Τις τελευταίες ημέρες έχουν γίνει πολλές καταγγελίες στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας είτε επώνυμες είτε ανώνυμες που αφορούν την πληρωμή εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα με κουπόνια, τα οποία μπορούν να εξαργυρώσουν στα συνεργαζόμενα με τον εργοδότη τους καταστήματα (συνήθως σούπερ μάρκετ και σπανιότερα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών ή ρουχισμού).
Εκείνο που πρέπει να διευκρινιστεί από την αρχή, είναι ότι η παροχή μισθού σε είδος δεν απαγορεύεται, εφόσον δίδεται προς αντάλλαγμα παρεχόμενης εργασίας και όχι για διάφορο λόγο όπως επί παραδείγματι για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 266/2014). Ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, μέρος δε αυτού (είτε κατά πρόβλεψη της αρχικής σύμβασης, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία) είναι δυνατόν να συνιστούν και παροχές σε είδος. Το ζήτημα τίθεται όταν η παροχή σε είδος δεν είναι παρεπόμενη του νόμιμου ή του συμφωνημένου μισθού, όπως στις περιπτώσεις των bonus επιβράβευσης από τους εργοδότες σε στελέχη της επιχείρησής τους ή στις περιπτώσεις που η παροχή σε είδος αποτελεί κίνητρο υψηλότερης αποδοτικότητας που επιτρεπτά χορηγείται οικιοθελώς, αλλά όταν αποτελεί μέρος των ως άνω νομίμων ή συμφωνημένων αποδοχών.
Τα περί προστασίας ημερομισθίων ρυθμίζονται από την υπ΄ αριθμ. 95 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας την οποία κύρωσε η Ελλάδα με τον ν. 3248/55. Στο άρθρο 3 παρ. 1 του εν λόγω νόμου προβλέπεται ότι οι αποδοχές των εργαζομένων πρέπει να καταβάλλονται αποκλειστικά σε νόμισμα που κυκλοφορεί νόμιμα, ενώ η καταβολή σε είδος κατ’ αρχάς απαγορεύεται. Εξαίρεση αποτελεί το άρθρο 4 του προμνησθέντος νόμου κατά το οποίο η νομοθεσία, οι συλλογικές συμβάσεις ή οι διαιτητικές αποφάσεις, δύναται να επιτρέπουν την μερική καταβολή αποδοχών σε είδος με τις προϋποθέσεις:
α) οι παροχές σε είδος να είναι κατάλληλες για την ατομική χρήση του εργαζόμενου και της οικογένειάς του, β) να είναι οπωσδήποτε προς το συμφέρον του εργαζόμενου και γ) η αποτίμηση της αξίας των παροχών σε είδος να είναι δίκαια και λογική. Τα παραπάνω τηρούν πάντα σε συνάρτηση με την σύμφωνη γνώμη και ρητή συγκατάθεση του μισθωτού, αφού απαγορεύεται στην εργοδότη να περιορίζει την ελευθερία του εργαζομένου να διαθέτει το μισθό που λαμβάνει ως αντάλλαγμα παρασχεθείσης εργασίας κατά την βούληση του (άρθρο 6 ν. 3248/55).
Δεδομένων των ανωτέρω, ο εργοδότης μπορεί να προτείνει στον μισθωτό την παροχή μόνο μέρος του μισθού του σε είδος, και πάντως ποτέ ολόκληρο το μισθό, τηρουμένων των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος και πάντα με την συναίνεση του εργαζομένου. Στην πράξη, το δίλλημα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι «είναι πληρωμή με κουπόνια ή απόλυση», καθώς ο εργοδότης δεν αφήνει περιθώρια επιλογής. Η συμπεριφορά αυτή του εργοδότη όταν τους προτείνει την πληρωμή με κουπόνια συνιστά τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας η οποία απορρέει από το διευθυντικό του δικαίωμα. Στις περιπτώσεις αυτές όμως, η προτεινόμενη μεταβολή, διότι αυτή εξετάζεται δικαστικά στην περίπτωση της τροποποιητικής καταγγελίας, ξεπερνά κατά την γνώμη μου την καλή πίστη και καθιστά την θέση του εργαζομένου περισσότερο δυσμενέστερη από όσο χρειάζεται για την ικανοποίηση των εργοδοτικών συμφερόντων. Στις περιπτώσεις δε που ο εργοδότης δεν προτείνει, αλλά επιβάλλει μονομερώς αυτόν τον τρόπο αμοιβής, τότε έχουμε μονομερή βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας και ο εργαζόμενος μπορεί να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του διαζευκτικά, είτε δηλαδή να θεωρήσει την μεταβολή ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να ζητήσει την νόμιμη αποζημίωσή του είτε να την αποδεχθεί με την επιφύλαξη του δικαστικού της ελέγχου.
Άμεσα, ο εργαζόμενος αμυνόμενος στην ως άνω πρακτική, μπορεί να την καταγγείλει επώνυμα ή ανώνυμα στη γραμμή καταγγελιών του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (15512), η οποία θα ερευνήσει την καταγγελία και θα επιβάλλει τα προβλεπόμενα πρόστιμα.
Αθήνα, 6 Φεβρουαρίου 2017
Μαργαρίτα Γιαννοπούλου
Ασκούμενη Δικηγόρος
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια
Εργατικού Δικαίου Ε.Κ.Π.Α.
Εκείνο που πρέπει να διευκρινιστεί από την αρχή, είναι ότι η παροχή μισθού σε είδος δεν απαγορεύεται, εφόσον δίδεται προς αντάλλαγμα παρεχόμενης εργασίας και όχι για διάφορο λόγο όπως επί παραδείγματι για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 266/2014). Ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, μέρος δε αυτού (είτε κατά πρόβλεψη της αρχικής σύμβασης, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία) είναι δυνατόν να συνιστούν και παροχές σε είδος. Το ζήτημα τίθεται όταν η παροχή σε είδος δεν είναι παρεπόμενη του νόμιμου ή του συμφωνημένου μισθού, όπως στις περιπτώσεις των bonus επιβράβευσης από τους εργοδότες σε στελέχη της επιχείρησής τους ή στις περιπτώσεις που η παροχή σε είδος αποτελεί κίνητρο υψηλότερης αποδοτικότητας που επιτρεπτά χορηγείται οικιοθελώς, αλλά όταν αποτελεί μέρος των ως άνω νομίμων ή συμφωνημένων αποδοχών.
Τα περί προστασίας ημερομισθίων ρυθμίζονται από την υπ΄ αριθμ. 95 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας την οποία κύρωσε η Ελλάδα με τον ν. 3248/55. Στο άρθρο 3 παρ. 1 του εν λόγω νόμου προβλέπεται ότι οι αποδοχές των εργαζομένων πρέπει να καταβάλλονται αποκλειστικά σε νόμισμα που κυκλοφορεί νόμιμα, ενώ η καταβολή σε είδος κατ’ αρχάς απαγορεύεται. Εξαίρεση αποτελεί το άρθρο 4 του προμνησθέντος νόμου κατά το οποίο η νομοθεσία, οι συλλογικές συμβάσεις ή οι διαιτητικές αποφάσεις, δύναται να επιτρέπουν την μερική καταβολή αποδοχών σε είδος με τις προϋποθέσεις:
α) οι παροχές σε είδος να είναι κατάλληλες για την ατομική χρήση του εργαζόμενου και της οικογένειάς του, β) να είναι οπωσδήποτε προς το συμφέρον του εργαζόμενου και γ) η αποτίμηση της αξίας των παροχών σε είδος να είναι δίκαια και λογική. Τα παραπάνω τηρούν πάντα σε συνάρτηση με την σύμφωνη γνώμη και ρητή συγκατάθεση του μισθωτού, αφού απαγορεύεται στην εργοδότη να περιορίζει την ελευθερία του εργαζομένου να διαθέτει το μισθό που λαμβάνει ως αντάλλαγμα παρασχεθείσης εργασίας κατά την βούληση του (άρθρο 6 ν. 3248/55).
Δεδομένων των ανωτέρω, ο εργοδότης μπορεί να προτείνει στον μισθωτό την παροχή μόνο μέρος του μισθού του σε είδος, και πάντως ποτέ ολόκληρο το μισθό, τηρουμένων των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος και πάντα με την συναίνεση του εργαζομένου. Στην πράξη, το δίλλημα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι «είναι πληρωμή με κουπόνια ή απόλυση», καθώς ο εργοδότης δεν αφήνει περιθώρια επιλογής. Η συμπεριφορά αυτή του εργοδότη όταν τους προτείνει την πληρωμή με κουπόνια συνιστά τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας η οποία απορρέει από το διευθυντικό του δικαίωμα. Στις περιπτώσεις αυτές όμως, η προτεινόμενη μεταβολή, διότι αυτή εξετάζεται δικαστικά στην περίπτωση της τροποποιητικής καταγγελίας, ξεπερνά κατά την γνώμη μου την καλή πίστη και καθιστά την θέση του εργαζομένου περισσότερο δυσμενέστερη από όσο χρειάζεται για την ικανοποίηση των εργοδοτικών συμφερόντων. Στις περιπτώσεις δε που ο εργοδότης δεν προτείνει, αλλά επιβάλλει μονομερώς αυτόν τον τρόπο αμοιβής, τότε έχουμε μονομερή βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας και ο εργαζόμενος μπορεί να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του διαζευκτικά, είτε δηλαδή να θεωρήσει την μεταβολή ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να ζητήσει την νόμιμη αποζημίωσή του είτε να την αποδεχθεί με την επιφύλαξη του δικαστικού της ελέγχου.
Άμεσα, ο εργαζόμενος αμυνόμενος στην ως άνω πρακτική, μπορεί να την καταγγείλει επώνυμα ή ανώνυμα στη γραμμή καταγγελιών του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (15512), η οποία θα ερευνήσει την καταγγελία και θα επιβάλλει τα προβλεπόμενα πρόστιμα.
Αθήνα, 6 Φεβρουαρίου 2017
Μαργαρίτα Γιαννοπούλου
Ασκούμενη Δικηγόρος
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια
Εργατικού Δικαίου Ε.Κ.Π.Α.
http://www.lawnet.gr