Ο ρόλος και η χρησιμότητα των αριθμοδεικτών στη διαδικασία λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων!

0
1268

 

Οι επιστήμες της Λογιστικής και της Χρηματοοικονομικής των επιχειρήσεων θέτουν στη διάθεση μας τις ασφαλείς, τεκμηριωμένες πληροφορίες και τα εργαλεία που απαιτούνται για την ανάλυση τους αντίστοιχα. Έτσι, βρισκόμαστε σε θέση να διεξάγουμε πολύπλευρες και πολυπαραγοντικές αναλύσεις με τις πλέον κατάλληλες μεθόδους με σκοπό τη διερεύνηση, ερμηνεία και αξιολόγηση των διαθέσιμων λογιστικών –ως επί το πλείστον- δεδομένων.

Οι συνηθέστερες μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιούνται είναι οι εξής:

  • Οριζόντια Ανάλυση: Παρουσιάζει τα οικονομικά στοιχειά του Ισολογισμού και των αποτελεσμάτων επι σειρά ετών (τουλάχιστον 5), ούτως ώστε να παρακολουθείται η διαχρονική εξέλιξη αυτών.
  • Κάθετη Ανάλυση: Εξετάζει την ¨βαρύτητα¨ των στοιχείων των καταστάσεων με συνέπεια να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την εσωτερική διάρθρωση της επιχείρησης. Για παράδειγμα, τι κομμάτι του Παθητικού καταλαμβάνουν οι Υποχρεώσεις, τι κομμάτι των Υποχρεώσεων καταλαμβάνουν τα δάνεια ή οι φόροι κ.τ.λ.

Το μειονέκτημα των παραπάνω μεθόδων, έγκειται στο γεγονός ότι τα στοιχειά που αναλύονται και είναι αποκλειστικά της ίδιας κατηγορίας (κέρδη με κέρδη προηγ. χρήσεων, πωλήσεις  με πωλήσεις προηγ. χρήσεων), με αποτέλεσμα τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτή να βασίζονται σε μια μονοδιάστατη ερευνά. Αυτό αναιρείται σε ικανοποιητικό βαθμό με την ανάλυση Χρηματοοικονομικών Δεικτών (ratio analysis) που εμπεριέχει στοιχειά όλων των κατηγοριών (Ενεργητικού, Ιδίων Κεφαλαίων, Υποχρεώσεων, Αποτελεσμάτων). Ειδικά όταν τέτοιου είδους αναλύσεις περιλαμβάνουν εκτός από τα τρέχοντα δεδομένα, και στοιχειά προηγούμενων χρήσεων (trend analysis), μας δίνουν μια αρκετά σαφή εικόνα σε διάφορα πεδία. Τα πιο βασικά από αυτά, έχουν και ζωτική σημασία για την οντότητα είναι:

  • Η αποδοτικότητα
  • Η ρευστότητα & η κεφαλαιακή διάρθρωση
  • Η ποιότητα της κερδοφορίας

Επίσης, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των δεικτών με τα αντίστοιχα στοιχειά, όπως για παράδειγμα δείκτες άλλων επιχειρήσεων του ιδίου κλάδου ή τους στόχους που η ιδία επιχείρηση είχε θέσει αντιλαμβανόμαστε καλύτερα την πορεία και τη θέση της στην αγορά.

Στην παρούσα μελέτη θα παρουσιαστούν εκείνοι οι δείκτες που αξιολογούν την αποδοτικότητα της οντότητας, καθώς και μια μικρή τυπική ανάλυση με δεδομένα στους κατάλληλους αριθμοδείκτες.

Οι δυο κύριοι δείκτες που μετρούν την απόδοση μιας εταιρίας, πάνω στους οποίους θα στηριχτεί η παρακάτω ανάλυση είναι οι εξής:

  • Δείκτης αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων (return on equity, ROE)= 1

 

Ο δείκτης αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων μετράει την απόδοση που κερδίζουν οι μέτοχοι για κάθε €1 που επενδύεται στα Ιδία Κεφάλαια ή διαφορετικά, τα καθαρά κέρδη μετά φορών που αντιστοιχούν στην επένδυση ενός ευρώ στα κεφάλαια στης οντότητας.

  • Δείκτης αποδοτικότητας Ενεργητικού (return on assets, ROA)=

Ο δείκτης αποδοτικότητας Ενεργητικού δείχνει την ικανότητα της επιχείρησης να επιβιώνει οικονομικά, αντανακλώντας την ικανότητα της διοίκησης να επενδύει με τον κατάλληλο τρόπο τα διαθέσιμα κεφάλαια . Είναι εξαιρετικά σημαντικός κυρίως για τους stakeholders  που ανήκουν στο εξωτερικό περιβάλλον, σχετικά με το αν συμφέρει να επενδύσουν σε αυτή, καθώς ο δείκτης επιτρέπει τη σύγκριση της απόδοσης της εταιρίας  με την απόδοση άλλων μορφών επενδύσεων (προθεσμιακές, αξιόγραφα κ.α.) ή άλλων επιχειρήσεων του ιδίου κλάδου.

Οι συγκεκριμένοι αριθμοδείκτες δύναται να αναλυθούν ως το γινόμενο τριών ή δυο άλλων δεικτών αντίστοιχα. Η εξέταση του καθένα από αυτούς, μας δίνει την πραγματική εικόνα των βασικών παραμέτρων – συντελεστών που επηρεάζουν την αποδοτικότητα εν γένει. Αυτοί είναι οι παρακάτω:

α) Καθαρό Περιθώριο Κέρδους

β) Κυκλοφοριακή Ταχύτητα Ενεργητικού

γ) Χρηματοοικονομική Μόχλευση

1: Ο Ισολογισμός είναι μια «φωτογραφία» της επιχείρησης μια δεδομένη χρονική στιγμή, π.χ.31/12. Για αυτό χρησιμοποιούμε τον μέσο ορό της τρέχουσας χρήσης και της προηγούμενης ως πιο αντιπροσωπευτικό μέγεθος.

Ας διαπιστώσουμε ποιες πληροφορίες μας παρέχουν και την σύνδεση τους με την αποδοτικότητα μιας επιχείρησης.

α) Καθαρό Περιθώριο Κέρδους =

Το Καθαρό Περιθώριο Κέρδους κάνει γνωστό το ποσό που κερδίζει (όχι εισπράττει) για κάθε €1 πωλήσεων που πραγματοποιεί. Όσο υψηλότερος είναι τόσο πιο κερδοφόρα είναι η εταιρία. Ο συγκεκριμένος δείκτης αποτελεί μετρό αξιολόγησης της λειτουργικής αποδοτικότητας, και αυτό διότι επιμερίζει την κερδοφορία στις πραγματοποιημένες πωλήσεις.

β) Κυκλοφοριακή Ταχύτητα Ενεργητικού =

Αυτός ο δείκτης με τη σειρά του δείχνει το επιπλέον ποσό των πωλήσεων που μπορεί να επιτευχθεί με κάθε €1 που επενδύεται στο Ενεργητικό της. Αποτελεί εργαλείο αξιολόγησης της επενδυτικής αποδοτικότητας, καθώς επιμερίζει το σύνολο του κύκλου εργασιών της (το γνωστό τζίρο) στα περιουσιακά της στοιχειά.

γ) Χρηματοοικονομική Μόχλευση =

Μας παρέχει πληροφορίες σχετικά με την αναλόγια ανάμεσα στα ιδία και τα ξένα επενδυόμενα κεφάλαια με τα όποια χρηματοδοτείται. Η μόχλευση αποτελεί μετρό χρηματοοικονομικής αποδοτικότητας, διότι μετρά το ποσό των  επενδύσεων σε στοιχειά του ενεργητικού που υποστηρίζεται από €1 Ίδια Κεφάλαια.

Ας τα συνδυάσουμε όλα αυτά μέσω της γνωστής χρηματοοικονομικής ανάλυσης «Du Pont». Αποδεικνύεται ότι, ο δείκτης αποδοτικότητας των Ιδίων Κεφαλαίων που αναφέραμε στην αρχή της μελέτης ισούται με:

Αποδοτικότητα Ιδίων Κεφαλαίων = Καθαρό Περιθώριο Κέρδους × Κυκλοφοριακή                                    Ταχύτητα Ενεργητικού × Μόχλευση

Ανάλογα,

Αποδοτικότητα Ενεργητικού = Καθαρό Περιθώριο Κέρδους × Κυκλοφοριακή                                    Ταχύτητα Ενεργητικού

 

Αποδείξαμε λοιπόν, τον αρχικό ισχυρισμό ότι οι τρεις παραπάνω δείκτες είναι ταυτόχρονα και συντελεστές του επίπεδου της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων.

Ας δούμε τον τρόπο με τον όποιο ο καθένας συμβάλει σε αυτό.

Υψηλή αποδοτικότητα μέσω υψηλού περιθωρίου κέρδους επιτυγχάνεται με την στρατηγική της ¨διαφοροποίησης των προϊόντων. Δηλαδή, διαθέτοντας προϊόντα (συνήθως ανώτερης ποιότητας) σε υψηλή τιμή και (συνήθως) σε μικρές ποσότητες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε κλάδους εντάσεων κεφαλαίου, κλάδους σε δομή ολιγοπωλίου, μονοπωλίου και σε διάθεση ειδών πολυτελείας.

Αντίθετα, υψηλή αποδοτικότητα μέσω υψηλής κυκλοφοριακής ταχύτητας επιτυγχάνεται με την στρατηγική ¨ηγεσίας κόστους¨. Παράγοντας με λίγα λόγια, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, διαθέτοντας τις μεγαλύτερες δυνατές ποσότητες στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Αυτή τη στρατηγική ακολουθούν οντότητες που δραστηριοποιούνται στους περισσότερο ανταγωνιστικούς κλάδους.

Ο ρόλος της μόχλευσης είναι πολύ πιο περίπλοκος. Aπο μια «λογιστική» οπτική γωνία, η χρήση της μόχλευσης με σκοπό την υψηλή αποδοτικότητα, έχει ως αποτέλεσμα να μειώνει τον παρονομαστή του Δείκτη Απόδοσης Ιδίων Κεφαλαίων με αποτέλεσμα να αυξάνει την αποδοτικότητα. Ωστόσο, μεταξύ της μόχλευσης και του καθαρού περιθωρίου κέρδους υπάρχει μια αρνητική σχέση, καθώς η χρήση ξένων κεφαλαίων συνεπάγεται τόκους έξοδα και αυτοί με τη σειρά τους μειωμένα κέρδη. Το τελικό αποτέλεσμα σχετικά με την κατεύθυνση της επίδρασης της μόχλευσης μπορούμε να το εξάγουμε από τη θεωρία κεφαλαιακής διάρθρωσης. Συμφώνα με αυτή, υπάρχει κάποια συγκεκριμένη τιμή δανειακής επιβάρυνσης, για την οποία ελαχιστοποιείται το μέσο κόστος κεφαλαίου της εταιρίας, δηλαδή μεγιστοποιείται η αξία της εταιρίας.

Πιο αναλυτικά, το κόστος χρηματοδότησης μίας επιχείρησης μειώνεται αρχικά με τη χρήση δανειακών κεφαλαίων, αλλά στη συνέχεια η υπερβολική δανειοδότηση ανεβάζει το δυσανάλογα το κόστος καθότι επέρχεται συσσώρευση μεγάλων χρεών. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι προφανής. Όταν η δανειακή εξάρτηση (μόχλευση) είναι χαμηλή, τότε η άντληση κεφαλαίων έχει χαμηλότερο κόστος γιατί ο επιχειρηματικός κίνδυνος είναι ακόμη  μικρός. Ωστόσο, με την αύξηση της μόχλευσης οι χρεωστικοί τόκοι και οι χρεολυτικές υποχρεώσεις αυξάνονται δεσμεύοντας πλέον μεγαλύτερο κομμάτι επί των προσδοκώμενων κερδών της εταιρίας, με αποτέλεσμα ο επενδυτικός κίνδυνος αυξάνεται. Έτσι οι μέτοχοι ή οι δανειστές της εταιρίας απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις για τα κεφάλαια τους, ως αντιστάθμισμα του πρόσθετου κινδύνου που αναλαμβάνουν.

Καταλήγουμε στο γεγονός ότι τέτοιου είδους αναλύσεις είναι επιβεβλημένες ειδικά στην εποχή που διανύουμε, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα. Η σωστή λογιστική τεκμηρίωση και ο σωστός χρηματοοικονομικός σχεδιασμός, είναι τα βασικά εργαλεία με τα οποία η κάθε οντότητα είναι σε θέση να συντάσσει ανά πάσα στιγμή κάποια σενάρια,(ευνοϊκά και μη) σχετικά με τις προβλεπόμενες εξελίξεις, ώστε πάντοτε να οδηγείται στη βέλτιστη λήψη αποφάσεων.

Δημήτριος Κατσίβελος

Προπτυχιακός του τμήματος Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αναστάσιος Δουκέρης

Λογιστής - Φοροτεχνικός Α' Τάξης | Σύμβουλος επιχειρήσεων & ιδιωτών | Αρθρογράφος/Υπεύθυνος σύνταξης taxvoice.gr | Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογιστών - Οικονομολόγων