Ένας πολύ σημαντικός νόμος της εργατοασφαλιστικής νομοθεσίας είναι ο ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 3846/2010:
“Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις”.
Το άρθρο 2 αναφέρεται συνοπτικά στην μερική απασχόληση των μισθωτών και ξεκαθαρίζει την έννοια και το περιεχόμενό της, αλλά και τις ιδιαιτερότητές της σε σχέση πάντα με την πλήρη απασχόληση.
Ως προς το θέμα που μας ενδιαφέρει στο σημερινό μας άρθρο, ο νόμος αναφέρει ξεκάθαρα, στην παράγραφο 12/άρθρο 2(δεν έχει υποστεί καμία μεταβολή):
“Ο πλήρως απασχολούμενος σε επιχειρήσεις πλέον των είκοσι (20) ατόμων, έχει δικαίωμα μετά τη συμπλήρωση ενός ημερολογιακού έτους εργασίας να ζητήσει τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση, με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση, εκτός αν η άρνηση του εργοδότη δικαιολογείται από τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Ο εργαζόμενος στην αίτησή του πρέπει να προσδιορίζει τη διάρκεια της μερικής απασχόλησης και το είδος της. Αν ο εργοδότης δεν απαντήσει εγγράφως μέσα σε ένα μήνα θεωρείται ότι το αίτημα του εργαζόμενου έχει γίνει δεκτό.”
Γίνεται λοιπόν σαφές, προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το σκεπτικό του νομοθέτη πως σε ένα τέτοιο αίτημα του εργαζόμενου, ο οποίος για τους δικούς του λόγους θέλει να απασχολείται με μερική και όχι πλήρη απασχόληση, έχοντας το δικαίωμα όμως επανόδου στο προηγούμενο καθεστώς, ο εργοδότης μέσα σε ένα μήνα εγγράφως για να το αρνηθεί θα πρέπει να τεκμηριώσει επαρκώς ότι αυτό δεν διευκολύνει τις επιχειρησιακές του ανάγκες. Αν αυτό δεν το δεχθεί ο εργαζόμενος έπεται συνέχεια….