνες και αρχές που προβλέπονται στον παρόντα κώδικα καθώς επίσης και όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από διατάξεις άλλων νόμων, προεδρικών διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων και σχετικών εγκυκλίων.
    2. Θέματα που δεν αναφέρονται στον παρόντα Κώδικα συμπληρώνονται με τον ισχύοντα Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (International Federation of Accountants).
    Άρθρο 3
    Θεμελιώδεις Αρχές Ασκήσεως Επαγγέλματος

    Ο Λογιστής Φοροτεχνικός πρέπει να συμμορφώνεται με τις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές:
    1. Ακεραιότητα – να είναι ευθύς και ειλικρινής σε όλες τις επαγγελματικές και επιχειρηματικές σχέσεις.
    2. Αντικειμενικότητα – να μην επιτρέπει την προκατάληψη, τη σύγκρουση συμφερόντων ή την καταχρηστική επιρροή άλλων, την σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων ελέγχοντος και ελεγχομένου, που αναιρεί την επαγγελματική ή εμπορική κρίση.
    3. Επαγγελματική επάρκεια και δέουσα προσοχή – να καταβάλει κάθε προσπάθεια για τη διατήρηση των επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων στο επίπεδο που απαιτείται για να διασφαλιστεί ότι ο πελάτης ή ο εργοδότης λαμβάνει τις κατάλληλες επαγγελματικές υπηρεσίες, μέσω συνεχούς επιμόρφωσης με βάση τις τρέχουσες εξελίξεις στην νομοθεσία, την πράξη και τις τεχνικές.
    4. Εχεμύθεια – να τηρεί την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα των επαγγελματικών και επιχειρηματικών σχέσεων και συνεπώς, να μην αποκαλύπτει οποιαδήποτε τέτοια πληροφορία σε τρίτους χωρίς την κατάλληλη και ειδική αρμοδιότητα και αν δεν υπάρχει νομικό ή επαγγελματικό δικαίωμα ή υποχρέωση να γνωστοποιήσει, να μη χρησιμοποιεί τις πληροφορίες για προσωπικό όφελος ή για όφελος τρίτων.
    5. Επαγγελματική συμπεριφορά – να συμμορφώνεται με τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς και να αποφεύγει κάθε ενέργεια που απαξιώνει το επάγγελμα.
    6. Κοινωνική υπευθυνότητα – να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα με αξιοπιστία και κοινωνική υπευθυνότητα απέναντι στο επάγγελμα, τον πελάτη και το κοινωνικό σύνολο.
    Άρθρο 4
    Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

    Ο Λογιστής Φοροτεχνικός απαιτείται κατά την άσκηση του επαγγέλματός του να εντοπίζει και να αξιολογεί τους κινδύνους με βάση τις θεμελιώδεις αρχές, την ισχύουσα νομοθεσία και τις διατάξεις του παρόντος και να προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την εξάλειψη ή μείωσή τους σε νομίμως αποδεκτά επίπεδα.
    Κίνδυνοι και ενέργειες
    Α. Κίνδυνοι: ενδέχεται να δημιουργηθούν από ένα ευρύ φάσμα σχέσεων και περιστάσεων.
    Μια σχέση ή περίσταση δημιουργεί κίνδυνο όταν μπορεί να διακυβεύσει, ή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα διακυβεύσει τη συμμόρφωση του Λογιστή Φοροτεχνικού με τις θεμελιώδεις αρχές.
    Μια περίσταση ή μία σχέση μπορεί να δημιουργήσει περισσότερους από έναν κινδύνους που μπορεί να επηρεάσουν τη συμμόρφωση με περισσότερες από μία θεμελιώδεις αρχές.
    Οι κίνδυνοι εμπίπτουν σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες κατηγορίες:
    1. Κίνδυνος προσωπικού συμφέροντος: ο κίνδυνος ότι ένα οικονομικό ή άλλο συμφέρον θα επηρεάσει ανάρμοστα μία απόφαση ή τη συμπεριφορά του Λογιστή Φοροτεχνικού.
    2. Κίνδυνος αυτοαξιολόγησης: ο κίνδυνος ότι ο Λογιστής Φοροτεχνικός δε θα αξιολογήσει σωστά τα αποτελέσματα των ενεργειών του ή άλλου ατόμου του γραφείο του.
    3. Κίνδυνος υπεράσπισης: ο κίνδυνος να διακυβεύεται η αντικειμενικότητα του Λογιστή Φοροτεχνικού όταν αυτός υπερασπίζεται τον πελάτη ή τον εργοδότη του.
    4. Κίνδυνος εξοικείωσης: ο κίνδυνος που οφείλεται στη μακρά και στενή σχέση του Λογιστή Φοροτεχνικού με τον πελάτη ή εργοδότη, η οποία μπορεί να οδηγήσει στον επηρεασμό της αντικειμενικότητάς του στην άσκηση των καθηκόντων του.
    5. Κίνδυνος εκφοβισμού: ο κίνδυνος ότι ο Λογιστής Φοροτεχνικός θα αποθαρρύνεται από το να ενεργεί αντικειμενικά, λόγω πιέσεων.
    Β. Ενέργειες: είναι τα μέτρα που μπορεί να εξαλείψουν τους κινδύνους ή να τους μειώσουν σε ένα αποδεκτό επίπεδο και εμπίπτουν σε δύο γενικές κατηγορίες:
    1. Ενέργειες που δημιουργούνται από τον επαγγελματισμό, τις νομοθετικές διατάξεις ή κανονισμούς, δηλαδή:
    • εκπαίδευση, κατάρτιση και εμπειρία για την είσοδο στο επάγγελμα,
    • συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη,
    • κανονισμοί εταιρικής διακυβέρνησης,
    • επαγγελματικά πρότυπα επαγγελματική ή κανονιστική παρακολούθηση και πειθαρχικές διαδικασίες,
    • εξωτερική αξιολόγηση από ένα νομικά αρμόδιο τρίτο μέρος των εκθέσεων, των αποδόσεων, των επικοινωνιών ή των πληροφοριών που παράγονται από έναν επαγγελματία Λογιστή Φοροτεχνικό.
    2. Ενέργειες στο εργασιακό περιβάλλον.
    • αποτελεσματικά συστήματα κοινοποίησης που λειτουργούν στον οργανισμό, στο επάγγελμα ή σε μια ρυθμιστική αρχή, τα οποία επιτρέπουν στους συναδέλφους, τους εργοδότες και τους πελάτες να επιστήσουν την προσοχή σε αντιεπαγγελματική ή ανήθικη συμπεριφορά,
    • η υποχρεωτική καταγγελία των αντιδεοντολογικών συμπεριφορών.
    Γ. Επίλυση ηθικού διλήμματος Ο Λογιστής Φοροτεχνικός μπορεί να κληθεί να επιλύσει μια σύγκρουση με τις θεμελιώδεις αρχές. Για να το πραγματοποιήσει αυτό πρέπει να στηριχθεί στα κάτωθι:
    • τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά,
    • τα ηθικά ζητήματα που εμπλέκονται,
    • τις θεμελιώδεις αρχές που συνδέονται με το εν λόγω θέμα,
    • τις βεβαιωμένες εσωτερικές διαδικασίες και
    • τους εναλλακτικούς τρόπους δράσης.
    Αφού εξετάσει τους σχετικούς παράγοντες και αξιολογώντας το βάρος των συνεπειών κάθε πιθανής πορείας δράσης, ο Λογιστής Φοροτεχνικός καθορίζει την κατάλληλη δράση. Εάν το θέμα παραμένει ανεπίλυτο, ο Λογιστής Φοροτεχνικός μπορεί να διεξάγει διαβουλεύσεις με άλλα αρμόδια πρόσωπα εντός της επιχείρησης ή του οργανισμού για να βοηθήσει στην επίλυση. Τέλος δύναται να επικοινωνήσει με την Κεντρική Υπηρεσία του Οικονομικού Επιμελητήριου που είναι αρμόδιος φορέας εποπτείας της τήρησης του παρόντος Κώδικα Δεοντολογίας.
    Άρθρο 5
    Ορισμοί

    Για την εφαρμογή του παρόντος, οι παρακάτω όροι χρησιμοποιούνται με τις προσδιοριζόμενες έννοιες:
    Μέλη του Οικονομικού Επιμελητηρίου είναι αυτά που ορίζονται στο Ν. 1100/1980, όπως ισχύει.
    Λογιστές Φοροτεχνικοί είναι όσοι έχουν λάβει επαγγελματική ταυτότητα από το Οικονομικό Επιμελητήριο με βάση τις ισχύουσες διατάξεις.
    Πελάτης είναι κάθε Φυσικό ή Νομικό Πρόσωπο που αναθέτει σε Λογιστή Φοροτεχνικό, μισθωτό ή ελεύθερο επαγγελματία να του προσφέρει τις υπηρεσίες του είτε σε σταθερή σχέση (τήρηση ή επίβλεψη βιβλίων) για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα, είτε εκτάκτως (διάφορες φορολογικές, λογιστικές ή οικονομικές γενικά εργασίες), στα πλαίσια των εκτελουμένων από αυτόν εργασιών.
    Βοηθός είναι κάθε τρίτος ο οποίος μπορεί να έχει σχέση με τις εκτελούμενες εργασίες από το Λογιστή Φοροτεχνικό, που εγγράφως του έχουν ανατεθεί.
    Νόμιμη αμοιβή Λογιστή-φοροτεχνικού είναι κάθε αμοιβή η οποία προκύπτει:
    1) ύστερα από νόμιμα ανατεθειμένη εργασία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, βάσει ιδιαίτερης συμφωνίας των δύο πλευρών,
    2) για τους παρέχοντες τις υπηρεσίες τους με υπαλληλική σχέση, βάσει της εργατικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με τις συλλογικές ή ατομικές συμβάσεις εργασίας.
    ΙΙ. ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ
    Άρθρο 6
    Αρχές παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών

    1. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός οφείλει να παρέχει τις επαγγελματικές υπηρεσίες του κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη νομιμότητα στην παροχή των υπηρεσιών του αυτών και την εγκυρότητα της εκφραζόμενης απ’ αυτόν επαγγελματικής γνώμης. Προς τούτο είναι υποχρεωμένος να τηρεί παράλληλα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και τον παρόντα Κώδικα.
    2. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός δικαιούται να χρησιμοποιεί βοηθούς για την παροχή των επαγγελματικών υπηρεσιών του, έχει όμως την ευθύνη για την εργασία που εκτέλεσαν οι βοηθοί του, τους οποίους υποχρεούται να επιβλέπει και να αναθέτει σ’ αυτούς μόνο τις εργασίες που είναι σε θέση να εκτελέσουν ικανοποιητικά.
    3. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός πρέπει να αξιολογεί τυχόν κινδύνους που απειλούν τη συμμόρφωση με τις θεμελιώδεις αρχές, όταν γνωρίζει περιστάσεις ή σχέσεις που μπορεί να εμποδίζουν την τήρηση αυτών των θεμελιωδών αρχών.
    4. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός λαμβάνει τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά στοιχεία υπόψη κατά την αξιολόγηση της σημασίας του κινδύνου. Εάν ο κίνδυνος είναι πολύ σημαντικός, ο Λογιστής Φοροτεχνικός θα πρέπει να παραιτηθεί από την οποιαδήποτε δέσμευση έχει αναλάβει ή από την επιχείρηση που τον απασχολεί. Εάν ένας Λογιστής Φοροτεχνικός παραβιάσει χωρίς υπαιτιότητα μια διάταξη του παρόντος Κώδικα, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία του θέματος, μια τέτοια ακούσια παραβίαση μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν θίγει την τήρηση των θεμελιωδών αρχών που προβλέπονται, εφόσον η παραβίαση εντοπίστηκε, διορθώθηκε αμέσως και εφαρμόστηκαν όλα τα αναγκαία μέτρα διασφάλισης. Όταν ένας Λογιστής Φοροτεχνικός αντιμετωπίζει ιδιαίτερες συνθήκες κατά τις οποίες η εφαρμογή μιας ειδικής διάταξης του Κώδικα θα οδηγούσε σε ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή εναντίον του δημόσιου συμφέροντος, συνιστάται αυτός να συμβουλεύεται τις υπηρεσίες του Οικονομικού Επιμελητήριου που είναι αρμόδιος φορέας εποπτείας της εφαρμογής του παρόντος Κώδικα.
    Σε κάθε περίπτωση, ο Λογιστής Φοροτεχνικός οφείλει:
    4.1. Να συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια έναντι των αντισυμβαλλομένων μερών, των συναδέλφων και των μελών των θεσμοθετημένων οργάνων.
    4.2. Να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα χωρίς να θίγει την τιμή και την υπόληψη των συναδέλφων του ή να προκαλεί αμφιβολίες για την επαγγελματική τους ικανότητα ή αξιοπιστία.
    4.3. Να παρέχει τις επαγγελματικές υπηρεσίες του με τρόπο αντικειμενικό τηρώντας τη Λογιστική και Φορολογική Νομοθεσία αλλά και κάθε Νόμο που αφορά στο επάγγελμα του Λογιστή Φοροτεχνικού.
    4.4. Να μην εγκαταλείπει χωρίς αναίτιο λόγο οποιαδήποτε εργασία του έχει ανατεθεί αφήνοντας εκτεθειμένους συνεργάτες, πελάτες και εργοδότες.
    4.5. Να μην παρέχει ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία και πληροφορίες σε συνεργάτες ή πελάτες του εργοδότη-πελάτη του ή και τρίτους καθώς και στα θεσμικά ή εντεταλμένα Κρατικά Όργανα, Φορείς και Δημόσιες Υπηρεσίες. Εάν η υποχρέωσή του αυτή γίνει αιτία να λυθεί η έμμισθη ή επαγγελματική σχέση του, λόγω άρνησής του έναντι εντολών του εργοδότη ή πελάτη του, είναι υποχρεωμένος να το καταγγείλει άμεσα στο Οικονομικό Επιμελητήριο.
    4.6. Να μη δυσφημεί, απειλεί, προσβάλλει συναδέλφους, συνεργάτες, πελάτες ή και τρίτους, να μην ανταγωνίζεται με αθέμιτο τρόπο συναδέλφους και να μην επιδιώκει την προσέλκυση ή διατήρηση εργασιών με μη διαφανή μέσα ή ψευδείς πληροφορίες ως προς τα επαγγελματικά του προσόντα.
    4.7. Να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για τις υποθέσεις που χειρίζεται και αφορούν τον εργοδότη ή πελάτη του ακόμη και αν θεωρεί ότι η παροχή κάποιων πληροφοριών που τους αφορούν δε πρόκειται να τους βλάψει.
    4.8. Να μην υπογράφει και να μη διεκπεραιώνει εργασίες οι οποίες δεν καλύπτονται από την επαγγελματική ταυτότητα όπως αυτή χορηγείται από το Οικονομικό Επιμελητήριο, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις.
    4.9. Να εφαρμόζει την εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία, όπως ισχύουν κάθε φορά.
    4.10. Να προστατεύει και να σέβεται τις οδηγίες και τις κατευθύνσεις της Δημόσιας Διοίκησης και του Οικονομικού Επιμελητηρίου και να μη συγκαλύπτει καμία παράβαση του παρόντος Κώδικα που περιήλθε από οιονδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο σε γνώση του.
    4.11. Να μη δέχεται να προσφέρει υπηρεσίες με αμοιβή ή δωρεάν, σε επαγγελματίες, εταιρείες και ιδιώτες, αν δεν υπάρχει μεταξύ τους υπαλληλική σχέση με όλες τις προϋποθέσεις που ορίζει η εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία ή σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, με την έκδοση του προβλεπόμενου στοιχείου του Κ.Φ.Α.Σ και η οποία προϋποθέτει έναρξη εργασιών σε Δ.Ο.Υ. Εξαιρετικώς, επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών, χωρίς τον ως άνω περιορισμό προς σύζυγο ή προς συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και προς Λογιστή Φοροτεχνικό ή συνταξιούχο Λογιστή Φοροτεχνικό, εφόσον πρόκειται για προσωπική τους υπόθεση.
    4.12. Σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας λόγω έκτακτου γεγονότος, σοβαρής ασθένειας ή ανωτέρας βίας, για την κάλυψη των αναγκών των πελατών του και σε συνεργασία μαζί τους, να απευθύνεται σε συνάδελφο Λογιστή Φοροτεχνικό ίδιας τάξης.
    5. Σε κάθε περίπτωση, ο Λογιστής Φοροτεχνικός παρέχει τις επαγγελματικές υπηρεσίες του ατομικά μόνο αν η επαγγελματική του ταυτότητα είναι σε ισχύ.
    6. Κάθε Λογιστής Φοροτεχνικός σε περίπτωση συνταξιοδότησής του είναι υποχρεωμένος, εντός 3 μηνών από την κατάθεση της αίτησης συνταξιοδότησης, να ενημερώσει το Οικονομικό Επιμελητήριο και να καταθέσει την επαγγελματική του ταυτότητα.

    Άρθρο 7
    Ανεξαρτησία και Αντικειμενικότητα

    1. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός οφείλει πάντοτε να ασκεί το Λογιστικό Φοροτεχνικό έργο κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο από κάθε είδους επιρροή.
    2. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός που διαπιστώνει σοβαρές παρατυπίες οφείλει να μην αποδεχθεί ή να διακόψει άμεσα τη συγκεκριμένη εργασία, ενώ απαγορεύεται να συμπράττει σε φοροδιαφυγή ανεξαρτήτως ποσού.
    3. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός, όταν απειλείται η ανεξαρτησία του και αδυνατεί να παράσχει μία έντιμη και αμερόληπτη γνώμη, οφείλει να μην αποδεχθεί την εργασία ή να σταματήσει μια συνεργασία λόγω παράβασης φορολογικών διατάξεων, παρά την αντίθετη προφορική ή έγγραφη ενημέρωση του πελάτη-εργοδότη του, ενημερώνοντας παράλληλα τις αρμόδιες αρχές για την λήψη των απαιτούμενων μέτρων.
    4. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός οφείλει να τηρεί τους ακόλουθους κανόνες ώστε να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητά του:
    4.1. Να μην εκτελεί οιανδήποτε εργασία χωρίς να εκδίδει τα νόμιμα δικαιολογητικά και αποδείξεις.
    4.2. Να μην αποφασίζει ο ίδιος σε θέματα μη αρμοδιότητάς του.
    4.3. Να είναι συνεργάσιμος με τις φορολογικές ή άλλες κρατικές αρχές και να συνδράμει στην ομαλή διεξαγωγή κάθε είδους ελέγχου που δέχεται η Επιχείρηση ή ο Πελάτης του ή ο Εργοδότης του, εκτός των περιπτώσεων αντικειμενικής αδυναμίας.
    4.4. Να τηρεί αυστηρά τις κείμενες νομοθετικές διατάξεις και αποφάσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου και να φροντίζει για την τήρηση των ασυμβίβαστων σχετικά με το επάγγελμα.
    4.5. Να καταγγέλλει στην Επιτροπή Τηρήσεως Δεοντολογίας του Οικονομικού Επιμελητήριου κάθε τρίτο που ενεργεί ενάντια στον παρόντα Κώδικα αλλά και που εξασκεί το επάγγελμα ευκαιριακά χωρίς επαγγελματική ταυτότητα ή παρανόμως.
    4.6. Να θέτει τη σφραγίδα και την ηλεκτρονική υπογραφή του σε κάθε έντυπο ή έγγραφο που συντάσσει, βάσει των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του.
    4.7. Να μη δέχεται δώρα ή φιλοξενία σημαντικής αξίας καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο να επηρεάσουν την αντικειμενικότητά και την ανεξαρτησία του.
    4.8. Να μην αποδέχεται πρόταση από επιχειρήσεις στις οποίες είναι υπεύθυνος για την Λογιστική Φοροτεχνική τους κάλυψη, για την συμμετοχή του στο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών ή στην διοίκηση επιχειρήσεων καθ’ οιονδήποτε τρόπο, καθώς υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να απολέσει την ανεξαρτησία του και την αντικειμενικότητά του και να υποπέσει σε παραβάσεις του παρόντος Κώδικα.
    4.9. Να μην αποδέχεται πελάτης του να ορισθεί εγγυητής σε δάνειο που χορηγήθηκε στον ίδιο ή πρόσωπο της οικογένειας του.
    4.10. Να θέτει τις προϋποθέσεις εκείνες, ώστε οι φιλικές ή οικογενειακές σχέσεις που αναπτύσσονται σε βάθος χρόνου να μην επηρεάζουν την ποιότητα των υπηρεσιών του, την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητά του.
    5. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός που μετέχει ή πρόκειται να μετάσχει, είτε ως ομόρρυθμος μέλος ή διαχειριστής σε ΟΕ ή ΕΕ ή ΕΠΕ, είτε ως μέλος σε Δ.Σ. Ανωνύμων Εταιρειών, υποχρεούται εντός μηνός να γνωστοποιεί στο Ο.Ε.Ε. οποιαδήποτε μεταβολή αφορά τις ιδιότητές του αυτές, προσκομίζοντας αντίγραφο του τροποποιηθέντος καταστατικού είτε των πρακτικών ΓΣ και ΔΣ των Ανωνύμων Εταιρειών.
    6. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός έχει υποχρέωση να μεριμνά ούτως ώστε η παροχή των εκ μέρους του υπηρεσιών να έχει ανεξάρτητο χαρακτήρα και ο ίδιος να λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτρέπονται φαινόμενα μεροληψίας και υποκειμενικότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
    Άρθρο 8
    Εχεμύθεια

    1. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός και κάθε υπάλληλος ή συνεργάτης του οφείλει να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο και να μην αποκαλύπτει γεγονότα ή πληροφορίες που περιήλθαν στη γνώση του κατά την εκτέλεση του έργου του, εκτός αν έχει τέτοια υποχρέωση από το νόμο.
    2. Απαγορεύεται στον Λογιστή Φοροτεχνικό να κάνει χρήση καθ’ οιονδήποτε τρόπο για όφελος δικό του, τρίτων ή ανταγωνιστικών επιχειρήσεων των γεγονότων και των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του κατά την εκτέλεση του έργου του, εκτός αν η αποκάλυψη των γεγονότων και των πληροφοριών είναι αναγκαία για την υπεράσπισή του ενώπιον δικαστικής αρχής ή την υποστήριξη των θέσεών του ενώπιον των Πειθαρχικών Οργάνων του Οικονομικού Επιμελητηρίου.
    3. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός οφείλει να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο και μετά τη λήξη της παροχής των επαγγελματικών του υπηρεσιών προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
    4. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός οφείλει να υπενθυμίζει στους βοηθούς και τους συνεργάτες του την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.
    Άρθρο 9
    Ποιοτική επάρκεια Λογιστικών και Φοροτεχνικών εργασιών

    1. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός υποχρεούται για κάθε εκτελούμενη απ’ αυτόν εργασία να ακολουθεί πιστά ό,τι προβλέπεται από το Π.Δ. 340/1998, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά, ό,τι άλλο μελλοντικά ενταχθεί στις υποχρεώσεις του Λογιστή Φοροτεχνικού, καθώς επίσης και ό,τι η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία ορίζει σαν υποχρεώσεις των επιτηδευματιών ή των ιδιωτών στους οποίους παρέχει τις υπηρεσίες του. Πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του Λογιστή Φοροτεχνικού επιφέρει τις συνέπειες που προβλέπονται στον παρόντα Κώδικα.
    2. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός οφείλει να ενημερώνεται συνεχώς για όλες τις νομοθετικές αλλαγές που αφορούν το επάγγελμά του και γενικότερα να φροντίζει για τη «δια βίου» εκπαίδευσή του και μέσω του Οικονομικού Επιμελητηρίου παρακολουθώντας τα τακτικά αναγκαία σεμινάρια που αυτό διοργανώνει, ώστε να διασφαλίζει τον εργοδότη του ή τους πελάτες του μέσω υψηλού επιπέδου παρεχομένων υπηρεσιών.
    3. Σε περίπτωση που ζητήσει τις υπηρεσίες του πελάτης τον οποίο δεν μπορεί να εξυπηρετήσει λόγω φόρτου εργασίας ή λόγω έλλειψης των προϋποθέσεων που ορίζουν οι νόμοι, οφείλει να τον παραπέμψει σε συνάδελφο που έχει τα νόμιμα προσόντα ή να επιλέξει από λίστα συναδέλφων που υπάρχει στο ΟΕΕ και έχουν τα νόμιμα προσόντα.
    Άρθρο 10
    Ευθύνη και Υποχρεώσεις του παρέχοντος υπηρεσίες Λογιστή Φοροτεχνικού

    1. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ή ηθική ζημία που προκάλεσε με υπαίτια πράξη ή παράλειψή του κατά την παροχή των υπηρεσιών στον πελάτη ή εργοδότη του, κατά τις κείμενες διατάξεις.
    2. Ο αποδέκτης των υπηρεσιών φέρει το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης υπαιτιότητας.
    Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες, ιδίως:
    • το διαθέσιμο χρονικό περιθώριο μέχρι τη λήξη της καταληκτικής ημερομηνίας,
    • η πληρότητα των στοιχείων που παρέδωσε ο ζημιωθείς,
    • ο εύλογος απαιτούμενος χρόνος για αντίστοιχη υπηρεσία λαμβάνοντας υπόψη τον ιδιαίτερο φόρτο κάποιων χρονικών περιόδων,
    • η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας,
    • η ελευθερία δράσης που δόθηκε στο Λογιστή Φοροτεχνικό στο πλαίσιο της ανατεθείσας εργασίας και
    • το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων.
    3. Η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δε θεμελιώνει άνευ ετέρου υπαιτιότητα.
    4. Εάν η υπηρεσία δεν παρασχεθεί για λόγους που αφορούν τον παρέχοντα υπηρεσίες, τότε ο πελάτης δικαιούται να λάβει ό,τι κατέβαλε ως αντίτιμο για τη μη παρασχεθείσα υπηρεσία.
    5. Σε περίπτωση που δεν επιθυμεί τη συνέχιση της συνεργασίας με πελάτη του πρέπει να τον ειδοποιήσει εγγράφως ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο( fax ή mail) και να του παρασχεθεί εύλογος χρόνος, ο οποίος δε μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες, να βρει άλλο συνεργάτη ανάλογα με την κατηγορία των βιβλίων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.) που τηρεί.
    6. Σε περιπτώσεις που ο πελάτης δε συμμορφώνεται με τις έγγραφες ή προφορικές υποδείξεις του ή παραβαίνει ηθελημένα τη φορολογική νομοθεσία η μη συνέχιση της συνεργασίας μπορεί να γίνει χωρίς την τήρηση της προηγούμενης προθεσμίας.
    7. Σε περίπτωση λύσης της συνεργασίας με πελάτη, για οποιονδήποτε λόγο, οφείλει να παραδώσει με πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία του πελάτη του στο συνάδελφο του που θα συνεχίσει την παροχή υπηρεσιών, μετά από έγγραφη εντολή του πελάτη ή σχετικό έγγραφο αίτημα του συναδέλφου. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός υποχρεούται να μην αναλάβει τη συνέχιση της παροχής υπηρεσιών στον πελάτη εάν στο ως άνω πρωτόκολλο δεν αναφέρεται ρητά ότι έχουν εξοφληθεί, με οποιονδήποτε συμφωνημένο τρόπο, οι αμοιβές για τις υπηρεσίες που ήδη παρασχέθηκαν.
    Άρθρο 11
    Διαφήμιση – Αθέμιτος Ανταγωνισμός

    1. Επιτρέπεται η με κάθε μέσο προβολή, δημοσιοποίηση και προώθηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των νόμιμα ασκούντων το επάγγελμα Λογιστή Φοροτεχνικού είτε ατομικά είτε με οποιαδήποτε εταιρική μορφή στο μέτρο και το βαθμό που καθορίζεται στο παρόν και με τρόπο που δεν υποβαθμίζει το Λογιστικό Φοροτεχνικό επάγγελμα.
    2. Επιτρέπεται ιδίως η δημοσίευση και κυκλοφορία επαγγελματικών καταχωρήσεων, έντυπα ή ηλεκτρονικά, στις εφημερίδες ή τα περιοδικά, με στοιχεία επικοινωνίας και αναφορά είτε σε ιδιαίτερο τομέα δραστηριότητας είτε σε νόμιμα αξιολογημένη κατηγορία.
    3. Οποιαδήποτε τέτοια προβολή ή δημοσιοποίηση των υπηρεσιών των Λογιστών Φοροτεχνικών που παρέχονται είτε ατομικά είτε με οποιαδήποτε εταιρική μορφή δεν πρέπει:
    α. να είναι αθέμιτη,
    β. να είναι ανακριβής, αναληθής ή παραπλανητική,
    γ. να περιέχει αναφορές ή συγκρίσεις με άλλους Λογιστές Φοροτεχνικούς σχετικά με την ποιότητα των υπηρεσιών ή την αμοιβή ή τη μέθοδο αμοιβής ή να δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με την επαγγελματική επάρκειά τους και
    δ. να περιέχει ονόματα πελατών εκτός εάν υπάρχει ρητή έγγραφη συναίνεσή τους προς τούτο.
    Άρθρο 12
    Σχέσεις με συναδέλφους, Ελεγκτικούς Φορείς και λοιπούς Φορείς του Δημοσίου

    1. Ο Λογιστής Φοροτεχνικός οφείλει να συμπεριφέρεται με ευγένεια, ειλικρίνεια και εκτίμηση έναντι όλων των συναδέλφων του, είτε αυτοί είναι παρόντες είτε είναι απόντες και να προασπίζει τα νόμιμα δικαιώματά τους που απορρέουν από την άσκηση των καθηκόντων τους.
    2. Οι ασκούντες το επάγγελμα του Λογιστή Φοροτεχνικού έχουν υποχρέωση να σέβονται τους υπαλλήλους των υπηρεσιών και των υπουργείων με τους οποίους συναλλάσσονται και τους Δημόσιους Λειτουργούς, ανεξαρτήτως βαθμίδος. Την ίδια υποχρέωση έχουν προς τους Λογιστές Φοροτεχνικούς και οι εκπρόσωποι της Δημόσιας Διοίκησης όπως επιβάλλεται από τη νομοθεσία που τους διέπει. Κάθε παράβαση της αρχής αυτής από οποιοδήποτε μέρος, ελέγχεται και από το Οικονομικό Επιμελητήριο. Αν η παράβαση έγινε από Λογιστή Φοροτεχνικό, η Επιτροπή Τηρήσεως Δεοντολογίας του Οικονομικού Επιμελητήριου αποφασίζει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Αν έγινε από δημόσιο υπάλληλο ή δημόσιο λειτουργό, η Επιτροπή Τηρήσεως Δεοντολογίας αναφέρει το γεγονός τούτο εγγράφως στην Κεντρική Διοίκηση του Ο.Ε.Ε, προκειμένου να επιληφθεί και να προβεί στις δέουσες ενέργειες.
    3. Στην περίπτωση που ο Λογιστής Φοροτεχνικός χρησιμοποιεί συνάδελφό του τακτικά ή έκτακτα ή για τη διεκπεραίωση όλων ή ορισμένων εργασιών του γραφείου του πρέπει:
    • να συμπεριφέρεται προς αυτόν συναδελφικά και με ισοτιμία,
    • να συνεργάζεται μαζί του με συναδελφικότητα, ευγένεια και κατανόηση, να μη θίγει την επαγγελματική και ατομική του αξιοπρέπεια και να μην τον απασχολεί σε μη Λογιστικά ή Φοροτεχνικά καθήκοντα,
    • να καταβάλλει έγκαιρα τη συμφωνημένη αμοιβή,
    • να προβάλλει την εργασία του συναδέλφου του προς τον πελάτη, τις δημόσιες υπηρεσίες και προς τους τρίτους.

    Άρθρο 13
    Προστασία του κύρους του ΟΕΕ

    1. Δεν επιτρέπεται στον Λογιστή Φοροτεχνικό η δια δηλώσεων προφορικών ή εγγράφων, υποβάθμιση του επιστημονικού και επαγγελματικού κύρους του ΟΕΕ.
    Ως υποβάθμιση του επιστημονικού και επαγγελματικού κύρους του ΟΕΕ θεωρείται από μέρους Λογιστή Φοροτεχνικού:
    • η τήρηση ή ο ισχυρισμός τήρησης Φορολογικών ή Λογιστικών αρχών και προτύπων διαφορετικών από τις προβλεπόμενες από τη Εθνική Νομοθεσία ρυθμίσεις,
    • οι επανειλημμένες παρεκκλίσεις από αποφάσεις και οδηγίες του ΟΕΕ,
    • η ανάρμοστη συμπεριφορά κατά οργάνων του ΟΕΕ εκδηλούμενη με τη χρησιμοποίηση απρεπών εκφράσεων ή ειρωνικών σχολίων, σε βάρος αποφάσεων και ενεργειών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των οργάνων αυτών.
    • η απρεπής συμπεριφορά κατά δημόσιου ή ιδιωτικού Ελεγκτικού Φορέα.
    2. Δεν εμπίπτει στον ανωτέρω περιορισμό η εμπιστευτική αναφορά προς το ΟΕΕ κάθε Λογιστή Φοροτεχνικού, όταν διαπιστώνει αξιόποινες πράξεις ή παραβάσεις του παρόντος Κώδικα από συναδέλφους ή τρίτους.
    Άρθρο 14
    Τήρηση του παρόντος Κώδικα – Κυρώσεις

    Με δεδομένη και αναγνωρισμένη την ανάγκη πιστής εφαρμογής του παρόντα κώδικα από όλους ανεξαιρέτως του Λογιστές Φοροτεχνικούς, είτε αυτοί είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε απασχολούνται ως μισθωτοί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, είτε είναι μέλη του ΟΕΕ, είτε όχι, το ΟΕΕ είναι αρμόδιο για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Για τη διαδικασία, τα όργανα και τον τρόπο επιβολής κυρώσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 277/1986 και του άρθρου 11 του Ν. 1100/1980 για όλους ανεξαιρέτως τους υπαγόμενους στις διατάξεις του παρόντος Λογιστές Φοροτεχνικούς.
    Στο πλαίσιο αυτό το Οικονομικό Επιμελητήριο έχει την αρμοδιότητα να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις στους υπαγόμενους στις διατάξεις του παρόντος Λογιστές Φοροτεχνικούς.
    Άρθρο 15
    Διοικητικές Κυρώσεις

    1. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος Κώδικα επισύρει πέραν των κυρώσεων και ποινών που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και τις παρακάτω κυρώσεις:
    • έγγραφη επίπληξη,
    • χρηματική ποινή ή πρόστιμο έως 3.000 ευρώ. Το παραπάνω πρόστιμο ή χρηματική ποινή μπορεί να αυξομειώνεται με απόφαση της Κεντρικής Διοίκησης του ΟΕΕ.
    Τα ποσά των παραπάνω κυρώσεων θεωρούνται έσοδα του ΟΕΕ και εισπράττονται κατά τη διαδικασία είσπραξης των δημοσίων εσόδων.
    • προσωρινή αφαίρεση της επαγγελματικής ταυτότητας για χρονικό διάστημα έως έξι μηνών και
    • οριστική αφαίρεση της επαγγελματικής ταυτότητας, εφόσον έχει παραβιάσει καθ’ υποτροπή τον παρόντα Κώδικα και του έχουν επιβληθεί κυρώσεις.
    2. Η διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων κινείται είτε αυτεπάγγελτα από την Επιτροπή Τηρήσεως Δεοντολογίας που συνιστάται με το άρθρο 16 της παρούσας, είτε κατόπιν καταγγελίας Λογιστή Φοροτεχνικού ή Ελεγκτικού Φορέα ή τρίτου.
    3. Κάθε Λογιστής Φοροτεχνικός ή οποιοσδήποτε Ελεγκτικός Φορέας ή τρίτος υποχρεούται να καταγγείλει γραπτώς προς την Επιτροπή Τηρήσεως Δεοντολογίας του Οικονομικού Επιμελητηρίου κάθε παράβαση του παρόντος Κώδικα που έχει υποπέσει στην αντίληψή του, αναφέροντας ρητά το ονοματεπώνυμο του Λογιστή Φοροτεχνικού ή την επωνυμία του Φορέα που υπέπεσε στην παράβαση, καθώς και τα περιελθόντα σε γνώση του αποδεικτικά στοιχεία. Η αναφορά είναι απόρρητη και γνωστοποιείται από την Επιτροπή Τηρήσεως Δεοντολογίας μόνο στον αναφερόμενο Λογιστή Φοροτεχνικό ή Φορέα, ο οποίος και καλείται για παροχή εξηγήσεων πριν αποφασιστεί η τυχόν πειθαρχική δίωξή του.
    4. Η διαδικασία επιβολής κυρώσεων αναστέλλεται αν για την ίδια πράξη εκκρεμεί ποινική δίωξη, μετά το τέλος της οποίας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, συνεχίζεται.
    Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η διαδικασία επιβολής κυρώσεων δεν αναστέλλεται και τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα με ειδικά προς τούτο αιτιολογημένη απόφασή τους, επιβάλλουν τις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κώδικα, ανεξάρτητα από την άσκηση ή μη ποινικής διαδικασίας ή την πρόοδό της, ιδίως σε περίπτωση διάπραξης παραβάσεων που αφορούν την απόκτηση της επαγγελματικής ταυτότητας ή την αξιολόγησή τους.
    5. Οι παραβάσεις του παρόντος Κώδικα παραγράφονται με την πάροδο τριετίας από την τέλεσή τους. Κάθε όμως πράξη διαδικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή η υποβολή εγκλήσεως καθώς και κάθε πράξη ποινικής δίωξης, διακόπτει την παραγραφή.
    Άρθρο 16
    Όργανα επιβολής Διοικητικών Κυρώσεων

    Για την επιβολή των Διοικητικών Κυρώσεων και την εκδίκαση των σχετικών παραβάσεων του παρόντος Κώδικα, με απόφαση της Κεντρικής Διοίκησης του ΟΕΕ, συνιστάται Επιτροπή Τήρησης Δεοντολογίας, αποτελούμενη από πέντε μέλη με τριετή θητεία. Η Επιτροπή συνεδριάζει έγκυρα αν είναι παρόντα τουλάχιστον τρία μέλη της, λαμβάνει τις αποφάσεις της με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών, εκλέγει μεταξύ των μελών της έναν πρόεδρο και επιλαμβάνεται είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας για οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος. Η Επιτροπή εισηγείται την άσκηση πειθαρχικής δίωξης στα αρμόδια όργανα, για τις δε παραβάσεις του παρόντος και την διαδικασία επιβολής κυρώσεων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 277/1986.
    ΙΙΙ. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
    Άρθρο 17
    Ισχύς προηγούμενων Αποφάσεων και Οδηγιών

    Οι μέχρι σήμερα εκδοθέντες Νόμοι και Αποφάσεις σχετικοί με τις προϋποθέσεις ανάληψης και εκτέλεσης πάσης φύσεως Λογιστικών και Φοροτεχνικών εργασιών, ως κανονιστικές διατάξεις, εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται υποχρεωτικά από όλους τους Λογιστές Φοροτεχνικούς.
    Άρθρο 18
    Έναρξη Εφαρμογής – Δημοσιότητα

    1 Ο παρών Κώδικας Δεοντολογίας τίθεται σε εφαρμογή από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    2. Ο παρών Κώδικας μπορεί να γνωστοποιείται σε κάθε ενδιαφερόμενο και πρέπει να είναι αναρτημένος στο δικτυακό τόπο του Οικονομικού Επιμελητηρίου.
    Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    Αθήνα, 18 Δεκεμβρίου 2013
    Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ